10/7/20

Αγάλματα και εικόνες

Αγάλματα και εικόνες
Σταμάτης Πορτελάνος
π. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Πρόεδρος του Ολυμπιακού Κέντρου Φιλοσοφίας και Παιδείας

Σύμφωνα με τον Ησύχιο τον Αλεξανδρινό, Λεξικογράφο (5ος αι. μ.Χ.), το άγαλμα συνδέεται με το ρήμα αγάλλομαι. «Παν εφ’ ω τις αγάλλεται, τιμή, ευφροσύνη, δόξα». Δηλαδή κάθε τι το οποίο τεχνοτροπείται και ανα-παρίσταται, καλλιτεχνικά, όταν το προσεγγίζει ο άνθρωπος τον κάνει να αγάλλεται,  εφόσον συνεπιφέρει τιμή και δόξα. Στον Όμηρο, αλλά και σε άλλες κλασικές παραπομπές το άγαλμα αποτελεί δώρο ευχάριστο και μάλιστα για τους Θεούς. (Λεξικό Liddel & Scott). Επομένως, η κατασκευή τους, πολιτιστικά, έχει δύο αποδέκτες τους ανθρώπους και το θεϊκό στοιχείο. Ωστόσο, όταν πρόκειται για ανα-παράσταση σε άγαλμα ενός ανθρώπου στον οποίο απονέμεται τιμή, δεν είναι δυνατό ως θνητός βιώσας, να είναι τέλειος και ισόθεος. Για δε τους θεούς, «είδωλα», δημιουργημένα και κατασκευασμένα από ανθρώπους, τα οποία κοσμούν μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, εφόσον είναι απόρροια του παθητικού και θυμικού της ανθρωπινότητας, δεν εκφράζουν και την τελειότητα αν και αισθητικά «τέλεια». Και αυτό όταν μεταξύ των αυτών των θεών συμβαίνουν θεομαχίες και άλλες ανθρωποπαθείς αντιδράσεις ή συνάψεις. Ωστόσο, θαυμάζουμε, κριτικά, την τέχνη και την εξέλιξη της ιστορίας της, της μεταφυσικής και της αναζήτησης, αλλά φιλοσοφικά και εκστασιακά, της α-λήθειας ή της αιωνιότητας.
Δύο παράγοντες λειτουργούν όταν θεάται ένα άγαλμα από έναν επισκέπτη, παρατηρητή. Το πρώτο είναι η λειτουργία της συλλογικής συνείδησης και μνήμης για την αποδοχή του προσώπου που αγαλματοποιείται, προκειμένου να αποτελεί ένα αιώνιο παράδειγμα και πρότυπο ποιότητας βίου και αισθητικής. Ακολουθητικά, δεύτερος παράγοντας είναι κατά πόσον η προσωπικότητα που ανα-παρίσταται με την τέχνη και βρίσκεται σε δημόσια θέα είναι τέτοια που αναπαράγει στη μνήμη προτερήματα και αξίες, που εξέφρασε στο δημόσιο βίο του, είναι εκείνα που δεν επιτρέπουν αμφισβήτηση κεφαλαιωδών πολιτισμικών ιδανικών (ελευθερίας, αγάπης, ισότητας, δικαιοσύνης κ.ά.).
Η συμπεριληπτική κοινωνία και παιδεία δεν μπορεί να περιλάβει για προβολή, φιλοτεχνικά αγάλματα, παραδειγμάτων που αμαύρωσαν τους αξιακούς όρους παιδευτικής αναγωγής στα δημοκρατικά, διαπολιτισμικά ιδεώδη συνύπαρξης και αλληλεγγύης. Έτσι, το διοικητικό συμβούλιο του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στην Νέα Υόρκη αποφάσισε να μετακινήσει από την είσοδο του μουσείου το άγαλμα του προέδρου Ρούζβελτ, επειδή, όπως υποστηρίζεται, οι ρατσιστικές σου συνδηλώσεις εκφράζουν μια άλλη εποχή και δεν συνάδουν με το σύγχρονο χαρακτήρα και τις αξίες που πρεσβεύει το μουσείο (Αιμιλία Σαλβάνου, Βήμα 5/7/2020). Ωστόσο υπάρχει και η άλλη πρόταση: λόγω της αμφιθυμίας και του προβληματισμού πάνω σε μια ανα-παριστάμενη μορφή με αισθητική αξία, που ωστόσο συμβόλιζε και ρατσιστική νοοτροπία, θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη βάση του αγάλματος, προς παραδειγματισμό, μια πινακίδα που θα ανέλυε τα δεινά της αποικιοκρατίας. (Π.Δουδωνής, Βήμα 5/7/2020). Με αυτό τον τρόπο η μνήμη θα λειτουργήσει ως ενεργοποιός παράγοντας στη σύγχρονη κοινωνία για την αποφυγή παρόμοιων λαθών.
 Όμως, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας ότι στη συγκριτική της ιστορίας και των πολιτισμών συμπεραίνεται ότι πολιτική των ηγετών συνέχεται από πλήθος επιρροών, εξωτερικών και εσωτερικών καθώς και από ιδεολογίες αποκλίνουσες του καθολικού συμφέροντος του λαού και συλλογικού ανθρωπιστικού οράματος αδιακρίτως ταξικής, φυλετικής ή θρησκευτικής προέλευσης. Επομένως, το δεσπόζον στην αξιολόγηση των προτύπων ζωής προς παγγενή αποδοχή και όχι μερική είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία συλλογικής συνείδησης των πολιτών που η πολιτισμική τους διαφορετικότητα δεν είναι εχθρική του «καθολικού» και διυποκειμενικού. Είναι αυτή που καθορίζει την αντοχή ενός προβεβλημένου αγάλματος στη διαχρονία και τη διαιώνιση του σεβασμού του, της αποδιδόμενης τιμής και της κατοχύρωσης στην ιστορία της «αιώνιας μνήμης» ταυτισμένης με τα αναγεννητικά και πανανθρώπινα ιδεώδη. Τέτοια σύμβολα τιμής και δόξης συνιστούν άδυτους φωτοδείκτες, συν-άδουν, παράγουν ύμνους εθνικούς σε διεθνείς ορίζοντες και αναπαράγουν ωδές πνευματικές.
Το πρόβλημα είναι όταν η εξουσία διαμορφώνει χωρίς αντικειμενικά κριτήρια πολιτισμικές ή πολιτιστικές κατασκευές και χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το συλλογικό “consensus”. Επίσης, τα αγάλματα αποτελούν προεκτάσεις και αποτυπώσεις και συμβολοποιήσεις των προσλαμβανουσών παραστάσεων μιας εποχής και μιας διαχυμένης νοοτροπίας. Όμως, αργότερα, λόγω συνθηκών και δοθείσης αφορμής,  όταν λειτουργήσει κάποια κριτική σκέψη, είτε πνεύμα ευθές και εγκαινίζον, τότε ο λαός αποκαθηλώνει οποιοδήποτε φιλοτέχνημα, εν-τεχνο μεν, όμως ά-τεχνο και α-χώνευτο στη συλλογική συνείδηση ευκλεούς εσωτερικού κάλλους. Σε μια κοινωνία όταν το σημαίνον είναι ο λαός, ως άκριτη μάζα, μπορεί να πλάθονται αγάλματα ερήμην μιας παιδείας διαμορφωτικής της κριτικής συλλογικής συνείδησης και φρόνησης, με συνέπεια αυτά να παραμένουν σαδιστικά ή μαζοχιστικά, αντίθετα προς την αγωνία του «Είναι» και της ανεύρεσής του μαζί με το «καθολικό». Η προβολή ενός αγάλματος είναι ανάκληση του κάλλους και του αγαθού. Αν η σημασία του είναι τόσο λειτουργική στη θέα του τότε ας αφουγκραστούμε τη σημασία που δίνει ο Pownall στο περιβάλλον των αντι-κειμένων που αντίκρισε στις Κυκλάδες. Μας το μεταφέρει ο Ελύτης: «Η σημασία ενός αντικειμένου, γι’ αυτόν, καθορίζεται όχι από τη στατική θέση που κατέχει στο περιβάλλον μας αλλ’ από τη δυνατότητά του να παίξει έναν δεύτερο κι έναν τρίτο ρόλο για την ψυχή μας. Πού για κάτι τέτοιο, πολύ συχνά, δε χρειάζεται παρά ένα ψήγμα μικρό από την αρχική του φύση, μολοντούτο ικανό να ξυπνήσει μέσα μας τις αγαθές μνήμες» (Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος, σ. 274).

Τα αυθεντικά αγάλματα, οι Εικόνες είναι οι αταλάντευτοι απόστολοι του συνεχούς μιας Αλήθειας, τα οποία δεν αποκαθηλώνονται γιατί αναπαριστούν βιωματικές παραστάσεις της αρετής και συμ-παραστάσεις στο δημόσιο βίο και όχι περιστασιακές προβολές του ασυνεχούς. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να προβληθεί ως παράδειγμα συλλογικής συνείδησης και δημοκρατικού πνεύματος, για προβολή προτύπων αγιότητας, η ιστορική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακήρυξη από το Σώμα της Εκκλησίας ενός αγίου, που εικονίζεται και αγιογραφείται, ακολουθεί τη συλλογική μαρτυρία και συνείδηση των πιστών που βίωσαν τον τρόπο ζωής του. Αγιοποιείται το Πρόσωπο εκείνο το οποίο συμμετείχε στην κοινοτική ζωή της πίστης, ισότιμα, και συνέβαλε στην πνευματική εξέλιξη των πιστών, τουτέστιν στη «Μετάληψη» της Αλήθειας, της αγάπης, της παραμυθίας και στη μεταμόρφωσή τους. Τότε, το πρότυπο ζωής – ο άγιος -, χωρίς καμιά αιτία παραχάραξης και παρερμηνείας, καθίσταται στο χρονολόγιο ως «μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων», πρόσωπο αιώνιας εορτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου