20/12/13

Γεώργιος Κρίππας, Το ατομικόν δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας της Εκκλησίας να καθορίζη η ίδια την ύλη του ΜτΘ (Α΄)

ΤΟ ΑΤΟΜΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ ΚΑΘΟΡIΖΗ Η ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΤΟΥ ΜτΘ
1ον
Το κ. Γεωργίου Η. Κρίππα, Διδάκτορος Συνταγματικο Δικαίου
ς γνωστν τ τομικ δικαίωμα τς θρησκευτικς λευθερίας ναγνωρίζεται σ λους τος πολίτες (ρθρον 13 το Συντάγματος, ρθρον 9 τς Ερωπ. Συμβ. νθρ. Δικαιωμάτων ρθρον 10 τς Ερωπαϊκς Χάρτας νθρωπίνων Δικαιωμάτων) εδικώτερον ες λα τ φυσικ πρόσωπα κα βεβαίως κα ες τ νομικ πρόσωπα, πο εναι φορες το ν λόγ τομικο δικαιώματος, πως εναι ο κκλησίες κα ο θρησκευτικς ργανώσεις.
Ες τ ν λόγ νομικ πρόσωπα ναγνωρίζεται π πλέον κα τ τομικν δικαίωμα «το ατοπροσδιορισμο τους», (εδικ νάπτυξη το ποίου χω παραθέσει παλαιότερον ες τ παρν περιοδικό)1, τοι τ δικαίωμα ν καθορίζουν ο διες τ τς σωτερικς τους ργανώσεως κα τ τς λατρείας τους, χωρς καμμία ρχ ν δικαιοται ν πέμβει κα ν καθορίσει κείνη τ στοιχεα ατ οδ π’ λάχιστον. λλως νακύπτει σοβαρ θέμα ντισυνταγματικότητος.
Εναι σαφς δ τι ες τν ν λόγ τομέα το ατοπροσδιορισμο τους περιλαμβάνεται κα διδασκαλία τς θρησκείας τους, πότε ο ν λόγ θρησκευτικς ργανώσεις μόνον κενες δικαιονται, ν προσδιορίζουν, συνθέτουν, καταρτίζουν κ.λπ. τν διδακτέαν λη τς θρησκείας τους κα εδικώτερον τν λη το μαθήματος τν Θρησκευτικν ψέποτε, ποτεδήποτε κα π ποιονδήποτε φορέα ποφασισθε μία τοιαύτη διδασκαλία, ποία μπορε ν γίνεται ετε π τς διες τς θρησκευτικς ργανώσεις ετε π λλον φορέα κυρίως δ π τ κράτος, ταν ες τ κράτος ατ τ Σύνταγμά του προσδιορίζει ρισμένη θρησκεία ς πικρατοσα (πως π.χ. ες τν λ λάδα, γγλία, σκανδιναυϊκς χρες, χρες μ καθολικ θρησκεία, πο χουν συνάψει κονκορδάτο μ τν Πάπα κ.λπ.) πλειοψηφία το πληθυσμο νήκει σ συγκεκριμένη θρησκεία.
πισημαίνουμε δ π’ εκαιρίᾳ ὅτι κατ ρθρον 2 το Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου τς Ερωπαϊκς Συμβάσεως νθρωπίνων Δικαιωμάτων τ ερωπαϊκ κράτη ποχρεονται, ν σέβονται τ δικαίωμα τν γονέων, ν ξασφαλίζουν δι τ τέκνα τους κπαίδευση σύμφωνη πρς τς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
ς γνωστν ες τν λλάδα τΣύνταγμα ες τ ρθρον 3 ναγνωρίζει ς πικρατοσα θρησκεία τν ρθόδοξο Χριστιανική, ναφέρεται δ ν συνεχεί ες τν ρθόδοξη κκλησία τς λλάδος, τς ποίας κα προσδιορίζει τν ργάνωσή της, τν παγωγή της ες τΟκουμενικ Πατριαρχεο κα τος κανόνες πο τηρε. Ες δ τ ρθρον 16 παρ. 2 πιβάλλει μεταξ λλων τν δι τς παιδείας νάπτυξη τς «θρησκευτικς συνειδήσεως» τν μαθητν. ς γνωστν κα ς γίνεται παγίως δεκτόν, τοιαύτη νάπτυξη πραγματοποιεται δι τς διδασκαλίας το μαθήματος τν θρησκευτικν2.
Μέχρι στιγμς τ ρμόδιο π. θν. Παιδείας κα Θρησκευμάτων συντάσσει κα κδίδει τ διο λα τσχολικ βιβλία, πο διανέμονται ες τος μαθητς διαμορφνον τν λην τους κατ τν βούλησή του. Τ διο σχύει κα δι τ βιβλίο τομαθήματος τν Θρησκευτικν. Βεβαίως γνωρίζουμε (κροθιγς ἐὰν δν χουμε νδιατρίψει εδικς ν προκειμέν) τεκμαίρεται (κατ λογικν συνέπειαν) τι τ ν λόγῳ Ὑπουργεο κατ τν σύνταξη τς λης τν σχολικν βιβλίων πευθύνεται ες τος εδικος γνστες το καθ καστα θέματος (κατ κανόνα μέσ το Παιδαγωγικο νστιτούτου συμφώνως πρς τ ρθρον 24 το Ν. 1566/ 1985), τος ποίους ετε συμβουλεύεται ετε τος ναθέτει τν σύνταξη τς λης, τν ποίαν τ διο τ πουργεο γκρίνει τελικς. Νομικ μως δέσμευση το πουργείου πρς σύνταξη ρισμένης λης ρισμένου μαθήματος δν πάρχει. πενθυμίζουμε π εκαιρί, τ πλθος διαμαρτυριν, πο εχαν διατυπωθε πανταχόθεν δι να σχολικ γχειρίδιο το μαθήματος τς στορίας, τ ποο νέφερε τι κατ τν μικρασιατικ καταστροφ ο λληνες τς Σμύρνης κα τν πέριξ πόλεων συνωστίζοντο ες τν παραλία πρς τέρψιν τους ( κάτι τέτοιο) κα χι διότι ο Τορκοι Τσέτες τος σφαζαν διακόπως κα κινδύνευε ζωή τους. Κα ποτιθεμένου (δηλ. βεβαιουμένου ες τν πραγματικότητα) τι ποψη ατ το σχολικο γχειριδίου ταν ντελς νακριβς κα προκλητικ κα κατ κολoυθίαν παράνομη, ντίστοιχη διοικητικ πράξη το πουργο, πο νέκρινε τ γχειρίδιο ατό, δν μποροσε ν ντιμετωπισθε, διότι ποτελοσε πράξη διοικητικ χι τομική, λλ κανονιστική, ποία ς γνωστν δν προσβάλλεται δι ατήσεως κυρώσεως (Π.Δ. 18/1989 ρθρον 47, τ ποο παιτε συνδρομ ν νόμου συμφέροντος μέσου κα προσωπικο). Τίθεται κατόπιν τούτου τ ρώτημα. Τ προαναφερθν τομικν δικαίωμα το “ατοπροσδιορισμο τν κκλησιν” (ς μία ποδιαίρεση το τομικο δικαιώματος τς θρησκευτικς λευθερίας), περιλαμβάνει κα τν καθορισμ το περιεχομένου τς διδασκαλίας τς πικρατούσης θρησκείας τς πισήμου νεγνωρισμένης κκλησίας τς κρατικς κκλησίας, χωρς μως ν χει ξασφαλίσει τν σύμφωνη γνώμη της;3 Τ θέμα ατδν χει τεθε ποτ ες τν Χώραν μας εθέως (δηλ. π πλευρς Συντάγματος κα νόμου). πλς χουν κφρασθε κάποιες πόψεις πιφανειακές. μως πάντηση ες τ ν λόγ ρώτημα εναι σαφής. πισημαίνουμε πρς τοτο δύο διατάξεις το Νόμου 590/77, τς ξς: α) Τ ρθρον 2 το ν λόγ νόμου ναφέρει τι “ κκλησία τς λλάδος συνεργάζεται μετ τς Πολιτείας προκειμένου περ θεμάτων κοινο νδιαφέροντος ς τ τς χριστιανικς γωγς τς νεότητος”. Β) Τ δ ρθρον 9 ες μν τν παράγραφον 1 ναφέρει, ποες εναι ο ρμοδιότητες τς Διαρκος ερς Συνόδου, ες δ τ δάφιον (ε) μεταξ τν ν λόγ ρμοδιοτήτων προσδιορίζει κα τν ξς π λέξει: «Παρακολουθε τ δογματικν περιεχόμενόν των διτ σχολεα τς στοιχειώδους κα μέσης κπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικν βιβλίων το μαθήματος τν Θρησκευτικν». Θ πρέπει δ ν δεχθομε κατ’ νάγκην, τι ratio τν ν λόγ διατάξεων δν εναι λλη π τ τι κα νόμος κα τ Σύνταγμα (ρθρον 16 παρ. 2) δν πιτρέπουν σ καμμία περίπτωση τ δόγματα κα διδασκαλία τς π το Συντάγματος καθιερουμένης ς πικρατούσης θρησκείας ( κκλησίας) ν νοθεύονται π κρατικς ρχς οδ π’ λάχιστον. Κα φυσικ δν πιτρέπεται, ν νοθεύονται (παραποιονται κ.λπ.) ες τν εαίσθητον χρο τς κπαιδεύσεως κα εδικώτερον σον φορ τν λη το μαθήματος τν Θρησκευτικν. πομένως κκλησία κα συνεργάζεται μετ το κράτους κατ τὰ ἀνωτέρω π το προκειμένου κα παρακολουθε τν ν συνεχεί ξέλιξη.
Τίθεται μως δ τ ρώτημα: ν ψει τν προαναφερομένων διατάξεων (πο χουν χαρακτήρα προκαταρκτικόν, συμβουλευτικόν, ποπτικν κ.ο.κ.), τί δέον γενέσθαι ν συνεχεί; Δηλ. τί δέον γενέσθαι, ἐὰν κκλησία διαπιστώσει τι Πολιτεία προέβη π.χ. ες διατύπωση λης το μαθήματος τν Θρησκευτικν ες τ σχολεα νοθευούσης τν διδασκαλίαν της κα τς ρχές της; Ες τν περίπτωση ατν εναι σαφές, τι πκυκλοφορίας π.χ. σχολικο βιβλίου περ το μαθήματος τν Θρησκευτικν, το ποίου λη παρεκκλίνει π τν διδασκαλία κα τ δόγματα τς ρθοδόξου πίστεως, χουμε διαμφισβητήτως «διατάραξη τς ρθοδόξου κκλησίας δι᾽ ἑτεροδιδασκαλίας». Τν περίπτωση ατν τν χει δη προβλέψει νόμος ρητς κα χει μεριμνήσει δι τν ντιμετώπισή της. Πρόκειται περ το ρθρου 9 παρ. 1 δάφιον (ζ) το δίου ς νω νόμου 590/77, τ ποον ναφέρει, τι   Διαρκς ερ Σύνοδος (ΔΙΣ): «Ες περίπτωσιν διαταράξεως τς ρθοδόξου κκλησίας δι τεροδιδασκαλίας λλης πεμβάσεως ες βάρος ατς ζητε τν πέμβαση τν ρμοδίων ρχν». Φυσικ δ ν λόγ τεροδιδασκαλία λλη πέμβαση ς νω διάταξη δν μς προσδιορίζει π πο μπορε ν προέρχεται. ς κ τούτου κατ λογικν συνέπειαν θ πρέπει ν καταλήξουμε τι ἡ ἐνέργεια ατ μπορε ν προέρχεται π πουδήποτε κα βεβαίως καὶ ἀπ κρατικν πηρεσίαν. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ εἰς τὰ ἄρθρα 235 ἕως 263Β προβλέπει σειρὰν ὅλην ἀξιοποίνων πράξεων διαπραττομένων ἀπὸ κρατικὰ ὄργανα καὶ μόνον. Εἰς τὴν παροῦσα δὲ περίπτωση οὐδόλως ἀποκλείεται ἡ παράβαση τῶν ὡς ἄνω διατάξεων, νὰ συνιστᾶ καὶ ἀξιόποινη πράξη (π.χ. προσηλυτισμό, παράβαση τῶν ἄρθρων 198 ἕως 201 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος κ.λπ.) διαπραχθεῖσαν καὶ ἀπὸ κρατικὸ ὄργανο. Φυσικὰ ἡ ἐπέμβαση τῶν Ἀρχῶν, ποὺ προβλέπει ἐδῶ ὁ νόμος, δὲν ἀφορᾶ ἀπαραιτήτως ἀξιόποινο πράξη. Μπορεῖ ἡ προσβολὴ νὰ μὴ εἶναι ἀξιόποινη, ἀλλὰ νὰ παραβιάζει ἄλλη διάταξη ἢ καὶ νὰ μὴ παραβιάζει καμμία διάταξη, ἀλλὰ νὰ ἔχει χαρακτήρα “ἑτεροδιδασκαλίας”, ἤ τοι νοθεύσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον καὶ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον.
Ἐπειδὴ ὅμως πρόκειται ἐδῶ περὶ θέματος λεπτοῦ, ἤδη ὁ νομοθέτης ἐμερίμνησε διὰ τὴν ἐπίλυσή του ὑπὸ τῶν ὡς ἄνω διατάξεων τοῦ Νόμου 590/77. Ἑπομένως οἱ προαναφερόμενες διατάξεις δὲν ἀποτελοῦν κενὸν γράμμα ἀλλὰ τυγχάνουν πλή ρους ἐφαρμογῆς καὶ μάλιστα «εἰδικῆς ἐφαρμογῆς», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία προσφύγει εἰς τὶς Δημόσιες Ἀρχὲς γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα (καὶ βεβαίως καὶ διὰ τὸ ὑπὸ ἀνάπτυξη) μπορεῖ νὰ κάνει καὶ μὲ ἄλλες γενικότερες διατάξεις (π.χ. Κῶδιξ Διοικητικῆς Διαδικασίας ἄρθρα 3, 4,
16, 24, 25, 26). Ἄρα οἱ ἐπισημαινόμενες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ἐνέχουν ὅλως ἰδιαιτέραν σημασίαν καὶ βεβαίως ἀποτελοῦν παρέκταση τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καθ᾽ ἣν ἔκταση ἐπιβάλλει τὴν εἰς τοὺς μαθητὰς τῶν σχολείων παροχὴ «θρησκευτικῆς συνειδήσεως». Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ἡ ἐν λόγῳ συνταγματικὴ διάταξη θὰ ἀπέβαινε γράμμα κενόν, καθ᾽ ὅσον εἰς πᾶσαν περίπτωση τυχὸν καταργήσεως ἢ ἀποδυναμώσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἢ νοθεύσεως τῆς ὕλης του δὲν ἔχουμε παροχὴ ὑπὸ τοῦ κράτους γνησίας (κατὰ τὸ Σύνταγμα) θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Θὰ πρέπει δὲ περαιτέρω νὰ δεχθοῦμε ὅτι οἱ ἐπίμαχες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ὡς ἀποτελοῦσες εἰς τὴν πράξη ἐφαρμογὴν τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος δν δύνανται ν καταργηθον. Τὸ δεδομένο αὐτὸ τὸ ἔχει ἐπισημάνει καὶ ἡ νομολογία τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, ἡ ὁποία ἔχει δεχθεῖ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ κατάργηση νόμου ἐκδοθέντος πρὸς ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς διατάξεως, ἑπομένως ἐξακολουθεῖ, νὰ ἰσχύει ὁ καταργηθεὶς νόμος.4 Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε τοιοῦτος νόμος προβλέπων τὴν ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς δια τάξεως, ἡ διοίκηση θὰ ὤφειλε, νὰ συμπεριφερθεῖ καὶ νὰ δράσει ὡς ἐὰν ὁ νόμος αὐτὸς ὑπῆρχε, ὡς ἔχω ἀναλύσει εἰδικῶς παλαιότερον.5
Ἑπομένως τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας δὲν δικαιοῦται νὰ καθορίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, παρὰ μόνον μὲ συνεργασία καὶ ἔγκριση αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο διότι φορεὺς τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὸ δικαίωμά της δὲ αὐτὸ παραβιάζεται, ὀψέποτε ἡ Πολιτεία ἀποφασίσει νὰ διδάσκει ὡς ὕλη μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κείμενο ἢ κείμενα, ποὺ ἡ ἐν λόγῳ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἀσυμβίβαστα κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον πρὸς τὶς ἀρχές της καὶ τὴν διδασκαλίαν της. Νομίζουμε ἑπομένως ὅτι οἱαδήποτε ἄλλη ἄποψη δὲν μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει.
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς ἰσχύουν καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα κράτη τῆς Εὐρώπης, ὑπάρχει δὲ ἐπὶ τοῦ προκειμένου τεράστια ad hoc νομολογία καὶ βιβλιογραφία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀξίζει νὰ ἐμβαθύνουμε. Καὶ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Γερμανία, ὅπου συναντοῦμε τὸ περισσότερο ὑλικό, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχουν ἀσχοληθεῖ οἱ πλέον διαπρεπεῖς συγγραφεῖς καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγηταὶ καὶ ἔχουν προβεῖ σὲ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις μὲ ἐκτενῆ ἐπιχειρηματολογία. Ἰδοὺ λοιπὸν τί προκύπτει εἰδικώτερον ἐν προκειμένῳ:
1) Τὸ Συνταγματικὸ Δικαστήριο τῆς Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) εἰς τὴν ἀπόφαση τοῦ BverfGE 123, 39, 52 ἑπ.6 ἐπισημαίνει ὅτι τὸ ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος (Grundgesetz) κατοχυρώνει τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸ κράτος, νὰ καθορίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, μόνον μετὰ σύμφωνη γνώμη (in Ubereinstimmung) τῆς Ἐκκλησίας7.
2)Οἱ v. von Munch καὶ Kunig εἰς τὸ μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 6ην ἔκδοση γνωστὸ κλασσικὸ ἔργο τους, ποὺ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία κατ᾽ ἄρθρον τοῦ Συντάγματος8 ἀναφέρουν ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ καθορίζει ἡ ἴδια τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συνιστᾶ ἀτομικὸν δικαίωμα ὑπὲρ αὐτῆς εὐθέως ἐκ τοῦ Συντάγματος προβλεπόμενο, ἐπικαλοῦνται δὲ τὴν προαναφερομένην ἀπόφαση τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου.
3) Οἱ ἐπίσης γνωστοὶ ὑπομνηματισταὶ τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος Jarras-Pierroth εἰς τὸ ἐπίσης μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 12ην ἔκδοση κλασσικὸ ἔργο τους9 ἀναφέρουν, ὅτι oι Ἐκκλησίες εἶναι φορεῖς (Τrager) τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ καθορισμοῦ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
4) Ὁ F. Hufen10 ἀναφέρει ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀτομικὸν δικαίωμα (δηλ. τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ κράτους νὰ καταρτίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μόνον κατόπιν συμφώνου γνώμης τῆς ἀντιστοίχου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας) θεμελειώνει δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀντιτίθεται εἰς πᾶσαν ἀνάμιξη τοῦ κράτους ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν11, ὄχι μόνον ἀρχικῶς ἀλλὰ καὶ εἰς πᾶσαν περαιτέρω μεταβολὴ τῆς ὕλης. Ἀναφέρει δὲ ἐν συνεχείᾳ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι φορεὺς τοῦ ἐν προκειμένῳ ἐξειδικευμένου ἀτομικοῦ δικαιώματος καὶ ἔχει ὅλες τὶς ἐξ αὐτοῦ προκύπτουσες ἐξουσίες.
5) Οἱ Epping−Hillburger12 ἀναφέρουν ὅτι πᾶσα παρέκκλιση τοῦ κράτους ἐκ τῶν ὑπὸ τῆς προαναφερομένης συνταγματικῆς διατάξεως ἐπιβαλλομένων εἰς αὐτὸ ὑποχρεώσεων ἀποτελεῖ παραβίαση/προσβολὴ ἀτομικοῦ δικαιώματος ἀναγνωριζόμενου εἰς τὴν Ἐκκλησία.
6) Ὁ Rudolf Schmidt13 ἀναφέρει ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνταγματικὴ διάταξη θεσπίζει ἀτομικὸ δικαίωμα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπαίτησή τους ἀπὸ τὸ κράτος, νὰ εἰσαγάγει εἰς τὰ σχολεῖα ὕλην τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σύμφωνη μὲ τὴν διδασκαλίαν τους, ἐπικαλούμενος ad hoc νομολογία.
7) Καὶ πρὸς ἀποφυγὴν ἀσκόπων ἐπαναλήψεων ἐπισημαίνουμε ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχονται καὶ πλῆθος ἄλλων Γερμανῶν συνταγματολόγων μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ πιὸ γνωστοὶ Ipsen14, SchmidtSeitel15, Epping16, v. Campenhausende Wall17, Winter18, Classen19. Ἐπισημαίνουμε δὲ ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ ὅτι ἡ ἐκτενέστερη μελέτη εἰς Γερμανία περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (ἐκτάσεως 71 σελίδων) εἶναι ἡ τοῦ πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ Christoph Link20, ἡ ὁποία εἰς τὴν σελ. 448 (τοῦ τόμου εἰς τὸν ὁποῖον δημοσιεύεται) ἀναφέρει ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Γερμανία τυγχάνει κατ᾽ οὐσίαν «κηρυγματικὸ» (ἐπὶ λέξει «Kerygmatischer Religionsunterricht») ἢ ἄλλως «Ἐκκλησία ἐντὸς τοῦ σχολείου» (ἐπὶ λέξει «Kirche in der Schule»). Ὁ ἴ διος συγγραφεὺς (σελ. 492) ἀναφέρει ὅτι ἐναντίον τῆς οὕτω πως καθοριζομένης ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἀναγνωρίζεται εἰς τὸν πολίτη δικαίωμα προσφυγῆς εἰς τὰ δικαστήρια μὲ αἴτημα τὴν ἀλλοίωση ἢ κατάργησή του. Ἀντιθέτως ἡ ἀξίωση κατὰ τοῦ κράτους μὲ αἴτημα νὰ διδάσκει ὡς μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τὴν ὕλη, ποὺ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, εναι γώγιμη (klagbar)21.
Ἀξίζει ἐπίσης νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι οἱπροαναφερόμενοι συγγραφεῖς von Munch−Kunig εἰς τὸ παραπεμπόμενο ἔργον τους (σελ. 661) ἀναφέρουν ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀτομικὸ δικαίωμα δὲν θεσπίζεται μόνον ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ κράτους, καθ᾽ ὅσον τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ ἠθικὴ διδασκαλία τῶν μαθητῶν καὶ συντελεῖ, εἰς τὸ νὰ γίνουν ἔντιμοι καὶ ἠθικοὶ πολίτες.
8) Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ Detterbeck22 ἀναφέρει ὅτι ἡ προμνημονευθεῖσα διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Συντάγματος εἶναι εἰδικὴ καὶ ὑπερέχει τῆς γενικῆς τοῦ ἄρθρου 4 (ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας) βάσει τῆς ἀρχῆς jus specialis derogat generalis.
ποσημειώσεις:
1.Κρίππα, Τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιῶν καὶ
τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων (Ἐπιθ. Δημ. Διοικ. Δικ. 2006 σελ. 703 ἑπ.) 2.Βλέπε ἐκτενῆ βιβλιογραφία καὶ νομολογία ἡμεδαπὴ καὶ ἀλλοδαπὴ περὶ τούτου εἰς Κρίππα, Ἡ συνταγματικὴ κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν καὶ παρ’ ἀλλοδαπῇ (περ. «Θεολογία» τόμ. 71 σελ. 311 ἑπ. καὶ μεταγενεστέρως 5η ἔκδ. ἐν ἀνατύπῳ 2013).
3.Ὡς ἔχω ἀποδείξει μὲ πλήρη στοιχεῖα (Κρίππα, Σχέσεις κράτους – Ἐκκλησίας στὶς χῶρες –μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008) εἰς τὸν χῶρο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ὑπάρχουν ἀρκετὰ κράτη, τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζουν εἴτε ἐπικρατοῦσα θρησκεία/Ἐκκλησία, εἴτε ἀνεγνωρισμένη Ἐκκλησία, εἴτε ἐπίσημη Ἐκκλησία κ.λπ., τὸ δὲ ἄρθρον 17 τῆς Συνθήκης/ΕΕ ἀναφέρει ὅτι ἡ Ε.Ε σέβεται καὶ δὲν θίγει τὸ καθεστὼς σχέσεων κράτους − Ἐκκλησίας τῶν χωρῶν − μελῶν της, ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι ἡ ΕΕ διατηρεῖ ἀνοιχτὸ διάλογο μὲ τὶς Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουσα τὴν συμβολήν τους.
4. ΣτΕ 2056/2000 Δι. Δικ. 2001 σελ. 87 ἑπ. Ὁμοίως καὶ Καλλιαντέρη-Τουτζιαράκη, Ἡ ἀρχὴ τῆς νομιμότητος, (Ἐπιθ. Δημ. Διοικ. Δικ. 2001 σελ. 28).
5. Κρίππα, Νομοθετικὸ κενὸ συνταγματικῶς ἀνεπίτρεπτο καὶ ἐν τεῦ θεν ὑποχρεώσεις τῆς κρατικῆς διοικήσεως (ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, 1989 σελ. 335 ἑπ.). Τὰ ἴδια δέχεται καὶ ἡ ἀλλοδαπὴ θεωρία πρβλ. Ribes, Existe-t-il un droit a la norme? Controle de constitutionnalite et omission legislative (REVUE BELGE DU DROIT CONSTITUTIONNEL, 1999 σελ. 237 ἐπ.).
6. Βλέπε τὴν ἀπόφαση αὐτὴν εἰς Bumke-Vosskuhle, «Casebook Verfassungsrecht», 5η ἔκδ. 2008 σελ. 165.
7.Ἡ σχετικὴ διάταξη τοῦ Συντάγματος ἔχει ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τὸ πρωτότυπον: «wird der Religionsunterricht in Ubereinstimmung mit den Grundsatzen der Religionsgemeinschaften erteilt».
8. Grundgesetz Kommentar, τόμ 1ος, 6η ἔκδοση 2012 σελ. 665 ἐπὶ λέξει «Unstreitig ist dagegen Art. 7 Abs. 3 ein Grundrecht der Religionsgemeinschaften selbst zu entnehmen».
9. Grundgesetz fur die Bundesrepublik Deutschland Kommentar, 12η ἔκδ. 2012 σελ. 275.
10. Staatsrecht II Grundrechte, 2007 σελ. 514-515.
11.Abwehrrecht der Religionsgemeinschaften gegen eine Einmisachtung des Staates in die Lehrinhalte (ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ συγγραφέως).
12. Grundgesetz – Kommentar, 2009 σελ. 135.
13.Grundrechte, 9η ἔκδ. 2007 σελ. 242-243.
14. Staatsrecht II, Grundrechte, 8η ἔκδ. 2005 σελ. 103.
15.Grundrechte 2α ἔκδ. 2001 σελ. 211.
16. Grundrechte, 2α ἔκδ. 2007 σελ. 210.
17.Staatskirchenrecht, 4η ἔκδ. 2006 σελ. 215.
18. Staatskirchenrecht der Bundesrepublik Deutschland, 2α ἔκδ. 2008 σελ. 134 - 135.
19. Religionsrecht, 2006 σελ. 203.
20. Der Religionsunterricht in der geltenden Rechtsordnung, εἰς Handbuch des Staatskirchenrechts, τόμ. ΙΙ, 1996 σελ. 439 ἔπ.
21.Πρβλ. Umbach-Clemens, Grundgesetz – Mitarbeiter Kommentar und Handbuch, τόμ. Ι, 2002 σελ. 596, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀξίωση αὐτὴ εἶναι «klagbar» (δηλ. ἀγώγιμη). Ὁμοίως Rademacher, Schulpflicht auch im Glauben, (Jura, 2008 σελ. 227).
22. Offentliches Recht, 8η ἔκδ. 2011 σελ. 179.



Ορθόδοξος Τύπος, 20/12/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)