15/6/09

Η πρόκληση του Διαφωτισμού και οι «Κολλυβάδες» πατέρες

πηγή: Ζωηφόρος
.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. φύλλου 205, Ιούνιος 2009
του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

Το 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, πού στα βασικά της σημεία συνιστά επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του Μου αιώνα. Συνεχιστές, άλλωστε, των Ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι αγιορείτες Κολλυβάδες Πατέρες, ενώ στη θέση του Καλαβρού «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα
δηλαδή και εκφραστού της «ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και μοναχοί στην πλειονότητα τους, όπως και εκείνοι. Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή «πνευματικού δυϊσμού», πού κατατρώγει μόνιμα την εθνική μας σάρκα.
Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους. Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Άγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένοι σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο και της νέας συγκρούσεως, εφ' όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Άγιον Όρος, στα πρόσωπα των Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, άλλα και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές επιλογές του.

Οι Έλληνες φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εξέφραζαν κατά κανόνα μια στάση ζωής, πού συνιστούσε ριζοσπαστική ανανοηματοδότηση σύνολης της κοινωνικής πραγματικότητας, στα όρια μιας νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), με την αυτούσια μεταφύτευση («μετα-κένωση») ιδεών, άρχων και πρακτικών, πού παρήγαγε σε μια μακρά διαλεκτική διαδικασία - άγνωστη στην καθ' ημάς Ανατολή- ο ευρωπαϊκός χώρος. Στους Έλληνες Διαφωτιστές δεν έλειπαν αθεϊστικές, αντιχριστιανικές και προ πάντων αντικληρικαλιστικές τάσεις. Οι ιδέες τους, μάλιστα, προωθούσαν κάτι φοβερότερο για την ορθόδοξη συνείδηση και από την αληθινή ή φαινομενική τους «αθεΐα», τον αδιαφορισμό. Εξ αλλού, στα έργα τους λανθάνουν θέσεις αντιτριαδικές, πανθεϊστικές, αλλά και ευσεβιστικές (Κοραής), πού ήταν αδύνατο να μην προκαλέσουν τις παραδοσιακές συνειδήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι όλα αυτά εντάσσονταν σε μια σαφώς εκδηλούμενη πρόθεση για αποδυνάμωση της Ρωμαίικης Εθναρχίας, με απώτερο στόχο τη διάλυση της (πρβλ. Ελλαδικό αυτοκέφαλο). Ενας νέος, λοιπόν, κόσμος εισέβαλλε στη Ρωμαίικη (Ελληνορθόδοξη) Ανατολή, πού δεν ήταν δυνατόν να επικρατήσει χωρίς ανατροπή του κόσμου της ορθοδόξου παραδόσεως.
Παραδοσιακοί κατ' εξοχήν στην Ανατολή ήσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοί και κληρικοί, εντεταγμένοι στην ησυχαστική εμπειρία, με ρωμαίικο φρόνημα και γι' αυτό ικανοί να κατανοήσουν τις πνευματικές διαφοροποιήσεις του ευρωπαϊκού κόσμου. Δυτικοί ερευνητές, όπως ο προτεστάντης Ν. Bonwetsch ή ο Ρωμαιοκαθολικός Louis Ρetit, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν το «κίνημα των Κολλυβάδων» «δείγμα της αφυπνιζόμενης ζωής του Ελληνικού Έθνους», όταν ένα μέρος της δίκης μας Διανοήσεως επέμενε να το βλέπει με έντονη υποτίμηση, εφ' όσον η αξιολόγηση των Κολλυβάδων συμβάδιζε με τη γενικότερη στάση έναντι του Ησυχασμού και του «Βυζαντίου». Η αποτίμηση τους όμως σήμερα είναι ευκολότερη, απ' όσο στο παρελθόν, όσο μάλιστα προχωρεί η αποδέσμευση από τα παλαιότερα - μη ενδογενή εν πολλοίς- καταθλιπτικά κριτήρια.
Κατά τον Καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά, οι Κολλυβάδες συνιστούν «κίνημα αντίδρασης στον εκδυτικισμό και την αλλοτρίωση», πού αποκαλύπτει «μιαν απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση και επίγνωση των βιωματικών προτεραιοτήτων της Εκκλησίας». Οι Κολλυβάδες εξέφραζαν τη συνείδηση του πλατιού λαϊκού στρώματος της εποχής τους, της λαϊκής βάσης, με τα μέσα και τις δυνατότητες του καιρού τους, αλλά και τις προσωπικές χαρακτηριολογικές καταβολές τους. Ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Αγίου Όρους ως θεματοφύλακα της πατερικότητας. Η αντίδραση τους στο ρεύμα της εποχής, δηλαδή «στην ευρωπαϊκή κοσμογονία [...] προδίδει μιαν ιστορική διορατικότητα και οξυδέρκεια πραγματικά θαυμαστή».
Η σύγκρουση των παραδοσιακών δυνάμεων του Γένους με τις ιδέες του Διαφωτισμού ήταν αναπόφευκτη, διότι, όπως ελέχθη, επρόκειτο για διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους κόσμους και δράματα ασύμπτωτα. Αντίθετα, συμπάθεια στις ιδέες του Διαφωτισμού έδειχναν οι Αγιορείτες Αντικολλυβάδες, επικεντρώνοντας και αυτοί την αντίθεση τους στην ησυχαστική παράδοση, πού τούς έφερε κοντά στους Διαφωτιστές. Ακριβώς δε η απόρριψη των ησυχαστικών πρακτικών από μοναχούς του Αγίου Όρους ήταν για τούς Κολλυβάδες απτή απόδειξη των συνεπειών της ταυτίσεως με τις νέες ιδέες της Ευρώπης και της επερχόμενης αλλοτριώσεως.
Το ρεύμα του Διαφωτισμού ανέπτυξε, έτσι, μια ισχυρή δυναμική στην παραδοσιακή συνείδηση του Γένους, και μάλιστα όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά. Η πρόκληση δηλαδή δεν οδήγησε μόνο σε αντιθέσει - εν πολλοίς άγονες και ζημιογόνες-, άλλα και σε δημιουργική δράση (συγγραφική παραγωγή, ποιμαντικές ενέργειες για την αναθέρμανση της πατερικότηταί στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Είναι δε γεγονός, ότι «οι ηγέτες των Κολλυβάδων (Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης, Αθανάσιος Πάριος) δεν αντιτάσσουν στο νεωτερισμό μιαν αντίπαλη ιδεολογία, άλλα ένα λόγο υπαρκτικής αφυπνίσεως στης ουσιώδεις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως τις φώτισε το ήθος και η εμπειρία των Πατέρων της εκκλησιαστικής παραδόσεως». Αντιρρητική και θεολογική δημιουργία συμπορεύονται στη δράση των Κολλυβάδων, προσφέροντας μαρτυρία πνευματικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, πού δεν θα έφθανε στο φώς της δημοσιότητας υπό άλλε συνθήκες. Άλλωστε, αύτη είναι ανά τους αιώνες η γενεσιουργος αιτία της θεολογικής δημιουργίας της 'Εκκλησίας. Πάντα η αιρετική ή αιρετίζουσα απόκλιση προκαλεί δημιουργικά την ορθόδοξη συνείδηση και σκέψη. Αυτό συνέβη και στην παράδοση των Κολλυβάδων. Η αντιδιαφωτιστική μάλιστα στράτευση τους, παρά τις όποιες αστοχίες και υπερβολές της, απεκάλυψε τη συνέχεια της πατερικής -ορθόδοξης δηλαδή- εμπειρίας σε καιρούς, πού η ορθόδοξη θεολογική παρουσία ήταν πολύ ισχνή.
Οι Κολλυβάδες αναπτύσσουν την αντιρρητική τους έναντι των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, κινούμενοι σε μια θεματική, τα βασικά σημεία της οποίας είναι τα ακόλουθα:
Α) Η Ευρώπη: Οι Έλληνες Διαφωτιστές, με πρώτο τον Αδάμ. Κοραή, μιλούν με υπερηφάνεια για τη «φωτισμένη Ευρώπη», τα «φώτα» της οποίας αυτοί μεταλαμπαδεύουν στο Γένος. Ο προσανατολισμός τους δε στην Ευρώπη, μόνιμο όραμα των Ενωτικών από αιώνες, θα παραγάγει το «σύνδρομο του εξευρωπαϊσμού» στο Νεώτερο Ελληνισμό, πού κατέστησε την Ευρώπη «καθολική μητρόπολη» του. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στην παράδοση των Ανθενωτικών, από τους Ησυχαστές του 14ου αιώνα ως τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό (18ος αι, δεν πρωτοτυπούν σε τίποτε στη στάση τους έναντι της Ευρώπης. Απορρίπτουν και αυτοί καθολικά τη μετά το σχίσμα Ευρώπη, αρνούμενοι σ' αυτήν κάθε σχέση με την πατερική παράδοση, θεολογικά και κοινωνικά, ως και κάθε δυνατότητα αναγέννησης του Γένους με τα δικά της «φώτα». Ο συχνά χρησιμοποιούμενος από αυτούς όρος «Φραγκιά» (ΡΓ3ηαει) εκφράζει ολόκληρη την εκφραγκευμένη Δύση. Σε ειδικά έργα, -λιγότερο ο Νικόδημος και συστηματικότερα, λόγω ειδικών αφορμών, ο Πάριος - προτείνουν τη διακοπή κάθε σχέσης με την Ευρώπη, διότι ο τρόπος υπάρξεως, πού αύτη δημιουργεί, ανατρέπει το ορθόδοξο ήθος.
Β) Παιδεία: Οι Έλληνες Διαφωτιστές θεωρούσαν τη νέα Φιλοσοφία ως την πεμπτουσία της ανανεωμένης παιδείας, πού προέκριναν για το Γένος και την πρόοδο του. Η συνείδηση των Κολλυβάδων για τη «νέα φιλοσοφία» προσδιορίζει και τη στάση τους απέναντι στην εισαγόμενη ευρωπαϊκή παιδεία. Στα σχετικά έργα τους, ιδιαίτερα ο Πάριος, τάσσονται υπέρ μιας παιδείας, πού θεμελιώνεται στην παράδοση του Γένους, όπως αυτοί βέβαια τη νοούν.
Η αφετηρία τους -όσο και αν αναζητούνται άλλα κίνητρα είναι ουσιαστικά και εδώ ησυχαστική-πατερική επανάληψη της ανάλογης στάσης του Πατροκοσμά. Κάνουν διάκριση και αυτοί των δύο ννώσεων-σοφιών (της «άνω» και της «έξω» και διαγράφουν τα όρια τους. Η «άνω» σοφία απαιτεί πατερικά καθολική μετοχή του ανθρώπου. Η πολεμική του Πάριου κατά των Επιστημών δεν σημαίνει και απόρριψη τους καθ' εαυτές, άλλα μόνο της στήριξης της ανθρώπινης ελπίδας σ' αυτές. Αυτή την παράδοση άλλωστε είχε ενσαρκώσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το πνευματικό πρότυπο των Κολλυβάδων. Γι' αυτό και καταφεύγουν στις «επιστήμες» στα έργα τους, άλλα για να προχωρήσουν σε πνευματικότερες τεκμηριώσεις. Είναι σαφής η δήλωση του Παρίου: «Η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν ούτε κακή, ούτε καλή, άλλα από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή». Όχι συνεπώς η «σοφία», άλλ' οι «σοφοί» είναι το πρόβλημα των παραδοσιακών Κολλυβάδων. Εδώ εντάσσεται και η απόρριψη του Κοπερνίκειου συστήματος από τον Πάριο, άλλα και άλλους. Οι φονταμενταλιστικές Θέσεις (απολυτοποίηση της Γραφής λ.χ. η διακηρύξεις του τύπου «τα μαθηματικά πηγή αθεΐας» κατανοούνται σ' αυτό το πλαίσιο και σχετίζονται με την έπαρση (των ευρωπαϊκά σκεπτόμενων επιστημόνων, μόνιμο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας ως τον αιώνα μας). Η δήθεν αντίθεση πίστεως και γνώσεως(επιστήμης), ψευδοπρόβλημα για την Ορθοδοξία, και η αναγνώριση της προτεραιότητας της δικαιούμενης από τον ορθό λόγο επιστήμης, βρίσκεται στο υπόβαθρο της διαφωτιστικής στάσης και της αντιδιαφωτιστικής επιθετικότητας.
Γ) Προβολή προτύπων: Στα προβαλλόμενα πρότυπα των «σοφών» του κόσμου εκ μέρους των Διαφωτιστών, οι πατερικοί Κολλυβάδες αντιπροτάσσουν το σοφό της ρωμαίικης παράδοσης, τον Άγιο, το θεούμενο άνθρωπο και «κατά χάριν» θεάνθρωπο. Υπερβαίνεται, έτσι, η ιδεολογική αντιπαράθεση και το πρόβλημα αντιμετωπίζεται στο επίπεδο της εν Χριστώ αυθεντικής ύπαρξης. Γι' αυτό ρίχνουν όλο το βάρος της θεολογικής και ποιμαντικής προσφοράς τους στη λατρεία, αποδεδειγμένη κιβωτό του Γένους κατά τη δουλεία. Υπογραμμίζουν τη σημασία της λειτουργικής ζωής, μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ευχαριστιακό ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι στο θέμα αυτό αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής παραγωγής τους, πού περιλαμβάνει: πατερικές εκδόσεις με επικέντρωση στο Γρηγ. Παλαμά και το Συμεών το Νέο θεολόγο, αναγεννητή του Ησυχασμού τον 11ο αιώνα- έκδοση γεροντικών κειμένων (η σοφία της ερήμου, λειτουργικών (ομιλιών, ακολουθιών, συναξαριών, εγκωμίων και προ πάντων της Φιλοκαλίας. Η τελευταία, προσφέροντας τη νηπτικοασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας, απέβη πνευματική τροφή όλων των Ορθοδόξων και των σλαβικών χωρών και κριτήριο της νεώτερης θεολογίας μας, ως «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας». Εχει απόλυτα δίκιο ο Χρ. Γιανναράς όταν γράφει, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας συνιστά «πρόκληση αναμέτρησης δύο πολιτισμών». «Από τη μια η φρενίτιδα της «προόδου», πού ειδωλοποιεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια, αυτάρκεια του φυσικού και θνητού [...] και από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα της αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας».
Δ) Κοινωνία-εθνικό όραμα: Ένα από τα κυριότερα μέσα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέβησαν οι Χρηστοήθειες, πού προσδιόριζαν το ήθος της νέας κοινωνίας, δηλαδή τις «σχέσεις ανάμεσα στα άτομα και ανάμεσα στα φύλα». Είναι «οδηγοί καλής συμπεριφοράς» του πολίτη, «πώς θα καθήσει, πώς θα φάει, πώς θα μιλήσει...». Οι νοοτροπίες αυτές εισβάλλουν στην Ελληνική κοινωνία μέσω διαφόρων διαύλων και κυρίως εκείνων, πού, μετά τις σπουδές τους στην Ευρώπη, μεταφέρουν εδώ τα ήθη της. Τις συνέπειες επισημαίνει ο αείμνηστος Κ. Δημαράς: «Όλα δείχνουν ότι μια βαθιά αλλοίωση έχει επέλθει στη συγκρότηση της 'Ελληνικής κοινωνίας». «Η παραδοσιακή φιλοκαλία περνάει από δοκιμασία, ώσπου να αφομοιωθούν τα καινούρια, ενώ παραμελούνται τα παλαιά». Είναι η πρόκληση της Ευρώπης στο χώρο της κοινωνίας.
Δεν πρέπει στη συνάφεια αύτη να λησμονείται, ότι η διαμόρφωση της μετακαρλομάγνειας Ευρωπαϊκής κοινωνίας έχει υποδομή θεολογική, θεολογικό όμως, δηλαδή εκκλησιολογικό, είναι το υπόβαθρο και της ρωμαίικης κοινωνίας. Οι Κολλυβάδες το βιώνουν αυτό ως εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεολόγοι. Γι΄ αυτό συνδυάζουν στην προσπάθεια τους την ανανέωση της θεολογικής παραδόσεως με το αμετακίνητο ορθόδοξο κοινωνικό μοντέλο, πού προσφέρει το μοναστικό κοινόβιο και εμπεδώνει στις συνειδήσεις η λατρεία. Η προβολή του ορθοδόξου κοινωνικού ήθους γίνεται, έτσι, μετά από την ίδια την ορθόδοξη πράξη, πού διασυνδέει την κοινωνία της λατρείας με τη «λειτουργία μετά τη λειτουργία», κάτι πού εκφράζει πληρέστατα η εκκλησιαστική «πανήγυρις» με τη διπλή της όψη, μέσα και έξω από την Εκκλησία. Παρ' όλα αυτά η Χρηστοήθεια του αγίου Νικόδημου έρχεται να καλύψει και θεωρητικά το θέμα. Οι αναφορές του συγγραφέα δεν είναι βέβαια ευσεβιστικές, άλλα πατερικές και αγιογραφικές. Δεν πρόκειται άρα για ηθικές «νόρμες», αλλά για αγιοπνευματική εμπειρία. Ο άγιος, πού με το ασκητικό του πνεύμα ενοχλεί τους εκκοσμικευμένους του εκκλησιαστικού χώρου, προτείνει το αυθεντικό ορθόδοξο-πατερικό ήθος, ως τρόπο εκκλησιαστικής υπάρξεως. Η πολιτική δράση των Κολλυβάδων, κυρίως του Πάριου, σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να θεωρηθεί. Είναι η απόλυτη συνέπεια στην απόρριψη της Ευρώπης όχι μόνο στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Η θεωρητική τους τεκμηρίωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Τα περί «κηρύγματος δουλικής υποταγής» στην Οθωμανική κυριαρχία ή περί «θεολογικά τεκμηριωμένα εθελοδουλίας» θα ανταποκρίνονταν στα πράγματα, αν δεν διασκεδασθούν με την προσθήκη του Βασιλείου Μακρίδη: με σκοπό «την προστασία της Ορθοδοξίας από τον κίνδυνο της Δύσης». Ίσως μάλιστα ό λόγος για «αυτοπροστασία» είναι προτιμότερος και ρεαλιστικότερος
του όρου «εθελοδουλία». Ο «αντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δεν είναι κατ' ανάγκη και «φιλοτουρκισμός», για έναν πού γνωρίζει τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γαλλικά σχέδια αυτή την εποχή για τη Ρωμαίικη Έθναρχία. Η σύμπτωση του προκρίματος των Κολλυβάδων με τις άμεσες στοχοθεσίες της Οθωμανικής πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ταυτίζεται όμως και εδώ απόλυτα με τη στάση του εθνομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πού θεωρεί τον Οθωμανικό ζυγό θεϊκή εύνοια για το Γένος, με κριτήριο όμως τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Ορθοδοξία. Η αναζήτηση ερμηνείας πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αδιατάρακτη πιστότητα στην παράδοση του Γένους. Η παραθεώρησή της όμως μεταβάλλει αυτόχρημα την επιστήμη σε πολιτική. Και μόνη η πρόταση του Πάριου να τιμώνται τα θύματα του ισλαμισμού, όπως οι αρχαίοι μάρτυρες της Εκκλησίας ή να τιμώνται ως άγιοι οι Νεομάρτυρες χωρίς την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, πρέπει να θεωρηθούν ως έμπρακτη «αντίσταση» στην εξουσία του «αντίχριστου», κατά τον Πατροκοσμά, Σουλτάνου.
Συμπερασματικά:
1.Η αντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστών είναι αντίθεση δυο διαφορετικών κόσμων και «πολιτικών οραμάτων», ως δύο αλληλοαποκλειομένων εκδοχών της ελληνικότητας. Η επιλογή των μέσων σ' αυτή τη διαπάλη δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, όσο η ίδια η διαπάλη, πού υποστασιώνει τις συνειδήσεις.
2.Η αποτίμηση της στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως της σημασίας γι' αυτούς της Ορθοδοξίας, όχι ως θρησκευτικής ιδεολογίας ή μεταφυσικού στοχασμού, άλλ' ως τρόπου υπάρξεως, πού οδηγεί στη θέωση, τον μοναδικό για την Ορθοδοξία προορισμό του ανθρώπου, ενδοϊστορικά και μεταϊστορικά. Είναι, επίσης, αναγκαία η γνώση της γλώσσας τους, πού δεν είναι άπλα ελληνική, άλλ' εκκλησιαστικά ελληνική, για την αποφυγή περαιτέρω παρανοήσεων.
3.Έτσι κατανοείται η εμμονή των Κολλυβάδων στην παράδοση του Γένους, εκφραζόμενη με το γραφικό αξίωμα: «μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οί πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).
4.Οι παρεξηγήσεις -τέλος- στην ερμηνευτική προσέγγιση των Κολλυβάδων πρέπει να αποδοθούν στην εφαρμογή δυτικών κριτηρίων (πολιτικών-οικονομικώνν, υλιστικών δηλαδή και όχι των δικών τους (πνευματικών). Είναι ένα λάθος, πού προσπαθεί να διορθώσει ή σημερινή επιστημονική έρευνα, όταν βέβαια ελευθερώνεται από το καταθλιπτικό βάρος του παρελθόντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου