3/3/15

Μάρω Παπαθανασίου, Βιβλιοπαρουσίαση "Μέρες αποκάλυψης στην Ιωνία. Το δράμα των Ελλήνων της Ιωνίας (1914-1922)"

ΜΕΡΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΣΤΗΝ ΙΩΝΙΑ.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ (1914-1922)*
Της Μάρως Κ. Παπαθανασίου
Ομότ. Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών
Στη μακραίωνη ιστορία του ο Ελληνισμός βίωσε πολλούς πολέμους και καταστροφές. Πάντοτε όμως, ακόμα και βαρειά λαβωμένος, κατάφερνε να ανακάμψει και να συνεχίσει την πορεία του πάνω στα χώματά του στο πέρασμα των αιώνων. Μεγάλες στιγμές της δοκιμασίας του υπήρξαν η πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας, που ουδέποτε έφθασε στους Αγίους Τόπους, με τις σφαγές και τη λεηλασία που επακολούθησαν, και η τελική άλωση της Βασιλεύουσας το 1453 από τους Τούρκους, με τις αντίστοιχες θηριωδίες. Ομως, ακόμα και τότε, στη Φραγκοκρατία και την Τουρκοκρατία που τη διαδέχθηκε, οι ελληνικοί πληθυσμοί παρέμειναν γενικώς στα πάτρια εδάφη και συνέχισαν να εργάζονται και να αποτελούν παράγοντα πολιτισμού και ευημερίας στους τόπους τους.
Επί τρεις χιλιάδες έτη στα παράλια της Μικράς Ασίας συνέχιζαν να ανθίζουν οι αρχαίες Ιωνικές και Δωρικές αποικίες, το λίκνο της φιλοσοφικής σκέψης και της θεμελίωσης των επιστημών.
Δυστυχώς, στην περίπτωση του Μικρασιατικού ελληνισμού, τα γεγονότα του ελληνοτουρκικού πολέμου μαζί με τον εθνικό μας διχασμό, οδήγησαν στην ολοκληρωτική καταστροφή της τρισχιλιετούς παρουσίας των Ελλήνων στην Ιωνία το 1922.
Και οι μεν αλώσεις της Βασιλεύουσας απέχουν πολλούς αιώνες από εμάς, έτσι ώστε ο πανδαμάτωρ χρόνος να μετριάζει την πικρία και τη θλίψη για τα γεγονότα, όμως η οκταετία 1914-1922 είναι χρονικώς κοντά μας, και τα γεγονότα της τα έζησαν παππούδες και γονείς. Γι' αυτό και πονούν πολύ περισσότερο, όταν διαβάζει κάποιος ιστορία.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν ήθελα να διαβάζω τη νεώτερη ιστορία και μάλιστα τα της μικρασιατικής καταστροφής. Ηρθε όμως αναπάντεχα το βιβλίο του αγαπητού φίλου Γιώργου Παπαθανασόπουλου, Μέρες αποκάλυψης στην Ιωνία (1914-1922), για να με συμφιλιώσει με την κατάσταση.
Με τον Γιώργο Παπαθανασόπουλο γνωρισθήκαμε ως πρωτοετείς φοιτητές της Χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στα χρόνια που πέρασαν και με τις διαφορετικές δραστηριότητές μας, πάντα τον θυμώμουν για την καλωσύνη, την ευγένεια των τρόπων του και την ευσέβειά του. Μάλιστα, το ότι εκκλησιαζόταν τακτικά το απέδιδα στο γεγονός ότι έμενε δίπλα στον Αγιο Σπυρίδωνα στο Παγκράτι! Το πόσο έσφαλε η αριστοτελική λογική μου απεδείχθη, όταν μετά μισόν αιώνα διάβασα αυτό το βιβλίο του, μια αληθινή αποκάλυψη για μένα.
Οχι, δεν ήταν μια ιστορία της Ιωνικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του γνώρισα τη ζωή των Ελλήνων της Ιωνίας, βίωσα τις οικογενειακές χαρές και τις λύπες τους, τις εθνικές προσδοκίες τους και τις αγωνίες τους, τους τρόπους συμβίωσής τους με αλλοεθνείς και αλλοθρήσκους, τις όλο και δυσκολώτερες συνθήκες επιβίωσής τους από τις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης των Νεοτούρκων, και την κορύφωση της τραγωδίας με την καταστροφή της Σμύρνης και των άλλων πόλεων.
Η σπουδαιότητα του βιβλίου του Γιώργου Παπαθανασόπουλου έγκειται όχι μόνον στη συγγραφική δεινότητά του με τις γλαφυρές περιγραφές του που χαίρεσαι να τις διαβάζεις, αλλά και στην ακρίβεια των αναφορών του στα ιστορικά πρόσωπα και τα γεγονότα.
Στις 200 σελίδες του πρώτου μέρους του βιβλίου του (Βάσανα και προσμονή) ο συγγραφέας εξιστορεί τη ζωή της οικογένειας της μικρασιάτισσας μητέρας του, των φίλων και συγγενών, μέσα στην κοινωνία της Μαγνησίας, αναφέροντας και τα σχετικά ιστορικά γεγονότα από το 1914 έως το τέλος του 1918, όταν τελειώνει ο Α' παγκόσμιος πόλεμος και η Τουρκία υποχρεώνεται σε συνθήκη.
Αχ, αυτές οι σελίδες! Μέσα από αυτές γνώρισα την οικογένεια του καλού παπά-Γιώργη, του παππού του φίλου μου, εφημέριου στον Αγιο Αθανάσιο Μαγνησίας, όπου φυλάσσονταν και τα λείψανα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Βατάτζη. Δάσκαλος ο ίδιος, δασκάλα και η γυναίκα του η κυρά Βασιλεία, δέχθηκε να γινει ιερέας για τις ανάγκες του κόσμου. Αφιλοκερδής και ολιγαρκής, γλυκύς και αφιερωμένος στο καθήκον του, ο παπά-Γιώργης ασκούσε την ιερωσύνη του με μεγάλη αυταπάρνηση.
Το 1914 οι Ελληνες της Ιωνίας έζησαν την πρώτη τουρκική θηριωδία με τις σφαγές στη Φώκαια, την Πάρσα, τη Μαινεμένη και αλλού από τους τσέτες. Στο βιβλίο περιγράφονται τα γεγονότα και οι απεγνωσμένες προσπάθειες των συγγενών και φίλων από τη Μαγνησία, να σώσουν τους δικούς τους ανθρώπους από τη σφαγή, τους βιασμούς, και τις παντός είδους βιαιοπραγίες.
Το 1915 οι Νεότουρκοι εδίωξαν τους ηγέτες των Αρμενίων και τους έσυραν στα βάθη της Ανατολίας, στα Αμελέ Ταμπουρού, μαζί με άλλους Ελληνες από την περιοχή της Αδριανούπολης της Θράκης. Με πορείες σε κακοτράχαλα μέρη, ασιτία, βασανιστήρια και σκληρή δουλειά, σε αυτά τα στρατόπεδα εργασίας εξοντώθηκαν χιλιάδες Ελληνες και Αρμένιοι. Ο συγγραφέας περιγράφει την απελπισμένη προσπάθεια δραπέτευσης ενός Ελληνα, ενός Αρμένη και ενός Τούρκου φύλακά τους το 1916, όταν τους έφεραν κοντά στη Μαγνησία για την κατασκευή ορεινών δρόμων στο Σαπουντζού-μπελή. Κατάφεραν να δραπετεύσουν και πληγωμένοι να κρυφτούν σε μιά σπηλιά κοντά στον Έρμο ποταμό. Ο Ελληνας, Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης, μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις κατάφερε να φθάσει το ξημέρωμα έως τον Αγιο Αθανάσιο, όπου κατέρρευσε μπροστά στα μάτια του παπά-Γιώργη. Μετά την όλη επιχείρηση, να μεταφερθεί κρυφά στο σπίτι του παπά για να αναρρώσει επί μέρες, στήθηκε νέα επιχείρηση για τη σωτηρία των δύο άλλων δραπετών που βρίσκονταν κρυμμένοι στη σπηλιά, και τέλος την ασφαλή φυγάδευση και των τριών με τη βοήθεια του Δεσπότη.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου περιγράφει γλαφυρά, πως απο τα τέλη του 1918 οι Ελληνες της Ιωνίας ζούσαν με την προσμονή της λευτεριάς. Και αυτή ήλθε στις 12 Μαίου 1919, όταν μπήκε το 5ο Σύνταγμα Πεζικού του Ελληνικού Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη Τσάκαλο. Ο συγγραφέας περιγράφει την υποδοχή που τους επεφύλαξε ο κόσμος και τις πρώτες χαρούμενες ημέρες για όλους στη Μαγνησία. Ομως και αυτή η χαρά εξανεμίσθηκε γρήγορα από τα νέα του βασανισμού και της σφαγής χιλιάδων Ελλήνων, ανδρών και γυναικών, γερόντων και παιδιών, από τουρκικές συμμορίες στα Σώκια, στη Φιλαδέλφεια, στο Ναζλί, στο Παπαζλί, και στο Αιδίνι. Και δεν έφθαναν αυτά, αλλά ήρθε να προστεθεί η ανθελληνική συμπεριφορά του Αρμοστή της Σμύρνης και όλης της Ιωνίας, του Αριστείδη Στεργιάδη, προς τον Ελληνικό πληθυσμό, την Εκκλησία και τον Ελληνικό Στρατό. Στο βιβλίο περιγράφεται το περιστατικό της αισχρής συμπεριφοράς του προς τον Ιωακείμ, τον Μητροπολίτη Εφέσου, καλό φίλο του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, τον οποίο έθεσε υπό περιορισμό αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στη Μαγνησία, εμποδίζοντάς τον έτσι να επισκεφθεί τα Βουρλά. Επιστρέφοντας, ο Ιωακείμ ενημέρωσε με τηλεγράφημα το Πατριαρχείο, αλλά η καρδιά του δεν άντεξε την μεγάλη ταραχή και πέθανε τον Ιανουάριο του 1920.
Τον Φεβρουάριο του 1920 συγκροτήθηκε η Μεραρχία Μαγνησίας με σκοπό να χτυπηθούν οι ομάδες των Τούρκων ατάκτων που ενοχλούσαν τα ελληνικά στρατεύματα. Ολοι έτρεχαν να καταταγούν εθελοντικά, ακόμα και αν δεν είχαν κληθεί. Έν τω μεταξύ, το 1920-1921 η Ελλάδα ζει τον εθνικό διχασμό και όσοι συνειδητοποιούσαν τους κινδύνους, όπως ο παπά Γιώργης και η κυρά Βασιλεία, προσεύχονταν μην συμβεί κάτι κακό σε όλους.
Ομως, ο Γενάρης του 1922 ήταν μοιραίος για τον παπα Γιώργη. Μια νύχτα βροχερή και κρύα με δυνατόν αέρα, κλήθηκε να κοινωνήσει μια ετοιμοθάνατη μακριά στην άκρη της πόλης. Μετά μια ώρα περπάτημα στη βροχή, μουσκεμένοι ως το κόκαλο, έφθασαν στο σπίτι της. Μόλις πρόλαβε και την κοινώνησε ο παπά Γιώργης προτού αυτή πεθάνει, αλλά και αυτός κατέρρευσε και αρρώστησε βαρειά. Τον μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο, αλλά ο πυρετός δεν έπεφτε, φάρμακο δεν υπήρχε και ο παπά Γιώργης έλυωνε από την πνευμονία. Ο αδελφός του Ανέστης ήλθε από τη γενέτειρά τους, το Σιβρισάρι, να τον δεί στο νοσοκομείο. Και ο παπα Γιώργης, γνωρίζοντας ότι πλησιάζει το τέλος του, άφησε να τον πάρει ο αδελφός του στην άμαξα για να πάνε στο Σιβρισάρι, αφού πρώτα πέρασαν από το σπίτι του να αποχαιρετήσει για πάντα την απελπισμένη παπαδιά και τα παιδιά του. Εκεί, στη γενέτειρά του, το Σιβρισάρι, πέθανε στα 52 χρόνια του και τάφηκε ο παπα Γιώργης, αφήνοντας την κυρά Βασιλεία με τέσσερα ορφανά.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου του ο συγγραφέας περιγράφει τα γεγονότα της καταστροφής, όταν πλέον σβήνουν τα λυχνάρια των Εκκλησιών της Ιωνίας, τα λυχνάρια της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Η υποκριτική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, των πρώην Συμμάχων μας, είχε συνομολογήσει στην καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τους Νεοτούρκους.
Το καλοκαίρι του 1922 είχαν ήδη αρχίσει την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού οι τσέτες. Ολοι προσπαθούσαν με κάθε μέσον να φθάσουν στη Σμύρνη. Τα υπόγεια των σπιτιών γέμισαν από κόσμο που έσπευδε να κρυφθεί εκεί. Ακόμα και οι οικογενειακοί οίκοι των νεκροταφείων έγιναν κρυσφύγετα των απελπισμένων Ελλήνων. Η μεγάλη κόρη της κυρά Βασιλείας, η Αγγελική, που βρισκόταν στην Πάρσα, στην εξαδέλφη της που είχε πέντε ορφανά, το ένα μωρό βυζανιάρικο, πέρασαν μια εβδομάδα στο νεκροταφείο χωρίς τίποτα. Τέλος, με όσες δυνάμεις είχαν, κινήθηκαν προς την προκυμαία, μήπως καταφέρουν να μπουν σε κάποιο πλοίο, όπως και έγινε. Αλλά και η κυρά Βασιλεία, που αγνοούσε την τύχη της μεγάλης κόρης της, μάζεψε τα τρία μικρότερα παιδιά της και κατάφερε να μπεί σε ένα τρένο για την Σμύρνη. Και από κεί, πεζοπορία έως το Κορδελιό, απ’ όπου έβλεπαν να καίγεται η Σμύρνη. Τελικά κατάφεραν να μπουν σε ένα πλοίο για τον Πειραιά.
Δεν ήταν μόνον ο απλός λαός που μαρτύρησε και σφαγιάσθηκε, αλλά και ο κλήρος. Εμείς σήμερα μπορεί να μη συνειδητοποιούμε την αξία και την προσφορά της Εκκλησίας. Ομως, οι Νεότουρκοι είχαν καλώς εκτιμήσει, ότι αυτή στήριζε τον Ελληνισμό της Ιωνίας. Γι’ αυτό και στράφηκαν με απέραντο μένος εναντίον των κληρικών, και ακόμα περισσότερο εναντίον των μητροπολιτών εκείνων που δέσποζαν με την προσωπικότητά τους, με εξάρχοντα τον Χρυσόστομο της Σμύρνης. Ολοι τους βασανίσθηκαν απάνθρωπα στα χέρια των τσετών, προτού καταλήξουν.
Για όσους σώθηκαν από τη σφαγή τελείωνε μια δοκιμασία, και άρχιζε μια Οδύσσεια περιπλανήσεων, έως ότου καταφέρουν να βρούν κατάλυμμα και κάποια δουλειά για να ζήσουν στην Ελλάδα. Οικογένειες που χωρίσθηκαν μέσα στο πλήθος προσπαθούσαν να ξαναενωθούν. Πόσα χέρια να είχαν οι δόλιες μάνες για να κρατούν τα μικρά τους, τα μωρά τους, και κανένα μπόγο με λίγα αναγκαία πράγματα;
Η Ελλάδα, ως συνήθως ανοργάνωτη, δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί ένα τόσο μεγάλο κύμα προσφύγων. Σε αυτό προστίθεντο η γραφειοκρατία και η αλαζονική συμπεριφορά της δημόσιας διοίκησης. Οι πρόσφυγες έφθαναν κουρελήδες, αλλά στον τόπο τους ήταν ευκατάστατοι νοικοκυραίοι. Πολλοί είχαν εξαιρετική μόρφωση και παιδεία, άλλοι ήταν επιτυχημένοι έμποροι, άλλοι έξοχοι τεχνίτες, άλλοι καλοί γεωργοί και καλλιεργητές στα πλούσια χώματα της Ιωνίας. Και η δασκάλα παπαδιά, η κυρά Βασιλεία, ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα, παχουλή και με χοντρά γυαλιά! Ο υπεύθυνος για τις αιτήσεις προσλήψεως δασκάλων είδε περιφρονητικά το διοριστήριό της από τη Μητρόπολη Εφέσου και δεν την άφησε ούτε αίτηση να κάνει! Σιγά που θα την έπαιρναν με τα κολυβογράμματά της· εξ άλλου πώς θα έμπαινε να διδάξει στην τάξη μια μεσόκοπη δασκάλα με χοντρά γυαλιά! Ετσι της είπε! Και να σκεφθεί κανείς, ότι πριν από τους διωγμούς, το 1914 στη Δυτική Μικρά Ασία λειτουργούσαν 1500 σχολεία με 150.000 μαθητές και 4000 δασκάλους!
Τί να κάνει η κυρά Βασιλεία για να ζήσει; Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε, κι όταν πεινάσεις πιάσ’ τηνε. Αυτή, με τη μεγάλη μυωπία και τα χοντρά γυαλιά, που ήξερε θαυμάσιο κέντημα και βελονάκι, δούλευε ώρες ατέλειωτες ως κεντήστρα για να ζήσουν. Και επειδή δεν έβγαιναν τα έξοδα, αναγκάσθηκε να δώσει προσωρινά τα τρία μικρά παιδιά της σε «ευαγείς» οικογένειες. Εως ότου την ξαναβρήκε η μεγάλη κόρη της, η Αγγελική, που στην Κρήτη όπου κατέφυγαν με την εξαδέλφη της, έμαθε κάτι πολύ σπουδαίο για την εποχή εκείνη: να γράφει στη γραφομηχανή και μάλιστα γρήγορα και αλάνθαστα, αφού είχε τελειώσει το Σχολαρχείο. Παίρνοντας οικονομική ανάσα, η οικογένεια ξανάσμιξε, και τα μικρά σπούδασαν και πρόκοψαν.
Η κυρά Βασιλεία έζησε με την οικογένεια της Αγγελικής της. Στον μικρότερο εγγονό της, που είχε το όνομα και τα γαλανά μάτια του αείμνηστου παπα Γιώργη της, εναπέθεσε ως παρακαταθήκη τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις της από τη ζωή των Ελλήνων στην Ιωνία, περιγράφοντας με ακρίβεια και τα γεγονότα της καταστροφής, ώστε αυτός να τα καταγράψει, για να τα μαθαίνουν οι νεώτερες γενιές. Η κυρά Βασιλεία έφυγε από τη ζωή και τα χρόνια πέρασαν. Και ο αγαπημένος της εγγονός δεν ξέχασε την υπόσχεσή του: έγραψε αυτό το θαυμάσιο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα.-

* Παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου N. Παπαθανασόπουλου  28.2.2015, 6-9 μμ., Δημαρχείο Αναβύσσου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου