19/5/09

Πρωτ.Γεώργιος Ευθυμίου, Εκπαιδευτικοί θεολόγοι και ποιμαντική της τοπικής Εκκλησίας

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
[Ἡ θέση τοῦ Θεολόγου καί τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στήν ἐκπαίδευση]

Εισήγηση στην Ημερίδα που έγινε στη Σπαρτη στις 10.03.2009 με θέμα: "Το Μάθημα των Θρησκευτικών στο Σύγχρονο Σχολείο - Θέσεις και Αντιθέσεις - Προοπτικές"

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου,
Ἐπικούρου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μέσα στό καλοκαίρι τοῦ σωτηρίου ἔτους 2008, τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων τῆς ὀρθοδόξου πατρίδος μας, ὅλως ἀναιτίως καί ἀπροκλήτως, ἐξαπέλυσε τρεῖς διαδοχικές ἐγκυκλίους, τίς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 91109/Γ2 - 10.7.2008, 104071/Γ2 - 4.8.2008 καί Φ12/977/109744/Γ1 - 26.8.2008, μέ τίς ὁποῖες, ἐπικαλούμενο προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις πρός ἀπόκρυψιν τῆς ἀληθείας, ἐπιχειρεῖ τήν ὑποβάθμιση τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στήν ἐκπαίδευση, διά τῆς μεταβολῆς αὐτοῦ στήν πράξη ἀπό ὑποχρεωτικοῦ σέ προαιρετικό.
Ἡ τοιαύτη ἐνέργεια τοῦ Ὑπουργείου συνιστᾷ συνταγματική καί νομική ἐκτροπή, διότι παραβαίνει τά ὅσα ὁρίζουν: α) τό ἄρθρο 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας τοῦ 1975/1986/2001, β) τό ἄρθρο 1, παρ. 1α τοῦ Νόμου 1566/1985 καί γ) τό ἄρθρο 2 τοῦ Νόμου 590/1977 «Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Συγχρόνως, ὅμως, συνιστᾷ καίριον πλῆγμα στήν καρδιά μέρους τῆς μαθητιώσης νεολαίας, τό ὁποῖο θά στερηθῇ τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό μορφωτικό θεμέλιο, ἐπί τοῦ ὁποίου οἰκοδομοῦνται οἱ γνώσεις τῶν διαφόρων ἄλλων μαθημάτων, πρός δημιουργίαν ἀρτίων, ἰσορροπημένων ἀνθρώπων, ὁλοκληρωμένων προσωπικοτήτων, ἑπομένως καί χρηστῶν μελῶν τῆς κοινωνίας καί πρός ἀποφυγήν μαζικῆς παραγωγῆς ψυχρῶν τεχνοκρατῶν, ἀτόμων ἀνωρίμων, μέ κρίση ταυτότητος, ὑπηρετῶν τοῦ οἱουδήποτε συστήματος. Διότι, κατά τόν λόγον τοῦ Πλάτωνος: «Πᾶσα τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται», (Μενέξενος, ἔκδ. Ὀξφόρδης, 246Ε-247Α).

1. Ὁ χαρακτήρ καί ὁ σκοπός τῆς διδασκαλίας τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος.

Τό θεολογικό μάθημα, τό ὁποῖο διδάσκεται στή στοιχειώδη καί τή μέση ἐκπαίδευση, ἔχει χαρακτῆρα ποιμαντικό-ἐκκλησιαστικό. Καί τοῦτο, διότι σκοπός του εἶναι νά γνωρίσουν οἱ μαθητές τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἔχουν γίνει τίμια μέλη διά τῆς συμμετοχῆς τους εἰς τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τή διαχρονική καί ἀναλλοίωτη αὐτή ἀλήθεια, τήν ὁποία διαφυλάσσει καί παραδίδει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐφανέρωσε ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος διεκήρυξε: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή (Ἰω. 14,6).
Ὁ ποιμαντικός-ἐκκλησιαστικός χαρακτήρ καί σκοπός τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἀνταποκρίνεται πλήρως στή βούληση τοῦ συνταγματικοῦ καί κατ’ ἀκολουθίαν τοῦ κοινοῦ νομοθέτου. Αὐτοί ὁρίζουν, ὁ μέν, στό ἄρθρο 16, πργφ. 2 τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος, ὅτι «ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες», ὁ δέ, στό ἄρθρο 1 πργφ. 1α τοῦ Ν. 1566/1985, ὅτι τό σχολεῖο ἔχει ὡς ἀποστολή τή δημιουργία ἐλευθέρων, ὑπευθύνων καί δημοκρατικῶν πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι θά «διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης»· καί στό ἄρθρο 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/77), ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς τά τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος», τό ὁποῖο ἀνταποκρίνεται μέ συνέπεια στή δισχιλιετῆ ἑλληνορθόδοξο παράδοση τοῦ Γένους.
Ἡ διά τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος παρεχομένη παιδεία συμβάλλει στή μόρφωση ἐλευθέρων ἀνθρώπων, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8,32), ὡρίμων προσώπων μέ ἐπίγνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς των ταυτότητος καί συγχρόνως ἀποτρέπει τό ἐνδεχόμενο «νά ἀποφοιτήσουν μαθηταί ἀπό τά σχολεῖα μέ ἄριστα, ἀλλά χωρίς τα βασικά ἐφόδια τῆς πνευματικῆς καί ψυχικῆς καταρτίσεως, ὥστε μετά νά ζήσουν στήν κοινωνία ὁλοκληρωμένοι καί ἰσορροπημένοι, ἀλλά ἐλλιπεῖς καί μονομερεῖς, ὡς ἐξαρτήματα μιᾶς ἐπαγγελματικῆς μηχανῆς, χωρίς ὅμως νά εἶναι ὄντως ἐλεύθερες «ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες» (Ἱερά Κοινότης Ἁγίου Ὄρους).
Ὅλα τά ἀνωτέρω ὑπογραμμίζουν τήν ἀναγκαιότητα διδασκαλίας τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στήν ἐκπαίδευση, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τή βάση, τό θεμέλιο τῆς παιδείας στήν «τρισυπόστατη διάστασή της ὡς ἐκπαίδευσης, μόρφωσης καί ἠθικῆς καλλιέργειας» (Ἰω. Β. Κογκούλης). Τοῦτο γνωρίζουμε ὅτι ἐπεδίωξε καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μέ τά σχολεῖα πού ἵδρυσε καί «ἐποίησε καρπόν ἑκατονταπλασίονα» (Λουκ. 8,8), δηλαδή διεφύλαξε ἀκεραίαν τήν πίστη καί τό ἦθος τῶν ὑποδούλων, καθώς καί τή συνείδηση τῆς ἰδιοπροσωπίας καί τῆς ἑτερότητος αὐτῶν ἔναντι τοῦ ὀθωμανοῦ δυνάστη, διετήρησε ἀμίκτους τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ὡς πρός τούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ἀνέκοψε τούς ἐξισλαμισμούς καί ἔθεσε τάς βάσεις διά τήν πολιτιστική συνέχεια καί τήν ἐθνική παλιγγενεσία.

2. Ἐνστάσεις καί ἀναίρεσις αὐτῶν

Κατά καιρούς προβάλλονται διάφορες ἐνστάσεις ὡς πρός τή θέση τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στήν ἐκπαίδευση, τόν χαρακτῆρα καί τό σκοπό αὐτοῦ. Κατωτέρω προβαίνομε εἰς ἐξέτασιν καί ἀναίρεσιν αὐτῶν.
α) Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στήν ἐκπαίδευση ἀποσκοπεῖ στόν προσηλυτισμό τῶν μαθητῶν.
Ὁ ἰσχυρισμός εἶναι ἀφελής καί ἀποδεικνύει, ἄν μή τι ἄλλο, ἄγνοια στοι­χειωδῶν πραγμάτων. Ὁ προσηλυτισμός προϋποθέτει ὅτι οἱ μαθηταί εἶναι ἑτερόδοξοι ἤ ἑτερόθρησκοι, τούς ὁποίους ὁ διδάσκαλος τοῦ μαθήματος προσπαθεῖ μέ ἀθέμιτα μέσα νά προσελκύσῃ στή δική του πίστη. Στήν προκειμένη, ὅμως, περίπτωση οἱ μαθηταί εἶναι βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι διά τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος στό σχολεῖο συμπληρώνουν αὐτά τά ὁποῖα ἔμαθαν ἀπό τούς γονεῖς καί τούς ἀναδόχους τους για τήν πίστη καί τήν κατά Χριστόν ζωή καί βοηθοῦνται νά ἀποκτήσουν συνειδητά καί ἐλεύθερα ἐπίγνωση τῆς ταυτότητός των, νά διαμορφώσουν κριτήρια ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων θά ἀξιολογοῦν τόν καταιγισμόν τῶν πληροφοριῶν καί τῶν ἔξωθεν ἐπιδράσεων, προκειμένου νά ἀποβοῦν ἐλεύθερες προσωπικότητες, ἄτρωτες ἀπό τούς διαφόρους προσηλυτισμούς ἤ τίς ἰδεολογικές στρατεύσεις, πού μέ ὅπλα τόν δόλο, τήν παραπληροφόρηση ἤ τήν παντός εἴδους πλύση ἐγκεφάλου, προσπαθοῦν νά τούς μεταβάλουν σέ ἀπρόσωπα ἄτομα μιᾶς μάζας ἤ σε σιωπῶντες ἀμνούς.
β) Οἱ παράγοντες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν θέσει στό στόχαστρο τό θεολογικό μάθημα καί ἐπιχειροῦν τόν ἐξοβελισμό αὐτοῦ ἀπό τήν ἐκπαίδευση, ἤ ἔστω τήν ἐξουδετέρωση αὐτοῦ, προκειμένου νά ἐπιβάλλουν τίς ἰδικές τους ἰδεολογικές-ἀντιεκκλησιαστικές πεποιθήσεις, προτείνουν εὐκαίρως ἀκαίρως τήν ἀντικατάστασή του ἀπό τό θρησκειολογικό μάθημα, ἤ τά μαθήματα τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν (κοινωνιολογία, παιδαγωγική, ψυχολογία κ.ἄ.).
Ἡ ἀπάντηση στούς παράγοντες αὐτούς εἶναι ἁπλή. Ἐπαρκῆ στοιχεῖα ἐκ τῶν μαθημάτων αὐτῶν, τά ὁποῖα εἶναι βοηθητικά τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, διδάσκονται ἤδη οἱ μαθηταί βάσει τοῦ ἰσχύοντος ἀναλυτικοῦ προγράμματος. Ἡ τυχόν, ὅμως, ὑποκατάστασις τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἀπό τά μαθήματα αὐτά θά ἀκύρωνε τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, ἀφοῦ θά ἀλλοίωνε ριζικῶς τό χαρακτῆρα καί τό σκοπό τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, ὅπως τόν περιγράψαμε ἀνωτέρω, μεταβάλλοντας τά συμβεβηκότα εἰς οὐσίαν τοῦ μαθήματος.
γ) Ἄλλες φωνές, πού ἀκούγονται, ὑποστηρίζουν τήν ἀνάγκη ἐκσυγχρονισμοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος καί προσαρμογῆς αὐτοῦ εἰς τά σύγχρονα δεδομένα, μάλιστα στήν πολυπολιτισμική πραγματικότητα.
Ἡ ἀπάντηση καί στούς ἰσχυρισμούς αὐτούς εἶναι ἁπλή καί ξεκάθαρη. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά τήν ἰδίαν αὐτοῦ μαρτυρίαν «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14,6). Κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ φωτίζοντος τόν ἀπόστολον Παῦλον Ἁγίου Πνεύματος «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,2). Ἑπομένως, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα ἠθική, ὡς ἔκφραση ζωῆς, τήν ὁποία μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός καί ἡ ὁποία διδάσκεται στά σχολεῖα, εἶναι ἀναλλοίωτη, διαχρονική καί παγκόσμιος. Ἐξ αὐτοῦ συνάγεται εὐκόλως ὅτι ἡ οὐσία καί ὁ πυρήνας αὐτῶν δέν μεταβάλλεται καί δέν ἐκσυγχρονίζεται. Ὡς πρός τόν τρόπον προσφορᾶς τῆς διδασκαλίας τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας καί ζωῆς στούς μαθητές, ἔχομε δεδομένο πρότυπο πρός μελέτην ὑπό τῶν διδασκόντων τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τά κείμενα τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὅπου βλέπομε νά παραμένῃ ἀναλλοίωτος ἡ οὐσία καί νά παρατηροῦνται οἱ ὅποιες ἀλλαγές εἰς τά περί τήν οὐσίαν, δηλαδή, στόν τρόπο, τή γλῶσσα καί τό ἔνδυμα, μέ τό ὁποῖο προσφέρεται ἀνά πᾶσαν ἐποχήν καί τόπον ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα ἀλήθεια.
δ) Ὡς πρός τό ἐπιχείρημα τῆς προσαρμογῆς τῆς χώρας μας εἰς τό πολυπολιτισμικό «μοντέλο», κατά τίς ἐπιταγές τῆς «νέας τάξεως» πραγμάτων, ἔχουμε νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς. Ἡ ἐν ἐξελίξει ἐπιχείρηση μεταβολῆς τῆς χώρας εἰς πολυπολιτισμικήν εἶναι ἔξωθεν εἰσαγομένη, χρηματοδοτουμένη καί ἐπιβαλλομένη, ἀποσκοποῦσα εἰς τήν ἀλλοίωσιν τῆς ἰδιοπροσωπίας τοῦ Γένους μας. Τά λεγόμενα διά τά δῆθεν οἰκονομικά, κοινωνικά, δημογραφικά, πολιτιστικά κ.ἄ. ὀφέλη εἶναι ἀφελῆ καί ὑποβολιμαῖα, ἀποτελοῦντα τό προπέτασμα καπνοῦ πρός συσκότισιν τῆς ἀληθείας καί ἀπόκρυψιν τῶν ἀλλοτρίων σκοπῶν.
Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, εἶναι ἐξωφρενικό καί ἀδιανόητο νά ἀπαιτεῖται ἀπό κάποιους νά ἀπεμπολήσουν οἱ πολῖτες τῆς χώρας στήν ἐκπαίδευση καί τούς λοιπούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ τόπου τά ἱερά καί τά ὅσια· τήν ἀλήθεια, τά ἤθη, τά ἔθιμα, τά σύμβολα καί ὅ,τι συνιστᾷ τήν πολιτιστική ἰδιοπροσωπία τοῦ Γένους, διά νά μή θίξουν δῆθεν τούς ἐπήλυδας (ἀλλοδαπούς).
Εἰδικῶς ὡς πρός τόν χῶρον τῆς ἐκπαιδεύσεως, τά θέματα τῶν μεταναστῶν ρυθμίζονται διακριτικά, χωρίς νά μεταβάλλωνται τά προ-γράμματα τῶν ἑλληνο­παίδων, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά παιδιά τῶν ἑλλήνων μεταναστῶν ἀνά τόν κόσμον. Εἰδικώτερον, ὡς πρός τή διδασκαλία τοῦ θεο­λογικοῦ μαθήματος στήν ἐκπαίδευση, τό θέμα τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν ἑτεροδόξων καί ἑτεροθρήσκων ἀπό τήν παρα-κολούθησιν αὐτοῦ εἶναι λελυμένον ἀπό ἐτῶν. Ἡ ἐγκύκλιος 1723/Γ2/13.06.2002 τοῦ ΥΠΕΠΘ γράφει: «Ὕστερα ἀπό τήν ὑποβολή ἐρωτημάτων σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν μαθητῶν τῆς Δευτεροβάθμιας Ἐκπαιδεύσεως ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τήν προσευχή καί τόν ἐκκλησιασμό, σᾶς κάνουμε γνωστό ὅτι ἡ ἀπαλλαγή αὐτή πρέπει νά στηρίζεται σέ δήλωση τοῦ ἴδιου τοῦ μαθητῆ, ἄν εἶναι ἐνήλικος, ἤ τῶν γονέων του, ἄν εἶναι ἀνήλικος, στήν ὁποία θά ἀναφέρει ὅτι δέν εἶναι Χριστιανός Ὀρθόδοξος, χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωτική ἡ ἀναφορά τοῦ θρησκεύματος στό ὁποῖο ἀνήκει». Μέ αὐτή τήν ἐγκύκλιο, λοιπόν, καλύπτονται οἱ «φόβοι» τῆς Ἀρχῆς τῶν Προσωπικῶν Δεδομένων καί ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ὅποια ἀνακίνησις τοῦ θέματος εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.
ε) Ὡς πρός τόν «μῦθο», τέλος, περί τῆς δῆθεν ὑπάρξεως Ὁδηγίας (ντιρεκτίβας) τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ἐπιβαλούσης ρυθμίσεις διά τό θεολογικό μάθημα στήν ἐκπαίδευση «ἡ ἀπάντηση εἶναι ὄχι. Ἡ Εὐρ. Ἕνωση ἔχει καταστήσει σαφές ἀπό τή Συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ τοῦ 1997 καί μέχρι σήμερα μέ ὅλα τά ἐπίσημα κείμενά της ὅτι τά ζητήματα πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας, καθώς καί στή διδακτέα ὕλη τῆς παιδείας, δέν εἶναι ζητήματα δικῆς της ἁρμοδιότητος, ἀλλά τοῦ κάθε κράτους-μέλους ξεχωριστά. Ἐπί πλέον ἡ Εὐρ. Ἕνωση δηλώνει ὅτι σέβεται τήν ἐθνική καί πολιτιστική ταυτότητα τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι τήν ἀποτελοῦν. Ἔτσι, λοιπόν, καί τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν ἀκολουθεῖ κάποια ἑνιαία γραμμή, ἀλλά διαφέρει ἀπό χώρα σέ χώρα ἀναλόγως τῶν τοπικῶν, ἱστορικῶν καί πολιτισμικῶν ἰδιαιτεροτήτων. Ἐννοεῖται, ὅτι τά κράτη-μέλη νομοθετοῦν μέ σεβασμό πρός τίς Διεθνεῖς Συμβάσεις περί Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί ἐπιδιώκουν τήν καλλιέργεια τοῦ ὑγιοῦς θρησκευτικοῦ φρονήματος μακριά ἀπό κάθε φανατισμό καί μισαλλαδοξία. (Κωνστ. Χολέβας)
Ἐκεῖνο, στό ὁποῖο πρέπει νά δώσουμε ἰδιαίτερη σημασία, εἶναι τό πρόσωπο τοῦ λειτουργοῦ-διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος. Ἡ συμβολή αὐτοῦ στήν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ τοῦ μαθήματος εἶναι καθοριστική. Μέ αὐτόν, λοιπόν, ἀσχολούμεθα κατωτέρω.

3. Προϋποθέσεις καρποφόρου διδασκαλίας.

α) Ἡ κλήση καί κλίση τοῦ διδασκάλου.
Ὁ λειτουργός τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, διά νά ἐπιτύχῃ στήν ἀποστολή του, πρέπει νά ἔχῃ δεχθεῖ τήν κλήση τοῦ Θεοῦ διά νά ἐπιτελέσῃ τό ἔργο αὐτό, ἡ ὁποία φυσιολογικά θά συμπίπτῃ καί θά ἐναρμονίζεται μέ τήν συνειδητῶς καί ἐλευθέρως διαμορφωθεῖσα ἐσωτερική κλίση αὐτοῦ διά τήν ἀνάληψη τοῦ συγκεκριμένου ἔργου.
β) Ἡ συμφωνία ἔργων καί λόγων τοῦ διδασκάλου
Ἄλλη ρητή προϋπόθεση διά τήν καρποφόρον διδασκαλία τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος εἶναι ἡ συμφωνία λόγων καί ἔργων τοῦ διδασκάλου. Ὁ Χριστός τονίζει διά τήν συμφωνία αὐτή: «ὅς δ’ ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Ἀλλά, διά νά ἐπιτευχθῇ ἡ συμφωνία αὐτή, εἶναι ἀπαραίτητο ὁ διδάσκαλος νά ἔχῃ ἐγκολπωθεῖ τούς λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου: «Πρόσεχε σεαυτῷ· τοὐτέστι· Μήτε τοῖς σοῖς μήτε τοῖς περί σέ, ἀλλά σεαυτῷ μόνῳ πρόσεχε... τοὐτέστι τῇ ψυχῇ σου... Ἐξέτασον σεαυτόν τίς εἶ, γνῶθι σαυτοῦ τήν φύσιν· ὅτι θνητόν μέν σου τό σῶμα, ἀθάνατος δέ ἡ ψυχή... Ὑπερόρα σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» (Ὁμιλία εἰς τό, Πρόσεχε σεαυτῷ, P.G. 31, 204 A-C). Ἐπίσης, πρέπει νά τόν συνέχῃ ἀδιαλείπτως ἡ προτροπή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καί προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι καί ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετά χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετά συνέσεως» (Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν..., P.G. 35, 480 Β). Ἔτσι, θά ἀποφύγῃ νά ἀκούσῃ τόν παροιμιώδη λόγο: «δάσκαλε πού δίδασκες καί νόμο δέν ἐκράτεις».
γ) Ἡ ἐπίγνωση τοῦ ὕψους καί τῆς εὐθύνης τῆς ἀποστολῆς
Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, ἄλλος ὅρος, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, διά τήν καρποφόρο διακονία τοῦ διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος εἶναι ἡ ἐπίγνωση τοῦ ὕψους καί τῆς εὐθύνης τῆς ἀποστολῆς, τήν ὁποίαν ἀναλαμβάνει. Ὁ Μ. Βασίλειος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς ποιμένας, γράφει: «οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καί οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ, οὐχί ὡς ἰδίαν τινά ἐπιστήμην ἐξ αὐθεντίας οἰκονομῇ, ἀλλ’ ὡς Θεοῦ ὑπηρεσίαν ἐν ἐπιμελείᾳ ψυχῶν αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων πληροῖ μετά φόβου καί τρόμου τοῦ πρός Θεόν» (Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, ρπδ΄, P.G. 31, 1205 AΒ). Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ ἱεροῦ Πατρός ἰσχύουν, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, καί διά τόν διδάσκαλο τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, ὁ ὁποῖος ἔτσι ἀναδεικνύεται λειτουργός θεανθρωπίνου ἔργου. Κατά τόν ἴδιο τρόπο θεωρεῖ τό ἔργο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ λειτουργοῦ καί ὁ Γέρων Πορφύριος. Ἰδού τί συμβουλεύει νεοδιορισθεῖσα καθηγήτρια: «Ὅταν θά πηγαίνεις πρός τό σχολεῖο νά λέγεις τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ὅταν θά μπαίνεις στήν τάξη, νά αἰσθάνεσαι ὅτι μπαίνεις στήν ἐκκλησία. Νά ἀντιμετωπίζεις τά παιδιά μέ ἀγάπη καί αὐστηρότητα. Αὐτά, ἐπειδή θά αἰσθάνονται τήν ἀγάπη σου, θά κατανοοῦν τήν αὐστηρότητά σου καί θά σέ ἀγαποῦν. Καί, ἐάν κάποιο παιδί παρουσιάζει ἰδιαίτερα προβλήματα καί δημιουργεῖ ἰδιαίτερες καταστάσεις, νά δίνεις τό ὄνομά του στόν ἱερέα νά τό μνημονεύει στήν προσκομιδή»(πρεσβ. Γ. Χ. Εὐθυμίου).
Ὅλα τά ἀνωτέρω ὁριοθετοῦν, βεβαίως, τή διδακτική τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, χωρίς νά τήν ἀπαξιώνουν καί ἔτσι ἀντιμετωπίζουν τόν κίνδυνο, ὁ ὁποῖος ἐλλοχεύει στήν ἀπεκκλησιοποιημένη καί ἐκκοσμικευμένη ἐκπαίδευση, νά ἀπολυτοποιεῖται καί οἱονεί νά θεοποιεῖται ἡ διδακτική τοῦ μαθήματος, δηλαδή ὁ τρόπος, τό μέσον, ἡ μέθοδος προσφορᾶς αὐτοῦ, εἰς βάρος τῆς οὐσίας, τοῦ περιεχομένου καί ἐν τέλει τοῦ σκοποῦ τοῦ μαθήματος.
Ἀκόμη, θέτουν στήν ὀρθή βάση τό θέμα τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων, τά ὁποῖα εἶναι βοηθήματα διά τόν διδάσκαλο καί τούς μαθητές καί ὄχι ἡ πεμπτουσία τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας.
δ) Ἡ προσωπικότητα τοῦ διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος.
Ὁ λειτουργός τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχῃ ἀπαντήσει στούς ὑπαρξιακούς προβληματισμούς, ἐρωτήματα καί διλήμματα, ἐνώπιον τῶν ὁποίων εὑρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος κατά τήν ἐφηβική καί τή νεανική του ἡλικία· νά εἶναι, δηλαδή, ὑπαρξιακῶς ξεκάθαρος, μέ διαμορφωμένη τήν προσωπική του ταυτότητα. Τοῦτο θά ἔχῃ ὡς αὐτονόητη συνέπεια τή συνειδητή καί ἐλεύθερη συμμετοχή αὐτοῦ σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Θά εἶναι ὁ ἐκκλησιαζόμενος, ὁ συμμετέχων στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀναφερόμενος σέ διακριτικό πνευματικό πατέρα, ὁ προσευχόμενος, ὁ νηστεύων, ὁ ἐν γένει ἀσκούμενος ὀρθοδόξως, ὁ βαδίζων μέ χαρά τήν ὁδό τῆς κατά Χριστόν ζωῆς.
Ὅλα αὐτά, ἀφ’ ἑνός μέν θά τόν βοηθοῦν νά κατανοῇ τούς μαθητές καί νά στέκεται δίπλα τους στόν ἀγῶνα πού διεξάγουν καί αὐτοί ἐν μέσῳ μυρίων παγίδων καί ἐπιδράσεων, διά τήν διαμόρφωση τῆς προσωπικῆς τους ταυτότητας, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά τόν καθιστοῦν ἀξιόπιστο μάρτυρα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, ἕτοιμον «πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι» (Α΄ Πέτρ. 3,15) καί λαμπρό πρότυπο πρός μίμησιν ὑπό τῶν μαθητῶν. Ἔτσι, ὁ λόγος του, ὡς λόγος Θεοῦ «ζῶν... καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. 4,12) θά διεισδύῃ στίς καρδιές τῶν μαθητῶν καί, χάριτι θείᾳ, θά προκαλῇ τήν «καλήν ἀλλοίωσιν».
ε) Θεολογική καί θύραθεν κατάρτιση τοῦ λειτουργοῦ τοῦ μαθήματος
Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, εἶναι ἀπαραίτητο νά διαθέτῃ ὁ διδάσκαλος τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος τήν ἀρίστη θεολογική καί θύραθεν κατάρτιση, διά νά εἶναι σέ θέση νά διαλέγεται στήν τάξη καί ἐκτός αὐτῆς μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες. Αὐτοί, ἀφ’ ἑνός μέν διανύουν τήν ἡλικίαν τῶν ἀναζητήσεων, ἀποριῶν, ἀμφισβητήσεως καί κριτικῆς τῶν πάντων, ἀφ’ ἑτέρου δέ «βομβαρδίζονται» ἀπό καταιγισμό πληροφοριῶν καί παραπληροφορήσεως διά τά θέματα πίστεως καί ζωῆς. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι αὐτονόητο νά ἀπευθύνωνται στόν διδάσκαλο τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος καί νά ζητοῦν ἀπό αὐτόν, ὡς ἁρμόδιον, ἀπαντήσεις σέ ὅλα τά ἐρωτήματα πού τούς ἀπασχολοῦν.
Ὁ διδάσκαλος θά ἀντιμετωπίζει μέ εὐχέρεια καί γόνιμο τρόπο τούς προβληματισμούς, τίς ἀναζητήσεις καί τίς ἀνησυχίες τῶν μαθητῶν, ἐάν, ἐκτός ἀπό αὐτά πού ἐτονίσαμε στήν προηγούμενη παράγραφο, φροντίζῃ νά ἔχῃ ἄρτιες θεολογικές σπουδές κατά τά φοιτητικά του χρόνια, ἐάν μεριμνᾷ νά καταρτίζεται διά βίου καί ἐάν, τελῶν ἐν πνευματικῇ ἐγρηγόρσει, παρατηρῇ τά δρώμενα εἰς τόν κόσμο καί ἑρμηνεύῃ αὐτά ὑπό τό φῶς τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας.
Αὐτονόητος εἶναι ἀκόμη ἡ σπουδή καί μελέτη ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν μαθητῶν καί μαθητριῶν στίς διάφορες ἡλικίες, τῶν προβλημάτων αὐτῶν καί τῆς ποικιλίας τῶν ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι συντελοῦν στή δημιουργία αὐτῶν. Ἔτσι, συνεργούσης τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θά ἐπιτυγχάνει τά ἄριστα ἀποτελέσματα στό ἔργο του.
στ) «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις»
Ἔχοντας ὁ λειτουργός τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος τά ἀνωτέρω ἐφόδια καί ἐπίγνωση τῆς καταστάσεως, θά προσεύχεται ἀπό καρδίας εἰς τόν Χριστόν ὑπέρ τῶν μαθητῶν του. Ἐμπνεόμενος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θά τούς προσεγγίζει μέ ἀληθινή ἀγάπη, ἀπό τήν ὁποία εἶναι στερημένα τά παιδιά τῆς ἀτομιστικῆς ἐποχῆς μας. Μάλιστα, ὁ Γέρων Πορφύριος ἐχαρακτήριζε τά παιδιά αὐτά «ὀρφανεμένα». Θά φέρεται πρός τούς μαθητές μέ ταπείνωση καί ἐπιείκεια, ὄχι μέ ἀλαζονεία καί σκληρότητα, δηλαδή, μέ συμπεριφορές πού πλεονάζουν στήν ἐγωιστική κοινωνία μας καί οἱ ὁποῖες πληγώνουν τήν ψυχή τῶν μαθητῶν καί στιγματίζουν τήν προσωπικότητά τους. Χρειάζεται νά διαθέτει μεγάλη ὑπομονή, διότι κατά τήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου του θά διαβαίνει «ἐν μέσῳ παγίδων» (Σοφ. Σειράχ 9,13), πολλῶν, στημένων ἐκ τοῦ «ἀνθρωπο-κτόνου» (Ἰω. 8,44) καί τοῦ προκατειλημμένου πεπτωκότος ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖοι θά ἐπιχειροῦν, διά τῆς χλεύης, τῆς εἰρωνείας καί τῆς παντοειδοῦς ἀντιδράσεως, νά ἀκυρώνουν τήν ἀποστολή του. Αὐτούς καλεῖται νά ἀντιμετωπίζει κατά τήν ἀποστολική προτροπή: «μή νικῶ ὑπό τοῦ κακοῦ, ἀλλά νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τό κακόν» (Ρωμ. 12,21). Θά συμπεριφέρεται πρός τούς μαθητές του βάσει τῆς ποιμαντικῆς ἀρχῆς τῆς ἐξατομικεύσεως, σεβόμενος ἕνα ἕκαστον ὡς μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσω-πικότητα. Αὐτό θά εἶναι εὐχερές δι’ αὐτόν, ἐάν διαθέτῃ τήν ἀπότοκο τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως ἀρετήν τῆς διακρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι «πασῶν τῶν ἀρετῶν μείζων» (Ἅγιος Κασσιανός). Διά τούτων θά ἐπικοινωνεῖ μέ τούς μαθητές μέσα στήν τάξη, δεχόμενος ἐρωτήσεις, δίδων ἀπαντήσεις καί ἐν γένει διαλεγόμενος μαζί τους, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν τάξη «νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. 20,31) κατά τό ἀποστολικόν πρότυπον. Τέλος, ἐπειδή τό ἔργο τοῦ διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, πέραν τῆς μεταδόσεως γνώσεων, συνίσταται κυρίως εἰς τήν μόρφωσιν Χριστοῦ ἐν ταῖς καρδίαις τῶν μαθητῶν (πρβλ. Γαλ. 4,19), δηλαδή εἰς τήν οἰκοδόμησιν ἀρτίων, ὑγιῶν καί ἁγίων προσωπικοτήτων, ἐφ’ ὅσον «ἡ παιδεία μετάληψις ἁγιότητός ἐστι» (ἅγιος Ἰω. Χρυσόστομος), αὐτός θά εὑρίσκεται πάντοτε δίπλα στούς μαθητές «χαίρων μετά χαιρόντων καί κλαίων μετά κλαιόντων» (πρβλ. Ρωμ. 12,15). Ἔτσι, θά βοηθεῖ αὐτούς μέ τόν λόγο, τό παράδειγμα καί τήν παντοειδῆ συμπαράσταση νά διέλθουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τίς διάφορες περιστάσεις, θλίψεις, ἀνάγκες, πειρασμούς, κινδύνους, ἀρνη-τικές ἐπιδράσεις καί νά καταστοῦν, κατά μέν τό παρόν μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας καί χρηστοί πολῖτες τῆς κοινωνίας, κατά δέ τό μέλλον πολῖτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

4. Ἄλλοι τομεῖς δράσεως τοῦ διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος.

α) Οἱ συνάδελφοί του
Ὁ αὐθεντικός λειτουργός τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος κατέχει κεντρική θέση στή ζωή καί λειτουργία τῆς σχολικῆς μονάδος, ὅπου ὑπηρετεῖ.
Ἐκτός ἀπό τούς μαθητές, ἀσχολεῖται καί μέ τούς συναδέλφους του. Ὡς αὐθεντικό παιδί τοῦ Θεοῦ, θά ἀποτελεῖ μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά του εὐλογημένη παρουσία στά πλαίσια τοῦ συλλόγου τῶν διδασκόντων, κυριολεκτικῶς «Χριστοῦ εὐωδία» (Β΄ Κορ. 2,15). Ὡς ἐργατικός, πρόθυμος, δίκαιος, συνεργάσιμος, εἰρηνοποιός, φιλικός στήν ἐπικοινωνία μέ τούς συναδέλφους, γόνιμος καί δημιουργικός στή λειτουργία τοῦ σώματος τῶν διδασκόντων, φυσιολογικῶς θά ἀποβαίνει σημεῖον ἀναφορᾶς δι’ αὐτούς. Θά εἶναι δέ πάντοτε ἕτοιμος «πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι» (Α΄ Πέτρ. 3,15) καί ἀκόμη πρόθυμος νά προσφέρει εἰς αὐτούς «καθότι ἄν τις χρείαν ἔχει» (Πράξ. 2,45).
Θά ἐπιδίδεται εἰς τό ἔργον αὐτό ἔχων συναίσθηση τῶν δυσκολιῶν, οἱ ὁποῖες ἐγείρονται ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ ἀνθρώπου, «τήν σάρκα, τόν διάβολον καί τόν κόσμον» (ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός). Θά λειτουργεῖ ὡς «συνεργός Θεοῦ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 3,9) εἰς ἀποστολήν, ἡ ὁποία «τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) μέ τή συνείδηση ὅτι τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9,16).

β) Οἱ γονεῖς τῶν μαθητῶν του
Ἐκτός τῶν ἀνωτέρω, ἡ ἀποστολή τοῦ λειτουργοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἐκτείνεται καί πρός τούς γονεῖς τῶν μαθητῶν. Ἡ μετ’ αὐτῶν συνεργασία θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος καί οἱ γονεῖς τῶν μαθητῶν μεριμνοῦν ἀπό κοινοῦ διά τήν πρόοδό τους. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους γίνεται σέ τακτά χρονικά διαστήματα, εἴτε κατά τήν ἑβδομαδιαία ὥρα, πού ὁ λειτουργός δέχεται τούς γονεῖς, εἴτε κατά τήν παραλαβή τῆς βαθμολογίας τῶν μαθητῶν ὑπό τῶν γονέων, εἴτε καί ἐκτάκτως, ἐάν οἱ περιστάσεις τό ἀπαιτήσουν.
Δεδομένης τῆς κρίσεως τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας σήμερα, τῆς συγχύσεως, τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ καί τῆς ζάλης τῶν γονέων, ὁ αὐθεντικός διδάσκαλος τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος μπορεῖ νά ἀποτε-λέσει παράγοντα ἀναφορᾶς, βοηθείας, στηρίξεως καί ἀνακουφίσεως τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἀκόμη, μπορεῖ νά γίνει πολύτιμος συνεργάτης καί σύμβουλος αὐτῶν στήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους. Καί τοῦτο, διότι ἡ ὑγιής πνευματική κατάσταση, ἐπικοινωνία καί σχέση τῶν γονέων μέ τά παιδιά τους εἶναι καθοριστική διά τήν ἐξέλιξιν αὐτῶν, σύμφωνα μέ τήν προτρεπτική συμβουλή τοῦ Γέροντος Πορφυρίου πρός τούς γονεῖς: «Ἐσεῖς νά γίνετε ἅγιοι καί θά γίνουν καί τά παιδιά σας καλά». Ἐνῶ, ἀντιθέτως, ἡ νοσηρή πνευματική κατάσταση τῶν γονέων, ἡ πολύ-πραγμοσύνη καί ἡ ἐξ αὐτῶν ἔλλειψις ἐπικοινωνίας μέ τά παιδιά τους πληγώνει τίς καρδιές τῶν τελευταίων, τραυματίζει τή μεταξύ τους σχέση καί ὁδηγεῖ τά παιδιά σέ μαθησιακό κατήφορο καί παραβατικές συμπεριφορές.

γ) Ἡ Μητρόπολις, ἡ Ἐνορία, οἱ πολιτιστικοί καί κοινωνικοί φορεῖς.
Ἡ ἀποστολή τοῦ λειτουργοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἐκτείνεται και πέραν τοῦ χώρου τοῦ σχολείου καί τῶν ἀμιγῶς σχολικῶν δραστηριοτήτων.
Αὐτός εἶναι δυνατόν νά συμμετέχει «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» (Ἑβρ. 1,1) εἰς τό ἔργο τῆς μητροπόλεως, εἰς τό ἐνοριακό καί τό εὐρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, συμβάλλων εἰς τήν «καλήν ἀλλοίωσιν» τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κοινωνίας.
Εἰδικώτερα, μπορεῖ νά ἀποβῇ ὁ πολυτιμότερος λαϊκός συνεργάτης τοῦ μητροπολίτου, τοῦ ποιμένος τῆς ἐνορίας στό κατηχητικό καί κηρυκτικό ἔργο, στή διδασκαλία ἀντιαιρετικῶν μαθημάτων, τή διεξαγωγή κύκλων μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, καθώς καί σέ ἄλλους τομεῖς δράσεως σέ ἐπίπεδο μητροπόλεως ἤ ἐνορίας. Ἀκόμη, μπορεῖ νά γράφῃ, ἐπιμελεῖται καί παρουσιάζῃ θεολογικές ραδιοφωνικές ἤ τηλεοπτικές ἐκπομπές. Ἐπίσης, μπορεῖ νά προσφέρει πολύτιμες ὑπηρεσίες στή λειτουργία ἱδρυμάτων, πολιτιστικῶν συλλόγων καί φορέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα.
Ὑπέρ ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τόν εὐρύτερο χῶρο δράσεως αὐτοῦ, χάριν τῶν ὁποίων ἀγωνίζεται καί κοπιάζει ὡς «συνεργός Θεοῦ», ὁ λειτουργός τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος θά προσεύχεται, θά τούς ἀγαπᾶ, ἀνέχεται καί συγχωρεῖ, θά εἶναι ταπεινός, ἐπιεικής, καταδεκτικός καί πρό πάντων διακριτικός, γενόμενος «τοῖς πᾶσι... τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσῃ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 9,22).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μέ ὅσα ἐγράψαμε, πιστεύομε ὅτι ἀπεδείχθη ἡ κεντρική θέση τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στό ἐκπαιδευτικό γίγνεσθαι καί ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀναγκαιότης τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ στό σχολεῖο πρός ἐπίτευξη τοῦ ἀναφερθέντος σκοποῦ.
Ἐπίσης, διεφάνη ἡ θεμελιώδης σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος ἀπό αὐθεντικούς λειτουργούς-διδασκάλους, κεκλημένους διά τήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Αὐτοί, ἐκτός τῶν μαθητῶν, θά ἔχουν δημιουργική καί γόνιμη ἐπικοινωνία μέ παράγοντες ἐντός καί ἐκτός τοῦ σχολείου, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν ἐπίδραση στό σχολικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ἑπομένως, εἶναι ἀπό πάσης ἀπόψεως ἀπαράδεκτος καί δηλωτική παρακμῆς, ἡ ἐπιχειρούμενη προσπάθεια ὑποβαθμίσεως τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος καί τῆς θέσεως τοῦ διδασκάλου τοῦ μαθήματος αὐτοῦ στά πλαίσια τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας τῆς χώρας μας. Καί τοῦτο, μάλιστα, εἰς ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ἄθεα καπιταλιστικά κράτη καί χῶρες τοῦ τέως ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ ἐπαναφέρουν τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος στά σχολεῖα, ἀφοῦ, ἐν τῷ μεταξύ, ἐθυσίασαν μερικές γενεές νέων ἀνθρώπων στό βωμό τῶν καταστροφικῶν ἰδεολογικῶν πειραματισμῶν τους.
Ἀντί τῆς ὑποβαθμίσεως ἤ τοῦ ἐξοβελισμοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἀπό τήν ἐκπαίδευση, τό ζητούμενο καί ἐπιθυμητό εἶναι ἡ διδασκαλία ἀνοθεύτου καί ἀκαινοτομήτου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἡ παροχή στούς μαθητές αὐθεντικῶν προτύπων ζωῆς. Ἔτσι, θά τούς δίνεται ἡ δυνατότητα νά διαμορφώνουν κριτήρια μέ σκοπό τήν ἐξεύρεση τῆς ταυτότητάς τους ὡς προσώπων καί μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους. Ἐπίσης, θά ἀποκτοῦν τίς προϋποθέσεις διά τήν ἀνάδειξή τους σέ ἐλεύθερες καί ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες, ἀνεξάρτητες ἀπό τίς παντοειδεῖς δουλεῖες τῶν ποικίλων ἰδεολογικῶν προκαταλήψεων καί στρατεύσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου