19/5/09

Σταύρος Γιαγκάζογλου, Το μάθημα των Θρησκευτικών μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού

Το μάθημα των Θρησκευτικών μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού.
Εναλλακτικές προσεγγίσεις της θρησκευτικής ετερότητας στο δημόσιο σχολείο

Εισήγηση στην Ημερίδα που έγινε στη Σπαρτη στις 10.03.2009 με θέμα: "Το Μάθημα των Θρησκευτικών στο Σύγχρονο Σχολείο - Θέσεις και Αντιθέσεις - Προοπτικές"

Του Σταύρου Γιαγκάζογλου
Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο.

Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ενταγμένο στην παρεχόμενη από την Ελληνική Πολιτεία εκπαίδευση και υπηρετεί τους γενικούς σκοπούς της παιδείας, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους. Όπως όλα τα μαθήματα του ελληνικού σχολείου, έχει ως στόχο τη διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, συμβάλλοντας με τις γνώσεις που παρέχει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών, μέσα από τη γνωριμία του Χριστιανισμού, κατ’ εξοχήν της Ορθοδοξίας αλλά και με την ενημέρωση και σπουδή και των άλλων ανά τον κόσμο θρησκευμάτων. Στοχεύει, ακόμη, στην καλλιέργεια του ήθους και της προσωπικότητας των μαθητών, στο σεβασμό και τη συνύπαρξη με τη θρησκευτική ετερότητα, στην έμπρακτη αλληλεγγύη. Πέρα από αυτούς τους στόχους, τα νέα διευρυμένα και βελτιωμένα προγράμματα και βιβλία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικό και Γυμνάσιο) αναφέρονται ακόμη: στις προτάσεις του Χριστιανισμού στο σύγχρονο κόσμο για τη συνοχή του αλλά και στην ποιότητα της ζωής. στην ευαισθητοποίηση και έμπρακτη θέση των μαθητών απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό, επισημαίνοντας τον υπερφυλετικό, υπερεθνικό και οικουμενικό χαρακτήρα του χριστιανικού μηνύματος. στην αντίληψη για την πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική δομή των συγχρόνων κοινωνιών και, τέλος, στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για διαχριστιανική και διαθρησκειακή επικοινωνία.

Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας του μαθήματος.

Όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλο μάθημα στην εκπαίδευση, τα Θρησκευτικά έχουν και καλά και προβληματικά σχολικά βιβλία. Το ζήτημα όμως που τίθεται σχετικά με τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν φαίνεται να αφορά τόσο τα Αναλυτικά Προγράμματα, τα πετυχημένα ή απορριπτέα σχολικά εγχειρίδια. Πρόκειται για κάτι βαθύτερο που σχετίζεται με την ίδια τη φύση και το λόγο υπάρξεως του μαθήματος. Και τούτο είναι ο δεδομένος ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος. Το θρησκευτικό μάθημα, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο για την εκπαίδευση (1566/85) διδάσκει υποχρεωτικά, έστω και διευρυμένα και με ανοικτούς ορίζοντες, την ορθόδοξη χριστιανική πίστη της Εκκλησίας, επομένως για πολλούς έχει κατηχητικό χαρακτήρα, είναι μονοφωνικό ως εκ της φύσεώς του και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιας ελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατικής κοινωνίας. Ασφαλώς, οι υποστηρικτές μιας τέτοιας άποψης δεν είναι βέβαιο αν γνωρίζουν ή, τέλος πάντων, ενδιαφέρονται για τους νέους σκοπούς του μαθήματος, για μια πορεία σημαντικών αλλαγών και εξέλιξής του στα τελευταία 20-30 έτη, πέρα από την κατηχητική και ομολογιακή μονοφωνία.
Οι υποστηρικτές του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος προσφεύγουν συνήθως στη συνταγματική κατοχύρωσή του, επικαλούμενοι το άρθρο 3 περί «επικρατούσης θρησκείας» και το άρθρο 16 § 2 περί «αναπτύξεως της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως» για το σκοπό της παιδείας. Η μεγάλη θρησκευτική ομοιογένεια του ορθόδοξου πληθυσμού στην Ελλάδα, αλλά και ο ισχυρισμός ότι η Ορθοδοξία αποτελεί συστατικό παράγοντα του ελληνικού έθνους φαίνεται πως είναι τα κύρια επιχειρήματά τους.
Από την άλλη πλευρά, οι επικριτές του ομολογιακού μαθήματος ερμηνεύουν διασταλτικά τις παραπάνω συνταγματικές επιταγές και μάλιστα σε συνδυασμό με το άρθρο 13 § 1-2 που κατοχυρώνει το απαρα-βίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και την ανεξιθρησκία στην Ελλάδα. Οι επικριτές του δεν είναι απλώς μέλη της επιστημονικής κοινότητας, συνταγματολόγοι, ή απλώς ιδιώτες που καταθέτουν την άποψή τους, αλλά και θεσμοθετημένα όργανα και αρχές της Πολιτείας, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ο Συνήγορος του Πολίτη. Κατά τον τελευταίο μάλιστα, το πρόβλημα του μαθήματος των Θρησκευτικών και το δικαίωμα απαλλαγής από αυτό κάθε μαθητή, που απλώς το επιθυμεί, απορρέει από τον «δεδομένο “κατηχητικό” και, συνεπώς, μονόπλευρο χαρακτήρα του μαθήματος αυτού» και μάλιστα ασχέτως προς το ότι ο χαρακτήρας αυτός θεωρείται «σύμφωνος προς το Σύνταγμα». Το θρησκευτικό μάθημα στη δημόσια εκπαίδευσή μας εγκαλείται ότι είναι μονοφωνικό, κατηχητικό και μονόπλευρο, προσηλωμένο στο «πίστευε και μη ερεύνα», μονολιθικό και σκοτα-διστικό, «ακραία περίπτωση κατηχητισμού και θρησκευτικής ενδο-γμάτισης στο πλαίσιο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ του απαγγέλλονται πολλές ακόμη κατηγορίες. Η αντίληψη αυτή του μαθήματος και, κυρίως, η κακή εμπειρία της διαχείρισής του στο παρελθόν, αλλά αρκετές φορές και στο παρόν, μπορούν να διαμορφώ-σουν νομικά ή όποια άλλα επιχειρήματα για την απαλλαγή όσων μαθητών απλώς το επιθυμούν; Πώς είναι δυνατό μια απλή δήλωση ότι δεν επιθυμεί κάποιος τη διδασκαλία του μαθήματος, δίχως καμία περαιτέρω διευκρίνιση, να μη δημιουργήσει νέα δεδομένα στη σχολική και κατ’ επέκταση στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου; Σ’ ένα πλουραλιστικό και δημοκρατικό σχολείο που σέβεται την θρησκευτική ετερότητα και, μάλιστα, στο πλαίσιο της σύγχρονης συνείδησης της ευρωπαϊκής πολιτιστικής πραγματικότητας, η λύση δεν είναι παρά η κατάργηση του ομολογιακού μαθήματος και η μετάβαση σε ένα ουδετερόθρησκο σχολείο. Πέραν της πλήρους κατάργησης του θρησκευτικού μαθήματος που υποστηρίζεται από ελάχιστους κύκλους, ως εναλλακτική πρόταση προβάλλεται συνήθως η αντικατάσταση του ομολογιακού από το θρησκειολογικό μάθημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχέδιο νόμου της «Ελληνικής Ένωσης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη» (άρθρο 6), η διδασκαλία των Θρησκευτικών δεν μπορεί να έχει πλέον καμία ομολογιακή αναφορά στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και η ύλη του προτείνεται να περιλαμβάνει απλώς μια «εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και την δογματική όλων των θρησκειών. Ειδικά στο λύκειο, το μάθημα των θρησκευτικών μετονομάζεται σε θρησκειολογία»(sic).
Η διελκυστίνδα αυτή γύρω από την αντιφατική ερμηνεία του Συντάγματος δεν είναι η μοναδική παράμετρος του προβλήματος. Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ίσως τελικά ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας για τη φυσιογνωμία και τη θέση του θρησκευτικού μαθήματος στην ελληνική εκπαίδευση. Σε πολλούς είναι αρκετά διαδεδομένη η αντίληψη ότι το θρησκευτικό μάθημα είναι η πιο προωθημένη έπαλξη του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας στην ελλαδική κοινωνία. Η θέση αυτή εξηγεί και τις κατά καιρούς δηλώσεις ή και πιέσεις της Εκκλησίας κατά της αλλαγής του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος και της μετατροπής του σε θρησκειολογικό. Από την πλευρά της η Πολιτεία φαίνεται μέχρι τώρα τουλάχιστον ότι προτιμά η ίδια να διαχειρίζεται πλήρως το μάθημα, όποιο χαρακτήρα κι αν έχει αυτό, για να μπορεί να το ελέγχει καλύτερα. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα: αν και εποπτεύεται πλήρως από την Πολιτεία, ποια θα είναι άραγε η τύχη του θρησκευτικού μαθήματος σε έναν ενδεχόμενο χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους;
Το παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποδεχθεί την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία για την ειδική σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα; Η προβολή νομοθετικών αξιώσεων από την πλευρά της Εκκλησίας, συμβιβάζεται με τη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα που ισχύει και στην Ελλάδα;
Μια αναδρομή στις τεταμένες σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, από την μεταπολίτευση ως τις μέρες μας, δείχνει ότι η προοπτική του χωρισμού, αργή αλλά σταθερή, είναι πλέον η ιστορική μοίρα του Νέου Ελληνισμού. Μια τέτοια εξέλιξη θα σημάνει προφανώς και το τέλος των ιστορικών προνομίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και σαφώς το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου των Θρησκευτικών ως ομολογιακού μαθήματος.
Εδώ και λίγα χρόνια έχει ξεκινήσει μια γόνιμη, καθώς πιστεύουμε, και νηφάλια συζήτηση γύρω από τη φυσιογνωμία και το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ποικίλες και ρηξικέλευθες προτάσεις έχουν κατατεθεί και διαλέγονται μάλιστα μεταξύ τους στην προοπτική της αλλαγής του στενού ομολογιακού παραδείγματος στο θρησκευτικό μάθημα. Στην προοπτική αυτή, ελπίζουμε στη συγκρότηση μιας νέας συνθετικής πρότασης για τη φυσιογνωμία του θρησκευτικού μαθήματος που θα έχει μια σαφέστερη νομιμοποιητική βάση και εμβέλεια. Ο θεολογικός και παιδαγωγικός του χαρακτήρας είναι δυνατό να αναπλαισιωθεί σε εντελώς νέες διευρυμένες βάσεις και αρχές, να έχει ανοικτούς ορίζοντες και να διαλέγεται με ζητήματα και προτεραιότητες που θέτει ο ραγδαία μεταβαλλόμενος σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός.
Προς αυτή την κατεύθυνση, το θρησκευτικό μάθημα στη διδακτική πράξη οφείλει να συνδέεται σταθερά με το χαρακτήρα της παιδείας και του πολιτισμού, αναδεικνύοντας την καθολική παιδευτική του αξία. Είναι άλλο πράγμα ο εμπειρικός, ποιητικός και γενικότερα λογοτεχνικός λόγος, προσαρμοσμένος μάλιστα παιδοκεντρικά στα ιδιαίτερα στάδια ωρίμανσης των μαθητών, από την πεποίθηση πως το μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι σπουδή και μετάδοση γνώσεων αλλά απλώς πνευματική μύηση, δίχως γνωσιολογικό χαρακτήρα, στο υπερβατικό και εξωλογικό βίωμα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία του, επίσης, είναι ανάγκη να ξεφύγει από τα βαρίδια του παρελθόντος όπως ο ηθικισμός, ο πουριτανισμός, ο παιδαγωγικός διδακτισμός, ο μη διαλογικός χαρακτήρας, ο εθνοκεντρισμός του. Για το σκοπό αυτό απαιτείται να μην έχει ξύλινη γλώσσα, ηθικιστική και κανονιστική εμμονή αλλά, παραμερίζοντας τον οποιοδήποτε κατηχητικό και απολογητικό προσανατολισμό, επιβάλλεται να συνδέεται με τα σύγχρονα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα του ανθρώπου της εποχής μας, να συναντά με σεβασμό και κατανόηση τον άλλο στο πρόσωπο του ετερόδοξου, του ετερόθρησκου, του αδιάφορου. Ούτως ή άλλως, το θρησκευτικό μάθημα αφορά μια νεωτερική φάση του θεολογικού λόγου ή της εκκλησιαστικής διδαχής και δεν συνιστά κατήχηση με την εκκλησιολογική και θεολογική σημασία.
Συνάμα, χρειάζεται να συνδέεται κατάλληλα με τη συνέχεια και την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού, να είναι κριτικό για κάθε μορφή θρησκευτικής παθολογίας και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας ελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατικής κοινωνίας. Συνεπώς, δεν πρέπει να στενεύει μονόπλευρα τον ορίζοντά του σε μια εθνοκεντρική ορθοδοξία, αλλά να αποτελεί γνώση της ελληνορθόδοξης πολιτιστικής παράδοσης και κληρονομιάς. Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη να μην έχει απλώς πληροφοριακό και ενημερωτικό χαρακτήρα, αλλά να συζητά διαλεκτικά τα καίρια προβλήματα του κόσμου, του ανθρώπου και της κοινωνίας του στα όρια της ελευθερίας και του αλληλοσεβασμού. Τούτο επιτυγχάνεται δίχως να έχει χειραγωγικό χαρακτήρα, αλλά σεβόμενο κάθε θρησκευτική και πολιτισμική πολυφωνία και ετερότητα. Άλλωστε, ο δογματικός διαποτισμός δεν σχετίζεται με την υπαρξιακή ερμηνεία και κατανόηση των δογμάτων, δηλαδή της πίστης, της ζωής και της λατρείας της Εκκλησίας.

Το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο.

Το άρθρο 16 παρ. 2, το οποίο προβλέπει την καλλιέργεια θρησκευτικής συνείδησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1, αφορά κυρίως τη γνωριμία και σπουδή της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Επειδή, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1, «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» και «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη...», η θρησκευτική αγωγή υπόκειται σε απαλλαγές και εξαιρέσεις, όταν ορισμένοι μαθητές ή οι κηδεμόνες τους το επιθυμούν. Εφαρμόζοντας την συνταγματική επιταγή, το περιεχόμενο της θρησκευτικής αγωγής στη δημόσια εκπαίδευση έχει ως προσανατολισμό τη γνώση γύρω από την πίστη, την παράδοση, τη ζωή και τον πολιτισμό της Ορθοδοξίας, αλλά και τη γνωριμία με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, Ομολογίες και Παραδόσεις, με το θρησκευτικό φαινόμενο γενικότερα καθώς και με τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αλλόδοξοι ή αλλόθρησκοι μαθητές έχουν, ως γνωστόν, τη δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Οι αλλόδοξοι μαθητές, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες, έχουν μάλιστα τη δυνατότητα διδασκαλίας ιδιαίτερου ομολογιακού θρησκευτικού μαθήματος σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ. 17 του Ν. 1566/85. Οι αλλόθρησκοι μαθητές στα δημόσια σχολεία της χώρας δεν διδάσκονται ιδιαίτερο μάθημα Θρησκευτικών σύμφωνα με τη θρησκεία τους, παρεκτός των Ελλήνων μουσουλμανοπαίδων στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης.
Ο Νόμος 1566/85 (στα άρθρα 1 παρ. 1, 6 παρ. 2 και 14 παρ. 17) εξειδικεύει τα περί θρησκευτικής αγωγής του Συντάγματος σε σχέση με την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Στο θεωρητικό πλαίσιό του, θέτει ως κύριο σκοπό της εκπαίδευσης «τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου και καθολικού ανθρώπου σε σχέση», μεταξύ άλλων, και «με την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση».
Στο άρθρο 1 παρ. 1, ο σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εξειδικεύεται έτσι, ώστε οι μαθητές «να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη». Ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 2, επισημαίνεται ότι στο λύκειο επιδιώκεται η ολοκλήρωση των σκοπών της εκπαίδευσης, ώστε οι μαθητές, «Να συνειδητοποιούν τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες...».
Παρά τον κεντρικό αυτό ρόλο της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης στη δημόσια εκπαίδευση, η θρησκευτική αγωγή δεν συνδέεται καθόλου με το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί σαφώς παιδαγωγική αρμοδιότητα και ευθύνη της Πολιτείας. Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν αντιμετωπίζεται, δηλαδή, ως ένα ειδικό μάθημα αλλά ως ένα κανονικό μάθημα του σχολικού προγράμματος, ενταγμένο στην παρεχόμενη από την Πολιτεία εκπαίδευση. Ως εκ τούτου υπηρετεί τους γενικούς σκοπούς της παιδείας, όπως αυτοί ορίζονται από το Σύνταγμα και τους Νόμους. Η θρησκευτική αγωγή των μαθητών συνιστά όρο της ηθικής και πνευματικής τους ανάπτυξης και έχει ύψιστη παιδαγωγική και κοινωνική σημασία. Για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με το Νόμο 1566/85 (άρθρο 24) και 2525/97 (άρθρο 7), ο καταρτισμός των Προγραμμάτων Σπουδών και των Αναλυτικών Προγραμμάτων του μαθήματος αυτού, όπως και όλων των άλλων, είναι έργο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ως ανεξάρτητης δημόσιας υπηρεσίας, η οποία υπάγεται κατευθείαν στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Το νομοθετικό πλαίσιο του μαθήματος υλοποιείται στα Αναλυτικά Προγράμματα και στο εν γένει διδακτικό υλικό του θρησκευτικού μαθήματος με τον απαιτούμενο παιδαγωγικό, επιστημο-νικό, κριτικό, πλουραλιστικό και αντικειμενικό τρόπο. Ωστόσο, η εισαγωγή νέων εκπαιδευτικών καινοτομιών ή δεδομένων αλλά και οι τυχόν παραλείψεις, αστοχίες ή αβλεπτήματα που είναι δυνατό να διαπιστωθούν στην πράξη, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη αναμόρφωσης και εμπλουτισμού τους με διορθωτικές και βελτιωτικές παρεμβάσεις, ακολουθώντας ασφαλώς τις νόμιμες διαδικασίες.

Το δικαίωμα της απαλλαγής.

Το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει την καλλιέργεια και ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών στη δημόσια εκπαίδευση. Επειδή, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1, «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» και «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη...», για την θρησκευτική αγωγή προβλέπονται απαλλαγές και εξαιρέσεις, όταν ορισμένοι μαθητές ή οι κηδεμόνες τους το επιθυμούν. Η θρησκευτική ελευθερία, η οποία αποτελεί συνταγματική επιταγή αλλά και όρο του Ν. 1566, διασφαλίζεται στη δημόσια εκπαίδευση με τη γνώση και το διάλογο. Κι αυτό γιατί συχνά η έλλειψη γνώσης υπονομεύει τη θρησκευτική ελευθερία, καθώς καθιστά τον απληροφόρητο για το εν γένει θρησκευτικό φαινόμενο μαθητή ευάλωτο σε θρησκευτική παραπλάνηση. Ωστόσο, οι γονείς έχουν το δικαίωμα να εξασφαλίζουν για τα παιδιά τους μόρφωση και εκπαίδευση, η οποία να συμφωνεί με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (Προσθ. Πρωτ. 1, αρθρ. 2 ΕΣΔΑ).
Για τους λόγους αυτούς, η θρησκευτική ελευθερία διασφαλίζεται στην εκπαίδευση και με το δικαίωμα της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Όπως πάντοτε γινόταν και συνεχίζει να γίνεται στο ελληνικό δημόσιο σχολείο, δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα έχουν οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι και εκείνοι οι μαθητές που, για σοβαρούς λόγους θρησκευτικής συνείδησης, το επιθυμούν. Ωστόσο, το μέτρο της απαλλαγής δεν μπορεί να ισχύει για όλους τους μαθητές, παρά τα όσα δήλωσε πρόσφατα ο Συνήγορος του Πολίτη. Γιατί όταν γενικεύεται η δυνατότητα απαλλαγής, χωρίς μάλιστα να απαιτείται εξήγηση, τότε ένα μάθημα που ανήκει στον κορμό των μαθημάτων γενικής παιδείας, όπως είναι το μάθημα των Θρησκευτικών, καθίσταται αυτομάτως μάθημα προαιρετικό.

Η ευρωπαϊκή προοπτική

Από τις βασικότερες επιδιώξεις της εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να εφοδιάσει τους μαθητές με τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα, ώστε να ζήσουν αρμονικά στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Ευρώπης. Να γνωρίσουν, δηλαδή, οι μαθητές, όχι μόνο τη δική τους θρησκευτική κληρονομιά, αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις και αξίες και άλλων ανθρώπων. Η επιδίωξη αυτή πέραν του ότι στοχεύει, με βάση τη γνώση, στο σχηματισμό μιας κοινωνίας ανεκτικότερης στην ετερότητα, υλοποιεί παράλληλα και το δικαίωμα του παιδιού στη γνώση.
Ασκώντας το έργο αυτό η Πολιτεία, μπορεί να προφυλάσσει το σχολείο από εκδηλώσεις θρησκευτικού φονταμενταλισμού και άλλες ακραίες εκδηλώσεις θρησκευτικής πίστης, αλλά και να αποτρέπει, στο μέτρο του δυνατού, την ανάπτυξη επικίνδυνων για το κοινωνικό σώμα θρησκευτικών ομάδων ή σεκτών.
Με τη διδασκαλία ενός καθαρά ομολογιακού μαθήματος, που θα είναι εκ των πραγμάτων προαιρετικό, ή κάθε θρησκείας σε χωριστή τάξη, μπορεί να εμφανιστεί στα σχολεία ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο, αυτό της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης του σχολείου. Η θρησκευτική ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στην εκχώρηση της ευθύνης του θρησκευτικού μαθήματος από την Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες.
Η διδασκαλία κάθε θρησκεύματος χωριστά θα σημάνει και μιαν εκ νέου «ομολογιοποίηση» των διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών, ομολογιών και κοινοτήτων στην Ελλάδα (Ρωμαιοκαθολικοί, ποικίλες προτεσταντικές κοινότητες, Αρμένιοι, Κόπτες κ.ά.), που ενδεχομένως θα απαιτήσουν την ιδιαίτερη διδασκαλία και προβολή της δικής τους ομολογίας. Επισημαίνεται ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο διά του τομέα των θεολόγων του, μετά από υπεύθυνο διάλογο, προχώρησε σε συμφωνία με την επιτροπή παιδείας της Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, ήδη από το 2005, προκειμένου να χρησιμοποιούν στις Κυκλάδες και στην Κέρκυρα και οι ρωμαιοκαθολικοί μαθητές γυμνασίου τα νέα διδακτικά βιβλία Θρησκευτικών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Πρόσφατα, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης (47 χώρες) απηύθυνε Σύσταση προς τα κράτη – μέλη της, αναφερόμενη στη σχέση Εκπαίδευσης και Θρησκείας. Στη Σύσταση αυτή, γίνεται λόγος για την ανάγκη εισαγωγής στην εκπαίδευση της διδασκαλίας των θρησκειών. Ακολούθως, προτείνεται το θρησκειολογικό πρότυπο διδασκαλίας είτε έναντι του ουδετερόθρησκου είτε έναντι του ομολογιακού περιεχομένου του μαθήματος των θρησκευτικών στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα. Ρητά, πλέον, ομολογείται από την Σύσταση ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση μπορεί να έχει ρόλο-κλειδί για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας». Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η Σύσταση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις αξίες που προκύπτουν και τροφοδοτούνται από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες της Βίβλου, ενώ παράλληλα τονίζει πως οι αξίες αυτές, πολλές από τις οποίες είναι κοινές και με άλλες θρησκείες, υποστηρίζονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Σαφέστατα, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης προτείνει το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας των θρησκειών, για να διασφαλίσει έτσι την αμεροληψία και αντικειμενικότητα στην παρουσίασή τους. Ωστόσο, η ανακάλυψη των διαφόρων θρησκειών και κυρίως των θρησκειών γειτονικών χωρών από τους μαθητές, θα γίνεται παράλληλα με τη γνωριμία της δικής τους θρησκείας. Πέρα από φανατισμούς, «ο σκοπός αυτής της εκπαίδευσης θα πρέπει να κάνει τους μαθητές…να αντιληφθούν ότι καθένας έχει το ίδιο δικαίωμα με όλους να πιστεύει ότι η δική του θρησκεία είναι “η αληθινή πίστη” και ότι η διαφορετική θρησκεία ή η αθεΐα δεν διαφοροποιεί αξιολογικά τους ανθρώπους».
Θεωρούμε, πάντως, ότι με την Σύσταση αυτή ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση στην Ευρώπη και συνεπώς και στη χώρα μας. Κατά πόσο είναι συμβατή η Σύσταση αυτή με το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα και το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών; Μπορεί να υπάρχει μια τεχνητή ομοιομορφία και κοινή αντιμετώπιση της διδασκαλίας του θρησκευτικού φαινομένου για κάθε χώρα, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα πολιτιστικά, θρησκευτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της; Είναι όντως κλειστό, κατηχητικό και μονοφωνικό το πλαίσιο διδασκαλίας του θρησκευτικού μαθήματος στην Ελλάδα; Υπάρχει, πράγματι, έλλειψη γνωριμίας με τη θρησκευτική ετερότητα και μάλιστα με αυτήν του Ισλάμ; Τα ερωτήματα και οι θεματικές μιας σοβαρής και σε βάθος συζήτησης είναι πάμπολλα για κάθε χώρα.
Πάντως, ο τρόπος που παρουσιάσθηκε στη χώρα μας το περιεχόμενο της Σύστασης αυτής του Συμβουλίου της Ευρώπης από τα ΜΜΕ και όχι μόνον, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Γιατί ούτε λίγο, ούτε πολύ, η Σύσταση εμφανίσθηκε ως ευρωπαϊκή οδηγία-απόφαση με δεσμευτική ισχύ που θα αλλάξει άρδην τον υφιστάμενο χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του μαθήματος των Θρησκευτικών, όχι γιατί εμείς το θέλουμε και γνωρίζουμε γιατί το πράττουμε, αλλά γιατί έτσι επιτάσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (!). Το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι ευρωπαϊκοί θεσμοί ασφαλώς και αναγνωρίζουν την ιδιαίτερη εθνική πολιτική κάθε χώρας σε θέματα θρησκευτικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, στο πλαίσιο της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των χωρών μελών και των πολιτών της Ευρώπης και της εκπαίδευσης για την παιδεία της δημοκρατίας, ενθαρρύνουν την αναγνώριση και την αποδοχή των θρησκευτικών διαφορών, την ανάπτυξη μιας κριτικής προσέγγισης της πληροφόρησης, των τρόπων σκέψης και των φιλοσοφικών, θρησκευτικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών αντιλήψεων. Με ποικίλες Συστάσεις, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποσκοπεί στην προαγωγή της ανεκτικότητας και τον σεβασμό των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς, αλλά και στην βελτίωση των διαθρησκευτικών σχέσεων, ενθαρρύνοντας την πολιτισμική και κοινω-νική έκφραση των θρησκειών.
Σε όλες αυτές τις δράσεις αναγνωρίζεται πλέον το γεγονός ότι ο ρόλος του θρησκευτικού φαινομένου υπερβαίνει τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και επηρεάζει τη συμμετοχικότητα των πολιτών συνεισφέροντας στους κοινωνικούς θεσμούς και γενικότερα στη δημόσια σφαίρα. Στο επίκεντρο αυτής της προβληματικής αναπτύχθηκε ένα ειδικό πρόγραμμα με τίτλο «Η θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης», προσδιορίζοντας τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της θρησκευτικής διάστασης της διαπολιτισμικής εκπαίδευ-σης στα σχολεία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μέσα από ένα πλουραλιστικό πλαίσιο παιδαγωγικών θεωρήσεων και αρχών του θρησκευτικού φαινομένου, προτείνονται μία σειρά καινοτόμων προσεγγίσεων διδασκαλίας και στρατηγικές μάθησης, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τη θρησκευτική ετερότητα στο πλαίσιο του διαπολιτισμικού διαλόγου. Με στόχο την συζήτηση, ανάπτυξη και εφαρμογή αυτού του προγράμματος η Ελλάδα δια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων φιλοξένησε τον Οκτώβριο του 2007 στην Αθήνα μια ενδιαφέρουσα ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη εμπειρογνωμόνων για την διαπολιτισμική διάσταση της θρησκευτικής αγωγής στην Ευρώπη και ήδη ετοίμασε την ελληνική έκδοση του βιβλίου του προγράμματος αυτού για τους εκπαιδευτικούς με τίτλο «Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία».

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι Εθνικές Ανεξάρτητες Αρχές και οι ρυθμίσεις στη σχολική πράξη μετά την απαλλαγή από τα Θρησκευτικά.

Οι δικαστικές αποφάσεις και οι γνωμοδοτήσεις των Ανεξάρτητων Αρχών για θέματα εκπαίδευσης ορίζουν ένα πλαίσιο δράσης. Η Διοίκηση θα πρέπει με προσεκτικές από κάθε άποψη διαδικασίες να τις υλοποιήσει. Πάντως, ο σχεδιασμός και η στρατηγική της εκπαίδευσης, αλλά και η κατάρτιση των αναλυτικών προγραμμάτων και η σύνταξη των σχολικών βιβλίων είναι έργο και ευθύνη της επιστημονικής, παιδαγωγικής και εκπαιδευτικής κοινότητας, η οποία εκφράζεται από τα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας. Όπου, για κάθε ζήτημα της εκπαίδευσης, γίνεται ευρεία συζήτηση, αντιπαράθεση απόψεων, ουσιαστικά ένας εθνικός διάλογος. Οι αποφάσεις και τα πορίσματα που αφορούν κάθε μάθημα, άρα και το μάθημα των Θρησκευτικών, λαμβάνονται σε ολομέλειες θεσμοθετημένων οργάνων, τα οποία έχουν κύριο μέλημα την εφαρμογή των νόμων της Πολιτείας, την αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης και την κοινωνική πραγματικότητα.
Με βάση την μέχρι τώρα σχολική εμπειρία, επισημαίνεται ότι θα υπάρξουν ποικίλα προβλήματα, γιατί ακόμη και οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις για την απασχόληση των απαλλαγέντων από τα Θρησκευτικά μαθητών με διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο δεν μπορεί αυτονόητα να υλοποιηθούν στην σχολική πράξη και λειτουργία. Επιπλέον, θα υπάρξουν προβλήματα και μεταξύ των εκπαιδευτικών σχετικά με το ποιος, πώς και πότε θα αναπληρώνει τις ώρες απαλλαγής από τα Θρησκευτικά, με αποτέλεσμα οι μαθητές να παραμένουν τελικά εκτός μαθήματος.
Είναι ανάγκη η διαδικασία απαλλαγής να ελέγχεται από τον Διευθυντή του σχολείου, όπως προέβλεπε και συνιστούσε και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ώστε πράγματι να απαλλάσσεται ο μαθητής που επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης και να αποκλειστεί η περίπτωση απαλλαγής για λόγους «ευκολίας» (ένα μάθημα λιγότερο, κενό κ.ά.).
Όσον αφορά την τελευταία εγκύκλιο (26-8-08), η οποία ορίζει τα σχετικά με την παιδαγωγική απασχόληση των απαλλαγέντων από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν διευκρινίζεται σαφώς, αν και οι ορθόδοξοι μαθητές, πέρα από τους αλλόθρησκους ή ετερόδοξους, μπορούν να απαλλάσσονται (ή όχι) και άρα να παρακολουθούν υποχρεωτικά (ή όχι) κάποιο άλλο διδακτικό αντικείμενο.
Εφόσον ισχύσουν και οι δύο προηγούμενες εγκύκλιοι, είναι σαφές ότι το δικαίωμα της απαλλαγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί τυπικά και ουσιαστικά και από τους ορθόδοξους μαθητές.
Ακόμη, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για την απασχόληση των απαλλαγέντων από τα Θρησκευτικά μαθητών, όχι μόνο είναι πολύ δύσκολο έως και εντελώς αδύνατον να εφαρμοστούν στην πράξη, αλλά θα προκαλέσουν μόνο σύγχυση και αναστάτωση στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου και στο παιδαγωγικό κλίμα κάθε τάξης. Επιπλέον, μπορεί να επιτείνουν αυτό που προσπαθεί να θεραπεύσει η εγκύκλιος περί απαλλαγής, δηλαδή, το ζήτημα της αποκάλυψης ή μη των ατομικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, επιτυγχάνοντας τα εντελώς αντίθετα, δηλαδή, τον διαχωρισμό και τις διακρίσεις μεταξύ των μαθητών.

Συνέπειες και νέα δεδομένα στο δημόσιο σχολείο.

Με την εκτεταμένη αυτή δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, εισάγονται κυριολεκτικά νέα δεδομένα στο σχολείο και στον σχολικό πολιτισμό. Εισάγεται, στην κυριολεξία, ένα σύστημα για μαθητές δύο ταχυτήτων, εκείνων που θα έχουν λιγότερα μαθήματα και, άρα, θα έχουν περισσότερα κενά και όσων θα έχουν περισσότερα μαθήματα και δεν θα έχουν κενά κ.λπ. Επιπλέον, οι μαθητές, ούτως ή άλλως, στιγματίζονται με την απαλλαγή ή την μη απαλλαγή, ενώ διακυβεύεται η θέση και το παιδαγωγικό status του δημόσιου σχολείου. Όταν, όμως, ένα μάθημα αμφισβητείται πολλαπλώς, με την δυνατότητα της εύκολης απαλλαγής από αυτό, πολλά μπορεί να συμβαίνουν σε κάθε σχολείο.
Κατά την διδακτική πράξη, π.χ. είναι δυνατό άλλοτε να σκληραίνει και να στενεύει φανατικά ο ομολογιακός του χαρακτήρας και, άλλοτε, για τους ίδιους λόγους, να διολισθαίνει σε μιαν ανεξέλεγκτη κατάσταση. Ακόμη, υπάρχει το ενδεχόμενο πολλοί γονείς για λόγους ευσέβειας, δηλαδή, εκ του αντιθέτου λόγου κινούμενοι, να ζητούν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα Θρησκευτικά, γιατί, απλώς, δεν θα συμφωνούν με την μη ομολογιακή ή ακραιφνώς παραδοσιακή και ορθόδοξη γραμμή στη διδασκαλία του θεολόγου εκπαιδευτικού. Ένας σημαντικός αριθμός μαθητών, ενδεχομένως, να απαλλάσσεται από τα Θρησκευτικά, για να έχει ένα μάθημα λιγότερο, για να σχολάει νωρίτερα, για να έχει κενό κ.λπ.. Η τραγελαφική αυτή κατάσταση θα σημάνει γελοιοποίηση του μαθήματος, αλλά και των διδασκόντων με αρνητικές συνέπειες στο παιδαγωγικό κλίμα και στην καθημερινότητα του σχολείου.
Είναι βέβαιο ότι η μετατροπή του σε προαιρετικό ή και αμφισβητούμενο μάθημα θα υποβαθμίσει σε όλο το ελληνικό δημόσιο σχολείο τη γνωριμία, την αντίληψη και τη θέση της Ορθοδοξίας στην ελληνική παράδοση και πολιτιστική κληρονομιά.

Το ισχύον θρησκευτικό μάθημα.

Το υφιστάμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως και οι γενικότεροι προσανατολισμοί και οι επιλογές της δημόσιας εκπαίδευσης, πέρασε από διάφορες φάσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον μονοφωνικό ή κατηχητικό ή αυστηρά ομολογιακό. Σήμερα τείνει σταθερά να είναι ένα μάθημα ανοικτό, πλουραλιστικό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες αλλά και τις άλλες θρησκείες με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, το υφιστάμενο μάθημα των Θρησκευτικών συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών. Ακόμη, στο πλαίσιο του μαθήματος, τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά στην κατανόηση της παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό προς κάθε ετερότητα.
Το μάθημα των Θρησκευτικών στη χώρα μας, ενταγμένο οργανικά στην παρεχόμενη από την Πολιτεία εκπαίδευση, διαλέγεται με τα άλλα μαθήματα στο πλαίσιο της διαθεματικής και διεπιστημονικής προσέγγισης της σχολικής γνώσης, η οποία αποσκοπεί στην καλλιέργεια ενός γνήσιου ανθρωπισμού. Η διαμόρφωση αξιών, στάσεων, η υπέρβαση των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων και των διακρίσεων, η αποδοχή των διαφορών, η επίλυση των αντιπαλοτήτων, η ανάλυση και συζήτηση μεγάλων σύγχρονων προβλημάτων συνδέονται με τις αξίες και την υπαρξιακή στάση που προκύπτει από το ήθος της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Ως εκ της θέσεώς του στον κορμό των μαθημάτων, δεν μπορεί να είναι «μονοφωνικό» και «μονόπλευρο». Είναι γεγονός ότι ο διάλογος των μαθημάτων στην ελληνική σχολική πραγματικότητα, διαμόρφωσε τις τελευταίες δεκαετίες νέες δυνατότητες και νέους ορίζοντες στη διδασκαλία και του θρησκευτικού μαθήματος. Το θρησκευτικό μάθημα με σαφή τον γνωσιολογικό του χαρακτήρα και απελευθερωμένο από την παλαιά αντίληψη που το ήθελε στενά ομολογιακό, κατηχητικό και ηθοπλαστικό, εγκεντρίζεται, πολλές φορές κριτικά και αυτοκριτικά, κυρίως, στα μορφωτικά και πολιτιστικά αγαθά της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού. Δίνοντας έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό, έχει συνάμα ανοικτούς ορίζοντες και διαλέγεται με τα ζητήματα και τις προτεραιότητες που θέτει ο ραγδαία μεταβαλλόμενος σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός. Αναμφίβολα, λοιπόν, προσφέρει στην υπόθεση της παιδείας στον τόπο μας και έχει πολλά ακόμη να συνεισφέρει στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής αγωγής. Αν, λοιπόν, καθιερωθεί στο δημόσιο σχολείο προαιρετικό μάθημα Θρησκευτικών, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος το υπάρχον θρησκευτικό μάθημα να προσανατολισθεί προς μια απόλυτα ομολογιακή και κατηχητική έκφραση.
Θρησκευτική κατήχηση - όποιο κι αν είναι το θεματικό της περιεχόμενο - και δημόσιο σχολείο δεν μπορούν να συνδυαστούν στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές κοινωνίες. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα πλήξει καίρια ένα ανοικτό, πλουραλιστικό, διαπολιτισμικό και ανεκτικό προς την ετερότητα θρησκευτικό μάθημα που χωράει, ενδιαφέρει και απευθύνεται σε όλους.

Προοπτικές περαιτέρω αλλαγής του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι κατήχηση ή μύηση στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ένα από τα μαθήματα του σχολείου με ιδιαίτερο μορφωτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Για τον λόγο αυτό, δεν ορίζεται και δεν εποπτεύεται από καμία Εκκλησία, δόγμα ή ομολογία, ενώ η διδακτέα ύλη του καθορίζεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και αποτελεί – όπως κάθε αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας – νόμο του κράτους. Ακόμη, ο τρόπος διδασκαλίας και αξιολόγησής του διέπεται από τις παιδαγωγικές και διδακτικές παραμέτρους που ισχύουν για όλα τα μαθήματα του Ελληνικού σχολείου.
Αν και το νομικό πλαίσιο που διέπει το μάθημα είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο, η πραγματικότητα αυτή συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. Συχνά, πρωτοβουλίες και πρακτικές στη σχολική πράξη τροφοδοτούν τη δημόσια κριτική, δυσχεραίνοντας την νηφάλια αντιμετώπιση. Σημειώνουμε εδώ με έμφαση ότι η κριτική και ο δημόσιος διάλογος, χαρακτηριστικά της δημοκρατικής πολιτείας, είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτα αλλά και επιθυμητά. Ο διάλογος, όμως, και η κριτική γίνονται μόνο όταν ένα μάθημα του σχολείου είναι έτσι θεσμοθετημένο, ώστε να είναι ανοικτό και να αφορά όλους τους μαθητές. Διαφορετικά, και εφόσον η Πολιτεία δεν σχεδιάζει ούτε εποπτεύει, το μάθημα γίνεται κλειστό και, άρα, ανεξέλεγκτο.
Συνεπώς, απαιτείται άμεσα περαιτέρω αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και της νομιμοποιητικής βάσης του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα να μην θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς ανοικτό, πλουρα-λιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο. Ως βάση του μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, οι μεγάλες θρη-σκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Τούτο, άλλωστε, ισχύει εν πολλοίς και στα υπάρχοντα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα, τόσο του χαρακτήρα όσο και του περιεχομένου του μαθήματος, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι θεολόγοι-εκπαιδευτικοί έχουν επισημάνει σε συνέδρια των τελευταίων ετών με κεντρικό άξονα τον παραπάνω προβληματισμό.
Οι μαθητές οφείλουν να προσεγγίζουν τα παραπάνω από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά, όχι μόνο για να γνωρίζουν τη δική τους θρησκευτική παράδοση αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων ανθρώπων με τους οποίους διαβιούν στις σύγχρονες ανοικτές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Μετά την τυπική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος, η θρησκευτική αγωγή δεν θα συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κανενός μαθητή. Αντίθετα, θα απευθύνεται και θα ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος.

Προτεραιότητες ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ θεολογίας και πολιτισμού.

Η ορθόδοξη θεολογία δεν αποτελεί μια μεταφυσική και άσαρκη διδαχή για τη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου. Έχοντας στο επίκεντρό της την οντολογία του προσώπου με καίριες υπαρξιακές συνέπειες, δεν συμμερίζεται τα φιλοσοφικά και θεολογικά συστήματα που τέθηκαν στο περιθώριο από τις ραγδαίες εξελίξεις κατά τη νεωτερική φάση του δυτικού πολιτισμού. Στην εποχή της εκκοσμίκευσης η ορθόδοξη θεολογία κομίζει μια τελείως διαφορετική πρόταση ζωής από εκείνη που κληροδότησε στον σύγχρονο κόσμο η μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση της Δύσης.
Το οντολογικό περιεχόμενο της θεολογικής έννοιας του προσώπου είναι ανάγκη να επεκταθεί με έναν πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο στο επίπεδο της ανθρωπολογίας, για να νοηματοδοτήσει στέρεα την απόλυτη αξία του ανθρώπινου προσώπου. Η θεολογική προσέγγιση της ετερότητας μπορεί να εμπνεύσει έναν πολιτισμό του προσώπου, να απεγκλωβίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα από την ατομοκεντρική και χρησιμοθηρική κατοχύρωσή τους, συνδέοντας τα με το ήθος της κοινωνίας και της ελευθερίας ενός άλλου κοινωνιοκεντρικού πολιτισμού. Η νοηματοδότηση, όμως, του ανθρώπινου βίου, πέρα από το ασφυκτικό πλαίσιο του πρακτικού μηδενισμού και του καταναλωτικού ευδαιμονισμού της σύγχρονης κοινωνίας, προϋποθέτει έναν γνήσιο και απροκατάληπτο διάλογο της θεολογίας με τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας.
Απέναντι στην αδιάκοπη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, μπροστά στις προκλήσεις της βιοτεχνολογίας και του πολιτισμού της τεχνοφύσης, δεν χρειαζόμαστε απλώς έναν κώδικα ηθικής δεοντολογίας, αλλά μιαν άλλη στάση ζωής μιαν αλλαγή νοοτροπίας και πολιτισμού, η οποία θα μας επιτρέψει να κατανοούμε βαθύτερα και ενοποιητικά την φύση και τον άνθρωπο. Έναντι του πολιτισμού της κατανάλωσης, του ευδαιμονιστικού μηδενισμού και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, χρειαζόμαστε έναν πολιτισμό με άλλη οντολογική θεμελίωση από την χρησιμοθηρική βελτίωση του βίου. Το ευχαριστιακό και ασκητικό ήθος της Εκκλησίας, πέρα μια τυποποιημένη και απολιθωμένη θρησκευτική κατανόηση και ατομοκεντρική πρακτική, μπορεί να σημάνει τελικά την υπέρβαση του αβυσσαλέου χάσματος και της καταχρηστικής αντιπαράθεσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Ως πρόσωπο αλλά και μικρόκοσμος, που συγκεφαλαιώνει στην ύπαρξή του την ολότητα της κτίσης, ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερώσει την ύλη από τους περιορισμούς της και από φορέα θανάτου και φθοράς να την καταστήσει αθάνατη μέσα από τη σχέση και την κοινωνία με τον Θεό. Ο αυτονομημένος άνθρωπος θα διαπιστώσει έμπρακτα ότι η άσκηση δεν είναι αδράνεια αλλά διαρκής πρόσληψη και μεταμόρφωση, όχι μια αέναη διάλυση και ανακύκλωση της φύσης, αλλά μια εσχατολογία της μεταμόρφωσης του ανθρώπου, του κόσμου και της ιστορίας. Πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν δημιουργική στάση του ανθρώπου να προσλάβει και να ανανεώσει τον κόσμο, να απελευθερώσει τον εαυτό του και το φυσικό περιβάλλον από τα δεσμά της εγωκεντρικής αυτονόμησης και της φθοράς του θανάτου.
Αν η ιδέα της προόδου και της ιστορικότητας του ανθρώπου εισήχθη δυναμικά στη δυτική σκέψη και φιλοσοφία δια του Χριστια-νισμού, η νεωτερικότητα προχώρησε σε ένα πρόγραμμα εκκοσμικευ-μένης εσχατολογίας θεμελιώνοντας την αυθυπερβατική διάσταση του ανθρώπου σε μια μηδενιστική νοηματοδότηση. Ακολούθως, η μετανεωτερική κατάσταση δεν κήρυξε μονάχα το τέλος των μεγάλων αφηγή-σεων της φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, αλλά και το τέλος της ιστορίας. Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, η πανουργία της ιστορίας τείνει να ακυρώσει το περιεχόμενό της, ως περιπέτειας του ανθρώπου στο γίγνεσθαι, και να γίνει η αδιαφάνεια και η αδράνεια των τεχνητών κατασκευών, να γίνει ιστορία του κυβερνο-ανθρώπου, της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας. Η εποχή μας γίνεται εποχή της απιστίας, της αβεβαιότητας, της σύγχυσης, της απελπισίας και, κυρίως, του μηδενισμού, ο οποίος προβάλλει ως η νέα οντολογία που κινεί τον μετανεωτερικό μας κόσμο. Αλλά ο προορισμός του ανθρώπινου πολιτισμού δεν είναι άσχετος από τον τελικό προορισμό του ανθρώπου. Η ιστορία δεν είναι το «πανδοχείο» όπου παίζεται το δράμα της ανθρώπινης μοίρας, αλλά έχει νόημα μόνον, επειδή πρόκειται να φθάσει σε ένα τέλος. Διαφορετικά, η ατελεύτητη πρόοδος δεν έχει κανένα νόημα. Στην εποχή μας δεν χρειαζόμαστε μια εκκοσμικευμένη εσχατολογία αλλά μια νέα φιλοσοφία της ιστορίας, την οποία μπορεί να εμπνεύσει μια αυθεντικά εσχατολογική θεολογία της ιστορίας. Όταν η ιστορία και η ζωή του ανθρώπου φωτίζονται από την προοπτική των εσχάτων και του τέλους, η υπέρβαση της διαλεκτικής ανθρώπου και ιστορίας, ελευθερίας και αναγκαιότητας δεν θα αποβαίνει τραγική ουτοπία και αυταπάτη.
Αν είναι αλήθεια ότι κινούμαστε ταχύτατα προς θρησκευτικά πλουραλιστικές κοινωνίες, τότε ένα από τα βασικά προβλήματα τα οποία θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον η Εκκλησία θα είναι η πολιτιστική πρόσληψη και η σχέση της με την κατάσταση που ήδη διαμορφώνεται. Άλλωστε, η ίδια η εκκλησιαστική πίστη νοηματοδοτή-θηκε κατά το παρελθόν ποικιλοτρόπως μέσα από την καταλυτική επίδραση διαφόρων πολιτιστικών συνθηκών. Στο νέο περιβάλλον του πλουραλισμού, η χριστιανική θεολογία καλείται να διαλεχτεί δημιουρ-γικά με την πολιτιστική και θρησκευτική ποικιλομορφία του σύγχρονου κόσμου. Οφείλει να επανεύρει την αληθινή οικουμενικότητα και ανεκτι-κότητά της, για να προσπεράσει τη μισαλλοδοξία και το φανατισμό. Το ήθος του διαλόγου θα πρέπει να διαποτίζει κάθε ενέργεια και δράση της. Ο φανατικός είναι εκείνος που σφιχταγκαλιάζει την αλήθεια τόσο πολύ, ώστε τελικά την πνίγει. Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως δογματισμός και αποκλειστικότητα, αλλά ως ερμηνευτική πρόταση και δυνατότητα να προσέλθει σε διάλογο και σχέση με τον άλλον. Ο κίνδυνος που απειλεί τη γνήσια θρησκευτική ζωή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης δεν είναι άλλος από το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Στην εποχή μας, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά, όπως είχε πράξει με δυναμικό τρόπο ο απόστολος των εθνών Παύλος, με τον πολύπτυχο και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Θα πρέπει, ασφαλώς, να συνειδητοποιήσουμε πως η πολυπολιτισμική κοινωνία αποτελεί ήδη το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο για όλες σχεδόν τις χριστιανικές εκκλησίες και θεολογικές παραδόσεις. Η ορθόδοξη θεολογία ιδιαίτερα, που έχει μιαν άλλη παράδοση στην ιστορική της διαδρομή και δεν βαρύνεται με μιαν «ιμπεριαλιστική σχεδόν καταγραφή της ιστορίας της ιεραποστολής», όπως συνέβη στη χριστιανική Δύση, μπορεί να συνερ-γαστεί δημιουργικά και να προσανατολίσει προς μία παγκοσμιότητα που θα σέβεται τη διαφορά και την ετερότητα. Συνάμα, μπορεί να κατανοήσει και αυτή ότι «η αλήθεια δεν αποδεικνύει τον εαυτό της θριαμβολογώντας βερμπαλιστικά πάνω στις άλλες αλήθειες…». Ο Θεός της Ορθόδοξης Παράδοσης δεν ταυτίζεται με έναν και μοναδικό πολιτισμό αλλά σαρκώνεται μέσα σε κάθε ανθρώπινο πολιτισμό
[1].

Το σύγχρονο σχολείο και η θρησκευτική αγωγή. Η ανοικτή ταυτότητα της ορθόδοξης παιδείας.

Ο αυθεντικός διάλογος θεολογίας και πολιτισμού μπορεί να προσφέρει στην θρησκευτική αγωγή και παιδεία νέες δυνατότητες και νέους ορίζοντες. Στην προοπτική αυτή, βαίνουμε σταδιακά στη συγκρότηση μιας νέας συνθετικής πρότασης για τη φυσιογνωμία του θρησκευτικού μαθήματος που θα έχει μια σαφέστερη νομιμοποιητική βάση και εμβέλεια. Ο θεολογικός και παιδαγωγικός του χαρακτήρας είναι δυνατό να αναπλαισιωθεί σε εντελώς νέες διευρυμένες βάσεις και αρχές. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, η θρησκευτική αγωγή στο δημόσιο σχολείο ήταν μια καρικατούρα ηθικολογιών και αφηρημένων μεταφυσικών αφορισμών, η οποία εξέφραζε το ανιστόρητο ιδεολόγημα του λεγόμενου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», ενώ ο πολιτισμός που σάρκωσε η Ορθοδοξία έμενε απρόσιτος στους μαθητές, έτσι ώστε να μην υποψιάζονται καν ότι υπάρχει μια μεγάλη ιστορική κληρονομιά. Υποστηρικτές αλλά και αρνητές του θρησκευτικού μαθήματος φαίνεται να συμφωνούν ακόμη και σήμερα ότι η θρησκευτική παιδεία ως κατηχητική και ομολογιακή μύηση στο υπερβατολογικό βίωμα της χριστιανικής πίστης δεν σχετίζεται καθόλου με τον ζωντανό πολιτισμό αυτού του τόπου. Η περίπτωση του θρησκευτικού μαθήματος αναδει-κνύει, πάντως, την γενικότερη αδυναμία του νεοελληνικού εκπαιδευ-τικού συστήματος να παρέχει, κατά τρόπο ανοικτό ασφαλώς, την παιδεία της ιδιαίτερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς και όχι, απλώς, να μιμείται κακέκτυπα και αναφομοίωτα τα ξένα πρότυπα.
Το θρησκευτικό μάθημα με σαφή τον γνωσιολογικό του χαρακτήρα και απελευθερωμένο από την παλαιά αντίληψη που το ήθελε στενά ομολογιακό, κατηχητικό και ηθοπλαστικό, μπορεί να εμπνέεται από τα μορφωτικά αγαθά της Ορθόδοξης Παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού. Συνάμα, όμως, επιβάλλεται να έχει ανοικτούς ορίζοντες και να διαλέγεται με τα ζητήματα και τις προτεραιότητες που θέτει ο ραγδαία μεταβαλλόμενος σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός. Η θεολογική προσέγγιση του πολιτισμού μπορεί να συνεισφέρει γόνιμα και δημιουργικά στην ανάδειξη της σχέσης που έχει ο λόγος και ο τρόπος της Ορθοδοξίας με τον πολιτισμό που σάρκωσε η θεολογία, η λατρεία και η ζωή της Εκκλησίας στην ιστορική της πορεία. Πρόκειται για την Αγία Γραφή ως κοινό αγαθό του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πατερικά και λειτουργικά κείμενα, τα μνημεία της βυζαντινής τέχνης ως βασικής συνιστώσας της παράδοσης και της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, την εκκλησιαστική ιστορία που περιλαμβάνει και τη γνώση των άλλων μεγάλων χριστιανικών παραδόσεων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το θρησκευτικό μάθημα θα πρέπει ακόμη να συμπε-ριλαμβάνει και τις σύγχρονες μεγάλες θρησκείες του κόσμου στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής προσέγγισης και κατανόησης. Εξάλλου, η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης που αποσκοπεί στην καλλιέργεια ενός γνήσιου ανθρωπισμού – με τη διαμόρφωση αξιών, στάσεων, την υπέρβαση των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων και των διακρίσεων, την αποδοχή των διαφορών, την επίλυση των αντιπαλοτήτων, την ανά-λυση και συζήτηση μεγάλων σύγχρονων προβλημάτων – είναι δυνατό να συνδέεται με τις αξίες και την υπαρξιακή στάση που προκύπτει από το ήθος της Ορθόδοξης Παράδοσης.
Η Ορθοδοξία δεν είναι όμως παράδοση μονάχα αλλά και σύγχρονη ζωή. Το θρησκευτικό μάθημα επιβάλλεται να είναι διαρκώς ανοικτό στη σύγχρονη κοινωνία, στη ζωή, στον πολιτισμό, στον κόσμο ολόκληρο. Η πολιτισμική και διαθεματική προσέγγιση της γνώσης είναι δυνατό να προσφέρει μεθοδολογικά και παιδαγωγικά αυτόν τον προσανατολισμό και τη διασύνδεση των γνώσεων του θρησκευτικού μαθήματος με τα άλλα μαθήματα ή γνωστικά αντικείμενα. Επιχειρώντας την πολυπρι-σματική προσέγγιση της γνώσης και την σύνδεσή της με τη ζωή και την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, η διαθεματικότητα παρέχει ευδιάκριτα και συνδυαστικά στο μαθητή τις δυνατότητες οικείωσης των μορφωτικών αγαθών του θρησκευτικού μαθήματος αλλά και στο ίδιο το μάθημα τους ανοικτούς ορίζοντές του καθώς και την μορφωτική, παιδαγωγική και πολιτισμική του ευελιξία.

Προς μία θεολογία της ετερότητας.

Η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να πραγματοποιήσει ένα δημιουρ-γικό άνοιγμα προς τον πολυπολιτισμικό κόσμο μας, προσλαμβάνοντας τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτιστικών πραγματικο-τήτων, διαμέσου μιας θεολογίας της ετερότητας
[2], η οποία δεν θα έχει ωστόσο τίποτε κοινό με το πνεύμα του συγκρητισμού. Είναι όντως ανάγκη στις μέρες μας η Ορθοδοξία να προχωρήσει πιο πέρα και από την νεωτερικότητα και να αποδεχθεί τον πλουραλισμό και την ετερότητα των άλλων κατά τέτοιο τρόπο ώστε ταυτόχρονα να μην υποτιμά, συμβιβάζει, πολύ δε περισσότερο εγκαταλείπει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ετερότητα. Στοιχεία μιας τέτοιας θεολογίας της πολυπολιτισμικότητας ως αλληλοσεβασμός, αποδοχή και ειρηνική συνύπαρξη με την θρησκευτική ή όποια άλλη ετερότητα, είναι διάσπαρ-τα μέσα στην Αγία Γραφή και τα πατερικά κείμενα. Απαιτείται σαφώς μία άλλη νοοτροπία και ένας άλλος προσανατολισμός για την αναγνώρισή τους. Μια άλλη ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να αναδείξει και να φωτίσει καίριες πτυχές της θεολογίας της ετερότητας.
Το δόγμα της δημιουργίας επισημαίνει, πέρα από τη διαλεκτική κτιστού και ακτίστου, ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι δημιουργήματα «καλά λίαν» του Θεού. Η διήγηση της Βαβέλ υπενθυμίζει την αρχική ενότητα και διάσπαση, την κοινή καταγωγή, την αφετηρία μιας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας, μέσα από την ποικιλία γλωσσών και πολιτισμών. Ολόκληρη η ιστορία του λαού του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη φανερώνει έναν Θεό του σύμπαντος κόσμου που επιλέγει πολλούς και ποικίλους δρόμους προσέγγισης με τους ανθρώπους. Στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων εντάσσονται όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις. Από μιαν άλλη σκοπιά και η Βίβλος δεν είναι μόνο θεόπνευστο έργο αλλά και ιστορικό προϊόν και μαρτυρία πολυπολιτιστικών και πολυθρησκευτικών σχέσεων. Στην Παλαιά Διαθή-κη, ο Ισραήλ οφείλει να μην καταπιέζει τους ξένους γιατί ήταν κάποτε ξένος και αυτός. Εξ άλλου, η πρόσληψη πολιτιστικών στοιχείων και από άλλους λαούς και η μετέπειτα εκθεολόγησή τους, είναι δυνατό να μας οδηγήσει σε ό,τι θα μπορούσε να ονομάσουμε ανακαλύψη της ξενικότητας μέσα στα ίδια τα βιβλικά κείμενα.
Η Καινή Διαθήκη οριοθετείται πέρα από την αποκλειστικότητα του περιούσιου λαού. Ο πλησίον είναι ο άλλος, ο έτερος, όπως και ο Θεός είναι ο απόλυτος Άλλος, ο όντως Έτερος προς τον άνθρωπο, που γίνεται αδελφός. Συνεπώς, η αποδοχή του άλλου και της ετερότητας δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη παράδοξο αίτημα της μετανεωτερικότητας και της πολυπολιτισμικότητας αλλά βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της θεολογικής μας παράδοσης. «Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν» (Ιω. 14,2). Στην Καινή Διαθήκη μπορεί κανείς να προσεγγίσει μια σειρά από θεολογικούς τόπους της ετερότητας, όπως οι παραβολές του Καλού Σαμαρείτη και της Κρίσεως.
Το ιδρυτικό γεγονός της Εκκλησίας στην Πεντηκοστής σημαίνει πρόσληψη της προσωπικής ετερότητας αλλά και της πολυπολιτισμι-κότητας των λαών και των γλωσσών στην προοπτική του σώματος του Χριστού. Η εμπειρία και δυναμική της αρχαίας Εκκλησίας στο σύνολό της φανερώνει σαφέστατα πολυπολιτισμικές προοπτικές. Μια ερμηνευ-τική προσέγγιση της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας, η ίδια η εκκλησιολογία του αποστόλου Παύλου, η Αποστολική Σύνοδος και το άνοιγμα προς τους εθνικούς σηματοδοτούν τις απαρχές μιας νέας πραγματικότητας. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι Ιουδαίοι ή να εφαρμόζουν τον Μωσαϊκό Νόμο για να ενταχθούν στην Εκκλησία. Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος δεν επιβάλλει μιαν αναγκαστική ομοιομορφία με απαρέγκλιτους κανόνες και κατηγορικές προσταγές. Αντίθετα, φωτίζει την προσωπική ετερότητα του κάθε μέλους της εκκλησιαστικής κοινότητας και την ανάγει σε αρμονική αλληλεξάρτηση με τα άλλα, οικοδομώντας την ενότητα του σώματος.
Το δόγμα της Αγίας Τριάδος συνιστά την απόλυτη κατάφαση της προσωπικής ετερότητας μέσα στην αγαπητική ομοουσιότητα, κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση. Και αυτή «η ετερότητα είναι συστατική της ενότητας, και όχι επακόλουθό της». Η Χριστολογία των δύο φύσεων αποκαλύπτει την ένωση των όντως διαφορετικών κατά τη φυσική τους ετερότητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, την ξενικότητα του Θεού στον κόσμο και την τραγικότητα της ξενιτείας του ανθρώπου: «Δος μοι τούτον τον ξένον…τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα τω κόσμω». Η εκκλησιολογία του Σώματος του Χριστού αποκαλύπτει τη δυνατότητα ένωσης των πολλών στον Ένα Χριστό, όπου οι πολλοί συνάπτονται και γίνονται αλλήλων μέλη. Γιατί η Εκκλησία είναι η συναγωγή των πριν διεστώτων αλλά και η ποικιλία των χαρισμάτων. Εξ άλλου, η εκκλησιολογία στην Ορθόδοξη Παράδοση εκκινεί από την ιδιαιτερότητα της τοπικής Εκκλησίας και κατόπιν αναφέρεται στην κοινωνία των τοπικών Εκκλησιών και όχι σε κάποια γενική και παγκόσμια ομοιόμορφη Εκκλησία. Κοινωνία και ετερότητα, ενότητα και πολλαπλότητα συμπίπτουν, αντανακλώντας το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Η ορθόδοξη ανθρωπολογία επισημαίνει την καθολικότητα και πληρότητα του ανθρώπου σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, την αλήθεια του ως μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου προσώπου, ως μιας σχεσιοδυναμικής ύπαρξης που αποκτά ταυτότητα μέσω της σχέσεως με μιαν άλλη προσωπική ετερότητα. Η σχέση του ανθρώπου με την ετερότητα του κόσμου και της φύσης φανερώνει την ευθύνη του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία. Ο άνθρωπος καλείται να οδηγήσει την κτίση σε κοινωνία μαζί του, καλλιεργώντας την αισθητικά μέσω της προσωπικής δημιουργίας του και όχι να την καθυποτάξει ή να την αφομοιώσει μη σεβόμενος την ετερότητά της.
Κατά μία έννοια η ορθοδοξία σήμαινε τελικά κατάφαση στη σχέση κοινωνίας και ετερότητας ενώ η αίρεση επέμεινε στον άκαμπτο μονισμό της πραγματικότητας, στην καλλιέργεια των μανιχαϊστικών αντιθέσεων και στον μονοδιάστατο άνθρωπο. Το ασκητικό ήθος, εξ άλλου, δεν συνιστά ατομικό αλλά κατ’ εξοχήν γεγονός κοινωνίας. Είναι η προσωπική εμπειρία της θυσιαστικής αυθυπέρβασης από κάθε αδιέξοδη εμμονή στην αυτάρκεια της ύπαρξης, το κοινωνικό και κενωτικό άνοιγμα του προσώπου στη ζωή της κοινότητας ως συνύπαρξη και σχέση με τα άλλα μέλη, η κατάφαση στη ζωή ως αγάπη και ελευθερία. Η ανθρώπινη προσπάθεια δεν κατορθώνει, παρά μόνο αποδέχεται ελεύθερα και οικειώνεται αγαπητικά τον τρόπο υπάρξεως του Θεού.
Ακόμη, η κατηγορία του ξένου, της φιλοξενίας και της ξενικότητας ως υπαρξιακής κατάστασης είναι ανάγκη κατάλληλα να αξιοποιηθεί σε μία θεολογία της ετερότητας. Ο Θεός είναι ο παντοτινός ξένος για την ανθρώπινη ύπαρξη, η χριστιανική κοινότητα βιώνει την ξενικότητα ως «πάροικος και παρεπίδημος» στον κόσμο, αφού η βασιλεία του Θεού είναι η εσχατολογική προοπτική της. Ο ξένος δεν είναι εχθρός αλλά φίλος και επισκέπτης, επειδή κανείς δεν είναι ιδιοκτήτης στον κόσμο αυτό που δεν είναι παρά ξενοδοχείο και σύναξη των ετέρων. «Επειδή οι λαοί είτε θα χαθούν στη διάσπασή τους, είτε θα επιζήσουν μόνο σε μια νέα κοινωνία», η διαθεσιμότητα του διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών και των θρησκειών αποτελεί τη μόνη εναλλακτική λύση. Στο κέντρο του διαλόγου θα πρέπει να βρίσκονται οι άνθρωποι των άλλων θρησκειών και ιδεολογιών και όχι αφηρημένα και απρόσωπα συστήματα. Ο διάλογος αυτός μπορεί να προσανατολίζεται και να δομείται στη βάση του Ματθ. 7,12, «να κάνουμε στους άλλους αυτό που θα θέλαμε αυτοί να κάνουν σε μας». Να γίνεται αποδεκτός ο πλουραλισμός των ιδεών, των σκέψεων, της ζωής και των δομών. Ο Θεός, άλλωστε, «ουκ αμάρτυρον αυτόν αφήκεν» (Πραξ. 14,17). σημάδια του υπάρχουν και στους άλλους πολιτισμούς και τις θρησκείες. Τούτο δεν συνιστά σαφώς κάποια ανερμήνευτη φυσική αναγκαιότητα αλλά υπογραμμίζει τη θετική αξία της ετερότητας μέσα στην πρόνοια του Θεού να αποκαλύπτεται και να συνομιλεί με την ποικιλομορφία του κόσμου του.
Το χρέος της αναζήτησης της ενότητας και πολλές άλλες παράμετροι της θεολογίας της Εκκλησίας μπορούν να συνεισφέρουν στη δημιουργική και έμπρακτη απάντησή της στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας. Η πολυπολιτισμι-κότητα των συγχρόνων κοινωνιών προκαλεί την Ορθοδοξία να ανακα-λύψει μέσα από την ετερότητά της τα στοιχεία ταυτότητας και όχι αντίθεσης με άλλες συλλογικότητες που επιμένουν στην ετερότητά τους, για να συνυπάρξουν ειρηνικά και δίκαια στον ίδιο ζωτικό χώρο. Τέτοιες, κατά βάση χριστιανικές αρχές, όπως είναι η ελευθερία, η ανοικτότητα, η νηφαλιότητα, η οικουμενικότητα, η αποδοχή και ο σεβασμός του άλλου και του πολιτισμού του, η ειρηνική συνύπαρξη, ο διάλογος, κ.ά, θα πρέπει να οδηγήσουν το θρησκευτικό μάθημα σε μια εκ των ένδον αναπροσαρμογή του απέναντι στην πολιτισμική και θρησκευτική ετερότητα.
_________________________________________
[1].Κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα («Τα σπουδαιότερα ζητήματα για την αποστολή της Εκκλησίας στη νέα χιλιετία», Ευθύνη 445/2009, σ. 1-4), η πολιτιστική πρόσληψη είναι μια απαίτηση του δόγματος της ενανθρώπησης. Διά της Εκκλησίας ο Χριστός εισέρχεται συνεχώς και πλήρως σε κάθε πολιτισμό. Δεν εξαγιάζει και δεν επικυρώνει έναν συγκεκριμένο πολιτισμό, καλώντας έτσι όλους τους άλλους πολιτισμούς να ασπαστούν τον συγκεκριμένο αυτό πολιτισμό. Άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανικός πολιτισμός που να εφαρμόζεται στο όνομα του Χριστού. Εκείνο, όμως, που μπορεί να υπάρξει είναι η επιτυχημένη και κριτική πολιτιστική πρόσληψη του Ευαγγελίου. Μια τέτοια πολιτιστική πρόσληψη μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις μορφές ενός δεδομένου πολιτισμού, αρκεί να διατηρούνται οι βασικές και κρίσιμες διαστάσεις της εκκλησιαστικής πίστης. Στο τέλος της νεωτερικότητας και στο κατώφλι ενός νέου πολιτισμού η Εκκλησία, εφόσον θέλει να αποφύγει την περιθωριοποίησή της, οφείλει να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο σε ένα σοβαρό διάλογο, παρουσιάζοντας εναλλακτική πρόταση για την διαμόρφωση και νοηματοδότηση του σύγχρονου πολιτισμού. Η θεολογία ως η προφητική συνείδηση και κριτική ευαισθησία της Εκκλησίας μπορεί να προσφέρει τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, ώστε να διακρίνεται κάθε φορά μεταξύ του θεολογικά έσχατου και σημαντικού και εκείνου που μπορεί να μεταβάλλεται μορφολογικά ως πολιτιστικός συντελεστής της θεολογικής έκφρασης. Δίχως την θεολογική αυτή συνειδητοποίηση, η πολιτιστική πρόσληψη διακινδυνεύει να αποβεί ένα πολύ επισφαλές εγχείρημα.
[2]. Βλ. σχετικά Ζηζιούλας Δ. Ιω., Μητροπολίτης Περγάμου, «Κοινωνία και ετερότητα», Σύναξη 76/2000, σσ. 5-15. «Πολιτιστικές Ταυτότητες και Παγκοσμιοποίηση», στο Πολιτιστικές «ταυτότητες» & «παγκοσμιοποίηση», Κείμενα Συνεδρίου, εκδ. Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού «Εντελέχεια»-Εκπαιδευτήρια Γείτονα & Κωστέα - Γείτονα, Αθήνα 2003, σσ. 25-33. Πολιτισμική διαφορετικότητα και αμοιβαία κατανόηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Ετήσια Διάλεξη εις Μνήμη Κωνσταντίνου Λεβέντη, εκδ. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2004. Zizioulas D. John, Communion and Otherness, Further Studies in Personhood and Church, edided by Paul McPartlan, T&T Clark, London 2006. Γιαγκάζογλου Στ., «Πρόσωπο και ετερότητα. Δοκίμιο για μια θεολογία της ετερότητας», Ίνδικτος 21/2006, σσ. 87-125. Καραβιδόπουλος Ιωάννης, «Ο θρησκευτικός πλουραλισμός της εποχής της εμφάνισης του χριστιανισμού και του σημερινού κόσμου», Καθ’ Οδόν 16/2000, σσ. 19-22. Καραγιάννης Βασίλειος, Χωρεπίσκοπος Τριμυθούντος, Ο θρησκευτικός και εθνικός πλουραλισμός της νέας κοινωνίας του κόσμου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002. Κλάψης Εμμανουήλ, «Πολυπολιτισμός και Ορθοδοξία», στο Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 19-28. Κλάψης Εμμανουήλ (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο, Ένας οικουμενικός διάλογος, Πρόλογος Νίκος Κοτζιάς, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006. Clapsis Emmanuel, «The Orthodox Church in a pluralistic World», στο Orthodoxy in Conversation. Orthodox Ecumenical Engagements, εκδ. World Council of Churches Publications, σσ.127-150, Γενεύη 2000. Clapsis Emmanuel (επιμ.), The Orthodox Church in a pluralistic World, An Ecumenical Conversation, εκδ. World Council of Churches Publications – Holy Cross Orthodox Press, Geneva-Brookline 2004.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου