15/6/09

Νικήτας Αλιμπράντης, Χριστιανική ορθόδοξη κληρονομιά αντί θρησκευτικών

του κ. Νικήτα Αλιπράντη
Καθηγητή

Ευχαριστούμε τον κ. Χολέβα Κωνσταντίνο για την αποστολή αυτού του σημαντικού κειμένου της Ομάδας Πρωτοβουλίας Πανεπιστημιακών Καθηγητών
Το ονομαζόμενο μάθημα των θρησκευτικών δεν αφορά μόνο τους θεολόγους, ούτε ίσως μερικούς ειδικευμένους νομικούς. Αφορά όλη την ελλαδική κοινωνία, Έλληνες και μη. Επειδή οι ασάφειες και οι αντεγκλήσεις γύρω από τον υποχρεωτικό ή μη χαρακτήρα και το περιεχόμενο του μαθήματος συνεχίζονται, ομάδα πρωτοβουλίας πανεπιστημιακών καθηγητών ανέλαβε να διευκρινίσει καίριες πλευρές του ζητήματος που αγνοούνται ή έχουν παραθεωρηθεί, προτείνοντας λύση σε νέα βάση.
1. Το ζήτημα έχει εκτραπεί, γιατί το μάθημα αντιμετωπίσθηκε από την λεγόμενη θρησκευτική άποψη. Ας μη λησμονείται ότι κατ’ επίδραση δυτικοευρωπαϊκών αντιλήψεων, από της εισαγωγής του στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ονομάσθηκε μάθημα των θρησκευτικών και μάλιστα με το ιδιαίτερο βάρος που έχει ως ομολογιακό μάθημα στη δυτική Ευρώπη, όπου επικρατεί η διαίρεση ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών. Έτσι το ζήτημα εμπλέχθηκε με την θρησκεία κα ό,τι αυτή εμπεριέχει ως προσωπικό ‘πιστεύω’. Μοιραία επομένως συνδέθηκε με την ανάγκη απαλλαγής από το μάθημα για λόγους σεβασμού της ελευθερίας της συνειδήσεως και των διαφορετικών «θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων των γονέων», όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Με την εκτροπή αυτή παραθεωρήθηκε μια θεμελιώδης διάσταση της παιδευτικής αποστολής της Πολιτείας: η εξουσία και η υποχρέωσή της να διδάσκονται τα παιδιά, που φοιτούν στα σχολεία της χώρας, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδιοπροσωπία της χώρας στο πλαίσιο της παρεχόμενης γενικότερης παιδείας. Ουσιώδες συστατικό της ιδιοπροσωπίας της Ελλάδας είναι η χριστιανική ορθόδοξη κληρονομιά και επομένως αυτή ως μάθημα θα πρέπει να είναι στοιχείο το εκπαιδευτικού συστήματος. Όπως στο μάθημα της ιστορίας δίδεται προτεραιότητα στην ελληνική ιστορία, για τον ίδιο λόγο θα διδάσκεται η ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά. Αυτό το αναμφισβήτητο αντικειμενικό δεδομένο είναι θέμα πνευματικής ευθύτητας να το δεχθούν όλοι και να μη στηρίζονται σε οποιεσδήποτε διαφορετικές προσωπικές τους αντιλήψεις για την υποστήριξη λύσεων, πράγμα που είναι και δημοκρατικά διαβλητό.
Το μάθημα, αναμορφωνόμενο, θα παρέχει σε γλώσσα λιτή τις αναγκαίες γνώσεις για την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, όχι ως θρησκεία, αλλ’ ως συστατικό της ορθόδοξης κληρονομιάς και παράδοσης, χωρίς εξωραϊσμούς και συγκαλύψεις, δηλαδή με πνεύμα κριτικό. Εννοείται ότι θα έχει διευρυμένο χαρακτήρα, όπως άλλωστε έχει και σήμερα, και θα παρέχει αντικειμενικές πληροφορίες και επαρκείς γνώσεις για την φυσιογνωμία των άλλων χριστιανικών ομολογιών (ρωμαιοκαθολικισμού και των διαφόρων εκδοχών του προτεσταντισμού) και των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων, με τον αναγκαίο σεβασμό προς αυτές αλλά και επισημαίνοντας με νηφαλιότητα τις διαφορές τους από την ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά.
Με τα χαρακτηριστικά αυτά το μάθημα της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς θα διδάσκεται ως υποχρεωτικό μάθημα για όλους τους μαθητές που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία, και για τα παιδιά των μεταναστών οποιασδήποτε προέλευσης. Είναι στοιχειώδες – και δεν αποτελεί έλλειψη σεβασμού προς οποιεσδήποτε παραδόσεις ή πεποιθήσεις –, αφού διαμένουν στη χώρα μας, να μαθαίνουν ό,τι έχει σχέση με το περιβάλλον, θρησκευτικό και πολιτιστικό, στο οποίο ζουν. Βλέπουν εκκλησίες, εικόνες, όπως βλέπουν αρχαία μνημεία· είναι φυσικό και αναγκαίο να γνωρίζουν τι σημαίνουν όλα αυτά και ποιάς παράδοσης είναι δημιουργήματα.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι την δική του παράδοση μπορεί καλλίτερα να συνειδητοποιήσει κανείς όταν γνωρίζει και άλλες παραδόσεις· και αντίστροφα, μόνο όταν γνωρίζει κανείς καλά την ιδιοπροσωπία της χώρας του θα μπορεί καλλίτερα να καταλάβει ξένες θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις και να τις παραβάλει με τις δικές του. Η γνώση επομένως της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς όχι μόνο δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, αλλά τις επισφραγίζει, όπως και ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος δεν αναιρεί τον σεβασμό των οποιωνδήποτε διαφορετικών πεποιθήσεων.
2. Στην Ελλάδα το ζήτημα έχει μέχρι τώρα αντιμετωπισθεί στα πλαίσια του υπάρχοντος μαθήματος ‘των θρησκευτικών’ και επομένως έχουν τεθεί δύο βασικά ερωτήματα που συνδέονται με την απαλλαγή από το μάθημα και που τέθηκαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρώτο ερώτημα: Για την απαλλαγή χρειάζεται ή όχι δικαιολόγηση, δηλαδή επίκληση διαφορετικών πεποιθήσεων (στην Ελλάδα δήλωση ότι δεν ανήκουν στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία); Δεύτερο ερώτημα: Εάν το μάθημα των θρησκευτικών δεν είναι ομολογιακό, αλλά θρησκειολογικό, αναφέρεται δηλαδή στα ανά τον κόσμο θρησκεύματα, κάνοντας όμως ασφαλώς κάποια ιδιαίτερη αναφορά σε μία θρησκεία (στην Ελλάδα, στην Ορθοδοξία), μπορεί να είναι υποχρεωτικό για όλους ή όχι;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι απλή όσο φαίνεται. Κι αυτό, γιατί κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το δικαίωμα απαλλαγής προβλέπεται για να εξασφαλίσουν οι γονείς εκπαίδευση σύμφωνη με τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους (όταν προφανώς αυτές είναι διαφορετικές από το περιεχόμενο του μαθήματος). Αυτό αναπόφευκτα απαιτεί δικαιολόγηση, αφού μάλιστα, κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι πεποιθήσεις δεν είναι «απλές γνώμες ή ιδέες», αλλά «απόψεις που έχουν ένα βαθμό ισχύος, σοβαρότητας, συνοχής και σημαντικότητας». Εν τούτοις το Δικαστήριο αυτό, στην πρόσφατη σημαντική απόφαση Folgerø κατά Νορβηγίας, για να απορρίψει κάθε δικαιολόγηση της αίτησης απαλλαγής, παρέλειψε να ερευνήσει αν υπήρχαν διαφορετικές πεποιθήσεις των γονέων με τα κριτήρια που το ίδιο έχει θέσει. Έτσι ήλθε σε αντίφαση με την ίδια τη νομολογία του (η υπόθεση, είναι αλήθεια, εδίχασε το Δικαστήριο και η απόφαση ελήφθη με οριακή πλειοψηφία 9 προς 8).
Η απάντηση του Δικαστηρίου στο δεύτερο ερώτημα θα απογοητεύσει όσους νομίζουν, κυρίως θεολόγους, ότι με το θρησκειολογικό περιεχόμενο μπορεί το μάθημα να είναι υποχρεωτικό για όλους. Στην ίδια υπόθεση Folgerø ο νορβηγικός νόμος είχε εισαγάγει ευρύ θρησκειολογικό και φιλοσοφικό μάθημα, απλώς προέβλεπε για τον διδάσκοντα να έχει ένα χριστιανικό προσανατολισμό στη διδασκαλία. Επί πλέον έδινε στους γονείς το δικαίωμα μερικής απαλλαγής για τα τμήματα του μαθήματος που ήταν αντίθετα με τις πεποιθήσεις τους. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι και σ’ αυτό το θρησκειολογικό μάθημα επιβάλλεται να υπάρχει δυνατότητα όχι μόνο μερικής, αλλά ολικής απαλλαγής!
Αλλά μήπως και το ‘απόλυτο’ θρησκειολογικό μάθημα χωρίς καμιά ιδιαίτερη αναφορά σε κάποια θρησκεία θα μπορούσε να επιβληθεί ως υποχρεωτικό, όπως νομίζεται από μία ακραία ισοπεδωτική – και αντιπαιδαγωγική – αντίληψη; Ακριβώς τότε θα ήταν αναγκαία η δυνατότητα απαλλαγής για όσους θα είχαν πεποιθήσεις αντίθετες με την ισοπεδωτική μεταχείριση των θρησκειών και την έλλειψη ειδικής αναφοράς στη θρησκεία τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι αναγκαίο – αναφερόμαστε στην Ελλάδα – η λύση να αναζητηθεί σε ένα μάθημα που θα εστιάζεται όχι σε μία θρησκεία ή στα θρησκεύματα συνολικά, αλλά σε μια συγκεκριμένη θρησκευτική κληρονομιά ως αντικειμενικό δεδομένο. Στην Ελλάδα αυτό σημαίνει ‘μάθημα χριστιανικής ορθόδοξης κληρονομιάς’.

Εκ μέρους της ομάδας πρωτοβουλίας
πανεπιστημιακών καθηγητών
Καθηγητής Νικήτας Αλιπράντης
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου