23/6/09

Δημήτριος Τσελεγγίδης, Ορθόδοξοι προβληματισμοί με αφορμή το Κείμενο της Ραβέννας

πηγή: "Εν Συνειδήσει", έκτακτη έκδοση της Ι.Μονής Μεγάλου Μετεώρου

Θεσσαλονίκη 20-5-2009
Κα­θη­γη­τής Δη­μή­τρι­ος Τσε­λεγ­γί­δης

Η­ΜΕ­ΡΙ­ΔΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ο ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΟΣ ΔΙ­Α­ΛΟ­ΓΟΣ ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΩΝ ΚΑΙ ΡΩ­ΜΑΙ­Ο­ΚΑ­ΘΟ­ΛΙ­ΚΩΝ

Θέ­μα:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ»

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι, σε­βα­στοί πα­τέ­ρες, ἀ­ξι­ό­τι­μοι κ. συ­νά­δελ­φοι, ἀ­γα­πη­τοί φοι­τη­τές καί φοι­τή­τρι­ες!
Ἀ­γα­πη­τοί προ­σκε­κλη­μέ­νοι!

Α΄ ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ (Ἡ μέ­θο­δός μας καί οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου)
Πρίν ἀ­να­φερ­θοῦ­με στά ἐ­πι­μέ­ρους προ­βλη­μα­τι­κά ση­μεῖ­α τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας ἀ­πό θε­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, θά πρέ­πει νά γνω­στο­ποι­ή­σου­με τή θε­ο­λο­γι­κή μέ­θο­δο πού θά ἀ­κο­λου­θή­σου­με.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, θά ἐ­πι­χει­ρή­σου­με μι­ά ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα θε­ο­λο­γι­κή κρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση τοῦ πα­ρα­πά­νω Κει­μέ­νου μέ κρι­τή­ρι­ο τή δογ­μα­τι­κή συμ­φω­νί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­χρο­νι­κῶς. Πρα­κτι­κῶς δη­λα­δή θά ἐ­πι­χει­ρή­σου­με τήν κρι­τι­κή μας, κα­τά τό δυ­να­τόν, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρᾶ­σι». Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή ἡ ἀ­σφα­λής καί ἀ­πλα­νής ὁ­δός τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας εἶ­ναι ἡ δι­ά τῆς θε­ο­πτί­ας τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων θε­ο­γνω­σί­α.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, θά στη­ρι­χθοῦ­με κα­τε­ξο­χήν στόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Πα­λα­μᾶ, συμ­πο­λι­οῦ­χο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νο­ψί­ζει ἐ­πι­τυ­χῶς ὅ­λους τούς προ­γε­νέ­στε­ρους τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να Πα­τέ­ρες, γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τή θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, καί εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα στήν πρά­ξη «ἑ­πό­με­νος τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρᾶ­σι». Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, θά πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σου­με, ὅ­τι ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος εἶ­ναι προ­σω­πι­κά γνώ­στης τοῦ θα­βω­ρεί­ου φω­τός, ὁ­πό­τε μι­λᾶ γι­ά τή δό­ξα καί τή Χά­ρη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ αὐ­θεν­τι­κῶς καί ἐξ ἰ­δί­ας βι­ω­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας.
Ὡς πρός τόν Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, θά πρέ­πει νά ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με ὅ­τι ἀ­πο­σκο­πεῖ ἐ­πι­σή­μως στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἕ­νω­σή μας. Ἡ ἕ­νω­ση αὐ­τή δη­λα­δή οὐ­σι­α­στι­κά δέν ἔ­χει γί­νει ἀ­κό­μα. Τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ὅ­μως Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας δί­νει μᾶλ­λον τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἡ ἕ­νω­ση ὑπάρχει, καί τώ­ρα πρέ­πει νά δι­ευ­θε­τη­θοῦν κά­ποι­α ἐ­πι­μέ­ρους προ­βλή­μα­τα πού προ­έ­κυ­ψαν μέσα σ’ αὐ­τήν τήν ἕ­νω­ση.
Σύμ­φω­να μέ τήν πα­τε­ρι­κή θε­ώ­ρη­ση, θε­με­λι­ώ­δης προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ά τήν πραγ­μα­τι­κή ἕ­νω­σή μας μέ τούς ἑτεροδό­ξους Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί γι­ά τήν με­τα­ξύ μας ἑ­νό­τη­τα ὡς ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν, εἶ­ναι ἡ συμφωνία τῆς πίστεώς μας στήν ἀποκαλυφθείσα ἀλήθεια.
[1]
Κα­τά τόν Ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο Πα­λα­μᾶ, οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί δέν πλη­ροῦν τίς πα­ρα­πά­νω θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Ἀλ­λά καί μέ­χρι σή­με­ρα τί­πο­τε οὐ­σι­α­στι­κά δέν ἄλ­λα­ξε πρός τό κα­λύ­τε­ρο, μᾶλ­λον προ­στέ­θη­καν ἐκ μέ­ρους τους καί ἄλ­λες με­γά­λες δογ­μα­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις πού δυ­σχε­ραί­νουν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς με­τα­ξύ μας σχέ­σεις.
Στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, πάν­τως, ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος θε­ο­λό­γος τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ρη­ξι­κέ­λευ­θος καί κα­τε­ξο­χήν προ­σα­να­το­λι­στι­κός. Ἑ­στι­ά­ζον­τας ὁ ἴ­δι­ος στήν ταυ­τό­τη­τα τῆς πί­στε­ως κυ­ρί­ως, ὑ­πο­στη­ρί­ζει ξε­κά­θα­ρα ὅ­τι θε­ο­λο­γι­κός δι­ά­λο­γος μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο με­τά τήν ἀ­φαί­ρε­ση τοῦ κα­κῶς προ­στε­θέν­τος στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως F­i­l­i­o­q­ue
[2].
Ἡ θέ­ση αὐ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου, πού ἔχει σαφῶς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις, στίς ὁποῖες θά ἀναφερθοῦμε στό σχολιασμό τῆς παραγράφου 1 τοῦ Κειμένου, φαί­νε­ται ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως ὡς ἀ­κραί­α καί μή ρε­α­λι­στι­κή, ἐ­νῶ οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι βι­βλι­κή
[3] καί πα­τε­ρι­κή. Ἀ­πο­τε­λεῖ σα­φῆ πα­τε­ρι­κή θέ­ση, ὅ­τι δέν μπο­ρεῖ νά προ­η­γεῖ­ται ἡ ἐ­ξέ­τα­ση κά­ποι­ου ἄλ­λου πράγ­μα­τος πρίν ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ἐ­ξέ­τα­ση, πού ἀ­φο­ρᾶ ἄ­με­σα τήν πί­στη. Πρέ­πει δη­λα­δή νά προ­η­γη­θεῖ ἡ ἄρ­ση κά­θε δι­α­φω­νί­ας ὡς πρός τήν πί­στη, καί τό­τε μό­νο νά ἀ­κο­λου­θή­σει ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἔ­ρευ­να γι­ά τά ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Αὐ­τά ἀ­κρι­βῶς ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος θε­με­λι­ώ­νον­τας τή θέ­ση του αὐ­τή στόν ἴ­διο τό Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος θε­ρά­πευ­ε τούς πά­σχον­τες μό­νο με­τά τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ώς τους πρός Αὐ­τόν. Ἀλ­λά καί σέ καμί­α πε­ρί­πτω­ση δέν ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος τήν συ­να­ρίθ­μη­ση ἐν συ­νό­δῳ Ὀρ­θο­δό­ξων καί ἑ­τε­ρο­δό­ξων[4].

Β΄ ΤΑ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΩΣ ΠΡΟ­ΒΛΗ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΑ ΣΗ­ΜΕΙ­Α ΤΟΥ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΟΥ
1. Στήν πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο τῆς Εἰ­σα­γω­γῆς τοῦ κοι­νοῦ Κει­μέ­νου γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στήν Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή τοῦ Χρι­στοῦ, προ­κει­μέ­νου νά θε­με­λι­ω­θεῖ βι­βλι­κῶς ἡ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νη ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν δύ­ο με­ρῶν. Ἡ ἀ­να­φο­ρά ὅ­μως αὐ­τή εἶ­ναι ἀ­τυ­χῶς πο­λύ ἐλ­λι­πής, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά δη­μι­ουρ­γεῖ τε­ρά­στι­α σύγ­χυ­ση καί ἐ­σφαλ­μέ­νες θε­ο­λο­γι­κά ἐν­τυ­πώ­σεις στούς ἀ­να­γνῶ­στες.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, στό κοι­νό Κεί­με­νο πα­ρα­τί­θε­ται ἐ­πι­λε­κτι­κά μό­νον ὁ στί­χος 21 τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, ὅ­που ὁ Χρι­στός ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στό Θε­ό Πα­τέ­ρα λέ­ει: «ἵ­να πάν­τες ἕν ὦ­σι, κα­θώς σύ, Πά­τερ, ἐν ἐ­μοί κἀ­γώ ἐν σοί, ἵ­να καί αὐ­τοί ἐν ἡ­μῖν ἕν ὦ­σιν, ἵ­να ὁ κό­σμος πι­στεύ­σῃ ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας» (Ἰ­ω. 17, 21). Ἡ ἄ­με­ση συ­νέ­χει­α ὅ­μως τοῦ χω­ρί­ου, πού πα­ρέ­χε­ται στόν ἑ­πό­με­νο στί­χο 22, ἀ­πο­τε­λεῖ τό νο­η­μα­τι­κό «κλει­δί» γι­ά τήν ὀρ­θή κα­τα­νό­η­ση τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, ἐ­πει­δή στό στί­χο 22 γί­νον­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τό Χρι­στό γνω­στές πλέ­ον σέ μᾶς οἱ θε­ο­λο­γι­κές-ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις γι­ά τή ζη­τού­με­νη ἑ­νό­τη­τα. Ὁ στί­χος 22 ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «κἀ­γώ τήν δό­ξαν ἥν δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, ἵ­να ὦ­σιν ἕν κα­θώς ἡ­μεῖς ἕν» (Ἰ­ω. 17, 22, πρβλ. 24). Ἐ­δῶ εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πού τί­θεν­ται βι­βλι­κῶς ἀ­πό τόν Θε­ό Λό­γο, εἶ­ναι ἡ κοι­νή καί ἀ­ΐ­δι­ος δό­ξα τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Μέ ἄλ­λα λό­γι­α, ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ κτι­στοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν ἄ­κτι­στο Θε­ό πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νον μέ τήν ἄ­κτι­στη θε­ο­ποι­ό ἐ­νέρ­γει­α καί δό­ξα τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λά αὐ­τή ἡ θε­ο­ποι­ός δό­ξα πα­ρέ­χε­ται δι­ά τοῦ Χρι­στοῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νον στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­βαί­νει οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί νά ἀ­πορ­ρί­πτουν δογ­μα­τι­κῶς τόν ἄ­κτι­στο χα­ρα­κτή­ρα τῆς θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος, τό­τε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἑ­νό­τη­τα καί ἄν πραγ­μα­το­ποι­οῦ­με μα­ζί τους εἶ­ναι καί πα­ρα­μέ­νει μό­νο σέ ἀν­θρώ­πι­νο καί κτι­στό ἐ­πί­πε­δο. Ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­πό τόν θε­ο­λό­γο τῆς θε­ο­πτί­ας, ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί κά­νουν σύγ­χυ­ση Θε­ο­λο­γί­ας καί Οἰ­κο­νο­μί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ὁ­ρα­τός καρ­πός τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι τό F­i­l­i­o­q­ue. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἀ­πο­κλεί­ον­τας τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄ­κτι­στης θεί­ας Χά­ρι­τος καί τῆς θε­ο­ποι­οῦ ἄ­κτι­στης δό­ξας, ἀρ­νοῦν­ται οὐ­σι­α­στι­κά τήν κοι­νω­νί­α κτι­στοῦ καί ἀ­κτί­στου, ἀρ­νοῦν­ται δη­λα­δή τό μυ­στή­ριο τῆς πραγ­μα­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­που
[5] ὡς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό γε­γο­νός. Ἀρ­νοῦν­ται στήν πρά­ξη τήν ἴ­δια τήν ἔν­νοι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω συν­δέ­ον­ται ἄρ­ρη­κτα μέ τό F­i­l­i­o­q­ue, γιά τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ ὁ­ποί­ου εἰ­δι­κό­τε­ρα συγ­χέ­ουν οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί τά ὑ­πο­στα­τι­κά μέ τά φυ­σι­κά προ­σόν­τα τοῦ Θε­οῦ καί εἰ­δι­κό­τε­ρα συγ­χέ­ουν τήν ἀ­ΐ­δια ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὡς θεί­ου Προ­σώ­που, μέ τή φα­νέ­ρω­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὡς κοι­νῆς ἄ­κτι­στης ἐ­νέρ­γειας τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Σύμ­φω­να ὅ­μως μέ τήν ὀρ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ ἔκ­φαν­ση, ὡς Οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού φα­νε­ρώ­νε­ται καί λει­τουρ­γεῖ ἐκ Πα­τρός δι’ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού μᾶς ἑ­νο­ποι­εῖ ἀ­κτί­στως μέ τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό.
Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἐ­νό­σῳ δέν γί­νε­ται δε­κτή ἡ πε­ρί ἀ­κτί­στου Χά­ρι­τος θε­ο­λο­γί­α, πράγ­μα πού ἐκ­φρά­ζε­ται θε­σμι­κά καί μέ τό F­i­l­i­o­q­ue, δέν εἶ­ναι ἐ­φι­κτή κα­μι­ά οὐ­σι­α­στι­κή, θε­ο­λο­γι­κή, ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ. Οὐ­σι­α­στι­κά δη­λα­δή δέν ὑ­πάρ­χουν οἱ θε­ο­λο­γι­κές καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις, «ὥ­στε νά ἀν­τα­πο­κρι­θῶ­μεν ἀ­πό κοι­νοῦ ἐν ὑ­πα­κο­ῇ εἰς αὐ­τήν τήν προ­σευ­χήν τοῦ Ἰ­η­σοῦ», ὅ­πως θέ­λουν τά μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γι­ά τόν Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν.
2. Στίς ἑ­πό­με­νες πα­ρα­γρά­φους 2 καί 3 γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στά κοι­νά Κεί­με­να τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς ἀ­πό τό 1980 καί ἑ­ξῆς, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­σφαλ­μέ­νως ἀ­φή­νε­ται νά ἐν­νο­η­θεῖ ὅ­τι εἶ­ναι πλή­ρως ἀ­πο­δε­κτά ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το βεβαίως δέν ἀ­λη­θεύ­ει, ἐ­πει­δή, ὡς γνω­στόν, ὑ­πῆρ­ξε σέ κά­ποι­ο του­λά­χι­στον ὀ­ξεί­α κρι­τι­κή ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νες το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἄλ­λω­στε, ἀ­π’ ὅ­σο γνω­ρί­ζου­με, δέν το­πο­θε­τή­θη­καν ἐ­πι­σή­μως στά κοι­νά αὐ­τά Κεί­με­να οἱ το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἐ­πει­δή τό σύ­στη­μα δι­οι­κή­σε­ως τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι συ­νο­δι­κό, καί ἐ­πει­δή γι­ά τά πα­ρα­πά­νω Κεί­με­να δέν ἐ­λή­φθη­σαν συ­νο­δι­κές ἀ­πο­φά­σεις τῶν κα­τά τό­πους Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, δέν πρέ­πει νά προ­βάλ­λον­ται τά ἐν λό­γῳ Κεί­με­να ὡς ἐκ­φρά­ζον­τα ὁ­πωσ­δή­πο­τε καί τήν πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Στό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας φαί­νε­ται νά γί­νε­ται ἡ λή­ψη τοῦ ζη­του­μέ­νου.
Ἐ­κεῖ­νο, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι σο­βα­ρό­τα­το ἀ­πό δογ­μα­τι­κῆς ἀ­πό­ψε­ως στίς δύ­ο αὐ­τές πα­ρα­γρά­φους καί τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­περ­νᾶ ἀ­ξο­νι­κά ὅ­λο τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας εἶ­ναι ὅ­τι πα­ρέ­χε­ται σα­φῶς ἡ ἐν­τύ­πω­ση στόν ἀ­να­γνώ­στη, πώς ὑ­πάρ­χει Μί­α ἀ­ό­ρι­στη, ἀλ­λά ὑ­περ­κεί­με­νη ὅ­λων τῶν ἐ­πί μέ­ρους Ἐκ­κλη­σι­ῶν, Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τό ὅ­μως κα­τα­νο­εῖ­ται μᾶλ­λον προ­τε­σταν­τι­κῶς. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή φαίνεται νά ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς Μί­ας ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας σέ θε­σμι­κό ἐ­πί­πε­δο. Ὅμως παράλληλα γίνεται σαφές, ὅτι μέ τήν ὑ­περ­κεί­με­νη Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ, πού ἐ­κτεί­νε­ται σ’ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο (Κεί­με­νο τοῦ Μο­νά­χου 1982), κοι­νω­νοῦν ὅ­λες οἱ κα­τά τό­πους Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες κα­θώς καί οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί, ὡς νά μήν ὑ­φί­στα­ται κα­μί­α δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση με­τα­ξύ μας ὡς πρός τήν πί­στη, τή δο­μή καί τή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἐμ­φα­νής μιά ἰδιότυπη ἀ­πο­δο­χή ἐξ ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν δι­α­λε­γό­με­νων με­ρῶν τῆς Προ­τε­σταν­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῶν κλά­δων (B­r­a­n­ch T­h­e­o­ry).
Ὁ πα­ρα­τι­θέ­με­νος στήν πα­ρά­γρα­φο 3 προ­βλη­μα­τι­σμός γι­ά τίς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές καί κα­νο­νι­κές συ­νέ­πει­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πό τή μυ­στη­ρι­α­κή φύ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­φο­ρᾶ ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο τίς το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες. Δέν εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κῶς ὀρ­θό, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα δέν εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἐ­πι­τρε­πτό, νά δι­ε­ρευ­νοῦν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἀ­πό κοι­νοῦ καί «ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις» μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ζη­τή­μα­τα πού ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πό τή μυ­στη­ρι­α­κή φύ­ση τῆς Ἐ­κκλη­σί­ας, ὅ­πως εἶ­ναι λ.χ. ἡ θε­σμι­κή δο­μή της. Κά­τι τέ­τοι­ο δέν μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὔτε ὑ­πάρ­χει ἱ­στο­ρι­κό προ­η­γού­με­νο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή τά θε­ο­λο­γι­κά καί θεσμικά ἐ­πί­πε­δα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί τῆς ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας εἶ­ναι ἀ­σύμ­πτω­τα. Εἶ­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κό ἡ δογ­μα­τι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση ἀ­νά­με­σα στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό νά ἀν­τα­να­κλᾶ­ται ἀ­να­πό­φευ­κτα ὄ­χι μό­νο στό θε­σμι­κό ἐ­πί­πε­δο, ἀλ­λά καί στή σύ­νο­λη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή τῶν πι­στῶν τους.
3. Στό τέ­λος τῆς εἰ­σα­γω­γῆς τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας γί­νε­ται μι­ά δι­ευ­κρι­νι­στι­κή ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση. Τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὑ­πο­ση­μει­ώ­σε­ως δη­μι­ουρ­γεῖ ἔν­το­νο προ­βλη­μα­τι­σμό ὡς πρός τήν ὀρ­θό­τη­τά του. Ἡ ἄ­πο­ψη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας, ὅ­τι ἡ χρή­ση τῶν ὅ­ρων: «ἡ Ἐκ­κλη­σί­α», «ἡ ἀ­νά τόν κό­σμον Ἐκ­κλη­σί­α», «ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τος Ἐκ­κλη­σί­α» καί «τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ» στό πα­ρόν Κεί­με­νο «δέν ὑ­πο­νο­μεύ­ει τήν αὐ­το­αν­τί­λη­ψη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς τῆς μί­ας, ἁ­γί­ας, κα­θο­λι­κῆς καί ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πε­ρί τῆς ὁ­ποί­ας ὁ­μι­λεῖ τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως», εἶ­ναι ἄ­κρως με­τέ­ω­ρη ὡς πρός τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ κοι­νοῦ Κει­μέ­νου. Καί τοῦ­το, γι­α­τί οἱ συ­νυ­πο­γρά­φον­τες Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί δη­λώ­νουν στήν ἴ­δι­α ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση ὅ­τι ἔ­χουν «τήν αὐ­το-ε­πί­γνω­ση» ὅ­τι «ἡ μί­α, ἁ­γί­α, κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ‘‘ὑ­φί­στα­ται ἐν τῇ Κα­θο­λι­κῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ­’’(L­u­m­en G­e­n­t­i­um, 8)» καί ὅ­τι «τοῦ­το δέν ἀ­πο­κλεί­ει τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση ὅ­τι στοι­χεῖ­α τῆς ἀ­λη­θοῦς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πα­ρόν­τα ἐ­κτός τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ὁ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμός τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων καί τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἀν­τί­στοι­χα εἶ­ναι δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­τος. Εἶ­ναι κραυ­γα­λέ­α ἡ δι­α­φω­νί­α τῶν δύ­ο διαλεγομένων με­ρῶν γι­ά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς ἐμ­πει­ρι­κῆς, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι προ­φα­νές ὅ­τι τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στούς Ὀρ­θο­δό­ξους καί στούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς εἶ­ναι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τε­ρά­στι­ο καί πρός τό πα­ρόν θε­ο­λο­γι­κῶς ἀ­γε­φύ­ρω­το.
Κα­τά συ­νέ­πει­α, κά­θε ἄλ­λη ἐ­πι­μέ­ρους συμ­φω­νί­α ἔ­χει πο­λύ μι­κρή ση­μα­σί­α, εἶ­ναι συμ­φω­νί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τύ­πων, ἀλ­λά οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­θε­με­λί­ω­τη καί ἀμ­φι­σβη­τού­με­νη, γι­α­τί ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε συμ­φω­νί­α θά πρέπει νά νο­η­μα­το­δο­τεῖ­ται ἀ­πό τήν ταυ­τό­τη­τα καί τό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς τοῦ μυ­στη­ρι­α­κοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι λο­γι­κῶς καί θε­ο­λο­γι­κῶς πα­ρά­δο­ξο, πῶς μέ τίς πα­ρα­πά­νω δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­τες ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές το­πο­θε­τή­σεις προ­έ­κυ­ψε Κεί­με­νο κοι­νῆς ἀ­πο­δο­χῆς γι­ά τή Μι­κτή Δι­ε­θνῆ Ἐ­πι­τρο­πή.

ΤΑ ΘΕ­ΜΕ­ΛΙ­Α ΤΗΣ ΣΥ­ΝΟ­ΔΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Ε­ΞΟΥ­ΣΙ­ΑΣ
I. Συ­νο­δι­κό­τη­τα
4. Ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρον­ται στίς πα­ρα­γρά­φους 5 καί 6 τοῦ κει­μέ­νου γι­ά τή συ­νο­δι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς ἀν­τα­να­κλά­σε­ως τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, προ­ϋ­πο­θέ­τουν σι­ω­πη­ρῶς ὅ­τι Ὀρ­θό­δο­ξοι καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί εἴ­μα­στε μέ­λη τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­ρί­ζει τό Σύμ­βο­λο τῆς Νι­καί­ας. Ἡ δογ­μα­τι­κή ὅ­μως συ­νεί­δη­ση τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν, ὡς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἀλ­λά καί ἡ λει­τουρ­γι­κή πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού ἐπιβεβαιώνει αὐτή τήν αὐτοσυνειδησία, πε­ρι­ο­ρί­ζουν ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νον στούς Ὀρ­θο­δό­ξους τήν ἰ­σχύ τῶν γρα­φο­μέ­νων στίς δύ­ο πα­ρα­πά­νω πα­ρα­γρά­φους τοῦ Κει­μέ­νου, θε­ω­ρών­τας πα­γί­ως τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­κοι­νώ­νητους στά μυστήριά της.
5. Ὡς λο­γι­κή συ­νέ­πει­α τῶν πα­ρα­πά­νω, τό κοι­νό Κεί­με­νο, στήν ἑ­πό­με­νη πα­ρά­γρα­φο 7, προ­ϋ­πο­θέ­τει σα­φῶς ὅ­τι Ὀρ­θό­δο­ξοι καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν τά ἴ­δι­α μυ­στή­ρι­α. Ἀλλά κι ἐδῶ προσκρούουμε στή διαφορά τῆς περί Χάριτος δογματικῆς διδασκαλίας. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει κα­θο­ρί­σει δογ­μα­τι­κά πώς ἡ Χά­ρη πού πα­ρέ­χουν τά μυ­στή­ρι­ά της εἶ­ναι ἡ ἄ­κτι­στη καί με­θε­κτή θε­ό­τη­τα τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, ἐ­νῶ οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί θε­ω­ροῦν τή Χά­ρη αὐ­τή ὡς κτι­στή. Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας ὁ­μο­γε­νο­ποι­εῖ δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­τα πράγ­μα­τα, ὁ­μο­γε­νο­ποι­εῖ δη­λα­δή τό κτι­στό μέ τό ἄ­κτι­στο.
Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ἔ­χου­με τή γνώ­μη ὅ­τι ἡ τε­λευ­ταί­α πρό­τα­ση τῆς πα­ρα­γρά­φου 7 προ­κα­λεῖ ἔν­το­να τή συ­νεί­δη­ση τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων. Ἡ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Κει­μέ­νου ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Κοι­νή μας δι­δα­σκα­λί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­δέ­χθη ‘τό χρῖ­σμα ἀ­πό τοῦ Ἁ­γί­ου’ (Α΄ Ἰ­ω. 2, 20 καί 27), ἐν κοι­νω­νί­ᾳ με­τά τῶν ποι­μέ­νων του, δέν δύ­να­ται νά σφάλ­λῃ εἰς θέ­μα­τα πί­στε­ως (πρβλ. Ἰ­ω. 16, 13)­». Ἐν­τε­λῶς αὐ­θόρ­μη­τα ἐ­δῶ γεν­νᾶ­ται τό λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: ἄν ἰ­σχύ­ει τό πα­ρα­πά­νω λε­χθέν, πῶς συ­νέ­βει νά σφάλ­λουν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν πολ­λα­πλῶς σέ θέ­μα­τα πί­στε­ως; Πῶς συ­νέ­βει νά σφάλ­λουν στήν πί­στη Πά­πες, ὅ­πως ὁ Ὀ­νώ­ρι­ος, καί Πα­τρι­άρ­χες τῆς Ἀ­να­το­λῆς, ὅ­πως ὁ Νε­στό­ρι­ος, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν κα­τα­δι­κα­στεῖ ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους ὡς αἱ­ρε­τι­κοί; Πάν­τως, θά πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νι­σθεῖ ὅ­τι καί ὁ ὀρ­θό­δο­ξος πι­στός δέν δι­α­σφα­λί­ζε­ται ἀ­πό τήν πλά­νη μη­χα­νι­στι­κῶς, ἔ­χον­τας λά­βει ἁ­πλῶς τό χρί­σμα καί εὑ­ρι­σκό­με­νος σέ κοι­νω­νί­α μέ τούς ποι­μέ­νες του. Ἀ­πό τήν πλά­νη δι­α­σφα­λί­ζε­ται ὁ πι­στός μό­νον ὅ­ταν πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός στό σῶ­μα τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός, ὅ­ταν ἔ­χει καί ἐ­νερ­γό μέ­σα του τή Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἔ­λα­βε μέ τό χρί­σμα. Αὐ­τό ὅ­μως προ­ϋ­πο­θέ­τει ὀρ­θή πί­στη, τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν καί μυ­στη­ρι­α­κή ζω­ή. Μό­νο μέ αὐ­τές τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ ἔ­χει ἐ­νερ­γό τήν ὀρ­θή δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ­πό­τε εἶ­ναι καί σέ θέ­ση νά ἀ­να­κρί­νει τήν πί­στη τῶν ποι­μέ­νων του καί τό­τε μό­νον νά τούς ἀ­κο­λου­θεῖ, σύμ­φω­να μέ ὅ­σα λέ­ει καί ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος
[6], σχο­λι­ά­ζον­τας τό χω­ρί­ο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «μνη­μο­νεύ­ε­τε τῶν ἡ­γου­μέ­νων ὑ­μῶν.­.­., ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν» (Ἑ­βρ. 13, 7).
6. Μέ βά­ση ὅ­λα ὅ­σα εἴ­πα­με μέ­χρι τώ­ρα, ἠ­χεῖ προ­βλη­μα­τι­κά ἡ δι­α­τύ­πω­ση τῆς 8ης πα­ρα­γρά­φου. Ση­μει­ώ­νε­ται σ’ αὐ­τήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Δι­α­κη­ρύσ­σον­τες τήν πί­στιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.­.. οἱ ἐ­πί­σκο­ποι», καί συ­νε­χί­ζει μέ πα­ρά­θε­ση ἀ­πό τό Κεί­με­νο τοῦ Βά­λα­μο, παράγραφος 40: «Ὡς δι­ά­δο­χοι τῶν Ἀ­πο­στό­λων οἱ ἐ­πί­σκο­ποι εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νοι δι­ά τήν κοι­νω­νί­αν ἐν τῇ ἀ­πο­στο­λι­κῇ πί­στει.­.­.­». Κα­ταρ­χήν, ποι­ᾶς Ἐκ­κλη­σί­ας τήν πί­στη δι­α­κη­ρύσ­σουν οἱ ἐ­πί­σκο­ποι; Τῆς μί­ας Παγ­κό­σμι­ας Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, στήν ὁ­ποί­α με­τέ­χουν ἰ­σο­τί­μως Ὀρ­θό­δο­ξοι καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί; Ἄν πρό­κει­ται γι­’ αὐ­τήν τήν ἐκ­κλη­σί­α, τό­τε γί­νε­ται σα­φές πλέ­ον ὅ­τι οἱ σο­βα­ρό­τα­τες δι­α­φο­ρές μας στό δόγ­μα δέν ση­μαί­νουν τί­πο­τε ἀ­πό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη. Μι­ά τέ­τοι­α ὅ­μως θε­ώ­ρη­ση ἀν­τί­κει­ται στό γράμ­μα καί στό πνεῦ­μα τῶν ἑ­πτά Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν Πρα­κτι­κῶν τους.
Καί ἕ­να δεύ­τε­ρο ἐ­ρώ­τη­μα: πα­ρα­μέ­νουν οἱ ἐ­πί­σκο­ποι δι­ά­δο­χοι τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ὅ­ταν ἔμ­μο­να σφάλ­λουν στό ἐκ­πε­φρα­σμέ­νο δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως λ.χ. οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί μέ τό F­i­l­i­o­q­ue; Ἄλ­λη ἀ­λή­θει­α πάν­τως ἐκ­φρά­ζουν ἐ­δῶ τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων μέ τίς κα­θαι­ρέ­σεις καί τούς ἀ­φο­ρι­σμούς τους. Εἶ­ναι γι’ αὐ­τό πρα­κτι­κῶς καί λο­γι­κῶς ἀ­συ­νε­πές γι­ά μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους νά θε­ω­ρή­σου­με τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς ὡς ἐ­πι­σκό­πους ὑ­πευ­θύ­νους «δι­ά τήν κοι­νω­νί­αν ἐν τῇ ἀ­πο­στο­λι­κῇ πί­στει», ὅ­ταν κα­τά τούς Ὀρ­θο­δό­ξους οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί δι­ά τοῦ F­i­l­i­o­q­ue φαλ­κί­δευ­σαν τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
7. Στίς πα­ρα­γρά­φους 9-11 καί 18-33 ἐ­πα­να­βε­βαι­ώ­νε­ται, ὅ­τι οἱ ἑ­κα­τέ­ρω­θεν ἐ­πί­σκο­ποι θε­ω­ροῦν­ται ὡς ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας καί οἱ κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σί­ες ὡς φα­νέ­ρω­ση τῆς Μί­ας καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐ­τό καί εὔ­λο­γα, ὅ­πως ση­μει­ώ­νε­ται στήν παράγραφο 11, «ἡ δι­α­κο­πή τῆς εὐ­χα­ρι­στι­α­κῆς κοι­νω­νί­ας ση­μαί­νει τόν τραυ­μα­τι­σμό ἑ­νός ἐκ τῶν οὐ­σι­ω­δῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τάς της». Ἡ δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας ἀ­πο­τε­λεῖ πρό­κλη­ση στίς συ­νει­δή­σεις τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν, ἐ­πει­δή γι­ά μᾶς ἡ δι­α­κο­πή τῆς δι­α­μυ­στη­ρι­α­κῆς κο­νω­νί­ας μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς θε­ω­ρεῖ­ται πα­γί­ως ὡς φυ­σι­κή συ­νέ­πει­α τῆς μή ταυ­τό­τη­τάς μας μέ αὐ­τούς ὡς πρός τήν ὀρθή πί­στη.
II. Ἐ­ξου­σί­α
8. Στό κε­φά­λαι­ο γι­ά τήν ἐ­ξου­σί­α, πα­ρά­γρα­φος 15, λέ­γει τό κοι­νό Κεί­με­νο: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι πα­ρόν ἐν αὐ­τῇ, αὐ­θεν­τι­κῶς ἑρ­μη­νεύ­ει τήν Ἁ­γί­αν Γρα­φήν.­.­.­». Ἐ­δῶ τί­θε­ται εὔ­λο­γα τό ἐ­ρώ­τη­μα: Ἡ ἐ­πί­ση­μη προ­σθή­κη τοῦ F­i­l­i­o­q­ue στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ἀ­πό τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς ἀ­πο­τε­λεῖ καί γι­ά μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους αὐ­θεν­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος;
I­II. Ἡ τρι­πλῆ πραγ­μά­τω­σις τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας καί τῆς ἐ­ξου­σί­ας
9. Ἡ θε­με­λι­α­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα ἀ­συμ­φω­νί­α τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς στήν Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α τους συ­ναν­τᾶ­ται στήν πα­ρά­γρα­φο 32, ὅ­ταν ὅ­μως αὐ­τή συν­δυ­α­στεῖ μέ τήν ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση 1 τῆς πα­ρα­γρά­φου 4, στήν ὁ­ποί­α ἤ­δη ἀ­να­φερ­θή­κα­με. Στήν πα­ρά­γρα­φο 32 ση­μει­ώ­νε­ται τό ἑ­ξῆς: «Συμ­φώ­νως πρός τήν θέ­λη­σιν τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τος, ἡ αὐ­τή πάν­το­τε καί παν­τα­χοῦ. Ἀμ­φό­τε­ραι αἱ πλευ­ραί ὁ­μο­λο­γοῦν εἰς τό Σύμ­βο­λον Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί κα­θο­λι­κή». Ἄν ὅ­μως ἰ­σχύ­ει αὐ­τό καί γι­ά τίς δύ­ο πλευ­ρές, τό­τε σί­γου­ρα μί­α ἀ­πό τίς δύ­ο δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α, σύμ­φω­να μέ τόν αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμό τους πού γί­νε­ται στήν ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση 1, πα­ρά­γρα­φος 4, ἐ­πει­δή ἐ­κεῖ κα­θε­μί­α δι­εκ­δι­κεῖ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα καί ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τα τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας. Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἐ­μεῖς του­λά­χι­στον, βλέ­που­με ὅ­τι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα χά­σμα ἀ­νά­με­σα στίς δύ­ο πλευ­ρές εἶ­ναι πρός τό πα­ρόν ἀ­γε­φύ­ρω­το. Καί αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται, κα­τά τήν γνώ­μη μας, στήν ἐ­σφαλ­μέ­νη μέ­θο­δο τοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, στήν υἱ­ο­θέ­τη­ση δη­λα­δή τοῦ «ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις» δι­α­λό­γου μέ πα­ροῦ­σες τίς δι­α­φο­ρές στό δόγ­μα.
10. Ἡ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ κοι­νοῦ Κει­μέ­νου στήν παράγραφο 33, ὅ­τι «μί­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α δέν δύ­να­ται νά ἀλ­λοι­ώ­σῃ τό Σύμ­βο­λον τῆς Πί­στε­ως, τό ὁ­ποῖ­ον δι­ε­τυ­πώ­θη ὑ­πό τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων», κα­θώς καί ἡ δι­α­τύ­πω­ση στήν παράγραφο 35, ὅ­τι οἱ δογ­μα­τι­κές ἀ­πο­φά­σεις καί δι­α­τυ­πώ­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων «εἶ­ναι δε­σμευ­τι­καί δι’ ὅ­λας τάς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ὅ­λους τούς πι­στούς, εἰς οἱ­ον­δή­πο­τε χρό­νον καί τό­πον», ἐμ­φα­νί­ζον­ται νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κές καί κε­νές πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, ἐ­φό­σον δέν γί­νε­ται κα­μί­α ἀ­να­φο­ρά που­θε­νά στό Κεί­με­νο γι­ά κα­τα­δί­κη τοῦ F­i­l­i­o­q­ue, ὡς προ­σθή­κης πού ἀν­τί­κει­ται στίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων.
11. Στήν παράγραφο 37 γί­νε­ται λό­γος οὐ­σι­α­στι­κά γι­ά τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­δῶ, ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τῶν με­λῶν τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­πε­κτεί­νε­ται «ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις» καί στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἡ ἐ­πέ­κτα­ση αὐ­τή συ­νι­στᾶ εἴ­τε τήν ἀ­κύ­ρω­ση τῆς δι­α­χρο­νι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς ὀρθῆς (ὀρθόδοξης) δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως εἴ­τε τό λι­γό­τε­ρο σχε­τι­κο­ποι­εῖ ἐ­πι­κίν­δυ­να τή ση­μα­σί­α της. Ὅ­μως ἡ δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ δέν μπο­ρεῖ νά λει­τουρ­γεῖ ἐ­κτός τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, δί­νον­τας ἔτ­σι ἄλ­λο­θι ἐγ­κυ­ρό­τη­τας στήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α. Ἡ ὀρ­θή δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση εἶ­ναι καρ­πός τῆς ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νης πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος σ’ ἐ­κεῖ­να τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού βι­ώ­νουν «ἐν πά­σῃ αἰ­σθή­σει» τήν ἄ­κτι­στη θε­ο­ποι­ό Χά­ρη. Αὐ­τά τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξέ­φρα­σαν πάν­το­τε τή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τή δι­α­χρο­νι­κή δη­λα­δή ἐ­κεί­νη συ­νεί­δη­ση πού εἶ­ναι ἡ ὕ­ψι­στη αὐ­θεν­τί­α στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὑ­πέρ­κει­ται τῆς μο­νο­με­ροῦς αὐ­θεν­τί­ας τῶν ἐ­πι­σκό­πων ἀλ­λά καί τῶν συ­νό­δων.
[7]
12. Τά μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς στήν παράγραφο 39 ἀ­πο­φαί­νον­ται, ὅ­τι τό Σχί­σμα με­τα­ξύ Ἀ­να­το­λῆς καί Δύ­σε­ως «κα­τέ­στη­σεν ἀ­δύ­να­τον τήν σύγ­κλη­σιν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων ἐν τῇ αὐ­στη­ρᾷ ἐν­νοί­ᾳ τοῦ ὅ­ρου». Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­δῶ κα­τα­δι­κά­ζε­ται ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός, ἐ­πει­δή ἔ­χει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μονομερῶς ἄλλες 14 κα­τ’ αὐ­τόν Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους καί ἔ­χει θε­σπί­σει νέ­α δόγ­μα­τα; Ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀ­κρι­βής ση­μα­σί­α τοῦ «ἐν τῇ αὐ­στη­ρᾷ ἐν­νοί­ᾳ τοῦ ὅ­ρου»; Κα­τά τή γνώ­μη μας, ὁ πα­ρα­πά­νω ἰ­σχυ­ρι­σμός τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς εἶ­ναι αὐ­θαί­ρε­τος, ὡς ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος, καί ὀ­φεί­λε­ται μᾶλ­λον σέ σύγ­χυ­ση ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Φαί­νε­ται στήν πρά­ξη ὡς νά μή λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη ὅ­σα ὀρ­θῶς γράφ­τη­καν στήν παράγραφο 32 τοῦ Κει­μέ­νου, ὅ­τι δη­λα­δή «συμ­φώ­νως πρός τήν θέ­λη­σιν τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τος, ἡ αὐ­τή πάν­το­τε καί παν­τα­χοῦ». Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά ὑ­φί­στα­ται ὡς τό ἕ­να, τό πλῆ­ρες καί ἀ­κέ­ραι­ο Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας, σύμ­φω­να μέ τήν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κή μαρ­τυ­ρί­α. Καί φυ­σι­κά, θά ὑ­φί­στα­ται μέ ὅ­λες ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τίς λει­τουρ­γί­ες της, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τήν ἔκ­πτω­ση με­μο­νω­μέ­νων με­λῶν της ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρων το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἐ­ξαι­τί­ας σχί­σμα­τος ἤ αἱ­ρέ­σε­ως. Δέν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α πα­τε­ρι­κή θε­με­λί­ω­ση, κα­τά τή γνώ­μη μας, γι­ά τήν ἀ­δυ­να­μί­α πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ἐ­ξαι­τί­ας σχι­σμά­των ἤ αἱ­ρέ­σε­ων. Ἡ οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς γε­ω­γρα­φι­κή ἔν­νοι­α, ἀλ­λά καί ποι­ο­τι­κή ἔν­νοι­α, ἀ­κό­μη καί ἔννοια δι­α­χρο­νι­κή.
Ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τή λο­γι­κή τοῦ κοι­νοῦ Κει­μέ­νου, ἀλ­λά δέν συμ­φω­νοῦ­με μέ αὐ­τήν. Ὅ­λο τό Κεί­με­νο, ὅ­πως καί ἡ πα­ρού­σα πα­ρά­γρα­φος, θε­ω­ρεῖ ἐ­σφαλ­μέ­να, κα­τά τή γνώ­μη μας, ὅ­τι Ὀρ­θό­δο­ξοι καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί συ­νι­στοῦν το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, πού βρί­σκον­ται σέ σχί­σμα, ἀλ­λά πα­ρά ταῦ­τα ἀμ­φό­τε­ρες ἀ­νή­κουν στή Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α ἤ, κα­τά τήν ὑ­πο­ση­μεί­ω­ση 1, ἔ­χουν τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α ὅ­τι κά­θε μί­α συ­νι­στᾶ κα­τά ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τα τή Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α.
Δέν συμ­φω­νοῦ­με ἐ­πι­προ­σθέ­τως καί μέ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό τοῦ Σχί­σμα­τος γι­ά τόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς σχέ­σε­ως τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς μέ τή Λα­τι­νι­κή Δύ­ση. Μέ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό αὐ­τό ἐ­λα­χι­στο­ποι­οῦν­ται οἱ δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, ἐ­νῶ εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι πρό­κει­ται γι­ά με­γά­λες δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρές, οἱ ὁ­ποῖ­ες δυ­στυ­χῶς πρός τό πα­ρόν δέν ἔ­γι­ναν ἀν­τι­κεί­με­νο συ­ζη­τή­σε­ως στούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς.
13. Θε­ο­λο­γι­κά, ἀ­τυ­χῶς, ἡ Μι­κτή Δι­ε­θνής Ἐ­πι­τρο­πή στήν πα­ρά­γρα­φο 41 θε­ω­ρεῖ τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ σή­με­ρα δι­η­ρη­μέ­νη καί κά­νει λό­γο γι­ά «τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀ­δι­αι­ρέ­του Ἐκ­κλη­σί­ας», τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας. Τοῦ­το ὅ­μως εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ὄ­χι μό­νον ἀ­πα­ρά­δε­κτο, ἀλ­λά ἔρ­χε­ται καί σέ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀν­τί­φα­ση πρός τό ἴ­δι­ο τό κοι­νό Κεί­με­νο, ἀ­φοῦ στήν πα­ρά­γρα­φο 32, ὅ­πως εἴ­δα­με, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ­ται ὡς «μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τος».
14. Τό θέ­μα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Ρώ­μης καί τό εἶ­δος τοῦ πρω­τεί­ου του στήν κοι­νω­νί­α ὅ­λων τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν προ­α­ναγ­γέ­λε­ται στήν πα­ρά­γρα­φο 45, ὅ­τι «ἀ­να­μέ­νε­ται νά με­λε­τη­θῇ εἰς με­γα­λύ­τε­ρον βά­θος». Ἐ­πει­δή, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, προ­βλέ­πε­ται νά συ­ζη­τη­θεῖ στήν ἑ­πό­με­νη Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς, δέν θά προ­χω­ρή­σου­με τώ­ρα σέ θε­ο­λο­γι­κή κρι­τι­κή τῶν ὅ­σων ὑ­πό μορ­φή προ­βλη­μα­τι­σμῶν γρά­φον­ται στό πα­ρόν Κεί­με­νο.
Μό­νο τοῦ­το θά ποῦ­με, ὅ­τι πο­τέ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τήν πρώ­τη χι­λι­ε­τί­α δέν ἀ­νε­γνώ­ρι­σε στόν ἐ­πί­σκο­πο Ρώ­μης αὐ­θεν­τί­α σέ παγ­κό­σμι­ο ἐ­πί­πε­δο. Ἡ ὑ­πέρ­τα­τη αὐ­θεν­τί­α στήν ἀ­νά τήν οἰ­κου­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­σκεῖ­το πάν­το­τε καί μό­νον ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους.
Θά θέ­λα­με ὅ­μως νά θέ­σου­με ἐ­δῶ καί κά­ποι­α εὔ­λο­γα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα ἐ­ρω­τή­μα­τα:
Εἶ­ναι δυ­να­τόν ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι νά δε­χθοῦ­με τό πα­πι­κό πρω­τεῖ­ο, ὅ­πως αὐ­τό κα­τα­νο­ή­θη­κε καί ἑρ­μη­νεύ­τη­κε ἀ­πό τήν Α΄ Βα­τι­κα­νή Σύ­νο­δο;
Μπο­ροῦ­με δη­λα­δή νά δε­χθοῦ­με τό πα­πι­κό πρω­τεῖ­ο τῆς λε­γό­με­νης ἐ­ξου­σί­ας-δι­α­κο­νί­ας, πού λει­τουρ­γεῖ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὡς ὑ­πε­ρεκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ ὁ Πά­πας, ὡς ἀ­λά­θη­τος ἐκ­φρα­στής τῆς συ­νει­δή­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τος ἀ­κό­μη καί μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις μι­ᾶς Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου;
Εἶ­ναι δυ­να­τόν νά δε­χθοῦ­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς ἀ­λά­θη­το; Εἶναι δυνατόν δη­λα­δή νά δεχθοῦμε ἕναν ἄνθρωπο νά παίρνει τή θέ­ση τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς Ἀ­λη­θεί­ας;
Μπο­ροῦ­με νά συ­νυ­πάρ­ξου­με ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά μέ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό, ὅ­ταν αὐ­τός -δι­α­τη­ρώντας τό F­i­l­i­o­q­ue καί τό πα­πι­κό πρω­τεῖ­ο τῆς ὑ­πε­ρεκ­κλη­σί­ας- ἀ­κυ­ρώ­νει οὐ­σι­α­στι­κά τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που;
Μή­πως οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί μᾶς ἔ­δω­σαν δείγ­μα­τα ἀλ­λα­γῆς τῆς θε­ο­λο­γί­ας καί τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας τους;
Ἤ μή­πως ὁ­δεύ­ου­με μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς σέ μι­ά ἑ­νό­τη­τα πλή­ρους κοι­νω­νί­ας με­τα­ξύ μας, χω­ρίς νά ἀ­φαι­ρε­θεῖ τί­πο­τε τό οὐ­σι­ῶ­δες ἀ­πό κα­νέ­ναν, δι­α­τη­ρών­τας ἔτ­σι ἀ­μοι­βαί­ως τήν δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τά μας, ὅ­πως δη­λα­δή ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται τήν ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή ὁ Καρ­δι­νά­λι­ος κ. Κά­σπερ, σύμ­φω­να μέ τήν συ­νέν­τευ­ξή του στό Ἀ­θη­να­ϊ­κό Πρα­κτο­ρεῖ­ο Εἰ­δή­σε­ων, τόν Νο­έμ­βρι­ο τοῦ 2008; Μί­α τέ­τοι­α ἑ­νό­τη­τα ὅ­μως μέ πλή­ρη κοι­νω­νί­α ἀ­πό τή μι­ά καί δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τα στό δόγ­μα ἀ­πό τήν ἄλ­λη ἐμφορεῖται ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο πνεῦμα, ἐκτός ἀπό τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας. Γι’ αὐτό καί μιά τέτοια ἑνότητα δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει ποτέ στήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, μή­πως αὐ­τήν τήν οὐ­νι­τι­κοῦ προ­τύ­που ἑ­νό­τη­τα ζη­τᾶ ὁ Πά­πας μέ τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ πρω­τεί­ου του ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α;
15. Στήν τε­λευ­ταί­α παράγραφο 46, τά μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γι­ά τόν Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο δη­λώ­νουν πώς εἶ­ναι πε­πει­σμέ­να, ὅ­τι τό κοι­νό Κεί­με­νο «πα­ρου­σι­ά­ζει θε­τι­κήν καί ση­μαν­τι­κήν πρό­ο­δον εἰς τόν δι­ά­λο­γόν μας καί ὅ­τι πα­ρέ­χει στα­θε­ράν βά­σιν δι­ά μελ­λον­τι­κήν συ­ζή­τη­σιν τοῦ ζη­τή­μα­τος τοῦ πρω­τεί­ου εἰς τό παγ­κό­σμι­ον ἐ­πί­πε­δον ἐν­τός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Με­τά ὅμως ἀ­π’ ὅ­σα ἐκ­θέ­σα­με στήν εἰ­σή­γη­σή μας, εἶ­ναι προ­φα­νές ὅ­τι ἀμ­φι­σβη­τοῦ­με καί­ρι­α ὄ­χι μό­νο τήν «θε­τι­κή καί ση­μαν­τι­κή πρό­ο­δο» τοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου ἀλ­λά κυρίως «τήν στα­θε­ρή βά­ση» γι­ά τήν μελ­λον­τι­κή συ­ζή­τη­ση τοῦ πρω­τεί­ου.
Ἡ ἐκ­φρα­ζό­με­νη, ἄλ­λω­στε, ἐλ­πί­δα τῶν με­λῶν τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς «νά οἰ­κο­δο­μή­σω­μεν ἐ­πί τῆς ἤ­δη ἐ­πι­τευ­χθεί­σης συμ­φω­νί­ας», εἶ­ναι καί πα­ρα­μέ­νει, κα­τά τή γνώ­μη μας, με­τέ­ω­ρη. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή αὐ­τή ἡ ἐλ­πί­δα ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται νά θε­με­λι­ω­θεῖ στήν προ­σευ­χή τοῦ Χρι­στοῦ «ἵ­να πάν­τες ἕν ὦ­σιν.­..» (Ἰ­ω. 17, 21), τή στιγ­μή πού ἡ προ­σευ­χή τοῦ Χρι­στοῦ στό βι­βλι­κό κεί­με­νο προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀποδοχή καί με­το­χή τῶν πι­στῶν στήν ἄ­κτι­στη θεί­α δό­ξα Του, τῆς ὁ­ποί­ας τόν ἄ­κτι­στο χα­ρα­κτή­ρα ἀ­πορ­ρί­πτουν οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί. Πα­ρα­μέ­νει ὅ­μως με­τέ­ω­ρη ἡ ἐλ­πί­δα καί γι­α­τί ἡ «ὑ­πα­κο­ή στό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα», τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λοῦν­ται, προ­ϋ­πο­θέ­τει θε­ο­λο­γι­κά τήν Πνευ­μα­το­λο­γί­α τῆς πρώ­της χι­λι­ε­τί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­τρέ­πε­ται κα­τά­φο­ρα ἀ­πό τήν πα­ρα­μο­νή τοῦ F­i­l­i­o­q­ue στό Σύμ­βο­λο Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.
Εἶ­ναι γι’ αὐ­τό σαφής καί προφανής ἡ ἀν­τί­φα­ση, μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται τό Κεί­με­νο. Ὁ­μο­λο­γεῖ­ται καί ἀ­πό τά δύ­ο μέ­ρη ὡς κοι­νή ἡ πί­στη τους, πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι, σύμ­φω­να μέ τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ δι­α­κο­πή τῆς δι­α­μυ­στη­ρι­α­κῆς κοι­νω­νί­ας τους ὀ­φεί­λε­ται οὐ­σι­α­στι­κά στίς δογ­μα­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἀ­πό τήν κοι­νή πί­στη τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν αἰ­ώ­νων.

Γ΄ Ε­ΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ-ΣΥΜ­ΠΕ­ΡΑ­ΣΜΑ­ΤΑ
Συ­νο­ψί­ζον­τας τήν κρι­τι­κή μας στά προ­βλη­μα­τι­κά ση­μεῖ­α τοῦ κοι­νοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με τά ἑ­ξῆς:
Στό κοι­νό Κεί­με­νο ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α ἐ­πε­κτεί­νε­ται καί ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἀ­νε­πί­τρε­πτα καί στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τα, χω­ρίς δη­λα­δή νά λαμ­βά­νον­ται ὑ­πό­ψη οἱ ὑ­φι­στά­με­νες δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρές, πράγ­μα πού νο­μι­μο­ποι­εῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά τήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α καί τήν ἐ­ξι­σώ­νει μέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.
Ὁ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός αὐ­τός νε­ω­τε­ρι­σμός δι­α­πο­τί­ζει ὅ­λο τό κοι­νό Κεί­με­νο καί ἐκ­βάλ­λει σέ ἐ­πι­μέ­ρους ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές πα­ρα­δο­ξό­τη­τες,
[8] οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀλ­λοι­ώ­νουν τήν ἕ­ως τώ­ρα αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Τό κοι­νό Κεί­με­νο δη­λα­δή φαί­νε­ται νά προ­ϋ­πο­θέ­τει σα­φῶς, ὅ­τι Ὀρ­θό­δο­ξοι καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἀ­νή­κουν στή «Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α» καί ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν κοι­νή μέ μᾶς ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη, πα­ρά τήν ταύ­τι­ση οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γει­ας στό Θε­ό, πα­ρά τό F­i­l­i­o­q­ue, πα­ρά τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τόν κτι­στό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἄ­κτι­στης καί θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος. Ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω, στά ὁ­ποῖ­α πα­ρα­μέ­νουν στα­θε­ρά μέ­χρι σή­με­ρα οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί, ἀ­κυ­ρώ­νουν στήν πρά­ξη τό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς «κοι­νω­νί­ας θε­ώ­σε­ως»[9], μέ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ση­μα­σί­α τοῦ ὅ­ρου, πραγ­μα­τι­κή δη­λα­δή καί ὄ­χι συμ­βο­λι­κή με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στή θεί­α ζω­ή. Ἀ­κυ­ρώ­νουν ὅ­μως ταυ­τό­χρο­να καί τόν οὐ­σι­α­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῶν μυ­στη­ρί­ων της.
Στη­ρι­ζό­με­νοι στή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ κοι­νοῦ Κει­μέ­νου -καί χω­ρίς νά ἐ­πε­κτα­θοῦ­με στίς ἄλ­λες δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρον­ται στό πρω­τεῖ­ο, τό ἀ­λά­θη­το, τό κα­θαρ­τή­ρι­ο πῦρ, τήν ἄ­σπι­λη σύλ­λη­ψη κ.λπ. -μπο­ροῦ­με ἀ­σφα­λῶς νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με ὅ­τι ἡ βά­ση τοῦ δι­α­λό­γου, θε­ο­λο­γι­κῶς κρι­νό­με­νη, εἶ­ναι, δυ­στυ­χῶς, τε­λεί­ως ἐ­σφαλ­μέ­νη. Καί τοῦ­το, γι­α­τί πα­ρα­με­ρί­στη­καν θε­με­λι­ώ­δεις βι­βλι­κές καί πα­τε­ρι­κές προ­δι­α­γρα­φές-προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Γι’ αὐ­τό καί ἡ οὐ­σι­α­στι­κή ἀ­πο­τυ­χί­α τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου εἶ­ναι προ­δι­κα­σμέ­νη. Ὁ Θε­ο­λο­γι­κός Δι­ά­λο­γος ὁ­δή­γη­σε ἤ­δη τή Μι­κτή Δι­ε­θνῆ Ἐ­πι­τρο­πή σέ κα­τά­θε­ση 10 κοι­νῶν Κει­μέ­νων χω­ρίς τίς πα­ρα­πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἀ­φοῦ σέ κα­νέ­να κοι­νό Κεί­με­νο δέν γί­νε­ται λό­γος γι­ά σα­φῆ κα­τα­δί­κη τῶν και­νο­φα­νῶν δογ­μά­των τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ, ὅ­πως λ.χ. τοῦ F­i­l­i­o­q­ue. Τήν πρα­κτι­κή αὐ­τή βλέ­πον­τας μέ ἔκ­δη­λη πνευ­μα­τι­κή ἀ­νη­συ­χί­α ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τας π. Πα­ΐ­σι­ος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, πα­ρα­τή­ρη­σε εὔ­στο­χα καί προ­φη­τι­κά: «Γι­ά ἀλ­λοῦ ξε­κι­νή­σα­με καί ἀλ­λοῦ πη­γαί­νου­με, χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με, ὅ­ταν δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­με τά χνά­ρι­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων».
Ἀ­πό τίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, μέ τή γνω­στή Πα­τρι­αρ­χι­κή Ἐγ­κύ­κλιο τοῦ 1920, ἄρχισε νά παραμερίζεται οὐ­σι­α­στι­κά ἡ σύ­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ πρός τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς καί νά υἱ­ο­θε­τοῦν­ται ἄλ­λες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γι­ά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἔτ­σι, ἐγ­και­νι­ά­στη­κε μι­ά ἄλ­λη μή Πα­τε­ρι­κή πο­ρεί­α, μέ ἀ­να­πό­φευ­κτη συ­νέ­πει­α τώ­ρα «νά πη­γαί­νου­με ἀλ­λοῦ, χω­ρίς (ἴ­σως) νά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με». Τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας, μέ τή θε­ο­λο­γι­κή κρι­τι­κή τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­σχο­λη­θή­κα­με, πα­ρου­σι­ά­ζει εὔ­γλω­ττα τίς ἀρ­νη­τι­κές συ­νέ­πει­ες τῶν ἐ­σφαλ­μέ­νων προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων τοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου καί προ­δι­α­γρά­φει τό ποι­όν καί τοῦ ἑ­πο­μέ­νου κοι­νοῦ Κει­μέ­νου τόν Ὀ­κτώ­βρι­ο στήν Κύ­προ, ἐ­κτός καί ἄν στό με­τα­ξύ ἀλ­λά­ξουν οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ Δι­α­λό­γου.
_______________________________
[1] Ἡ συμφωνία τῆς πίστεως ἐδῶ δέν θά πρέπει νά νοηθεῖ ὡς τυπική ἁπλῶς ἀποδοχή τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας, ἀλλά θά πρέπει νά νοηθεῖ καί δυναμικά, ὡς ἐνεργός μετοχή ὅλων μας στήν ἄκτιστη θεία δόξα, ἐδῶ καί τώρα. Αὐτή ὅμως ἡ ἐνεργός μετοχή στήν ἄκτιστη θεία Χάρη καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ προϋποθέτει ὁπωσδήποτε ὄχι μόνο τήν ἀπόλυτη ταυτότητα τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀλλά καί τά θεουργά μυστήρια, μαζί μέ τήν ἔμπονη ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.
[2] Βλ. Πε­ρί τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, Λό­γος Α΄, 4, 27-31, Π. Χρή­στου, τ. Α΄, σ. 31: «Ἦν οὖν ἄ­ρα τῶν δι­και­ο­τά­των μη­δέ λό­γον ἀ­ξι­οῦν ὑ­μᾶς, εἰ μή τοῦ προ­στι­θέ­ναι τῷ ἱ­ε­ρῷ συμ­βό­λῳ παύ­ση­σθε, τῆς δέ πα­ρ’ ὑ­μῶν προ­σθή­κης πα­ρ’ ὑ­μῶν ἐκ­βε­βλη­μέ­νης πρό­τε­ρον, ἔ­πει­τα ζη­τεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱ­οῦ ἤ οὐ­χί καί ἐκ τοῦ υἱ­οῦ τό πνεῦ­μα τό ἅ­γι­ον, καί τό ἀ­να­φέν τοῖς θε­ο­φό­ροις συν­δο­κοῦν κυ­ροῦν».
[3] Εἶ­ναι σα­φές ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ὅ­τι πρίν τήν ἀ­πο­δο­χή τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μι­λᾶ ὄ­χι γι­ά θε­ο­λο­γι­κό δι­ά­λο­γο ἀλ­λά γι­ά πα­ραί­νε­ση καί νου­θε­σί­α μέ σα­φεῖς πε­ρι­ο­ρι­σμούς (ἕ­ως δύ­ο φο­ρές). Βλ. Τίτ. 3,10: «αἱ­ρε­τι­κόν ἄν­θρω­πον με­τά μί­αν καί δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος ὤν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος». Ἐ­δῶ πρό­κει­ται γι­ά συμ­βου­λή μέ εὐ­σπλα­χνι­κό, πα­ρη­γο­ρη­τι­κό, ἐν­θαρ­ρυν­τι­κό καί τα­πει­νό τρό­πο, χω­ρίς φα­να­τι­σμό καί μι­σαλ­λο­δο­ξί­α, γι­ά τήν ἐ­πά­νο­δο στήν βι­ού­με­νη ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἀ­λή­θει­α, στήν πί­στη τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
[4] Βλ. Μ. Ἀ­θα­να­σί­ου, Πε­ρί τῶν γε­γε­νη­μέ­νων πα­ρ’ Ἀ­ρει­α­νῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260-261: «Οὐ γάρ οἷ­όν τε συ­νό­δῳ συ­να­ριθ­μη­θῆ­ναι τούς πε­ρί πί­στιν ἀ­σε­βοῦν­τας, οὐ­δέ προ­κρί­νε­σθαι πράγ­μα­τος ἐ­ξέ­τα­σιν τῆς πε­ρί πί­στε­ως ἐ­ξε­τά­σε­ως. Χρή γάρ πρῶ­τον πᾶ­σαν πε­ρί τῆς πί­στε­ως δι­α­φω­νί­αν ἐκ­κό­πτε­σθαι καί τό­τε τήν πε­ρί τῶν πραγ­μά­των ἔ­ρευ­ναν ποι­εῖ­σθαι. Καί γάρ ὁ Κύ­ρι­ος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός οὐ πρό­τε­ρον ἐ­θε­ρά­πευ­σε τούς πά­σχον­τας, πρίν ἄν δεί­ξω­σι καί εἴ­πω­σιν ὁ­ποί­αν πί­στιν εἶ­χον εἰς αὐ­τόν. Ταῦ­τα πα­ρά τῶν Πα­τέ­ρων ἐ­μά­θο­μεν.­.­.­». Ὁ Χρι­στός δη­λα­δή καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Του ἐ­νερ­γοῦν θε­ρα­πευ­τι­κά μό­νο μέ τήν προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ὀρ­θῆς καί θερ­μῆς πί­στε­ως. Πρβλ. Μάρκ. 9, 23-25.
[5] Ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α Θεοῦ καί ἀνθρώπου, κα­τά τόν ἅ­γι­ο Συ­με­ών τόν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, «πᾶ­σαν ἀ­να­τρέ­πει τοῦ Θε­οῦ καί Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τήν οἰ­κο­νο­μί­αν καί φα­νε­ρῶς ἀ­παρ­νεῖ­ται τήν ἀ­να­καί­νι­σιν τῆς φθα­ρεί­σης εἰ­κό­νος» (Κα­τη­χή­σεις 32, 49-58, SC τ. 113, σ. 242).
[6] Βλ. Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λήν, Ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄,1, Ε­ΠΕ 25, σ. 372: «Πῶς οὖν ὁ Παῦ­λος φη­σι· ‘πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε’; Ἀ­νω­τέ­ρω εἰ­πών, ‘ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στι­ν’, τό­τε εἶ­πε, ‘πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε’. Τί οὖν, φη­σίν, ὅ­ταν πο­νη­ρός ᾖ, καί μή πει­θώ­με­θα; Πο­νη­ρός, πῶς λέ­γεις; εἰ μέν πί­στε­ως ἕ­νε­κεν, φεῦ­γε αὐ­τόν καί πα­ραί­τη­σαι, μή μό­νον ἄν ἄν­θρω­πος ᾖ, ἀλ­λά κἄν ἄγ­γε­λος ἐξ οὐ­ρα­νοῦ κα­τι­ών· εἰ δέ βί­ου ἕ­νε­κεν, μή πε­ρι­ερ­γά­ζου. Καί τοῦ­το οὐκ οἴ­κο­θεν λέ­γω τό ὑ­πό­δειγ­μα, ἀλ­λ’ ὑ­πό τῆς θεί­ας Γρα­φῆς.­.­., ἐ­πεί καί τό ‘μή κρί­νε­τε, ἵ­να μή κρι­θῆ­τε’, πε­ρί βί­ου ἐ­στίν, οὐ περί πίστεως».
[7] Βλ. Ἐγκύκλιος τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίον Θ΄ (1848): «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις θέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ», στό Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1961, σ. 920. Πρβλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σ. 110-112: «Ὅσον ἀφορᾷ δέ εἰς τήν διοίκησιν καί τήν διδασκαλίαν ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὤν καί διδακτός Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετά τοῦ κλήρου τήν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καί ἀποδέχεται, ἤ κατακρίνει καί ἀπορρίπτει) τήν διδασκαλίαν καί τάς πράξεις τῆς ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καί οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1948». Σχετικῶς βλ. Μητροπολίτη Ἱεροθέου Βλάχου, Ἀνατολικά, τόμ. Α΄, σ. 381-382, καί Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ Πάπας, Θεσ/νίκη 2001.
[8] Λ.χ. συ­νο­δι­κό­τη­τα μέ ὀρ­θο­δό­ξους καί ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἰ­σό­τι­μα - ταυ­τό­τη­τα μυ­στη­ρί­ων Ὀρ­θο­δό­ξων καί ἑ­τε­ρο­δό­ξων -ἐ­πέ­κτα­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους - «τραυ­μα­τι­σμός» τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας δι­α­κο­πῆς τῆς εὐ­χα­ρι­στι­α­κῆς κοι­νω­νί­ας - ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή - δι­η­ρη­μέ­νη ἡ Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α.
[9] Γι­ά τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, πού τό συ­νι­στοῦν ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ μέ τήν ἡ­γε­σί­α του ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν παύ­ει νά λει­τουρ­γεῖ ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως», παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει καί ὡς Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος σώ­ζε­ται, ὅ­ταν ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τή φθο­ρά καί τό θά­να­το. Καί αὐ­τό πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο μέ τήν προ­σω­πι­κή με­το­χή στήν ἄ­κτι­στη θεί­α ζω­ή, πού πα­ρέ­χε­ται μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «κοι­νω­νί­ας θε­ώ­σε­ως». Βλ. σχετικά Γ. Μαντζαρίδη, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν», στό συλλογικό τόμο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου, Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καί Λεμεσοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 59.

2 σχόλια:

  1. ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟΝ κ.ΚΑΘΗΓΗΤΗ!
    ΑΞΙΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εύγε κ. Καθηγητά. Μέσα σε μία εισήγηση καταφέρατε με ορθόδοξη συνείδηση και ομολογιακό φρόνημα να αναδείξετε όλα τα αντορθόδοξα σημεία του Κειμένου της Ραβέννας, αλλά και του οικουμενικού διαλόγου συνολικά.
    Ο Θεός να σας ευλογεί και να σας ενδυναμώνει

    ΑπάντησηΔιαγραφή