5/5/09

Ηρακλής Ρεράκης, Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα

Το μάθημα των θρησκευτικών σήμερα
του Ηρακλή Ρεράκη
Αναπληρωτή Καθηγητή του Α.Π.Θ.
Από το περιοδικό της ΠΕΘ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», Ιανουάριος-Μάρτιος 2009, τεύχος 1

Εισήγηση στην Ημερίδα : «Η Εκκλησία και οι θεολόγοι, η οποία έγινε στις 22 Νοεμβρίου 2008 στην Αίθουσα του Διορθοδόξου Κέντρου Πεντέλης, παρουσία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, μελών της Ιεράς Συνόδου, των Κοσμητόρων των θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και πολλών εκλεκτών Συνέδρων.
Γενικές παρατηρήσεις
Ή θρησκευτικότητα αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι το γνωστικό αντικείμενο, πού βοηθά το μαθητή να αποκτήσει μια υγιή θρησκευτική συνείδηση, που να ανταποκρίνεται στην έμφυτη πνευματική του ανάγκη, αφού ή πίστη στο Θεό αποτελεί ένα κύριο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής. Ή θρησκευτικότητα μπορεί να καλύψει την ανάγκη και την αναζήτηση πού έχει ό νέος για αφοσίωση και αυτοπραγμάτωση.
Ή ελληνική πολιτεία, ήδη από την ίδρυση της, διαπιστώνοντας ότι οι πολίτες της, στη μεγάλη τους πλειονοψηφία είναι ένθεοι, όπως όλοι σχεδόν οι δια μέσου των αιώνων προγονοί τους κα\ επειδή υπάρχουν εκατοντάδες θρησκευτικές αιρέσεις, μερικές από τις όποιες μάλιστα είναι και επικίνδυνες, θεώρησε ως αναγκαία την ένταξη στο Πρόγραμμα Σπουδών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του μαθήματος των θρησκευτικών.
Ή θρησκευτική αγωγή, ως ένα από τα βασικότερα ανθρωπιστικά και κοινωνικά μαθήματα του σχολείου, αποτελεί μια σύγχρονη και απαραίτητη, ιδιαίτερα στην εποχή μας, σχολική παιδευτική διαδικασία, που στοχεύει σε ένα καινούριο άνθρωπο και ένα καινούριο κόσμο.
Στόχος της είναι να βοηθήσει το μαθητή να καλλιεργήσει στην ψυχή του την επιθυμία της συμμετοχής του στην ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσης, που άρχισε ό Ιησούς Χριστός και συνεχίζει ή Ορθόδοξη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος.
Προσδοκία της είναι, επίσης, να συντελεί στη διαμόρφωση στάσεων και τρόπων ζωής, πού να έχουν ως αφετηρία τους την αλήθεια, την αγάπη και την ελευθερία. Ταυτόχρονα, συντελεί σημαντικά στο να καλλιεργείται με αρτιότερο τρόπο στο σχολείο ή προετοιμασία ενός ευρωπαίου άνθρωπου, που να μπορεί να συμμετέχει στη σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας και της τεχνολογίας, διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα ανθρωπιστικά και κοινωνικά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.
Το μάθημα των θρησκευτικών οδηγεί το μαθητή μέσα από μια διαδρομή, κατά την οποία συναντιέται ό ελληνικός πολιτισμός με την ορθόδοξη παράδοση. Είναι ή διαδρομή πού βιώθηκε από το σύνολο του λάου και σχετίζεται άμεσα με αυτό πού λέμε νεοελληνική ταυτότητα . Ή ταυτότητα αυτή, εκτός από τις άλλες σχεσιακές της συνδέσεις, σχετίζεται άμεσα και με την ορθόδοξη θρησκευτική συνείδηση, το ήθος και τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας. Ή εκκλησιαστική ζωή και ή χριστιανική πίστη, άλλωστε, έχουν επηρεάσει διαχρονικά την ελληνική νομοθεσία, την κοινωνική, την πολιτισμική και την πολιτική ζωή.
Ή οργανική αυτή σχέση αποτελεί μια από τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού λάου, ή δε Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις μέχρι τώρα οδηγίες της, όχι μόνο δεν επιβάλλει την κατάργηση ή παραχάραξη των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων κανενός από τους λαούς της, αλλά, αντίθετα, έχει εκφράσει τις προθέσεις της για την ανάγκη προστασίας και διατήρησης τους.
Ή σχολική θρησκευτική αγωγή, εμπλουτισμένη όπως είναι με ένα συνδυασμό πού συμπεριλαμβάνει και τον πολιτισμικό και τον ηθικοκοινωνικό προσανατολισμό των μαθητών, άπαντα ικανοποιητικά στο ομολογουμένως τεράστιο ενδιαφέρον, πού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπάρχει τα τελευταία χρόνια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, για τη θρησκεία και την πίστη .
Το μάθημα των θρησκευτικών, εκτός των άλλων, εμπνέει και ηθικοκοινωνικές αρχές στους μαθητές. Τα τελευταία χρόνια, έντονη είναι ή αίσθηση ότι ή αληθινή κοινωνικότητα και το γνήσιο ανθρώπινο ήθος αποτελούν σπάνια φαινόμενα στις σύγχρονες κοινωνίες. Αν και ή εποχή μας είναι έντονα επικοινωνιακή, οι άνθρωποι αισθάνονται μεγάλη μοναξιά, κλείνονται στον εαυτό τους και «κυριαρχούνται από το στοιχείο της διαφωνίας, της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης». Αυτή ή έλλειψη αληθινής κοινωνίας προσώπων είναι το βασικό πρόβλημα τους, αφού θεωρείται ή πηγή όλων των αρνητικών καταστάσεων της πολιτικοκοινωνικής ζωής.
Το μάθημα των θρησκευτικών, μέσα από την αληθινή αγάπη, πού πηγάζει από την πίστη και το έντονο κοινωνικό και ευχαριστιακό πνεύμα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, αποζητά την προσωπική σχέση και καλλιεργεί την κοινωνικότητα, καθώς και τις αληθινές διανθρώπινες, οικουμενικές και διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους και λαούς .
Με την παρούσα εργασία, θα θέλαμε να παρέμβουμε, από πλευράς παιδαγωγικής κριτικής, σε δύο σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών θέματα, που απασχολούν την επικαιρότητα: το θέμα της προαιρετικότητας του μαθήματος των θρησκευτικών και το συναφές μ' αυτά θέμα της μετατροπής των θρησκευτικών σε θρησκειολογία.
Α. Το μοντέλο της προαιρετικότητας του θρησκευτικού μαθήματος
1. Οι λόγοι καθιέρωσης της υποχρεωτικότητας της θρησκευτικής αγωγής
Σε ευρωπαϊκά κράτη, όταν σχεδιάζεται κάποια μεταρρύθμιση στο σχολείο και ειδικά σε θέματα πού αφορούν στα Αναλυτικά Προγράμματα (Curricula), πραγματοποιείται μια πολύχρονη επιστημονική διαδικασία από συσκέψεις και έρευνες ειδικών. Ή διαδικασία αύτη, αφού καταλήξει σε κάποιο πόρισμα, εφαρμόζεται πειραματικά για μία - δύο σχολικές χρονιές σε κάποιες σχολικές μονάδες, εξετάζονται και αναλύονται τα αποτελέσματα, οι αντιδράσεις δασκάλων-μαθητών, διαπιστώνεται, εάν και πόσο ωφελείται ή βλάπτεται ό μαθητής και ή παιδεία γενικότερα και μετά συσκέπτεται ή πολιτική ηγεσία για αποφάσεις.
Ωστόσο, ενημερώνεται ή κοινή γνώμη και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, ζητείται ή θέση των ειδικών, των γονέων, των εκπαιδευτικών και πραγματοποιείται επιστημονική ανταλλαγή απόψεων για το θέμα σε ειδικά επιστημονικά περιοδικά. Αφού λάβει όλα αυτά υπόψη, ή πολιτική ηγεσία αποφασίζει ή όχι για τη γενίκευση των αλλαγών σε όλες τις σχολικές μονάδες της χώρας.
Σε μας, κατά την περίπτωση της πρόσφατης κατάργησης της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των θρησκευτικών, δεν έγινε τίποτε από τα παραπάνω. Στάλθηκαν μόνον οι υπουργικές εγκύκλιοι και τέθηκαν απευθείας σε εφαρμογή από τα σχολεία.
Ή απόφαση αυτή είναι μια πολιτική πράξη με ιδιαίτερη σημασία, διότι για πρώτη φορά, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και την καθιέρωση του μαθήματος των θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία ως υποχρεωτικού, αμφισβητείται τόσο απροκάλυπτα και έμπρακτα η αξία της σχολικής θρησκευτικής αγωγής.
Πάντοτε αναγνωριζόταν από την ελληνική πολιτεία ο υψηλός παιδαγωγικός ρόλος του θρησκευτικού μαθήματος, διότι θεωρούνταν ότι εκφράζει, προβάλλει, διερμηνεύει και διασώζει στο χώρο της ελληνικής παιδείας τόσο τον ορθόδοξο χριστιανικά πολιτισμό, όσο και τον τρόπο ζωής της ζώσας για όλους σχεδόν τους Έλληνες εκκλησιαστικής παράδοσης.
Ή συνταγματική υποχρεωτικότητα, άλλωστε, της εκπαίδευσης και συνεπώς, της παρακολούθησης όλων των σχολικών μαθημάτων δηλώνει ότι τα περιεχόμενα των μαθημάτων αυτών θεωρούνται αναγκαία και αναντικατάστατα για μια γενική παιδεία και μια κοινή θρησκευτική, ανθρωπιστική, πολιτισμική, Ιστορική, γλωσσική, κοινωνική και οικολογική αγωγή.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή πού ή ανάγκη για ανθρωπιστική μόρφωση των νέων με γνώσεις, παιδεία και ήθος συνεχώς μεγεθύνεται.
Ένας από τους πιο πετυχημένους ορισμούς της μάθησης είναι εκείνος πού την προσδιορίζει ως «μόνιμη μεταβολή της συμπεριφοράς, πού προκύπτει ως αποτέλεσμα εμπειρίας και άσκησης». Οι γνώσεις πού παίρνει το παιδί στο σχολείο εμπεριέχουν θρησκευτικά, πολιτισμικά, ηθικοκοινωνικά και οικολογικά πρότυπα καθώς και άλλες παιδαγωγικές ευαισθησίες έτσι, ώστε να μπορεί βαθμιαία να καλλιεργεί ή ακόμη και να διορθώνει τη σκέψη και το χαρακτήρα του.
Γενική διαπίστωση στο χώρο των επιστημών της αγωγής είναι ότι οι μαθητές πού παρακολουθούν το σχολείο διαφέρουν συνήθως από τους αναλφάβητους ή εκείνους πού λαμβάνουν λιγότερη μόρφωση. Όσο περισσότερο φοιτούν οι μαθητές στο σχολείο, τόσο πιο πολύ βελτιώνεται το ήθος τους, διότι μαθαίνουν πιο πολύ τους κοινωνικούς τους ρόλους, την κουλτούρα και την ιστορία του τόπου τους και γενικά, προετοιμάζονται για τη ζωή. Οι γνώσεις τους βοηθούν στην επικοινωνία τους στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις τους, στη διαμόρφωση της ταυτότητας τους σε σχέση με την κοινωνία πού ζουν, στην περαιτέρω μάθηση και στην επίλυση ή αντιμετώπιση προβλημάτων στη ζωή τους. Ανάμεσα στις δεξιότητες και στα χαρακτηριστικά πού επηρεάζονται από τη φοίτηση στο σχολείο, είναι ή κατανόηση και βίωση της αξίας της δημοκρατίας, ή καλλιέργεια και άσκηση της ικανότητας τους να σκέπτονται με κριτικό τρόπο, καθώς και ή θετική επίδραση στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς τους .
Βασικά κριτήριο για την κατάρτιση των Προγραμμάτων Σπουδών και τη συγγραφή των σχολικών βιβλίων είναι να προσφέρουν, με το περιεχόμενο τους, αγωγή, παιδεία και μόρφωση στους μαθητές.
Το μάθημα των θρησκευτικών, ως γνωστό, με βάση τον ισχύοντα Νόμο 1566 του 1985 για την Εκπαίδευση, συμβάλλει μαζί με όλα τα αλλά μαθήματα στην εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, που είναι, εκτός των άλλων, «ή ολόπλευρη, αρμονική και Ισόρροπη ανάπτυξη ... των μαθητών... σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες».
Πέρα από τη συμβολή του, ωστόσο, στη γενική μόρφωση των μαθητών, το μάθημα των θρησκευτικών έχει και ως ειδικό στόχο να βοήθα την παιδεία να εκπληρώνει το συνταγματικό της σκοπό πού είναι «ή ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών» . Με τον Ισχύοντα Νόμο 1566 του 1985, ό παραπάνω συνταγματικός σκοπός της ελληνικής παιδείας συγκεκριμενοποιείται ακόμη περισσότερο, στη βοήθεια πού παρέχει ή παιδεία στους μαθητές, προκειμένου «να διακατέχονται από πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης».
Ό παραπάνω Νόμος, μάλιστα, ορίζοντας ειδικότερα το σκοπό της παιδείας, τονίζει ότι το σχολείο βοήθα τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» για να μπορούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες».
Στο Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών στα θρησκευτικά του 1998, ακόμη, ως σκοπός της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, ορίζεται ή «καλλιέργεια του ορθόδοξου εκκλησιαστικού χριστιανικού φρονήματος και ή πορεία της ζωής των μαθητών σύμφωνα με αυτό» καθώς και ή καθοδήγηση τους «στη σωστή κοινωνικοποίηση» .
Στο τελευταίο, έξαλλου, νέο Διαθεματικό Πρόγραμμα Σπουδών τονίζεται ότι ή σύγχρονη πραγματικότητα «απαιτεί την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, δεξιοτήτων επικοινωνίας, συνεργασίας κα\ συμμετοχής όλων στις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις».
Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικό της κοινωνικής ρευστότητας, ή κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και ή πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση» .
Σύμφωνα με τα παραπάνω, για την επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας, ωστόσο, «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής».
Ειδικότερα, στο νέο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών, που άφορα στο μάθημα των θρησκευτικών, αναφέρεται ότι «ή θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών, όπως αναγνωρίζεται και διεθνώς..., έχει υψίστη κοινωνική σημασία». Υπογραμμίζεται ακόμη ότι το μάθημα των θρησκευτικών «συμβάλλει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων» και ότι με τη διδασκαλία του «οι μαθητές επιδιώκεται να αξιοποιήσουν την προσφορά του μαθήματος, ώστε να ευαισθητοποιηθούν απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να βοηθηθούν να πάρουν έμπρακτα θέση» .
Με όσα προαναφέραμε, είναι εμφανές ότι ή ίδια ή πολιτεία, με βάση το Σύνταγμα, τους ισχύοντες νόμους και τα Προγράμματα Σπουδών, αναγνωρίζει την αξία και την αναγκαιότητα της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο και δέχεται, με τον τρόπο αυτό, αυτό πού δέχονται όλες οί ευρωπαϊκές χώρες και όλες οι σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, ότι δηλαδή ή αγωγή και ή μόρφωση των μαθητών δεν μπορεί να είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και τη θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον όποιο ζουν και αναπτύσσονται .
2. Ό αντιπαιδαγωγικός χαρακτήρας του προαιρετικού μοντέλου της σχολικής θρησκευτικής αγωγής
Ή θέσπιση από το ΥΠΕΠΘ της προαιρετικότητας του μαθήματος των θρησκευτικών στο σχολείο δημιουργεί τεράστιο κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα .Ή ελληνική παιδεία με το μέτρο αυτό χάνει ένα μέρος του κοινωνικοποιητικού και πολιτισμικού της ρόλου, που θα έχει αντίκτυπο, όχι μόνο στους μη συμμετέχοντες μαθητές, οι όποιοι, ούτως ή άλλως, πρόκειται να κληρονομήσουν ένα μαθησιακό και, επομένως, κοινωνικό και πολιτισμικό κενό με μεγάλες συνέπειες στην πορεία της ζωής τους, άλλα και στην κοινωνία γενικότερα.
Με το μέτρο της προαιρετικότητας γίνεται επίσημα αποδεκτή μια διπλής μορφής και ποιότητας κοινωνικοποίηση στο σχολείο με δύο κατηγορίες εκκολαπτόμενων πολιτών: αυτούς πού θα μετέχουν και θα μαθαίνουν τα μορφωτικά αγαθά, που σχετίζονται με τον πολιτισμό και την ηθικοκοινωνική αγωγή πού προσφέρονται μέσα και από τη θρησκευτική αγωγή και αυτούς πού δεν θα τα μαθαίνουν.
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι ή ηθικότητα, ως τρόπος συμπεριφοράς, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας πού έχει, «αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της παιδαγωγικής, πού επιχειρούν ανάλογα, να αναλύσουν, να ερμηνεύσουν ή να εμπεδώσουν τις στάσεις και τις πρακτικές της».
Ή ηθικοκοινωνική αγωγή και συμπεριφορά του παιδιού, Ιδιαίτερα μέσα σε ένα θρησκευόμενο λαό, βασίζεται, εκτός των άλλων, στη θρησκευτική διάσταση της μαθήσεως πού παρέχεται από το σχολείο. Άλλωστε, ή άμεση και στενή σχέση και εξάρτηση της θρησκευτικότητας με την ηθική κρίση και πράξη, δηλαδή με τη συμπεριφορά του μαθητή, επιβεβαιώνεται και από τις σύγχρονες έρευνες. Αξιομνημόνευτη θεωρείται ή ερευνητική εργασία του Κοhlberg, ό όποιος μελετώντας τη σχέση της ηθικότητας με τη θρησκευτικότητα, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της θεωρίας του για τον τρόπο και τα στάδια ηθικής ανάπτυξης του παιδιού, αναγνώρισε τη θετική επίδραση της θρησκευτικότητας στην ηθική κρίση κάί κυρίως, στην ηθική πράξη
Το θέμα της προαιρετικότητας του θρησκευτικού μαθήματος δεν είναι απλό, διότι, εκτός των άλλων, προσφέρονται επίσημα στο δημόσιο σχολείο σε κάποιους μαθητές μειωμένες ευκαιρίες αγωγής κα\ μάθησης. Ή ανισότητα ευκαιριών, ωστόσο, αποτελεί μέτρο αντιπαιδαγωγικό, διότι με τον τρόπο αυτό παρέχονται στους μαθητές διαφορετικά αξιακά επίπεδα μαθήσεως, παιδείας και μορφώσεως. Έτσι, όταν οί μαθητές, πού λαμβάνουν λιγότερα μαθησιακά αγαθά, εισέλθουν στην κοινωνία, ως υπεύθυνοι πολίτες, ή έλλειψη αύτη θα επιδράσει δυσμενώς στην ομαλή επικοινωνία, συνύπαρξη και συμβίωση τους με τους υπολοίπους.
Τίθενται, όμως, και λόγοι άνισης μεταχείρισης του μαθήματος των θρησκευτικών, σε σχέση με όλα τα αλλά υποχρεωτικά μαθήματα, αφού το μάθημα θεωρείται ως μάθημα όχι ειδίκευσης, αλλά μάθημα πού προάγει μια γενική πολιτισμική παιδεία και μόρφωση και συμβάλλει στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας των μαθητών .
Έκτος των άλλων όμως, οι μαθητές του ελληνικού σχολείου, που ζουν σε μια χώρα πού είναι δεμένη με τη χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση και το λαϊκό πολιτισμό, θα έχουν μεγάλα μαθησιακά και επικοινωνιακά κενά, αν δεν γνωρίζουν τη σημασία και το νόημα βασικών θρησκευτικών στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ελληνικού λάου, ως γνωστό, συν-δέεται με τα γεγονότα, το εορτολόγιο και την εν γένει θρησκευτική ζωή, ή οποία μάλιστα προσδίδει μια υπαρξιακή και αξιακή αναφορά και ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή του. Τα θρησκευτικά γεγονότα, οι θρησκευτικές πράξεις, οι θρησκευτικοί συμβολισμοί καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος αυτού πού ονομάζεται «πολιτισμικό περιβάλλον» του ελληνικού λάου. Ό σύγχρονος Έλληνας αγαπά τις παραδόσεις του, έχει μάθει να ζει με τα ήθη, τα έθιμα, τις μεγάλες εορτές, τις επετείους, τις βαφτίσεις, τους γάμους, τα πανηγύρια, την εν γένει λατρευτική ζωή, τις χριστιανικές ονομαστικές εορτές, ενώ πολύ συχνά χρησιμοποιεί χριστιανικές παροιμιώδεις εκφράσεις ή γνωμικά στο λεξιλόγιο του.
Ένας από τους σκοπούς της παιδείας, λοιπόν, είναι ή συνειδητή σύνδεση του μαθητή με το πολιτισμικό και το ευρύτερο κοινωνικοπνευματικό περιβάλλον του τόπου του για να μπορεί να κατανοεί τη σημασία, το νόημα και την αξία όλων αυτών των στοιχείων.
Πώς θα νιώσει το παιδί, για παράδειγμα, το θρησκευτικό κάλλος και το συμβολισμό των εκκλησιαστικών πολιτισμικών μνημείων, που συναντά καθημερινά μπροστά του σε όλη την επικράτεια, χωρίς τις γνώσεις που του προσφέρει συστηματικά, μέσα άπα την υπεύθυνη δημόσια παιδεία, το μάθημα των θρησκευτικών;
Πώς θα συνειδητοποιήσει και θα διατηρήσει επίσης την ελληνική του ταυτότητα και την πολιτισμική του ιδιαιτερότητα, όταν, λόγω έλλειψης βασικών γενικών γνώσεων, δεν μπορεί να αναγνώσει νοηματικά την αξία ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς, που άφορα στον ορθόδοξο χριστιανικά πολιτισμό;
Πολύ σπουδαίο θέμα, όμως, είναι και το θέμα της υγιούς θρησκευτικής πίστεως, το όποιο ενδιαφέρει, όχι μόνον την Εκκλησία, αλλά και την πολιτεία. Κυκλοφορούν, ως γνωστό, πολλές θρησκευτικές προλήψεις, δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και αντιλήψεις, που πολύ συχνά οδηγούν σε παρεκκλίσεις, φανατισμούς, ακρότητες και φονταμενταλισμούς.
Υπάρχουν επίσης και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια παραθρησκευτικά φαινόμενα και αιρέσεις με προπαγανδιστική δραστηριότητα, που περιλαμβάνουν στη διδασκαλία τους ακραία και επικίνδυνα στοιχεία για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα. Πώς θα μάθει ό μαθητής να ξεχωρίζει την υγιή άπα την αρρωστημένη θρησκευτικότητα, και να προφυλάσσεται άπα τέτοιες πνευματικές παγίδες, αν δε μετέχει στη σχολική θρησκευτική αγωγή;
Επισημαίνεται ακόμη ότι το μάθημα των θρησκευτικών προσφέρει πρότυπα ζωής, σχέσεων και συμπεριφοράς, άπα πλευράς αγωγής, στην καλλιέργεια του κοινοτισμού απέναντι στη μάστιγα της ατομοκρατίας, που γεννά την πλουτομανία, τον πόλεμο των συμφερόντων, των διαιρέσεων και των συγκρούσεων. Προάγει την εσωτερική ειρήνη έναντι της βίας, της τρομοκρατίας, της απανθρωπιάς. Καλλιεργεί την αγάπη, την πραότητα, την φιλαδελφία, την καλοσύνη, την αλληλεγγύη έναντι του μίσους, της οργής, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης, της αδιαφορίας για τον «άλλο».
Ολοκληρώνοντας, επισημαίνουμε ότι το μοντέλο της προαιρετικότητας ευνοεί στη διαμόρφωση αναλφάβητων ανθρώπων, από πλευράς θρησκευτικής, πολιτισμικής και ηθικοκοινωνικής, με ό,τι συνεπάγεται αυτής της μορφής ό αναλφαβητισμός για την ελληνική κοινωνία και την ιδιαιτερότητα του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.
Β. Το θρησκειολογικό μοντέλο
1. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του θρησκειολογικού μοντέλου διδασκαλίας
Θεμελιακά στοιχείο του θρησκειολογικού μοντέλου διδασκαλίας είναι ή «ουδέτερη ενημέρωση των μαθητών για τις διάφορες πλευρές των θρησκειολογικών φαινομένων» . Είναι σαφές, ωστόσο, ότι η ουδετερότητα, πού είναι «η ουσία της θρησκειολογικής εκπαίδευσης» , είναι απλώς το πρόσχημα για να οδηγηθούν τα παιδιά σε μια απομάκρυνση από την ορθόδοξη παράδοση τους (αποχριστιανοποίηση), αφού οι ίδιοι οι υποστηρικτές της ουδετερότητας αποκαλύπτουν ότι στόχος τους είναι «η ουδέτερη και απροκατάληπτη εξέταση των θεμελιωδών εξηγήσεων της ύπαρξης πού δίδεται από άλλες θρησκείες ή φιλοσοφίες» .
Από την μια πλευρά, επομένως, γίνεται λόγος για ιστορική και ουδέτερη εξέταση των θρησκειών και άπα την άλλη αναζητούνται, μόνον μέσα από τις άλλες θρησκείες ή φιλοσοφίες, οι θεμελιώδεις υπαρξιακές εξηγήσεις.
Βασικά στοιχείο της θρησκειολογικής αγωγής είναι ή χωρίς την αναφορά και πίστη στο Θεό, ιστορική και περιγραφική διδασκαλία περί του εν γένει θρησκευτικού φαινομένου αλλά και περί των διαφόρων θρησκειών της ανθρωπότητας, αφού θεωρείται ότι «για τα θέματα αυτά επαρκείς εξηγήσεις μπορούν να διατυπωθούν χωρίς αναφορά στο μεταφυσικό» .
Σκοπός του θρησκειολογικού μοντέλου, επομένως, είναι να διδάσκονται τα παιδιά στο σχολείο μάθημα θρησκειολογίας, αλλά, είτε αύτη ή διδασκαλία γίνεται με την εκδοχή του θρησκευτικού φαινομένου, είτε με την εκδοχή της ιστορίας των θρησκειών, να παραμένει σε ένα καθαρά ιστορικά ή κοινωνικά επίπεδο, χωρίς δηλαδή αναφορά στον Θεό.
Πρόκειται για ένα μοντέλο διδασκαλίας θρησκευτικών, κεντρικός άξονας του οποίου είναι μια ουδετερότητα, που στην πραγματικότητα στοχεύει σε μια άθεη θρησκευτικότητα, αφού ουδέτερη θρησκευτικότητα δεν υπάρχει.
Με αλλά λόγια, το μοντέλο της θρησκειολογικής αγωγής, με το πρόσχημα της θρησκευτικής ουδετερότητας, δεν καλλιεργεί την πίστη στο Θεό, που πρέπει να είναι τα κέντρο κάθε θρησκείας και κάθε θρησκευτικής αγωγής - διαφορετικά δεν μπορούμε καν να μιλούμε για θρησκεία ή για θρησκευτική αγωγή - αλλά την άρνηση κάθε πίστης, δηλαδή, στην απιστία και την αθεΐα .
Με βάση τα παραπάνω, ή ουδετερότητα του θρησκειολογικού μοντέλου στοχεύει στην απομάκρυνση του παιδιού άπα την παράδοση των γονέων και των προγόνων του και σε μία σαφή αρνητική και μηδενιστική θέση, έναντι κάθε θρησκευτικής πίστης .
Ή πρόταση αντικατάστασης του υπάρχοντος μαθήματος των θρησκευτικών με το θρησκειολογικά μοντέλο βασίζεται στην εντελώς λανθασμένη αντίληψη και θέση ότι τα μάθημα στο σχολείο σήμερα είναι κατηχητικό
Με βάση τα παραπάνω, ή εκδοχή να εφαρμοστεί στο ελληνικά σχολείο ένα ουδέτερο θρησκειολογικά μάθημα, που θα προσφέρει μηδενική πίστη στους νέους, αποσύνδεση τους άπα τα Θεό, αρνητική επομένως και αθρησκευτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αποτελεί μια σαφέστατη αντιπαιδαγωγική πράξη, αντίθετη άπα την διαδικασία «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» πού ορίζεται άπα τα Σύνταγμα ως σκοπός της ελληνικής παιδείας.
2. Τα κύρια στοιχεία της πολεμικής εναντίον του σχολικού θρησκευτικού μαθήματος
Ή θέση, που επανειλημμένα έχει διατυπωθεί ότι το υπάρχον σχολικά θρησκευτικά μάθημα δεν είναι γνωσιολογικά, αλλά «εντάσσεται στη λογική του «δογματικού διαποτισμού» της συνείδησης των μαθητών καθώς αποβλέπει στην «επιβολή συγκεκριμένων θρησκευτικών δοξασιών κα] μάλιστα όχι μόνον μαθησιακά αλλά και βιωματικά, με υποχρεωτικό εκκλησιασμό και προσευχή» , είναι εντελώς αβάσιμη και μακράν της σχολικής πραγματικότητας.
Ό «δογματικός διαποτισμός» και ή «επιβολή θρησκευτικών δοξασιών» δεν έχουν σχέση με το σύγχρονο ελληνικά σχολείο, διότι ό μαθητής ακούει μόνον και μαθαίνει, απλώς, γνωσιολογικά στοιχεία, που αφορούν στη ζώσα θρησκευτική παράδοση του ελληνικού λάου, πού είναι και δική του παράδοση για να μπορεί να κατανοεί τα νόημα τους.
Κανείς δεν μπορεί να πιέσει κανέναν σήμερα στο σχολείο να πιστεύει ή να ζει με γνώμονα κάποια θρησκευτική, πολιτική, ιστορική ή περιβαλλοντική διδασκαλία. Άπα την άλλη πλευρά, μάλλον είναι ανόητο και παράλογο να γίνεται λόγος για επιβολή θρησκευτικών δοξασιών και για δογματικά διαποτισμό σε βάρος ορθοδόξων μαθητών, με δράστες ορθόδοξους θεολόγους!!
Διαποτισμός και επιβολή, επίσης, υπάρχει, αν δεν υπάρχει διάλογος, καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και ελεύθερη βούληση στη σχολική τάξη και αν υποχρεώνονται ή πιέζονται οι μαθητές να πιστεύουν σ' αυτά πού διδάσκονται. Στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο, όμως, πού κυριαρχεί σ' όλα τα μαθήματα ή ελευθερία, ό διάλογος και ή αυτενεργώς συμμετοχή των μαθητών, αν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα, θα είχε ήδη δημιουργηθεί πρόβλημα, διότι μια τέτοια τακτική επιβολής και διαποτισμού βρίσκεται εκτός του Προγράμματος Σπουδών του σχολείου, αλλά και εκτός του πνεύματος του ιδίου του μαθήματος των θρησκευτικών, αφού αποτελεί μια απαρχαιωμένη αντίληψη πού ανήκει στο αυταρχικά μοντέλο διδασκαλίας.
Από πλευράς μάλιστα επιστημονικής, είναι σαφές ότι τέτοιες πρακτικές θεωρούνται έξω από κάθε παιδαγωγική ή διδακτική διαδικασία πού άφορα στις πανεπιστημιακές θεωρητικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, έτσι όπως διδάσκονται και στοιχειοθετούνται στα μαθήματα Γενικής Παιδαγωγικής και Διδακτικής των θρησκευτικών στις Θεολογικές Σχολές. Όσο για τον υποχρεωτικό σχολικό Εκκλησιασμό, ό Εκκλησιασμός δεν συνδέεται μόνο με το μάθημα των θρησκευτικών, αλλά με την πνευματική ζωή του σχολείου. Το σχολείο οργανώνει και πραγματοποιεί τον εκκλησιασμό, ή δε εγκύκλιος υποχρεώνει το σχολείο να κάνει 'Εκκλησιασμό, δίνοντας την ευκαιρία και τη δυνατότητα, εκτός των άλλων και για μαθησιακούς λόγους, σε όσους μαθητές επιθυμούν, να συμμετέχουν ελεύθερα σ' αυτόν.
Με βάση τα παραπάνω, είναι απορίας άξιο ότι υπάρχουν στην Ελλάδα τάσεις υποτίμησης, μετάλλαξης, ουσιαστικά, όμως, κατά τη γνώμη μας έμμεσης κατάργησης του σχολικού θρησκευτικού μαθήματος. Και αυτό, διότι σήμερα παρατηρείται διεθνώς ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την ένταξη του μαθήματος των θρησκευτικών σε αρκετά εκπαιδευτικά συστήματα χωρών, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στις Η.Π.Α, στη Γαλλία, κ. ά.
3. Ή ψυχοπαιδαγωγική θεώρηση του θρησκειολογικού μοντέλου
Το θρησκειολογικό μοντέλο, εκτός των άλλων, δεν ακολουθεί την ψυχοπαιδαγωγική αρχή του πολιτισμικού και θρησκευτικού «εμπειρικού συνεχούς», επειδή οι θρησκειολογικές γνώσεις και πληροφορίες πού προσφέρει περί των άλλων θρησκειών δεν αποτελούν κατάλληλα διδάξιμα αγαθά, ως γνώσεις άσχετες με τα προηγούμενα βιώματα και τις εμπειρίες που έχουν οι ελληνορθόδοξοι μαθητές.
Σε κάθε περίπτωση, όταν πρόκειται για μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου, θεωρείται απαραίτητη ή αρχή διδασκαλίας του «εμπειρικού συνεχούς», διότι, με βάση αυτήν την αρχή απαιτείται να έχουν οι μαθητές απαραιτήτως, προηγούμενες βάσεις και εμπειρίες, έτσι ώστε να μπορούν να στεγάσουν, πάνω στα παλαιά, τα νέα γνωστικά αγαθά.
Ή διδασκαλία επομένως ενός θρησκειολογικού μαθήματος στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, δεν έχει στοιχειώδη στοιχεία εμπειρικής αναφοράς, γεγονός μη παιδαγωγικά αποδεκτό. Από πλευράς ψυχολογίας και παιδαγωγικής, οι εννοιολογικές πληροφορίες, πού παρέχονται περί των άλλων θρησκειών, θεωρούνται ακατάλληλες για τις προσληπτικές ικανότητες των παιδιών. Ό βασικός λόγος της ακαταλληλότητας τους είναι ότι οι πληροφορίες αυτές είναι έννοιες άσχετες με τις προσλαμβάνουσες θρησκευτικές εμπειρίες και τα βιώματα των μαθητών και γι ' αυτό δεν μπορούν ούτε να επηρεάσουν ψυχοκινητικά και δημιουργικά τη συμπεριφορά των ελληνορθόδοξων μαθητών, ούτε να αποτελέσουν υλικό για περαιτέρω επεξεργασία, δημιουργική μάθηση και γνώση, αφού ανήκουν στην πρώτη φάση της διαδικασίας της μάθησης .
Το θρησκειολογικό μοντέλο, εξάλλου, δεν μπορεί ούτε να καλλιεργήσει, ούτε να διεγείρει- τα απαιτούμενα για μια νέα γνώση κίνητρα, αφού οι πληροφορίες πού προσφέρει για τις διάφορες θρησκείες δεν ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα των μαθητών, στις θρησκευτικές τους ανάγκες και αναζητήσεις, ούτε απαντούν στα υπαρξιακά και τα ηθικοπνευματικά τους ερωτήματα.
Επιπλέον, τα παιδιά της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δεν έχουν την απαιτούμενη κριτική σκέψη και ικανότητα, όπως τα παιδιά του Λυκείου για να κρίνουν, μέσα από την πολλαπλότητα και τη διαφορετικότητα των διδασκομένων θρησκειών, τι είναι αυτό πού πρέπει να επιλέξουν κα να αποδεχθούν, ως θρησκευτική πεποίθηση ή ως κοινωνική συμπεριφορά.
Από την άλλη πλευρά, ή ουδετερότητα πού απαιτεί το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας αναγκάζει το σχολείο να μην μπορεί να πάρει σαφή θέση απέναντι στο θέμα της θρησκευτικότητας απέναντι στα παιδιά. Το σχολείο, ωστόσο, είναι υποχρεωμένο να διδάσκει ξεκαθαρισμένες αξίες, γνώσεις και συμπεριφορές, πού να περιέχουν είτε σαφείς θέσεις άρνησης, είτε σαφείς θέσεις κατάφασης για όλα τα γνωσιολογικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά θέματα, προβάλλοντας έτσι συνέπεια στις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές .
Θεωρείται, επίσης, ασύμβατο με την ψυχοκινητική κατάσταση των παιδιών του Δημοτικού και του Γυμνασίου και δεν ισχύει για κανένα μάθημα, να υπάρχουν ουδέτερες γνώσεις πού να μην λύνουν, άλλα να δημιουργούν προβλήματα, υπαρξιακές συγχύσεις, αμφιβολίες και απορίες στους μαθητές. Αντίθετα, θεωρείται αναγκαίο να μαθαίνουν να διακρίνουν οι τελευταίοι στο σύγχρονο σχολείο, μέσα από διάλογο, ελεύθερη και κριτική σκέψη, πειθώ και συμμετοχικές διαδικασίες τι είναι σωστά και τί λάθος, τι είναι δίκαιο και τί άδικο, τι είναι κοινωνικά και τί αντικοινωνικό .
Έτσι, καλλιεργείται ή ικανότητα τους να παίρνουν στο σχολείο άλλα αργότερα και στην κοινωνία υπεύθυνες δημιουργικές θέσεις και αποφάσεις και να υιοθετούν αξίες, αρχές, κανόνες και πρότυπα για όλα τα ηθικοκοινωνικά, πολιτισμικά και υπαρξιακά θέματα και ερωτήματα στη ζωή τους.
Στη σύγχρονη αγωγή θεωρείται κοινωνικά αναγκαίο να μην μένουν τα παιδιά στο σχολείο αξιακά ουδέτερα, αμέτοχα και ανίκανα να παίρνουν θέση για τα μεγάλα και σπουδαία της ζωής. Σε μια τέτοια ηλικία, μάλιστα, που τα παιδί διαμορφώνει ακόμη την κρίση του, είναι αντιπαιδαγωγικά να του προσφέρεται μια ποικιλία θρησκευτικών εκδοχών και προτάσεων για την αλήθεια και την πίστη, χωρίς, μάλιστα, νωρίτερα να έχει ολοκληρωθεί ή εξοικείωση του με το φαινόμενο της θρησκείας μέσα από τις παραστάσεις και τις εμπειρίες της οικείας θρησκευτικότητας.
Δεν πρέπει, άλλωστε, να μας διαφεύγει ότι ή θρησκευτική πολλαπλότητα, σε συνδυασμό με την ουδετερότητα, δημιουργεί έναν πλουραλισμό διαφορετικών αληθειών, που δεν είναι Ικανά τα παιδιά, λόγω ανωριμότητας, να τον διαχειριστούν δημιουργικά. Τέτοιας μορφής διδακτικά υλικά είναι πολύ πιθανά να δημιουργήσουν στα παιδιά αυτής της συγκεκριμένης ηλικίας, άφ' ενός σύγχυση, αφ' ετέρου ένα σχετικισμό, που κινδυνεύει να καταλήξει σε μηδενισμό, αντιθεμελιωτισμο ή ανταγωνισμό .
Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν ήδη απασχολήσει και απασχολούν τον κλάδο της διαπολιτισμικής αγωγής σχετικά με το περιεχόμενο και τη διδασκαλία ορισμένων μαθημάτων σε μαθητές με διαφορετική εθνότητα ή θρησκευτικότητα. Τα επικρατέστερο μοντέλο αγωγής σ' αυτήν την περίπτωση είναι, όχι φυσικά τα μοντέλο της ουδετερότητας, αλλά εκείνο πού σέβεται μεν τη διαφορετικότητα όλων των μαθητών, ενδιαφέρεται, όμως, να διαμορφώνεται σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα άπα την ετερότητα τους, ένας κοινός αξιακός πολιτισμικός άξονας, ως προϋπόθεση για μια μετέπειτα από κοινού συμβίωση και συνύπαρξη.
Ή πρόθεση αντικατάστασης του ισχύοντος γνωσιολογικού - θεολογικού - παιδαγωγικού μαθήματος στο ελληνικά σχολείο και ή επιβολή μιας ουδέτερης διδασκαλίας θρησκειών φαίνεται να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιβολή ένας σχετικισμού, πού βρίσκεται στο κέντρο των στόχων της πολυπολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης, θυγατρικά κατασκεύασμα των οποίων είναι το θρησκειολογικά μοντέλο.
Στη σύγχρονη πλουραλιστική εποχή γίνεται λόγος για μια νέα κυριαρχούσα μορφή δογματισμού, που συνδέεται με τα σχετικισμό. Το μοντέλο αυτά υπερασπίζεται την ελευθερία, όχι στην κοινωνική, αλλά στην ατομοκεντρική της εκδοχή και την απογυμνώνει άπα την μορφοποιητική και αξιακή της διάσταση, καταλήγοντας στην απαξίωση και στην έκπτωση της σ' ένα μηδενιστικά υπερσχετικισμό.
Με άλλα λόγια, «ο μεταμοντέρνος δογματισμός προσπαθεί να μας πείσει ότι μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι, διεκδικώντας ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, να κρίνουμε, χωρίς να αξιολογούμε». Μ' αυτούς τους ορούς, όμως, δεν δημιουργούνται αντιστάσεις στον μηδενισμό της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας. Με τη «λογική» ότι, «επειδή τίποτα δεν μπορεί να ισχύσει κανονιστικά, τότε όλα επιτρέπονται», τίθεται επί τάπητος τα θέμα του μηδενιστικού σχετικισμού, ό όποιος αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές των σχέσεων μας με το συνάνθρωπο.
Αρκετοί προϊδεασμένοι άνθρωποι, έχοντας υπόψη όλη αύτη την προσπάθεια επιβολής και κατίσχυσης του καθεστώτος των πολλών ισοτίμων αληθειών που καταλήγουν στο μηδέν, ζητούν αντίβαρα, ψάχνουν να βρουν σταθερότερα κριτήρια και προσπαθούν να δείξουν την οικουμενικότητα βασικών ανθρωπίνων αρχών και αξιών .
Οι Χριστιανοί από την άλλη πλευρά, αφ' ενός παρακολουθούν με ενδιαφέρον και οδύνη τη νέα αυτή κατάσταση, αφ' ετέρου αγωνίζονται, με τον τρόπο και τη στάση ζωής τους, να μείνουν προσηλωμένοι στη μοναδική αλήθεια της πίστης τους, που είναι το πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου