Παραθέτουμε την πάντοτε, αλλά περισσότερο στις ημέρες μας, επίκαιρη Ομολογία Πίστεως των Αγιορειτών προς τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο μετά την ψευδένωση της Φερράρας-Φλωρεντίας.
Αυτοί (οι Λατίνοι), άγιε δέσποτα, κανένα από τα κυριώτερα στοιχεία της πίστεως δεν άφησαν ατραυμάτιστο και απαραχάρακτο. Γι αὐτό, όχι μόνο και αποκόπτονται από το πανταχού ίσο και καλό και ωραίο Σώμα του Χριστού, αλλά παραδίδονται και στον Σατανά. Και ο Απόστολος, επισφραγίζοντας ολόκληρη την ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία, λέγει, όχι μόνο προς τους Γαλάτες, που εισήγαγαν διαφορετική διδασκαλία σε ένα θέμα, αλλά πολύ περισσότερο προς τους Ιταλούς, που τον τελευταίο καιρό έχουν εισαγάγει μύριες όσες διαφορετικές διδασκαλίες και ανατρέπουν σχεδόν ολόκληρη την ευαγγελική, αποστολική, κανονική και πατερική παράδοσι· ει τις ευαγγελίζεται υμάς παρ ο παρελάβετε, καν ημείς η άγγελος εξ ουρανού, ανάθεμα έστω (πρβλ. Γαλ. α´ 8).
Πως είναι λοιπόν επιτρεπτό και θεάρεστο να ενωθούμε εμείς με εκείνους, από τους οποίους δίκαια και κανονικά αποκοπήκαμε, ενώ αυτοί παραμένουν αμετάβλητοι στις αιρέσεις τους; Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, ανατρέπουμε μονομιάς τα πάντα και καταργούμε την Ορθοδοξία και μάλιστα σ ἐκείνα τα σημεία που την ανατρέπουν αυτοί που αναξίως τώρα γίνονται δεκτοί. Διότι οι ιεροί κανόνες λέγουν· «Οποιος συμπροσευχηθή με ακοινώνητο ακόμα και μέσα σε σπίτι, να αφορίζεται» (ι´ Αποστολ. κανών). Και αλλού· «Οποιος κοινωνεί με ακοινώνητο, να είναι ακοινώνητος, διότι επιφέρει σύγχυσι στην κανονική τάξι της Εκκλησίας» (β´ συνόδου Αντιοχείας). Και πάλι· «Οποιος δέχεται τον αιρετικό, υπόκειται στις ίδιες τιμωρίες μ ἐκεῖνον» (ερμην. με´ Αποστολ. κανόν.). Για όσα λοιπόν αυτοί κατηγορούνται και είναι υπεύθυνοι, για όλα αυτά θα γίνουμε και εμείς υπόδικοι έναντι των ιερών κανόνων, οι οποίοι αποφαίνονται εν αγίω Πνεύματι. Ομως όχι, κάτι τέτοιο αποκλείεται εντελώς!
Αλλά ούτε και που θα τους μνημονεύσουμε! Διότι κι αυτό είναι ένα τέχνασμα του πονηρού, ο οποίος, ενώ είναι σκοτάδι, υποκρίνεται το φως· ώστε προβάλλοντας προς το παρόν την (επί ίσοις όροις) ένωσι με αυτούς, να επιφέρη δολίως την απώλεια ολοκλήρου του σώματος της Εκκλησίας. Και επειδή με φανερά επιχειρήματα δεν μπορεί να πείση προς αυτή την κατεύθυνσι, επιχειρεί εκ του αφανούς, να βρη ένα παράθυρο, να περάση μέσα το κακό στα κρυφά.
Αν λοιπόν θέλουν πράγματι να ενωθούν μαζί μας, τότε ας αλλάξουν πρώτα και μετά να ενωθούν. Αν όμως θέλουν να το κάνουν αυτό διατηρώντας συγχρόνως και τα σφάλματά τους, δεν θα τα καταφέρουν. Αλλὰ καταλήγουν να ζητούν έστω και την απλή μνημόνευσι των ονομάτων τους. Δεν υπάρχει όμως κάποια σχέσις μεταξύ μυστηριακής κοινωνίας και μνημονεύσεως ονόματος; Και βεβαιότατα υπάρχει, όπως θα αποδείξουμε.
Ω, πόσο δυστυχώς είναι το κέρδος που θα πετύχουν τώρα! Διότι τώρα θα είναι αδύνατη και η διόρθωσίς τους, εφ’ όσον θα έχουν πάρει εκείνο που θέλουν! Αφοῦ γι αὐτοὺς οι αντιπαραθέσεις και οι διάλογοι, δεν φαίνεται να έχουν σαν σκοπό την ευσέβεια.
Γιατί, αν ήθελαν την ευσέβεια, ποιο είναι το εμπόδιο, την στιγμή που αυτή είναι κοινή για όλους και δωρεάν και άκοπη και το ίδιο τιμητική για δούλους και δεσπότες, φτωχούς και πλούσιους, ευγενείς και άσημους, χρεώστες και μη χρεώστες; Οπως είναι το φύσημα του αέρα και η διάχυσις του φωτός και η εναλλαγή των εποχών και η θέα της κτίσεως, αυτού του μεγάλου και κοινού για όλους μας εντρυφήματος, έτσι είναι και η ίση ευθύνη έναντι της πίστεως κατά τον μέγα στην θεολογία Γρηγόριο. Κι αν εκείνοι κι αυτόν τον περιφρονούν, μαζί με τους λοιπούς μεγάλους πατέρες μας Βασίλειο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, των οποίων η φήμη της διδασκαλίας και η δύναμις του πνεύματος διαδόθηκε σ ὅλη την γη, όμως άκουσε, άγιε δέσποτα, την εξής υπόσχεσι από τους λόγους του παναγίου Πνεύματος, από τους οποίους ούτε μία κεραία δεν μπορεί να πέση έξω· Ο μέγας απόστολος του Κυρίου και ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει· είτις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει μεθ ἑαυτοῦ, χαίρειν αυτώ μη λέγετε και εις οικίαν μη λαμβάνετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς (πρβλ. Β´ Ιωάν. 10-11).
Κι αν τα παραπάνω λόγια μας εμποδίζουν και να τον χαιρετίσουμε απλά στον δρόμο, κι αν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε μέσα σ ἕνα συνηθισμένο σπίτι, πως θα τον εισαγάγουμε, όχι σε σπίτι, αλλά στον ναό του Θεού, σ αὐτὰ τα ίδια τα άδυτά του, όπου πάνω στην μυστική και φρικτή τράπεζα σφαγιάζεται αναίμακτα ο Υιός του Θεού;
Κι αν ο απλός χαιρετισμός μας κάνει κοινωνούς των πονηρών έργων του χαιρετιζομένου, πόσο μάλλον η μνημόνευσίς του εκφώνως και μάλιστα την στιγμή που αντικρύζουμε με φρίκη τα θεία μυστήρια; Αν δε Αυτός ο Ιδιος που κείται μπροστά μας είναι η Αυτοαλήθεια, πως είναι δυνατόν Αυτός να ανεχθή τούτο το μεγάλο ψέμμα, το να συγκατατάσσεται δηλαδή εκείνος (ο Παπας) μεταξύ των λοιπών ορθοδόξων Πατριαρχών; Θα παίξουμε θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών μυστηρίων; Και πως να τα ανεχθή αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και να μην απομακρυνθή αμέσως από την κοινωνία εκείνων που μνημόνευσαν και να μη τους θεωρή ιεροκάπηλους; Διότι ανέκαθεν η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού την αναφορά του ονόματος του αρχιερέως μπροστά στα άγια μυστήρια την δεχόταν σαν τέλεια συγκοινωνία. Και έχει γραφή στην ερμηνεία της θείας λειτουργίας ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του αρχιερέως, για να δείξη ότι υποτάσσεται στον ανώτερό του και ότι είναι κοινωνός της πίστεώς του και ότι έχει δεχθή μέσω αυτού την χάρι της ιερουργίας των θείων μυστηρίων.
Και ο Θεός έχει κατά το παρελθόν στηλιτεύσει κάτι ανάλογο με τους εξής λόγους· ιερείς ηθέτουν νόμον μου και εβεβήλουν τα άγιά μου (πρβλ. Ιεζεκ. κβ´ 26). Με ποιο τρόπο το έκαναν αυτό; Με το να μη κάνουν διάκρισι μεταξύ βεβήλων και οσίων ανθρώπων, αλλά να έχουν τα πάντα κοινά με όλους. Και ποιο άλλο εναργέστερο και αληθινώτερο παράδειγμα από αυτό χρειαζόμαστε;
Η μήπως να το κάνουμε αυτό (δηλ. την ψευδένωσι) σαν ένα είδος οικονομίας; Και πως να γίνη αποδεκτή μια οικονομία που βεβηλώνει τα θεία μυστήρια κατά τον προαναφερθέντα λόγο του Θεού και απωθεί από αυτά το Πνεύμα του Θεού, και στερεί από τους πιστούς την άφεσι των αμαρτιών και την χάρι της υιοθεσίας που πηγάζει απ αὐτὰ τα μυστήρια; Και τι πιο επιβλαβές από μια τέτοια οικονομία;
Αλλά και το να δοθή στον αιρετικό το πρωτείο ολόκληρης της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι αυτό σωστό; Αυτό είναι πλήρης παραδοχή και όχι οικονομία. Εκεῖνος (ο Παπας) τώρα ούτε για την τελευταία θέσι δεν είναι άξιος. Λεγει σχετικά ο μέγας πατήρ ημών Γρηγόριος ο Θεολόγος, κινώντας τον λόγο του Θεού για τους μετανοούντες· « Αν βέβαια δεν μετενόησαν, ούτε εγώ τους δέχομαι, παρά μόνο αν σκύψουν, αν προσέλθουν αξίως, αν διορθώσουν το κακό που έκαναν. Και όταν τους δεχθώ, τότε τους απονέμω την θέσι που τους ταιριάζει». Που είναι όμως σ ἐκεῖνον (τον Παπα) και τους δικούς του η διόρθωσις; Που η διόρθωσις του κακού; Αρα λοιπόν ούτε για την έσχατη θέσι δεν είναι άξιοι, πόσο μάλλον για την πρώτη!
Αλλά και ο μέγας Παύλος κινούμενος από τον ίδιο Κυριο που ομιλεί μέσα του τα ίδια μας βεβαιώνει· αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος (Τιτ. γ´ 10). Και πάλιν· στέλλεσθε από παντός ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρελάβατε παρ ἡμῶν (πρβλ. Β´ Θεσ. γ´ 6). Και αλλού μας παραγγέλλει με κάτι τέτοιους ούτε να συντρώγουμε (πρβλ. Α´ Κορ. ε´ 11).
Τα όμοια μας επιτάσσει και ο θεοφόρος και μέγας πατήρ ημών Ιγνάτιος, προφυλάσσοντάς μας από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους αιρετικούς, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει να δεχώμαστε, αλλ εἰ δυνατόν, ούτε να τους συναντούμε.
Εκείνους λοιπόν με τους οποίους καλούμεθα να μη συντρώγουμε ούτε να τους χαιρετούμε —για να μην υπάρχη κανενός είδους συναναστροφή μαζί τους— και των οποίων το συναπάντημα μας ζητείται, ει δυνατόν, να το αποφύγουμε, πως είναι δυνατόν να τους δώσουμε το δικαίωμα να είναι πρώτοι και κριταί των Ορθοδόξων Εκκλησιῶν και να διασαλπίσουμε το μνημόσυνό τους ως ορθόδοξο κατά τον καιρό της κοινής λατρείας μέσα στην Εκκλησία και ενώπιον αυτής της ίδιας της μυστικής και αγίας Τραπέζης, ώστε ούτε κι αυτήν να την αφήσουμε αβεβήλωτη, για να μας αγιάζη;
(Από την επιστολή-ομολογία των Αγιορειτῶν προς τον Βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά την επιβληθείσα τότε ψευδένωσι με τους Λατίνους στη Φερράρα Φλωρεντία).
Αυτοί (οι Λατίνοι), άγιε δέσποτα, κανένα από τα κυριώτερα στοιχεία της πίστεως δεν άφησαν ατραυμάτιστο και απαραχάρακτο. Γι αὐτό, όχι μόνο και αποκόπτονται από το πανταχού ίσο και καλό και ωραίο Σώμα του Χριστού, αλλά παραδίδονται και στον Σατανά. Και ο Απόστολος, επισφραγίζοντας ολόκληρη την ευαγγελική και αποστολική διδασκαλία, λέγει, όχι μόνο προς τους Γαλάτες, που εισήγαγαν διαφορετική διδασκαλία σε ένα θέμα, αλλά πολύ περισσότερο προς τους Ιταλούς, που τον τελευταίο καιρό έχουν εισαγάγει μύριες όσες διαφορετικές διδασκαλίες και ανατρέπουν σχεδόν ολόκληρη την ευαγγελική, αποστολική, κανονική και πατερική παράδοσι· ει τις ευαγγελίζεται υμάς παρ ο παρελάβετε, καν ημείς η άγγελος εξ ουρανού, ανάθεμα έστω (πρβλ. Γαλ. α´ 8).
Πως είναι λοιπόν επιτρεπτό και θεάρεστο να ενωθούμε εμείς με εκείνους, από τους οποίους δίκαια και κανονικά αποκοπήκαμε, ενώ αυτοί παραμένουν αμετάβλητοι στις αιρέσεις τους; Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, ανατρέπουμε μονομιάς τα πάντα και καταργούμε την Ορθοδοξία και μάλιστα σ ἐκείνα τα σημεία που την ανατρέπουν αυτοί που αναξίως τώρα γίνονται δεκτοί. Διότι οι ιεροί κανόνες λέγουν· «Οποιος συμπροσευχηθή με ακοινώνητο ακόμα και μέσα σε σπίτι, να αφορίζεται» (ι´ Αποστολ. κανών). Και αλλού· «Οποιος κοινωνεί με ακοινώνητο, να είναι ακοινώνητος, διότι επιφέρει σύγχυσι στην κανονική τάξι της Εκκλησίας» (β´ συνόδου Αντιοχείας). Και πάλι· «Οποιος δέχεται τον αιρετικό, υπόκειται στις ίδιες τιμωρίες μ ἐκεῖνον» (ερμην. με´ Αποστολ. κανόν.). Για όσα λοιπόν αυτοί κατηγορούνται και είναι υπεύθυνοι, για όλα αυτά θα γίνουμε και εμείς υπόδικοι έναντι των ιερών κανόνων, οι οποίοι αποφαίνονται εν αγίω Πνεύματι. Ομως όχι, κάτι τέτοιο αποκλείεται εντελώς!
Αλλά ούτε και που θα τους μνημονεύσουμε! Διότι κι αυτό είναι ένα τέχνασμα του πονηρού, ο οποίος, ενώ είναι σκοτάδι, υποκρίνεται το φως· ώστε προβάλλοντας προς το παρόν την (επί ίσοις όροις) ένωσι με αυτούς, να επιφέρη δολίως την απώλεια ολοκλήρου του σώματος της Εκκλησίας. Και επειδή με φανερά επιχειρήματα δεν μπορεί να πείση προς αυτή την κατεύθυνσι, επιχειρεί εκ του αφανούς, να βρη ένα παράθυρο, να περάση μέσα το κακό στα κρυφά.
Αν λοιπόν θέλουν πράγματι να ενωθούν μαζί μας, τότε ας αλλάξουν πρώτα και μετά να ενωθούν. Αν όμως θέλουν να το κάνουν αυτό διατηρώντας συγχρόνως και τα σφάλματά τους, δεν θα τα καταφέρουν. Αλλὰ καταλήγουν να ζητούν έστω και την απλή μνημόνευσι των ονομάτων τους. Δεν υπάρχει όμως κάποια σχέσις μεταξύ μυστηριακής κοινωνίας και μνημονεύσεως ονόματος; Και βεβαιότατα υπάρχει, όπως θα αποδείξουμε.
Ω, πόσο δυστυχώς είναι το κέρδος που θα πετύχουν τώρα! Διότι τώρα θα είναι αδύνατη και η διόρθωσίς τους, εφ’ όσον θα έχουν πάρει εκείνο που θέλουν! Αφοῦ γι αὐτοὺς οι αντιπαραθέσεις και οι διάλογοι, δεν φαίνεται να έχουν σαν σκοπό την ευσέβεια.
Γιατί, αν ήθελαν την ευσέβεια, ποιο είναι το εμπόδιο, την στιγμή που αυτή είναι κοινή για όλους και δωρεάν και άκοπη και το ίδιο τιμητική για δούλους και δεσπότες, φτωχούς και πλούσιους, ευγενείς και άσημους, χρεώστες και μη χρεώστες; Οπως είναι το φύσημα του αέρα και η διάχυσις του φωτός και η εναλλαγή των εποχών και η θέα της κτίσεως, αυτού του μεγάλου και κοινού για όλους μας εντρυφήματος, έτσι είναι και η ίση ευθύνη έναντι της πίστεως κατά τον μέγα στην θεολογία Γρηγόριο. Κι αν εκείνοι κι αυτόν τον περιφρονούν, μαζί με τους λοιπούς μεγάλους πατέρες μας Βασίλειο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, των οποίων η φήμη της διδασκαλίας και η δύναμις του πνεύματος διαδόθηκε σ ὅλη την γη, όμως άκουσε, άγιε δέσποτα, την εξής υπόσχεσι από τους λόγους του παναγίου Πνεύματος, από τους οποίους ούτε μία κεραία δεν μπορεί να πέση έξω· Ο μέγας απόστολος του Κυρίου και ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει· είτις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει μεθ ἑαυτοῦ, χαίρειν αυτώ μη λέγετε και εις οικίαν μη λαμβάνετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς (πρβλ. Β´ Ιωάν. 10-11).
Κι αν τα παραπάνω λόγια μας εμποδίζουν και να τον χαιρετίσουμε απλά στον δρόμο, κι αν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε μέσα σ ἕνα συνηθισμένο σπίτι, πως θα τον εισαγάγουμε, όχι σε σπίτι, αλλά στον ναό του Θεού, σ αὐτὰ τα ίδια τα άδυτά του, όπου πάνω στην μυστική και φρικτή τράπεζα σφαγιάζεται αναίμακτα ο Υιός του Θεού;
Κι αν ο απλός χαιρετισμός μας κάνει κοινωνούς των πονηρών έργων του χαιρετιζομένου, πόσο μάλλον η μνημόνευσίς του εκφώνως και μάλιστα την στιγμή που αντικρύζουμε με φρίκη τα θεία μυστήρια; Αν δε Αυτός ο Ιδιος που κείται μπροστά μας είναι η Αυτοαλήθεια, πως είναι δυνατόν Αυτός να ανεχθή τούτο το μεγάλο ψέμμα, το να συγκατατάσσεται δηλαδή εκείνος (ο Παπας) μεταξύ των λοιπών ορθοδόξων Πατριαρχών; Θα παίξουμε θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών μυστηρίων; Και πως να τα ανεχθή αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και να μην απομακρυνθή αμέσως από την κοινωνία εκείνων που μνημόνευσαν και να μη τους θεωρή ιεροκάπηλους; Διότι ανέκαθεν η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού την αναφορά του ονόματος του αρχιερέως μπροστά στα άγια μυστήρια την δεχόταν σαν τέλεια συγκοινωνία. Και έχει γραφή στην ερμηνεία της θείας λειτουργίας ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του αρχιερέως, για να δείξη ότι υποτάσσεται στον ανώτερό του και ότι είναι κοινωνός της πίστεώς του και ότι έχει δεχθή μέσω αυτού την χάρι της ιερουργίας των θείων μυστηρίων.
Και ο Θεός έχει κατά το παρελθόν στηλιτεύσει κάτι ανάλογο με τους εξής λόγους· ιερείς ηθέτουν νόμον μου και εβεβήλουν τα άγιά μου (πρβλ. Ιεζεκ. κβ´ 26). Με ποιο τρόπο το έκαναν αυτό; Με το να μη κάνουν διάκρισι μεταξύ βεβήλων και οσίων ανθρώπων, αλλά να έχουν τα πάντα κοινά με όλους. Και ποιο άλλο εναργέστερο και αληθινώτερο παράδειγμα από αυτό χρειαζόμαστε;
Η μήπως να το κάνουμε αυτό (δηλ. την ψευδένωσι) σαν ένα είδος οικονομίας; Και πως να γίνη αποδεκτή μια οικονομία που βεβηλώνει τα θεία μυστήρια κατά τον προαναφερθέντα λόγο του Θεού και απωθεί από αυτά το Πνεύμα του Θεού, και στερεί από τους πιστούς την άφεσι των αμαρτιών και την χάρι της υιοθεσίας που πηγάζει απ αὐτὰ τα μυστήρια; Και τι πιο επιβλαβές από μια τέτοια οικονομία;
Αλλά και το να δοθή στον αιρετικό το πρωτείο ολόκληρης της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι αυτό σωστό; Αυτό είναι πλήρης παραδοχή και όχι οικονομία. Εκεῖνος (ο Παπας) τώρα ούτε για την τελευταία θέσι δεν είναι άξιος. Λεγει σχετικά ο μέγας πατήρ ημών Γρηγόριος ο Θεολόγος, κινώντας τον λόγο του Θεού για τους μετανοούντες· « Αν βέβαια δεν μετενόησαν, ούτε εγώ τους δέχομαι, παρά μόνο αν σκύψουν, αν προσέλθουν αξίως, αν διορθώσουν το κακό που έκαναν. Και όταν τους δεχθώ, τότε τους απονέμω την θέσι που τους ταιριάζει». Που είναι όμως σ ἐκεῖνον (τον Παπα) και τους δικούς του η διόρθωσις; Που η διόρθωσις του κακού; Αρα λοιπόν ούτε για την έσχατη θέσι δεν είναι άξιοι, πόσο μάλλον για την πρώτη!
Αλλά και ο μέγας Παύλος κινούμενος από τον ίδιο Κυριο που ομιλεί μέσα του τα ίδια μας βεβαιώνει· αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος (Τιτ. γ´ 10). Και πάλιν· στέλλεσθε από παντός ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρελάβατε παρ ἡμῶν (πρβλ. Β´ Θεσ. γ´ 6). Και αλλού μας παραγγέλλει με κάτι τέτοιους ούτε να συντρώγουμε (πρβλ. Α´ Κορ. ε´ 11).
Τα όμοια μας επιτάσσει και ο θεοφόρος και μέγας πατήρ ημών Ιγνάτιος, προφυλάσσοντάς μας από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους αιρετικούς, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει να δεχώμαστε, αλλ εἰ δυνατόν, ούτε να τους συναντούμε.
Εκείνους λοιπόν με τους οποίους καλούμεθα να μη συντρώγουμε ούτε να τους χαιρετούμε —για να μην υπάρχη κανενός είδους συναναστροφή μαζί τους— και των οποίων το συναπάντημα μας ζητείται, ει δυνατόν, να το αποφύγουμε, πως είναι δυνατόν να τους δώσουμε το δικαίωμα να είναι πρώτοι και κριταί των Ορθοδόξων Εκκλησιῶν και να διασαλπίσουμε το μνημόσυνό τους ως ορθόδοξο κατά τον καιρό της κοινής λατρείας μέσα στην Εκκλησία και ενώπιον αυτής της ίδιας της μυστικής και αγίας Τραπέζης, ώστε ούτε κι αυτήν να την αφήσουμε αβεβήλωτη, για να μας αγιάζη;
(Από την επιστολή-ομολογία των Αγιορειτῶν προς τον Βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά την επιβληθείσα τότε ψευδένωσι με τους Λατίνους στη Φερράρα Φλωρεντία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου