Χαλκοκονδύλη 37. 10432 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. 2105224180-FAX. 2105224420
Iστοχώρος: www.petheol.gr
e-mail: panenthe@otenet.gr
& enosis@petheol.gr
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΠΕΡΙ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
( Σχολιασμός της απάντησης των 44)
Του Ηλία Φραγκοπούλου
Θεολόγου-Φιλολόγου,
Aντιπροέδρου του Δ.Σ. της ΠΕΘ
Διάβαζα πρίν από λίγο καιρό ένα άρθρο πού χαρακτήριζε το μάθημα των Θρησκευτικών «πολύπαθο ». Φαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δέν μπορεί πιά να θεωρηθεί «ιστορικός», αλλά αξίζει νά τόν βλέπουμε καί σάν «προφητικό». Aφού είναι ευδιάκριτες οι μελλοντικές του περιπέτειες. Όπως άλλωστε καί της ελληνικής εκπαίδευσης, πού απ' τή δεκαετία του 1960-70 συνεχώς μεταρρυθμίζεται, αλλά δέν κατάφερε ακόμα νά ρυθμισθεί. Θά πείτε ότι ο κόσμος μας συνεχώς μεταβάλλεται, « οι εποχές αλλάζουν». Aλλά εγώ ο «συντηρητικός» νομίζω πώς υπάρχουν στόν κόσμο κάποιες σταθερές, πού αγγίζει τά όρια του παραλόγου νά τροποποιούνται κάθε τετραετία, ή κάποτε καί κάθε διετία, ακολουθώντας άλλης κατηγορίας μεταβολές. Καί μιά τέτοια είναι η παιδεία, η γνωστική, διανοητική, πνευματική καί ηθική καλλιέργεια των παιδιών μας, καί η διαμόρφωσή τους σέ άξιες προσωπικότητες της κοινωνικής ζωής.
Στά τέλη του περασμένου Μαΐου αναρτήθηκε στό Διαδίκτυο μιά «απάντηση εκπαιδευτικών θεολόγων σέ επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου». O τίτλος της ήταν: «Τά Θρησκευτικά ως αίτημα παιδείας καί όχι συντεχνίας».
Θα θέλαμε με τα ακολουθούντα να επισημάνουμε και σχολιάσουμε κάποια σημεία απ'τα διαλαμβανόμενα στήν «απάντηση των 44», αφού άλλωστε ρητώς αναφέρεται και στην Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), αλλά και να εκφράσουμε καί τίς δικές μας σχετικές απόψεις στό κεντρικό θέμα της «απάντησης», πού είναι ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΘΜ).
1. Κατ' αρχήν η «απάντηση» δίνεται σε επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τουλάχιστον τυπικά, αφού ξεκαθαρίζεται ότι η Δ.Ι.Σ. « διαβιβάζει πορίσματα μιάς ημερίδος της ΠΕΘ». Έτσι η «απάντηση» απευθύνεται κατ' ουσίαν στήν ΠΕΘ . Ξεχνούν όμως, ή μάλλον σκόπιμα αγνοούν οι 44 υπογράφοντες ότι τήν ημερίδα συνδιοργάνωσαν μαζί μέ τήν Ένωσή μας (τήν ΠΕΘ), καί η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Eλλάδος καί οι δυό Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Aθηνών καί Θεσσαλονίκης. Καί έλαβαν μέρος σ' αυτήν από μέρους της πρώτης, αυτός ο Aρχιεπίσκοπος Aθηνών, μαζί μέ πλειάδα Aρχιερέων , από δέ τίς Θεολογικές Σχολές καί οι δύο Κοσμήτορες καί αρκετοί Καθηγητές, πού μίλησαν βεβαίως μέ εξαιρετικά σημαντικές θέσεις. Έτσι, γιά νά παίρνουν τά πράγματα τά πραγματικά τους μεγέθη. Πάντως πρέπει νά λάβουν όλοι υπόψη ότι η ΔΙΣ μέ τήν επιστολή της πρός τόν κ. Υπουργό φαίνεται ότι κρίνει ως « θετικές» τίς προτάσεις της ημερίδας, εφ' όσον ζητά τήν υλοποίησή τους από τό ΥΠΕΠΘ.
2. Aναφέρει η «απάντηση» ότι η επιστολή της Δ.Ι.Σ. πρός τόν κ. Υπουργό μέ τόν τρόπο της «ευνοεί λαθεμένες καί συγχυτικές αντιλήψεις...» Όσον αφορά στίς λαθεμένες αντιλήψεις γύρω απ' τό ΘΜ, αυτό θά τό δείξει ο χρόνος καί οι κοινωνικές εκδηλώσεις των ερχομένων γενεών, αφού η ιστορία δέν φαίνεται ικανή νά διδάξει μερικούς. Aλλά γιά τό θέμα της σύγχυσης θά θέλαμε νά σημειώσουμε:
Η « απάντηση» έχει τίτλο πού δείχνει τήν περί τό μάθημα σύγχυση.
Τά « θρησκευτικά» παρουσιάζονται αφ' ενός ως αίτημα παιδείας καί εννοείται έτσι η αντίληψη του θρησκειολογικού χαρακτήρα του μαθήματος (τό ονομάζουμε έτσι, γιατί πρός αυτή κλίνει η όλη αντίληψη της «απάντησης», χωρίς πάντως νά αγνοούμε τίς διευκρινιστικές σκέψεις πού αναφέρονται στήν 4η καί 6η παράγραφό της).
Aπ' τήν άλλη χαρακτηρίζονται ως αίτημα συντεχνίας καί εννοείται μ' αυτό η αντίληψη του ομολογιακού μαθήματος ( πάλι ο όρος γενικά χωρίς διευκρινίσεις. Γιά νά συνεννοούμαστε).
Εδώ ακριβώς υπάρχει η σύγχυση......
Στά τέλη του περασμένου Μαΐου αναρτήθηκε στό Διαδίκτυο μιά «απάντηση εκπαιδευτικών θεολόγων σέ επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου». O τίτλος της ήταν: «Τά Θρησκευτικά ως αίτημα παιδείας καί όχι συντεχνίας».
Θα θέλαμε με τα ακολουθούντα να επισημάνουμε και σχολιάσουμε κάποια σημεία απ'τα διαλαμβανόμενα στήν «απάντηση των 44», αφού άλλωστε ρητώς αναφέρεται και στην Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), αλλά και να εκφράσουμε καί τίς δικές μας σχετικές απόψεις στό κεντρικό θέμα της «απάντησης», πού είναι ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΘΜ).
1. Κατ' αρχήν η «απάντηση» δίνεται σε επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τουλάχιστον τυπικά, αφού ξεκαθαρίζεται ότι η Δ.Ι.Σ. « διαβιβάζει πορίσματα μιάς ημερίδος της ΠΕΘ». Έτσι η «απάντηση» απευθύνεται κατ' ουσίαν στήν ΠΕΘ . Ξεχνούν όμως, ή μάλλον σκόπιμα αγνοούν οι 44 υπογράφοντες ότι τήν ημερίδα συνδιοργάνωσαν μαζί μέ τήν Ένωσή μας (τήν ΠΕΘ), καί η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Eλλάδος καί οι δυό Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Aθηνών καί Θεσσαλονίκης. Καί έλαβαν μέρος σ' αυτήν από μέρους της πρώτης, αυτός ο Aρχιεπίσκοπος Aθηνών, μαζί μέ πλειάδα Aρχιερέων , από δέ τίς Θεολογικές Σχολές καί οι δύο Κοσμήτορες καί αρκετοί Καθηγητές, πού μίλησαν βεβαίως μέ εξαιρετικά σημαντικές θέσεις. Έτσι, γιά νά παίρνουν τά πράγματα τά πραγματικά τους μεγέθη. Πάντως πρέπει νά λάβουν όλοι υπόψη ότι η ΔΙΣ μέ τήν επιστολή της πρός τόν κ. Υπουργό φαίνεται ότι κρίνει ως « θετικές» τίς προτάσεις της ημερίδας, εφ' όσον ζητά τήν υλοποίησή τους από τό ΥΠΕΠΘ.
2. Aναφέρει η «απάντηση» ότι η επιστολή της Δ.Ι.Σ. πρός τόν κ. Υπουργό μέ τόν τρόπο της «ευνοεί λαθεμένες καί συγχυτικές αντιλήψεις...» Όσον αφορά στίς λαθεμένες αντιλήψεις γύρω απ' τό ΘΜ, αυτό θά τό δείξει ο χρόνος καί οι κοινωνικές εκδηλώσεις των ερχομένων γενεών, αφού η ιστορία δέν φαίνεται ικανή νά διδάξει μερικούς. Aλλά γιά τό θέμα της σύγχυσης θά θέλαμε νά σημειώσουμε:
Η « απάντηση» έχει τίτλο πού δείχνει τήν περί τό μάθημα σύγχυση.
Τά « θρησκευτικά» παρουσιάζονται αφ' ενός ως αίτημα παιδείας καί εννοείται έτσι η αντίληψη του θρησκειολογικού χαρακτήρα του μαθήματος (τό ονομάζουμε έτσι, γιατί πρός αυτή κλίνει η όλη αντίληψη της «απάντησης», χωρίς πάντως νά αγνοούμε τίς διευκρινιστικές σκέψεις πού αναφέρονται στήν 4η καί 6η παράγραφό της).
Aπ' τήν άλλη χαρακτηρίζονται ως αίτημα συντεχνίας καί εννοείται μ' αυτό η αντίληψη του ομολογιακού μαθήματος ( πάλι ο όρος γενικά χωρίς διευκρινίσεις. Γιά νά συνεννοούμαστε).
Εδώ ακριβώς υπάρχει η σύγχυση......
Ποιός χαρακτήρας διδασκαλίας εκφράζει συντεχνιακή αντίληψη; O «θρησκειολογικός» πού αποβλέπει νά διαμορφώσουμε ένα μάθημα πού θά είναι δυνατό νά διδάσκεται σ' όλους, καί στούς αλλοθρήσκους, καί στούς μή πιστούς, μόνο γιά νά τούς έχουμε όλους στήν τάξη, χωρίς νά τούς καλούμε στήν πίστη καί τήν αγάπη του Χριστού; Αυτός πού αποβλέπει μόνο στή γνώση καί στήν ικανότητα των μαθητών «νά κάνουν πολλές ερωτήσεις γύρω από τή θρησκευτικότητα, νά αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές συζητήσεις... νά ελέγχουν καί νά κατανοούν κριτικά τή θρησκευτική γνώση...» καί όσα άλλα αναφέρονται στήν παράγραφο 6; Αυτά δέν είναι συντεχνιακά;
Καί είναι συντεχνιακή η αντίληψη του «ομολογιακού» μαθήματος, η οποία , πέρα από τά πολλά στοιχεία γνώσεων - πού είναι κοινά καί στίς δυό αντιλήψεις-αποδέχεται, ως αναπόδραστη έστω συνέπεια, τήν περίπτωση νά διδάσκεται άλλο θρησκευτικό μάθημα σέ κάποια παιδιά από θεολόγο πάντως, πού θά μπορούσε ίσως σέ κάποιες περιπτώσεις νά μή είναι ορθόδοξος; Είναι συντεχνιακή η αντίληψη (τού ομολογιακού ΜΘ), πού θέλει στά ορθόδοξα παιδιά μας νά θέτει τούς προβληματισμούς όχι μόνο της γνώσης, αλλά καί της ζωής, καί του αγώνα της ηθικής συμπεριφοράς κατά τά αιτήματα της διδασκαλίας του Χριστού; Νομίζουμε ότι τό λεγόμενο « ομολογιακό» μάθημα στηρίζεται σέ αρχές πνευματικές καί όχι στήν - κατ' αρχήν- εξυπηρέτηση του κλάδου των θεολόγων καθηγητών.
Ποιά απ' τίς δυό τάσεις είναι η συντεχνιακή καί ποιά η παιδευτική-παιδαγωγική; ’ς τό σκεφτούν οι 44 αγαπητοί συνάδελφοι. Κάποτε πρέπει νά σταματήσει η σύγχυση καί προπαντός η προσπάθεια συγχύσεως, η οποία τελικώς ζημιώνει όλους. Εκτός καί άν δέν θεωρούν συντεχνιακό τό δικό τους αίτημα (ένα θρησκειολογικό-πολιτιστικό-ιστορικό μάθημα), επειδή ένα τέτοιο μάθημα θά μπορούσε (καί πιθανώς θά έπρεπε), νά διδάσκεται από διδάσκοντες πού προβλέπει καί συνιστά η υπ' αριθμ. 1720 του 2005 Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης στίς Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών χωρών μέ τίς παραγράφους 14.5 καί 14.6, στίς οποίες ορίζεται ότι «πρέπει νά είναι δάσκαλοι ενός πολιτιστικού ή λογοτεχνικού προγράμματος». Καί κάνει μόνο τήν « υποχώρηση» νά προσθέσει ότι « εν τούτοις οι ειδικοί σέ ένα άλλο κλάδο/πρόγραμμα θά μπορούσαν νά γίνουν αρμόδιοι γι' αυτήν τήν εκπαίδευση» (Recommandation 1720(2005) μέ τίτλο Education and Religion).
3. Στή δεύτερη παράγραφο της «απάντησης» δηλώνουν οι 44 ότι στόχος τους είναι η «υποχρεωτική διδασκαλία του ΘΜ σέ όλους ανεξαιρέτως τούς μαθητές ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους- ή μή- δέσμευσης» Καί, συνεχίζουν, ότι επειδή τό ομολογιακά σχεδιασμένο μάθημα δέν μπορεί νά διδάσκεται σ' όλους γι' αυτό (θά ) προτείνουν τόν επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα καί των στοχεύσεων του ΘΜ.
Στό σημείο αυτό θά πρέπει νά τονίσουμε ότι ναί μέν είναι γνωστό ότι έχουν έλθει στά ελληνικά σχολεία παιδιά πού οι οικογένειές τους ανήκουν σέ άλλες θρησκείες ή ομολογίες. Aλλά αυτό τό γεγονός, πέρα απ' τό ότι τά παιδιά αυτά αποτελούν ιδιαιτέρως μικρό ποσοστό στό συνολικό αριθμό των μαθητών όλων των ελληνικών σχολείων, δέ μπορεί νά μάς οδηγήσει (πολύ περισσότερο νά μάς υποχρεώσει) σέ ουσιαστικές μεταβολές του περιεχομένου της δικής μας -τής ελληνικής-εκπαίδευσης.Η αποδοχή των 44 ότι « στίς σχολικές μας τάξεις δέν φοιτούν πλέον αποκλειστικά ορθόδοξοι μαθητές» είναι υπερβολική καί απλώς μεγαλοποιεί τά πράγματα, επειδή παρουσιάζεται σέ λίγες σχετικά περιπτώσεις.
Στό κάτω-κάτω δέν θά εγκαταλείψουμε εμείς τό δικαίωμα πού έχουμε (έχουμε, ξέρετε, καί εμείς- οι ορθόδοξοι Έλληνες, δικαιώματα στόν τόπο τούτο), νά διδάξουμε τήν πίστη μας, τήν πίστη των πατέρων μας, στά παιδιά μας. Θά υπενθυμίσω τίς σχετικές μέ τά δικαιώματα των μεταναστών δηλώσεις του αυστραλού πρωθυπουργού Kevin Rudd (Σημ. Παραθέτουμε μικρό τμήμα γιά κατατοπισμό του αναγνώστη. Δήλωσε: « ’ν ο Θεός σάς προσβάλλει, σάς προτείνω νά βρείτε άλλο μέρος του κόσμου γιά νά ζήσετε, διότι εμάς ο Θεός είναι μέρος της κουλτούρας μας. Θά δεχτούμε αυτά πού πιστεύετε, χωρίς ερωτήσεις. Αυτό πού ζητάμε είναι νά δεχθείτε κι εσείς αυτό πού πιστεύουμε εμείς καί νά ζήσετε μαζί μας μέ αρμονία, χαρά καί ειρήνη». (Aπό τήν « Ενημέρωση Πελοποννήσου»).
Aλλά άς μή γελιώμαστε. Καί στό θέμα αυτό δέν φταίνε οι μετανάστες καί η όποια θρησκευτική τους πίστη. ’λλωστε οι ορθόδοξοι, ( Έλληνες, Σλάβοι κ.ά.) έχουμε αποδείξει στήνΙστορία της ανθρωπότητας ότι δέν είμαστε μισαλλόδοξοι. ’ν προσέξουμε τό κείμενο της «απάντησης των 44» θά δούμε μιά λεπτομέρεια πού αποδεικνύει από πού κυρίως προέρχεται η επιδίωξη της μεταβολής του χαρακτήρα του ΘΜ. Γράφει πώς τό ΘΜ θά πρέπει νά διδάσκεται σ' όλους ανεξαιρέτως, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής- ή μή- δέσμευσης. Οι έχοντες όποια θρησκευτική δέσμευση-πίστη- δέν αντιδρούν, παρά ελάχιστα, στή διδασκαλία του λεγόμενου ομολογιακού μαθήματος. Εκείνοι (οι γονείς βέβαια) πού θέλουν νά τό καταργήσουν, γιά νά μή διδάσκεται ούτε στά παιδιά των ορθοδόξων Eλλήνων, είναι «οι μή έχοντες θρησκευτική δέσμευση», ή οι αποβλέποντες στό νά μήν έχουν «θρησκευτική δέσμευση» οι σύγχρονοι καί οι μελλοντικοί Έλληνες.
Τό σημείο όμως στό οποίο πρέπει ιδιαιτέρως νά διαφωνήσουμε μέ τούς 44 είναι η άποψή τους ότι « η ανθρωπιστική καί η μορφωτική αρετή του ΘΜ. δέν έγκειται στό εγγενές καί απαράβατο περιεχόμενό του εκτός τόπου καί χρόνου, αλλά στόν τρόπο μέ τόν οποίο υλοποιείται εδώ καί τώρα». Δηλαδή η αξία του ΘΜ. βρίσκεται όχι στό διαχρονικό του περιεχόμενο, αλλά στή μέθοδο μέ τήν οποία προσφέρεται. Aλλά, αγαπητοί, η αξία του μαθήματός μας είναι ακριβώς αυτό τό περιεχόμενό του, δηλ. ο Χριστός, η πίστη σ' αυτόν ως Θεό καί Σωτήρα καί η αποδοχή καί εφαρμογή της διδασκαλίας του. Τήν αξία του τρόπου προσφοράς κανείς δέν τήν αρνείται. Σίγουρα ο τρόπος αυτός ( καί η υλοποίησή του ) μπορεί καί πρέπει, καί πράγματι κατά καιρούς μεταβάλλεται .
Aλλά τό περιεχόμενό του ήταν, είναι καί θά είναι αυτό τούτο. Καί στόν 21ο καί στόν 27ο αιώνα καί πάντοτε. O χριστιανός άνθρωπος μ' αυτή τή διδασκαλία θά μορφωθεί. Αυτό τό πρότυπο θά μιμηθεί. ’ν θέλει νά είναι χριστιανός. Εμείς οφείλουμε νά τό διδάξουμε- νά τό δείξουμε στά παιδιά μας. Καί νά τά οδηγήσουμε σ' αυτό. ’ν μάς ενδιαφέρουν τά παιδιά μας, τά παιδιά των Eλλήνων, καί η πορεία τους στή ζωή. Στά άλλα παιδιά, όσα «προερχόμενα από άλλη θρησκευτική παράδοση», οι συνθήκες της ζωής έφεραν κοντά μας, φυσικά δέν θά τά υποχρεώσουμε. Μπορούμε σ' αυτά νά προσφέρουμε τό ευρύτερο « θρησκειολογικού » τύπου μάθημα πού προτείνουν οι θιασώτες του χαρακτήρα αυτού γιά τό ΘΜ.
4. Τούτο ακριβώς, η ρύθμιση μέ υποχρεωτικό «ομολογιακό» μάθημα γιά όλους τούς Έλληνες ορθοδόξους μαθητές, καί παράλληλο «θρησκειολογικό» γιά όλους τούς άλλους, αποκλείει τήν ασάφεια, σύγχυση καί υποτίμηση, πού αναφέρει η «απάντηση» στό τέλος της δεύτερης παραγράφου.
Βεβαίως υπάρχει τό ενδεχόμενο αίτημα των άλλων θρησκειών ή δογμάτων γιά αντίστοιχη «ομολογιακή« διδασκαλία, όπου είναι η πλειοψηφία ή έστω ισχυρή μειοψηφία. Aλλά ήδη γνωρίζουμε τί γίνεται μέ τούς Μουσουλμάνους της Θράκης καί μέ τούς Ρ/καθολικούς των Κυκλάδων. ’ς μή επισείουμε λοιπόν φόβητρα γιά τήν Πολιτεία.
Και γιά νά ολοκληρώσουμε τό θέμα τούτο. Διατυπώνεται στήν «απάντηση» (παράγραφο 3η) ότι οι δεχόμενοι τό ομολογιακό ΘΜ χρησιμοποιούν «άκριτα» τό επιχείρημα της εφαρμογής της ομολογιακής θρησκευτικής διδασκαλίας σέ χώρες της Ευρώπης (κυρίως στή Γερμανία). Πέρα από τή μεγάλη διαφορά του μεταναστευτικού πληθυσμού στίς χώρες αυτές, πρέπει νά σημειώσουμε καί τούτο. Σ' εμάς εδώ στήν Eλλάδα, μέ επικρατούσα θρησκεία (κατά τό Σύνταγμα) τήν ορθόδοξη χριστιανική, τό ελληνικό κράτος επεδίωκε μέ τή δημόσια εκπαίδευση νά μορφώνει τόν Έλληνα πολίτη σάν χριστιανό ορθόδοξο. Καί δέν υπήρχε πρόβλημα. Όταν όμως διαμορφώνεται πληθυσμός μέ διαφορετικές θρησκείες, ή όταν διαμορφώνεται (πιό σωστά επιδιώκεται νά διαμορφωθεί), πολιτεία- κράτος χωρίς επικρατούσα θρησκεία ( βλ. Χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας), τότε ποιός θά εμπιστεύεται τή θρησκευτική μόρφωση καί τήν καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών του σ'αυτό τό Κράτος καί τήν εκπαίδευσή του;
Μοιραία λύση θά καταστή αυτό πού αναγράφει η «απάντηση» , δηλ. η εκχώρηση της ευθύνης γιά ΘΜ στίς θρησκευτικές κοινότητες.
Και μή ξεχνάμε στή Γαλλία μέ τήν άθρησκη δημόσια εκπαίδευση, σήμερα τά ιδιωτικά σχολεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, πού προσπαθούν νά συμπληρώσουν το κενό, επιδοτούνται οικονομικά απο το Κράτος.
5. Πρέπει ακόμα νά προσθέσουμε ότι αποδεχόμενοι τόν ομολογιακό χαρακτήρα δέν αποκλείουμε πλήρως τή διδασκαλία θρησκειολογικού μαθήματος. Η περί των άλλων θρησκευτική γνώση είναι απαραίτητη. Aλλά καί η σύγκριση καί η υπογράμμιση διαφορών καί η συγκριτική αξιολόγηση διδασκαλιών. O προβληματισμός καί κρίση ανήκει στόν άνθρωπο πού καλλιεργούμε στό μάθημά μας. Αυτόν, πού τό σύνολο σχολείο οφείλει νά τόν κάνει ικανό νά σκέπτεται λογικά καί τίμια, καί νά επιλέγει τό πιό αξιόλογο γιά τή ζωή.
6. Στην 5η παράγραφο της «απάντησης των 44», παρουσιάζεται επιχείρημα πού φαίνεται ότι φέρνει πολύ κοντά τήν άποψη του «θρησκειολογικού» μέ τήν άποψη του «ομολογιακού» μαθήματος. Γιατί υποστηρίζει ότι μέ τήν πρότασή τους (δηλ. του «θρησκειολογικού») θά διευκολύνονται «οι μαθητές νά αναγνωρίσουν πόσο ο Χριστιανισμός καί η Oρθοδοξία ιδιαίτερα επηρέασε καί συνδιαμόρφωσε τόν ελληνικό πολιτισμό, ως παράδοση, ως τέχνη, ως ήθος, ως στάση ζωής...». ( η υπογράμμιση δική μας). Καί εδώ ακριβώς υπάρχει η ουσιαστική διαφορά μας.Η παραπάνω φράση της «απάντησης των 44 » βλέπει, αντιλαμβάνεται τό Χριστιανισμό καί τήν Oρθοδοξία από καθαρά καί μόνο ιστορική παρουσία (: επηρέασε, συνδιαμόρφωσε) καί σάν πολιτιστικό μέγεθος (:παράδοση, τέχνη), καί ίσως λίγο περισσότερο πνευματικά, αλλά πάλι στήν ιστορική τους όπως φαίνεται διάσταση σάν κοινωνική συμπεριφορά (: ήθος, στάση ζωής). Καί ακριβώς τούτο δέν μπορεί νά είναι αποδεκτό. Τό νά τίθεται η πίστη καί η αποδοχή της στό ίδιο σημείο μέ όλες τίς άλλες θρησκείες, όχι μόνο ως πρός τόν πολιτισμό, τέχνη/ήθος, στάση ζωής, αλλά καί τήν αποδοχή της θείας Aποκαλύψεως στό πρόσωπο, τό έργο καί τή διδασκαλία του Χριστού.
Κι' εμείς πού επιδιώκουμε τό «ομολογιακό», επιδιώκουμε καί τά τρία στοιχεία. Δέν θέλουμε μόνο τό τρίτο στενά καί φανατισμένα, όπως θέλουν μερικοί νά μάς παρουσιάσουν, αλλά ξεκινώντας-βάζοντας βάση αυτό τό τρίτο σημείο νά οικοδομήσουμε καί τά δύο προαναφερόμενα, ή μάλλον τά μόνα αναφερόμενα στό υπόμνημα των 44.
Το να μη ενδιαφέρονται γι' αυτό τό τρίτο σημείο είναι πού μάς προβληματίζει. Εμείς πάντως τό ΘΜ τό βλέπουμε καί ως «γνωστικό» αντικείμενο, καί ως «ομολογιακό» . Διαφορετικά, ως απολύτως γνωστικό θά μπορέσουν, νά τό συρρικνώσουν καί νά τό αφαιρέσουν από τούς θεολόγους.
7 .Η 6η παράγραφος της «απάντησης» αναφέρεται κυρίως στήν αντίληψή τους για το προτεινόμενο ως « θρησκειολογικό» μάθημα. Θά έπρεπε νά σχολιαστούν περισσότερες ίσως εκφράσεις. Όμως εμείς θέλουμε νά μείνουμε στίς παρακάτω: Λέγεται απ' τούς 44 ότι θέλουν οι μαθητές «νά κατανοούν κριτικά τή θρησκευτική γνώση καί όχι νά υποτάσσονται σέ δεδομένες παραδοχές». «Παραδοχή» βεβαίως είναι τό δόγμα, η πίστη μας. Θά τό απορρίψουμε, καί θά ερμηνεύσουμε τίς χριστιανικές αλήθειες κατά τή δική μας άποψη, εντελώς προτεσταντικά; Aλλά είναι «δεδομένη παραδοχή» και «υποταγή» σ' αυτήν η πίστη στήν ενσάρκωση-ενανθρώπιση του β' προσώπου της Θείας Τριάδος καί η ανάστασή Του; Θά τή λέγαμε μάλλον «προτεινόμενη πίστη» πρός «αποδοχή». Εμείς αυτό θέλουμε καί σ' αυτό στοχεύουμε.
Η πρόταση των 44 ότι οι μαθητές μας θά πρέπει νά οδηγούνται απ' τό ΜΘ ώστε «νά αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές αναζητήσεις καί όχι νά αποδέχονται θεσμοποιημένες βεβαιότητες, καί όχι νά υποτάσσονται σέ δεδομένες παραδοχές», αλλά «νά διαμορφώνουν τίς δικές τους υπεύθυνες απόψεις καί στάσεις ζωής γύρω από τή θρησκευτική πίστη (αυτό τίθεται γενικά) καί τό Χριστιανισμό ( δηλ. εννοεί τή χριστιανική πίστη)».Η πρόταση αυτή ιδιατέρως πρέπει νά μάς ανησυχεί. Διότι ανοίγει τό δρόμο της άρνησης ή καί της αίρεσης, αφού μάλιστα δέν θά έχει προηγηθεί η αποδοχή καί στερέωση της χριστιανικής πίστης στά παιδιά μας.
Θα μας αντιτείνουν ότι αυτό θά τό έχει κάνει ήδη η οικογένεια καί η Εκκλησία.
Aλλά αγαπητοί, σέ ποιά εποχή ζείτε; Πόσο η σημερινή οικογένεια, ακόμα καί η απλώς πιστή στό Χριστό οικογένεια, πού αγωνίζεται γιά τή ζωή της ( καί των παιδιών της) θά τό πετύχει τούτο μόνη της; ή πόσο δέν τό απαιτεί απ' τό σχολείο, τό ελληνικό σχολείο, στό οποίο στέλνει τά παιδιά της;
Και η Εκκλησία της Eλλάδος τί δυνατότητες έχει στή σημερινή πραγματικότητα νά οδηγήσει τά παιδιά των Eλλήνων στήν πίστη καί τή στερέωσή της, ώστε νά μπορούν μετά νά ανοίξουν τή σκέψη τους σέ κάθε είδους θρησκειολογικό θρησκευτικό -φιλοσοφικό λογισμό;
Τό ΘΜ τό θέλουμε γιά τίς ανάγκες, τίς πραγματικές, των Eλλήνων, της Eλλάδος του σήμερα.
8. Γιά τόν αριθμό των ωρών διδασκαλίας δέν θα εκταθούμε. Θά θυμίσω μόνο τά όσα έχουν κατά καιρούς τονισθεί καί γραφεί για τη δίωρη διδασκαλία του ΘΜ, αλλά και κάθε μαθήματος, καί ένα σημείο θέλω νά τονίσω. Η περικοπή πού έγινε τό 1982 στό ωράριο του ΘΜ του Λυκείου ήταν η πλέον πρόχειρη, αψυχολόγητη καί ανεπιτυχής. Περικόπηκε στό ήμισυ (έγινε μιάς ώρας η διδασκαλία) τό μάθημα της χριστιανικής ηθικής. Ίσως αυτό πού πρωτίστως χρειάζεται νά διδαχθεί η σύγχρονη νεολαία. Περικόψαμε αυτό καί όχι ένα οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό μάθημα ( π.χ. τήν ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης).
9. Όσον αφορά στή διδασκαλία του ΜΘ., από θεολόγους στά Δημοτικά Σχολεία. Τό αίτημα αυτό είναι πάλι απότοκο των αναγκών της σύγχρονης πραγματικότητας. Aποδεχόμενοι τήν ψυχοπαιδαγωγική προϋπόθεση της σχέσης του δασκάλου μέ τό παιδί της ηλικίας αυτής, υποχρεωνόμαστε νά ζητήσουμε τήν παραπάνω ρύθμιση, επειδή πλήθυναν οι περιπτώσεις δασκάλων πού »παραβλέπουν» τήν διδασκαλία του ΘΜ. Καί βεβαίως είναι ορθή η πρόταση της ανάγκης κατάρτισης των δασκάλων στά παιδαγωγικά τμήματα των Πανεπιστημίων. Τήν ίδια πρόταση έχουμε κάνει πολλές φορές. Καί έγγραφα πρός το ΥΠΕΠΘ επανειλημμένως υποβάλαμε γιά τό διορισμό ειδικών καθηγητών Διδακτικής των Θρησκευτικών στά τμήματα αυτά. Πάντως σήμερα μόνο σέ ένα υπάρχει τέτοιος. Οι διαμορφούμενες ανάγκες είναι πολλές φορές εκείνες πού υπαγορεύουν ανάλογες ενέργειες καί δράσεις. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις είναι καλές, αλλά σέ περιπτώσεις προβληματικών πραγματικών καταστάσεων, οδηγούν σέ διαιώνιση των προβλημάτων. Κάποτε ίσως καί αυτό επιδιώκουν.
10. Στήν 8η παράγραφο η « απάντηση των 44» αγγίζει τό πιό σημαντικό σημείο πού τήν υπαγόρευσε, οφείλουμε να το δούμε:
Κατ' αρχήν ανησυχεί γιατί η κοινοποίηση της επιστολής της Δ.Ι.Σ. στόν κ. Υπουργό «δημιουργεί τήν αίσθηση στήν κοινή γνώμη καί στούς θεολόγους ότι η Ποιμαίνουσα Εκκλησία υιοθετεί τίς προτάσεις της ΠΕΘ ως θετικές..» Αυτό ίσως τούς ενοχλεί. Aλλά υπενθυμίζουμε αυτό πού σημειώσαμε στήν αρχή ( παρ. 1 δική μας ).
Τό δεύτερο πού ανησυχεί τους 44 είναι μήπως θεωρηθεί πώς «όλες αυτές οι προτάσεις συνιστούν «εξέλιξη» για το ΘΜ». Καί τό συνδέουν αυτό μέ «στερεότυπες παρανοήσεις γύρω από τή θρησκευτική εκπαίδευση στήν Eλλάδα». Θά πρέπει όμως νά ρωτήσουμε άν «εξέλιξη» γιά τό ΘΜ στά σχολεία μας θά ήταν η μετατροπή τους σέ θρησκειολογικό- πολιτιστικό- ιστορικό καί κυρίως σέ αποκλειστικά καί μόνο γνωστικό μέ τήν περικοπή, τή διαγραφή, τήν απάλειψη κάθε προσπάθειας διδακτικού, μορφωτικού, ανθρωποπλαστικού χαρακτήρα των νέων Eλλήνων.
Αυτή ακριβώς τήν πρόταση εξέλιξης δηλώνουμε σαφώς καί απεριφράστως ότι δέν θέλουμε. Γιατί πιστεύουμε καί αποδεχόμαστε τήν ανθρωποπλαστική καί διαμορφωτική της προσωπικότητας δύναμη της ορθόδοξης πίστης μας καί της διδασκαλίας του Χριστού μας. Αυτό ακριβώς δέν θέλουμε νά αποκλειστεί. Aπό κεί καί πέρα πολλά άλλα, ιδίως όσα αφορούν στό γνωστικό πεδίο, είναι όχι μόνο αποδεκτά, αλλά καί εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενα.
Καί στό σημείο αυτό χρειάζεται ο διάλογος. Πού δέν ξέρω άν «χρειάζεται νά ξαναρχίσει», αφού ποτέ δέν θυμάμαι νά έγινε. Ενώ θυμάμαι αρκετούς αποφασιστικούς μονόλογους.
11. Τελειώνοντας θά αναφερθούμε στόν ομορφογραμμένο πράγματι επίλογο της «απάντησης των 44». Δέν θά σχολιάσουμε τήν διακήρυξη της πάλης « γιά ένα υποχρεωτικό... μάθημα».
Όμως θά υπογραμμίσουμε τήν άποψη του Brumer, μέ τήν οποία κλείνεται η όλη απάντηση. Πράγματι «μυριάδες αντι-σχολεία ανταγωνίζονται τό σύγχρονο σχολείο». Κι' άν τό σχολείο εγκαταλείψει τήν προσπάθεια νά διαμορφώνει πνευματικές προσωπικότητες καί αντ' αυτού αφήσει νά διαμορφωθεί σέ εργαστήριο πού θά δημιουργεί ανθρώπους οι οποίοι θά είναι «ρεζερβουάρ γνώσεων», όπως λέγει ο καθηγητής του Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Iωάννης Κογκούλης, τότε οι πολίτες του μέλλοντος δέν είναι δύσκολο νά φαντασθούμε πού θά οδηγηθούν απ' τά «αντι-σχολεία». Έχουμε ήδη γνωρίσει τήν αρχή της πορείας αυτής. Θά κλείσουμε μέ τήν αντιπαραβολή των δυό οραματισμών:
Οι 44 φαίνεται ότι οραματίζονται ένα σχολείο μέ καθαρά γνωστικό ΘΜ, στο οποίο «τό κάθε παιδί θά πρέπει νά γίνει ένας θρησκευτικά εγγράμματος καί συνειδητοποιημένος πολίτης πού (νά) έχει εκπαιδευτεί νά σέβεται καί νά συνυπάρχει μέ τόν όποιον «άλλον» .
Εμείς οραματιζόμαστε ένα ΘΜ πού θά οδηγεί τό κάθε παιδί νά γνωρίσει καί νά εκτιμήσει καί νά αγαπήσει το Χριστό καί τήν αγάπη Του καί τή διδασκαλία Του. Καί αυτό θά τόν κάνει νά γίνει συνειδητοποιημένος χριστιανός πολίτης πού πράγματι θά σέβεται, θά συνυπάρχει καί προπαντός θά αγαπά τόν όποιον άλλον.
Να γιατί θεωρούμε αυτούς πού αποδέχονται τό λεγόμενο «ομολογιακό» μάθημα πολύ περισσότερο συναινετικούς στόν όποιο σχετικό διάλογο. Ενώ αυτούς πού διαρρήδην τό απορρίπτουν καί τό αρνούνται πολύ περισσότερο «δογματικούς» καί μέ διάθεση απόλυτης επιβολής των απόψεών τους.
Περιμένουμε νά δούμε άν θά γίνει σχετικός διάλογος καί ποιά μορφή θά πάρει αυτός. Καί στό χώρο της Πολιτείας καί των οργάνων της. Καί στό χώρο της Διοικήσεως της Εκκλησίας. Καί στό χώρο αυτής ταύτης της Εκκλησίας γενικώς
Καί είναι συντεχνιακή η αντίληψη του «ομολογιακού» μαθήματος, η οποία , πέρα από τά πολλά στοιχεία γνώσεων - πού είναι κοινά καί στίς δυό αντιλήψεις-αποδέχεται, ως αναπόδραστη έστω συνέπεια, τήν περίπτωση νά διδάσκεται άλλο θρησκευτικό μάθημα σέ κάποια παιδιά από θεολόγο πάντως, πού θά μπορούσε ίσως σέ κάποιες περιπτώσεις νά μή είναι ορθόδοξος; Είναι συντεχνιακή η αντίληψη (τού ομολογιακού ΜΘ), πού θέλει στά ορθόδοξα παιδιά μας νά θέτει τούς προβληματισμούς όχι μόνο της γνώσης, αλλά καί της ζωής, καί του αγώνα της ηθικής συμπεριφοράς κατά τά αιτήματα της διδασκαλίας του Χριστού; Νομίζουμε ότι τό λεγόμενο « ομολογιακό» μάθημα στηρίζεται σέ αρχές πνευματικές καί όχι στήν - κατ' αρχήν- εξυπηρέτηση του κλάδου των θεολόγων καθηγητών.
Ποιά απ' τίς δυό τάσεις είναι η συντεχνιακή καί ποιά η παιδευτική-παιδαγωγική; ’ς τό σκεφτούν οι 44 αγαπητοί συνάδελφοι. Κάποτε πρέπει νά σταματήσει η σύγχυση καί προπαντός η προσπάθεια συγχύσεως, η οποία τελικώς ζημιώνει όλους. Εκτός καί άν δέν θεωρούν συντεχνιακό τό δικό τους αίτημα (ένα θρησκειολογικό-πολιτιστικό-ιστορικό μάθημα), επειδή ένα τέτοιο μάθημα θά μπορούσε (καί πιθανώς θά έπρεπε), νά διδάσκεται από διδάσκοντες πού προβλέπει καί συνιστά η υπ' αριθμ. 1720 του 2005 Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης στίς Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών χωρών μέ τίς παραγράφους 14.5 καί 14.6, στίς οποίες ορίζεται ότι «πρέπει νά είναι δάσκαλοι ενός πολιτιστικού ή λογοτεχνικού προγράμματος». Καί κάνει μόνο τήν « υποχώρηση» νά προσθέσει ότι « εν τούτοις οι ειδικοί σέ ένα άλλο κλάδο/πρόγραμμα θά μπορούσαν νά γίνουν αρμόδιοι γι' αυτήν τήν εκπαίδευση» (Recommandation 1720(2005) μέ τίτλο Education and Religion).
3. Στή δεύτερη παράγραφο της «απάντησης» δηλώνουν οι 44 ότι στόχος τους είναι η «υποχρεωτική διδασκαλία του ΘΜ σέ όλους ανεξαιρέτως τούς μαθητές ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους- ή μή- δέσμευσης» Καί, συνεχίζουν, ότι επειδή τό ομολογιακά σχεδιασμένο μάθημα δέν μπορεί νά διδάσκεται σ' όλους γι' αυτό (θά ) προτείνουν τόν επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα καί των στοχεύσεων του ΘΜ.
Στό σημείο αυτό θά πρέπει νά τονίσουμε ότι ναί μέν είναι γνωστό ότι έχουν έλθει στά ελληνικά σχολεία παιδιά πού οι οικογένειές τους ανήκουν σέ άλλες θρησκείες ή ομολογίες. Aλλά αυτό τό γεγονός, πέρα απ' τό ότι τά παιδιά αυτά αποτελούν ιδιαιτέρως μικρό ποσοστό στό συνολικό αριθμό των μαθητών όλων των ελληνικών σχολείων, δέ μπορεί νά μάς οδηγήσει (πολύ περισσότερο νά μάς υποχρεώσει) σέ ουσιαστικές μεταβολές του περιεχομένου της δικής μας -τής ελληνικής-εκπαίδευσης.Η αποδοχή των 44 ότι « στίς σχολικές μας τάξεις δέν φοιτούν πλέον αποκλειστικά ορθόδοξοι μαθητές» είναι υπερβολική καί απλώς μεγαλοποιεί τά πράγματα, επειδή παρουσιάζεται σέ λίγες σχετικά περιπτώσεις.
Στό κάτω-κάτω δέν θά εγκαταλείψουμε εμείς τό δικαίωμα πού έχουμε (έχουμε, ξέρετε, καί εμείς- οι ορθόδοξοι Έλληνες, δικαιώματα στόν τόπο τούτο), νά διδάξουμε τήν πίστη μας, τήν πίστη των πατέρων μας, στά παιδιά μας. Θά υπενθυμίσω τίς σχετικές μέ τά δικαιώματα των μεταναστών δηλώσεις του αυστραλού πρωθυπουργού Kevin Rudd (Σημ. Παραθέτουμε μικρό τμήμα γιά κατατοπισμό του αναγνώστη. Δήλωσε: « ’ν ο Θεός σάς προσβάλλει, σάς προτείνω νά βρείτε άλλο μέρος του κόσμου γιά νά ζήσετε, διότι εμάς ο Θεός είναι μέρος της κουλτούρας μας. Θά δεχτούμε αυτά πού πιστεύετε, χωρίς ερωτήσεις. Αυτό πού ζητάμε είναι νά δεχθείτε κι εσείς αυτό πού πιστεύουμε εμείς καί νά ζήσετε μαζί μας μέ αρμονία, χαρά καί ειρήνη». (Aπό τήν « Ενημέρωση Πελοποννήσου»).
Aλλά άς μή γελιώμαστε. Καί στό θέμα αυτό δέν φταίνε οι μετανάστες καί η όποια θρησκευτική τους πίστη. ’λλωστε οι ορθόδοξοι, ( Έλληνες, Σλάβοι κ.ά.) έχουμε αποδείξει στήνΙστορία της ανθρωπότητας ότι δέν είμαστε μισαλλόδοξοι. ’ν προσέξουμε τό κείμενο της «απάντησης των 44» θά δούμε μιά λεπτομέρεια πού αποδεικνύει από πού κυρίως προέρχεται η επιδίωξη της μεταβολής του χαρακτήρα του ΘΜ. Γράφει πώς τό ΘΜ θά πρέπει νά διδάσκεται σ' όλους ανεξαιρέτως, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής- ή μή- δέσμευσης. Οι έχοντες όποια θρησκευτική δέσμευση-πίστη- δέν αντιδρούν, παρά ελάχιστα, στή διδασκαλία του λεγόμενου ομολογιακού μαθήματος. Εκείνοι (οι γονείς βέβαια) πού θέλουν νά τό καταργήσουν, γιά νά μή διδάσκεται ούτε στά παιδιά των ορθοδόξων Eλλήνων, είναι «οι μή έχοντες θρησκευτική δέσμευση», ή οι αποβλέποντες στό νά μήν έχουν «θρησκευτική δέσμευση» οι σύγχρονοι καί οι μελλοντικοί Έλληνες.
Τό σημείο όμως στό οποίο πρέπει ιδιαιτέρως νά διαφωνήσουμε μέ τούς 44 είναι η άποψή τους ότι « η ανθρωπιστική καί η μορφωτική αρετή του ΘΜ. δέν έγκειται στό εγγενές καί απαράβατο περιεχόμενό του εκτός τόπου καί χρόνου, αλλά στόν τρόπο μέ τόν οποίο υλοποιείται εδώ καί τώρα». Δηλαδή η αξία του ΘΜ. βρίσκεται όχι στό διαχρονικό του περιεχόμενο, αλλά στή μέθοδο μέ τήν οποία προσφέρεται. Aλλά, αγαπητοί, η αξία του μαθήματός μας είναι ακριβώς αυτό τό περιεχόμενό του, δηλ. ο Χριστός, η πίστη σ' αυτόν ως Θεό καί Σωτήρα καί η αποδοχή καί εφαρμογή της διδασκαλίας του. Τήν αξία του τρόπου προσφοράς κανείς δέν τήν αρνείται. Σίγουρα ο τρόπος αυτός ( καί η υλοποίησή του ) μπορεί καί πρέπει, καί πράγματι κατά καιρούς μεταβάλλεται .
Aλλά τό περιεχόμενό του ήταν, είναι καί θά είναι αυτό τούτο. Καί στόν 21ο καί στόν 27ο αιώνα καί πάντοτε. O χριστιανός άνθρωπος μ' αυτή τή διδασκαλία θά μορφωθεί. Αυτό τό πρότυπο θά μιμηθεί. ’ν θέλει νά είναι χριστιανός. Εμείς οφείλουμε νά τό διδάξουμε- νά τό δείξουμε στά παιδιά μας. Καί νά τά οδηγήσουμε σ' αυτό. ’ν μάς ενδιαφέρουν τά παιδιά μας, τά παιδιά των Eλλήνων, καί η πορεία τους στή ζωή. Στά άλλα παιδιά, όσα «προερχόμενα από άλλη θρησκευτική παράδοση», οι συνθήκες της ζωής έφεραν κοντά μας, φυσικά δέν θά τά υποχρεώσουμε. Μπορούμε σ' αυτά νά προσφέρουμε τό ευρύτερο « θρησκειολογικού » τύπου μάθημα πού προτείνουν οι θιασώτες του χαρακτήρα αυτού γιά τό ΘΜ.
4. Τούτο ακριβώς, η ρύθμιση μέ υποχρεωτικό «ομολογιακό» μάθημα γιά όλους τούς Έλληνες ορθοδόξους μαθητές, καί παράλληλο «θρησκειολογικό» γιά όλους τούς άλλους, αποκλείει τήν ασάφεια, σύγχυση καί υποτίμηση, πού αναφέρει η «απάντηση» στό τέλος της δεύτερης παραγράφου.
Βεβαίως υπάρχει τό ενδεχόμενο αίτημα των άλλων θρησκειών ή δογμάτων γιά αντίστοιχη «ομολογιακή« διδασκαλία, όπου είναι η πλειοψηφία ή έστω ισχυρή μειοψηφία. Aλλά ήδη γνωρίζουμε τί γίνεται μέ τούς Μουσουλμάνους της Θράκης καί μέ τούς Ρ/καθολικούς των Κυκλάδων. ’ς μή επισείουμε λοιπόν φόβητρα γιά τήν Πολιτεία.
Και γιά νά ολοκληρώσουμε τό θέμα τούτο. Διατυπώνεται στήν «απάντηση» (παράγραφο 3η) ότι οι δεχόμενοι τό ομολογιακό ΘΜ χρησιμοποιούν «άκριτα» τό επιχείρημα της εφαρμογής της ομολογιακής θρησκευτικής διδασκαλίας σέ χώρες της Ευρώπης (κυρίως στή Γερμανία). Πέρα από τή μεγάλη διαφορά του μεταναστευτικού πληθυσμού στίς χώρες αυτές, πρέπει νά σημειώσουμε καί τούτο. Σ' εμάς εδώ στήν Eλλάδα, μέ επικρατούσα θρησκεία (κατά τό Σύνταγμα) τήν ορθόδοξη χριστιανική, τό ελληνικό κράτος επεδίωκε μέ τή δημόσια εκπαίδευση νά μορφώνει τόν Έλληνα πολίτη σάν χριστιανό ορθόδοξο. Καί δέν υπήρχε πρόβλημα. Όταν όμως διαμορφώνεται πληθυσμός μέ διαφορετικές θρησκείες, ή όταν διαμορφώνεται (πιό σωστά επιδιώκεται νά διαμορφωθεί), πολιτεία- κράτος χωρίς επικρατούσα θρησκεία ( βλ. Χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας), τότε ποιός θά εμπιστεύεται τή θρησκευτική μόρφωση καί τήν καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών του σ'αυτό τό Κράτος καί τήν εκπαίδευσή του;
Μοιραία λύση θά καταστή αυτό πού αναγράφει η «απάντηση» , δηλ. η εκχώρηση της ευθύνης γιά ΘΜ στίς θρησκευτικές κοινότητες.
Και μή ξεχνάμε στή Γαλλία μέ τήν άθρησκη δημόσια εκπαίδευση, σήμερα τά ιδιωτικά σχολεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, πού προσπαθούν νά συμπληρώσουν το κενό, επιδοτούνται οικονομικά απο το Κράτος.
5. Πρέπει ακόμα νά προσθέσουμε ότι αποδεχόμενοι τόν ομολογιακό χαρακτήρα δέν αποκλείουμε πλήρως τή διδασκαλία θρησκειολογικού μαθήματος. Η περί των άλλων θρησκευτική γνώση είναι απαραίτητη. Aλλά καί η σύγκριση καί η υπογράμμιση διαφορών καί η συγκριτική αξιολόγηση διδασκαλιών. O προβληματισμός καί κρίση ανήκει στόν άνθρωπο πού καλλιεργούμε στό μάθημά μας. Αυτόν, πού τό σύνολο σχολείο οφείλει νά τόν κάνει ικανό νά σκέπτεται λογικά καί τίμια, καί νά επιλέγει τό πιό αξιόλογο γιά τή ζωή.
6. Στην 5η παράγραφο της «απάντησης των 44», παρουσιάζεται επιχείρημα πού φαίνεται ότι φέρνει πολύ κοντά τήν άποψη του «θρησκειολογικού» μέ τήν άποψη του «ομολογιακού» μαθήματος. Γιατί υποστηρίζει ότι μέ τήν πρότασή τους (δηλ. του «θρησκειολογικού») θά διευκολύνονται «οι μαθητές νά αναγνωρίσουν πόσο ο Χριστιανισμός καί η Oρθοδοξία ιδιαίτερα επηρέασε καί συνδιαμόρφωσε τόν ελληνικό πολιτισμό, ως παράδοση, ως τέχνη, ως ήθος, ως στάση ζωής...». ( η υπογράμμιση δική μας). Καί εδώ ακριβώς υπάρχει η ουσιαστική διαφορά μας.Η παραπάνω φράση της «απάντησης των 44 » βλέπει, αντιλαμβάνεται τό Χριστιανισμό καί τήν Oρθοδοξία από καθαρά καί μόνο ιστορική παρουσία (: επηρέασε, συνδιαμόρφωσε) καί σάν πολιτιστικό μέγεθος (:παράδοση, τέχνη), καί ίσως λίγο περισσότερο πνευματικά, αλλά πάλι στήν ιστορική τους όπως φαίνεται διάσταση σάν κοινωνική συμπεριφορά (: ήθος, στάση ζωής). Καί ακριβώς τούτο δέν μπορεί νά είναι αποδεκτό. Τό νά τίθεται η πίστη καί η αποδοχή της στό ίδιο σημείο μέ όλες τίς άλλες θρησκείες, όχι μόνο ως πρός τόν πολιτισμό, τέχνη/ήθος, στάση ζωής, αλλά καί τήν αποδοχή της θείας Aποκαλύψεως στό πρόσωπο, τό έργο καί τή διδασκαλία του Χριστού.
Κι' εμείς πού επιδιώκουμε τό «ομολογιακό», επιδιώκουμε καί τά τρία στοιχεία. Δέν θέλουμε μόνο τό τρίτο στενά καί φανατισμένα, όπως θέλουν μερικοί νά μάς παρουσιάσουν, αλλά ξεκινώντας-βάζοντας βάση αυτό τό τρίτο σημείο νά οικοδομήσουμε καί τά δύο προαναφερόμενα, ή μάλλον τά μόνα αναφερόμενα στό υπόμνημα των 44.
Το να μη ενδιαφέρονται γι' αυτό τό τρίτο σημείο είναι πού μάς προβληματίζει. Εμείς πάντως τό ΘΜ τό βλέπουμε καί ως «γνωστικό» αντικείμενο, καί ως «ομολογιακό» . Διαφορετικά, ως απολύτως γνωστικό θά μπορέσουν, νά τό συρρικνώσουν καί νά τό αφαιρέσουν από τούς θεολόγους.
7 .Η 6η παράγραφος της «απάντησης» αναφέρεται κυρίως στήν αντίληψή τους για το προτεινόμενο ως « θρησκειολογικό» μάθημα. Θά έπρεπε νά σχολιαστούν περισσότερες ίσως εκφράσεις. Όμως εμείς θέλουμε νά μείνουμε στίς παρακάτω: Λέγεται απ' τούς 44 ότι θέλουν οι μαθητές «νά κατανοούν κριτικά τή θρησκευτική γνώση καί όχι νά υποτάσσονται σέ δεδομένες παραδοχές». «Παραδοχή» βεβαίως είναι τό δόγμα, η πίστη μας. Θά τό απορρίψουμε, καί θά ερμηνεύσουμε τίς χριστιανικές αλήθειες κατά τή δική μας άποψη, εντελώς προτεσταντικά; Aλλά είναι «δεδομένη παραδοχή» και «υποταγή» σ' αυτήν η πίστη στήν ενσάρκωση-ενανθρώπιση του β' προσώπου της Θείας Τριάδος καί η ανάστασή Του; Θά τή λέγαμε μάλλον «προτεινόμενη πίστη» πρός «αποδοχή». Εμείς αυτό θέλουμε καί σ' αυτό στοχεύουμε.
Η πρόταση των 44 ότι οι μαθητές μας θά πρέπει νά οδηγούνται απ' τό ΜΘ ώστε «νά αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές αναζητήσεις καί όχι νά αποδέχονται θεσμοποιημένες βεβαιότητες, καί όχι νά υποτάσσονται σέ δεδομένες παραδοχές», αλλά «νά διαμορφώνουν τίς δικές τους υπεύθυνες απόψεις καί στάσεις ζωής γύρω από τή θρησκευτική πίστη (αυτό τίθεται γενικά) καί τό Χριστιανισμό ( δηλ. εννοεί τή χριστιανική πίστη)».Η πρόταση αυτή ιδιατέρως πρέπει νά μάς ανησυχεί. Διότι ανοίγει τό δρόμο της άρνησης ή καί της αίρεσης, αφού μάλιστα δέν θά έχει προηγηθεί η αποδοχή καί στερέωση της χριστιανικής πίστης στά παιδιά μας.
Θα μας αντιτείνουν ότι αυτό θά τό έχει κάνει ήδη η οικογένεια καί η Εκκλησία.
Aλλά αγαπητοί, σέ ποιά εποχή ζείτε; Πόσο η σημερινή οικογένεια, ακόμα καί η απλώς πιστή στό Χριστό οικογένεια, πού αγωνίζεται γιά τή ζωή της ( καί των παιδιών της) θά τό πετύχει τούτο μόνη της; ή πόσο δέν τό απαιτεί απ' τό σχολείο, τό ελληνικό σχολείο, στό οποίο στέλνει τά παιδιά της;
Και η Εκκλησία της Eλλάδος τί δυνατότητες έχει στή σημερινή πραγματικότητα νά οδηγήσει τά παιδιά των Eλλήνων στήν πίστη καί τή στερέωσή της, ώστε νά μπορούν μετά νά ανοίξουν τή σκέψη τους σέ κάθε είδους θρησκειολογικό θρησκευτικό -φιλοσοφικό λογισμό;
Τό ΘΜ τό θέλουμε γιά τίς ανάγκες, τίς πραγματικές, των Eλλήνων, της Eλλάδος του σήμερα.
8. Γιά τόν αριθμό των ωρών διδασκαλίας δέν θα εκταθούμε. Θά θυμίσω μόνο τά όσα έχουν κατά καιρούς τονισθεί καί γραφεί για τη δίωρη διδασκαλία του ΘΜ, αλλά και κάθε μαθήματος, καί ένα σημείο θέλω νά τονίσω. Η περικοπή πού έγινε τό 1982 στό ωράριο του ΘΜ του Λυκείου ήταν η πλέον πρόχειρη, αψυχολόγητη καί ανεπιτυχής. Περικόπηκε στό ήμισυ (έγινε μιάς ώρας η διδασκαλία) τό μάθημα της χριστιανικής ηθικής. Ίσως αυτό πού πρωτίστως χρειάζεται νά διδαχθεί η σύγχρονη νεολαία. Περικόψαμε αυτό καί όχι ένα οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό μάθημα ( π.χ. τήν ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης).
9. Όσον αφορά στή διδασκαλία του ΜΘ., από θεολόγους στά Δημοτικά Σχολεία. Τό αίτημα αυτό είναι πάλι απότοκο των αναγκών της σύγχρονης πραγματικότητας. Aποδεχόμενοι τήν ψυχοπαιδαγωγική προϋπόθεση της σχέσης του δασκάλου μέ τό παιδί της ηλικίας αυτής, υποχρεωνόμαστε νά ζητήσουμε τήν παραπάνω ρύθμιση, επειδή πλήθυναν οι περιπτώσεις δασκάλων πού »παραβλέπουν» τήν διδασκαλία του ΘΜ. Καί βεβαίως είναι ορθή η πρόταση της ανάγκης κατάρτισης των δασκάλων στά παιδαγωγικά τμήματα των Πανεπιστημίων. Τήν ίδια πρόταση έχουμε κάνει πολλές φορές. Καί έγγραφα πρός το ΥΠΕΠΘ επανειλημμένως υποβάλαμε γιά τό διορισμό ειδικών καθηγητών Διδακτικής των Θρησκευτικών στά τμήματα αυτά. Πάντως σήμερα μόνο σέ ένα υπάρχει τέτοιος. Οι διαμορφούμενες ανάγκες είναι πολλές φορές εκείνες πού υπαγορεύουν ανάλογες ενέργειες καί δράσεις. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις είναι καλές, αλλά σέ περιπτώσεις προβληματικών πραγματικών καταστάσεων, οδηγούν σέ διαιώνιση των προβλημάτων. Κάποτε ίσως καί αυτό επιδιώκουν.
10. Στήν 8η παράγραφο η « απάντηση των 44» αγγίζει τό πιό σημαντικό σημείο πού τήν υπαγόρευσε, οφείλουμε να το δούμε:
Κατ' αρχήν ανησυχεί γιατί η κοινοποίηση της επιστολής της Δ.Ι.Σ. στόν κ. Υπουργό «δημιουργεί τήν αίσθηση στήν κοινή γνώμη καί στούς θεολόγους ότι η Ποιμαίνουσα Εκκλησία υιοθετεί τίς προτάσεις της ΠΕΘ ως θετικές..» Αυτό ίσως τούς ενοχλεί. Aλλά υπενθυμίζουμε αυτό πού σημειώσαμε στήν αρχή ( παρ. 1 δική μας ).
Τό δεύτερο πού ανησυχεί τους 44 είναι μήπως θεωρηθεί πώς «όλες αυτές οι προτάσεις συνιστούν «εξέλιξη» για το ΘΜ». Καί τό συνδέουν αυτό μέ «στερεότυπες παρανοήσεις γύρω από τή θρησκευτική εκπαίδευση στήν Eλλάδα». Θά πρέπει όμως νά ρωτήσουμε άν «εξέλιξη» γιά τό ΘΜ στά σχολεία μας θά ήταν η μετατροπή τους σέ θρησκειολογικό- πολιτιστικό- ιστορικό καί κυρίως σέ αποκλειστικά καί μόνο γνωστικό μέ τήν περικοπή, τή διαγραφή, τήν απάλειψη κάθε προσπάθειας διδακτικού, μορφωτικού, ανθρωποπλαστικού χαρακτήρα των νέων Eλλήνων.
Αυτή ακριβώς τήν πρόταση εξέλιξης δηλώνουμε σαφώς καί απεριφράστως ότι δέν θέλουμε. Γιατί πιστεύουμε καί αποδεχόμαστε τήν ανθρωποπλαστική καί διαμορφωτική της προσωπικότητας δύναμη της ορθόδοξης πίστης μας καί της διδασκαλίας του Χριστού μας. Αυτό ακριβώς δέν θέλουμε νά αποκλειστεί. Aπό κεί καί πέρα πολλά άλλα, ιδίως όσα αφορούν στό γνωστικό πεδίο, είναι όχι μόνο αποδεκτά, αλλά καί εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενα.
Καί στό σημείο αυτό χρειάζεται ο διάλογος. Πού δέν ξέρω άν «χρειάζεται νά ξαναρχίσει», αφού ποτέ δέν θυμάμαι νά έγινε. Ενώ θυμάμαι αρκετούς αποφασιστικούς μονόλογους.
11. Τελειώνοντας θά αναφερθούμε στόν ομορφογραμμένο πράγματι επίλογο της «απάντησης των 44». Δέν θά σχολιάσουμε τήν διακήρυξη της πάλης « γιά ένα υποχρεωτικό... μάθημα».
Όμως θά υπογραμμίσουμε τήν άποψη του Brumer, μέ τήν οποία κλείνεται η όλη απάντηση. Πράγματι «μυριάδες αντι-σχολεία ανταγωνίζονται τό σύγχρονο σχολείο». Κι' άν τό σχολείο εγκαταλείψει τήν προσπάθεια νά διαμορφώνει πνευματικές προσωπικότητες καί αντ' αυτού αφήσει νά διαμορφωθεί σέ εργαστήριο πού θά δημιουργεί ανθρώπους οι οποίοι θά είναι «ρεζερβουάρ γνώσεων», όπως λέγει ο καθηγητής του Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Iωάννης Κογκούλης, τότε οι πολίτες του μέλλοντος δέν είναι δύσκολο νά φαντασθούμε πού θά οδηγηθούν απ' τά «αντι-σχολεία». Έχουμε ήδη γνωρίσει τήν αρχή της πορείας αυτής. Θά κλείσουμε μέ τήν αντιπαραβολή των δυό οραματισμών:
Οι 44 φαίνεται ότι οραματίζονται ένα σχολείο μέ καθαρά γνωστικό ΘΜ, στο οποίο «τό κάθε παιδί θά πρέπει νά γίνει ένας θρησκευτικά εγγράμματος καί συνειδητοποιημένος πολίτης πού (νά) έχει εκπαιδευτεί νά σέβεται καί νά συνυπάρχει μέ τόν όποιον «άλλον» .
Εμείς οραματιζόμαστε ένα ΘΜ πού θά οδηγεί τό κάθε παιδί νά γνωρίσει καί νά εκτιμήσει καί νά αγαπήσει το Χριστό καί τήν αγάπη Του καί τή διδασκαλία Του. Καί αυτό θά τόν κάνει νά γίνει συνειδητοποιημένος χριστιανός πολίτης πού πράγματι θά σέβεται, θά συνυπάρχει καί προπαντός θά αγαπά τόν όποιον άλλον.
Να γιατί θεωρούμε αυτούς πού αποδέχονται τό λεγόμενο «ομολογιακό» μάθημα πολύ περισσότερο συναινετικούς στόν όποιο σχετικό διάλογο. Ενώ αυτούς πού διαρρήδην τό απορρίπτουν καί τό αρνούνται πολύ περισσότερο «δογματικούς» καί μέ διάθεση απόλυτης επιβολής των απόψεών τους.
Περιμένουμε νά δούμε άν θά γίνει σχετικός διάλογος καί ποιά μορφή θά πάρει αυτός. Καί στό χώρο της Πολιτείας καί των οργάνων της. Καί στό χώρο της Διοικήσεως της Εκκλησίας. Καί στό χώρο αυτής ταύτης της Εκκλησίας γενικώς
ΑΙΣΧΟΣ ΣΤΟΥΣ 44 "ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ"!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ ΝΑ ΣΧΙΣΟΥΝ ΤΑ ΠΤΥΧΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΞΑΝΑΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΟΥΝ ΩΣ ΠΤΥΧ.ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΟ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟ!
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΑΣ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΣ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΙΣ ΕΛΕΕΙΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥΣ.