Πολιτική εξώθηση σέ μαθητικό δόλο
του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Η νέα σχολική χρονιά ξεκινάει, όπως πάντα, μέ τήν καθιερωμένη μεμψιμοιρία. Φέτος αρκετό υλικό στούς μεμψίμοιρους δίνει η αθρόα έξοδος από τήν υπηρεσία ενδεκάμιση περίπου χιλιάδων εκπαιδευτικών, γεγονός πού θά δημιουργήση πολλά κενά στά σχολεία, άν ληφθή υπ’ όψη τό πάγωμα τών προσλήψεων στό δημόσιο.
Τό Υπουργείο Παιδείας βεβαιώνει ότι δέν θά υπάρξη πρόβλημα, γιατί θά διορίση ικανό αριθμό έκτακτων αναπληρωτών καθηγητών, αλλά καί θά επαναφέρη στίς αίθουσες διδασκαλίας όλους τούς εκπαιδευτικούς –καί είναι πάρα πολλοί– πού είναι αποσπασμένοι σέ θέσεις, στίς οποίες δέν ασκούν εκπαιδευτικό έργο.
Η μεμψιμοιρία, πάντως, δέν διεργείρεται συνήθως από τά βασικά προβλήματα. Παρασύρεται από ό,τι στιγμιαία εντυπωσιάζει. Τό λέμε αυτό, διότι στήν προκειμένη περίπτωση, είτε πραγματοποιηθή η εκμετάλλευση τού εκπαιδευτικού δυναμικού τής χώρας, πού επαγγέλλεται τό Υπουργείο, είτε όχι, μικρή επίδραση θά έχη στήν εξυγίανση τής διαχρονικά ασθενούς νεοελληνικής εκπαίδευσης. Η αρρώστια τών σχολείων μας είναι βαθιά καί δέν θεραπεύεται μέ παυσίπονα. Είναι τόσο βαθιά, πού η πλήρωση όλων τών κενών θέσεων στά σχολεία νά μοιάζη μέ παρηγορητικό παυσίπονο, πού δείχνει ότι τήν καταπραΰνει, αλλά δέν τήν θεραπεύει......
Γράφονται αυτά γιατί είναι ανάγκη νά επισημανθή ένας «νοσογόνος παράγοντας» γιά τήν εκπαίδευση, πού δέν έχει καμμιά σχέση μέ τούς εκπαιδευτικούς καί τά αναλυτικά προγράμματα τών διαφόρων μαθημάτων πού διδάσκονται στά σχολεία καί στόν οποίο (παράγοντα) δέν δίνουμε τήν προσοχή πού πρέπει.
Ο παράγοντας αυτός σχετίζεται μέ τό ήθος πού διδάσκεται από τήν άσκηση τής κρατικής καί τής νομοθετικής εξουσίας. Η άσκηση αυτής τής εξουσίας δέν ρυθμίζει μόνο σχέσεις. Είναι ταυτόχρονα διδασκαλείο ήθους. Η Κυβέρνηση καί η Βουλή κηρύττουν καί εμπνέουν ήθος μέ τήν άσκηση τών εξουσιών πού τούς ανέθεσε ο λαός. Τό Κράτος γενικά εμπνέει ήθος καί μεταρρυθμίζει πρός τό καλύτερο καί δικαιότερο τίς συμπεριφορές τών πολιτών, μέ τήν συνέπειά του στήν τήρηση τού Συντάγματος, μέ τήν καθαρότητα τών στόχων του στήν νομοθετική του λειτουργία, μέ τόν σεβασμό τού κόπου τών εργαζομένων, μέ τήν μέριμνα γιά τούς ψυχοσωματικά καί οικονομικά αδυνάτους, μέ τόν σεβασμό όλων τών μειονοτήτων πού εγκαταβιούν στήν επικράτειά του, αλλά προπαντός μέ τήν προστασία καί τήν καλλιέργεια τού πολιτισμού καί τών υγιών παραδόσεων τής πλειοψηφίας τών πολιτών του.
Η Πολιτεία μέ τίς επιλογές της δημιουργεί κλίμα, δημιουργεί ατμόσφαιρα, μέσα στήν οποία πρέπει νά κινηθή η οικονομία, νά λειτουργήση η εκπαίδευση, νά ζήση γενικά ο Πολίτης όλα τά επίπεδα τής ενδοκοσμικής επίγειας ζωής του. Αυτό τό «πολιτικό κλίμα», όταν είναι υγιές, μπορεί νά κινητοποιήση τίς δημιουργικές δυνάμεις τών πολιτών καί νά δώση προοπτική καί οράματα γιά διαρκή αναβάθμιση τής ποιότητας ζωής στούς νέους, στήν άντίθετη περίπτωση, μπορεί νά πνίξη τούς πάντες μέσα στήν αδράνεια, στήν απογοήτευση γιά τό μέλλον ή, τό χειρότερο, νά τούς διδάξη τήν ασυνέπεια καί νά τούς εξωθήση στήν δολιότητα.
Αυτή η «πολιτική ατμόσφαιρα», όταν δέν είναι υγιής, είναι ισχυρός νοσογόνος παράγοντας καί γιά τήν μαθησιακή διάθεση τών μαθητών καί τών φοιτητών, γιά τήν εκπαίδευση γενικότερα τών νέων.
Η βαριά ασθένεια τών σχολείων είναι η απουσία, εκ μέρους τών μαθητών, ενδιαφέροντος γιά τά διδασκόμενα μαθήματα. Όσοι έζησαν τήν εκπαίδευση μέσα στίς αίθουσες διδασκαλίας στά χρόνια τής μεταπολίτευσης, είδαν τήν εξάπλωση αυτής τής «ανορεξικής διαθέσεως» τών μαθητών, η οποία τελευταία έλαβε τήν μορφή πανδημίας. Τά παιδιά δέν αδιαφορούν μόνον γιά τά μαθήματα τού σχολείου, αλλά καί γιά τά μαθήματα τού φροντιστηρίου. Υπάρχει γενικά ανορεξία γιά μάθηση, χωρίς βέβαια νά απουσιάζουν οι λαμπρές εξαιρεσεις.
Θά υπενθυμίσουμε κάποιες επιλογές τής Πολιτείας –υπό τήν διακυβέρνηση καί τών δύο κομμάτων εξουσίας– οι οποίες δέν σχετίζονται άμεσα μέ τούς εκπαιδευτικούς νόμους καί τίς εκπαιδευτικές πολιτικές, αλλά δημιούργησαν νοσηρό κλίμα, τό οποίο κατά τήν γνώμη μας –μαζί καί μέ άλλα πιθανώς πολλά– συνετέλεσε στό νά αδυνατίση η ελπίδα τών νέων γιά ένα μέλλον δημιουργικό καί δίκαιο καί έσβησε (τό χειρότερο) τήν πίστη τους στούς θεσμούς πού λειτουργούν μέσα στήν ελληνική Πολιτεία.
Θά υπενθυμίσουμε επιλογές πού σχετίζονται μέ τήν πίστη τού λαού, τίς παραδόσεις του, αλλά καί τίς δημοκρατικές του ευαισθησίες. Μέ αυτά πού θά πούμε δέν μηδενίζουμε τά πάντα. Δέν είμαστε τό Κράτος πού καταφέραμε νά δείξουμε στούς ξένους τά δύο τελευταία χρόνια. Όμως δέν πρέπει νά ξεχνάμε τίς πολιτικές πού πλήγωσαν, στά δέκα τελευταία χρόνια, τό «πολιτισμικό μας σώμα», γιά τίς οποίες δυστυχώς έχουμε εθισθή στό νά αδιαφορούμε.
Θυμίζουμε πρώτα τό θέμα πού προέκυψε μέ τήν διαγραφή τού θρησκεύματος από τίς αστυνομικές ταυτότητες καί τό αίτημα πού εκφράστηκε τότε γιά τήν διενέργεια δημοψηφίσματος.
Τότε, μέ βάση τό άρθρο 10 τού Συντάγματος, τρία καί πλέον εκατομμύρια Έλληνες πολίτες, τηρώντας όλες τίς νόμιμες διαδικασίες, ζήτησαν από τήν Κυβέρνηση νά ενεργοποιήση τό άρθρο 44 τού Συντάγματος καί νά διενεργήση δημοψήφισμα.
Πολλοί υπέγραψαν τό αίτημα, ενώ ήταν υπέρ τής διαγραφής τού θρησκεύματος από τίς ταυτότητες, γιατί πίστευαν στήν άμεση δημοκρατία, η οποία στίς μέρες μας μπορεί νά λειτουργήση μέ τήν διενέργεια δημοψηφισμάτων.
Η Κυβέρνηση προκλητικά αγνόησε τήν νομιμότητα αυτού τού λαϊκού αιτήματος. Έτσι προσέβαλε τήν δημοκρατική ευαισθησία τού λαού καί δημιούργησε τήν αίσθηση ότι ο πολίτης δέν έχει άμεσο λόγο σέ κρίσιμες αποφάσεις τής Κυβέρνησης πού ψήφισε στίς εκλογές.
Ταυτόχρονα όμως προσβλήθηκε ο λαός στήν πίστη του καί στήν παράδοσή του, μιά παράδοση ζυμωμένη μέ τήν εκκλησιαστική ζωή, πού είναι ζωή μυστική –εν τή καρδία– αλλά καί ζωή κοινωνική, αφού εμπότισε όλους τούς κοινωνικούς θεσμούς τού γένους μας. Η προσβολή έγινε μέ τήν θεώρηση τής θρησκευτικής πίστης ως «απόρρητου προσωπικού δεδομένου», πού δέν πρέπει νά κοινοποιήται. Η θρησκευτική ελευθερία θεωρήθηκε ότι προστατεύεται μέ τήν απόκρυψη τών «θρησκευτικών πεποιθήσεων», πράγμα πού αποτελεί προσβολή γιά τό δημοκρατικό μας πολίτευμα, τό οποίο προστατεύει κάθε θρήσκευμα καί κάθε φιλοσοφική άποψη, πού δέν προσβάλλει τά χρηστά ήθη. Επίσης μεταδόθηκε στόν λαό καί στούς νέους τό απογοητευτικό μήνυμα, ότι ελεύθερος είναι αυτός πού δέν μιλά, αυτός πού δέν λέει τήν άποψή του, αυτός πού δέν εκφράζει δημόσια τήν πίστη του.
Τέτοιες πολιτικές επιλογές σαπίζουν τήν δημοκρατία μας, απογοητεύουν τήν νεολαία, αδρανοποιούν κάθε δημιουργική όρεξη, τρέφουν τήν ραθυμία, αλλά καί τήν δολιότητα στούς τρόπους. Αυτό γίνεται έντονα φανερό από μιά ακόμη πολιτική επιλογή πού αφορά, αυτή τήν φορά, τό μάθημα τών Θρησκευτικών στά σχολεία.
Η διαγραφή τού θρησκεύματος από τίς ταυτότητες προβλήθηκε από κάποιους ως απαίτηση τής Ευρώπης, χωρίς όμως νά είναι. Η Ευρώπη δέν υπεισέρχεται σέ τέτοια θέματα, πού αφορούν τήν παράδοση τού κάθε λαού.
Πρίν από δύο χρόνια παρουσιάσθηκε ως απόφαση ευρωπαϊκού δικαστηρίου μιά τροποποίηση στήν αίτηση τών κηδεμόνων, πού ζητούν τήν απαλλαγή τών παιδιών τους από τό μάθημα τών Θρησκευτικών. Σύμφωνα μέ τήν προβαλλόμενη απόφαση οι κηδεμόνες δέν υποχρεούνται νά αναγράψουν στήν αίτηση τόν λόγο απαλλαγής γιατί αυτό θεωρείται αποκάλυψη απόρρητου προσωπικού δεδομένου. Η δικαστική απόφαση, όμως, στήν οποία παραπέμπουν δέν αφορά τό μάθημα τών Θρησκευτικών, αλλά τόν όρκο στά δικαστήρια!...
Τό Υπουργείο Παιδείας, μετά από αντιδράσεις, μέ δύο άλλες εγκυκλίους τόνισε ότι τό μάθημα τών Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό γιά τούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, χωρίς όμως νά ακυρώση τήν πρώτη εγκύκλιο. Έτσι, πολλοί μαθητές, καί από αυτούς ακόμη πού μετέχουν στήν ζωή τής Εκκλησίας, ζήτησαν απαλλαγή από τά Θρησκευτικά, αφού έτσι θά λιγόστευε τό βάρος τών μαθητικών τους υποχρεώσεων.
Σ’ αυτήν τήν εγκύκλιο μπορεί κανείς νά αποδώση δόλο, αφού αποδυναμώνει τό μάθημα τών Θρησκευτικών, αλλά καί νά τήν ενοχοποιήση γιά εξώθηση τών μαθητών σέ δόλο, αφού ενώ είναι υποχρεωτικό τό μάθημα τών Θρησκευτικών γιά τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, όμως η μή υποχρέωσή τους νά αναγράψουν στήν σχετική αίτηση τόν λόγο τής απαλλαγής, εξώθησε αρκετούς (αποσιωπώντας τήν Ορθόδοξη πίστη τους) στό νά «πετύχουν» τόν περιορισμό τών μαθητικών τους υποχρεώσεων.
Όταν η Πολιτεία δίνει αφορμές γιά τέτοιους μαθητικούς δόλους, πώς νά εμπνεύση κέφι γιά δουλειά στούς μαθητές;
Η νέα σχολική χρονιά ξεκινάει, όπως πάντα, μέ τήν καθιερωμένη μεμψιμοιρία. Φέτος αρκετό υλικό στούς μεμψίμοιρους δίνει η αθρόα έξοδος από τήν υπηρεσία ενδεκάμιση περίπου χιλιάδων εκπαιδευτικών, γεγονός πού θά δημιουργήση πολλά κενά στά σχολεία, άν ληφθή υπ’ όψη τό πάγωμα τών προσλήψεων στό δημόσιο.
Τό Υπουργείο Παιδείας βεβαιώνει ότι δέν θά υπάρξη πρόβλημα, γιατί θά διορίση ικανό αριθμό έκτακτων αναπληρωτών καθηγητών, αλλά καί θά επαναφέρη στίς αίθουσες διδασκαλίας όλους τούς εκπαιδευτικούς –καί είναι πάρα πολλοί– πού είναι αποσπασμένοι σέ θέσεις, στίς οποίες δέν ασκούν εκπαιδευτικό έργο.
Η μεμψιμοιρία, πάντως, δέν διεργείρεται συνήθως από τά βασικά προβλήματα. Παρασύρεται από ό,τι στιγμιαία εντυπωσιάζει. Τό λέμε αυτό, διότι στήν προκειμένη περίπτωση, είτε πραγματοποιηθή η εκμετάλλευση τού εκπαιδευτικού δυναμικού τής χώρας, πού επαγγέλλεται τό Υπουργείο, είτε όχι, μικρή επίδραση θά έχη στήν εξυγίανση τής διαχρονικά ασθενούς νεοελληνικής εκπαίδευσης. Η αρρώστια τών σχολείων μας είναι βαθιά καί δέν θεραπεύεται μέ παυσίπονα. Είναι τόσο βαθιά, πού η πλήρωση όλων τών κενών θέσεων στά σχολεία νά μοιάζη μέ παρηγορητικό παυσίπονο, πού δείχνει ότι τήν καταπραΰνει, αλλά δέν τήν θεραπεύει......
Γράφονται αυτά γιατί είναι ανάγκη νά επισημανθή ένας «νοσογόνος παράγοντας» γιά τήν εκπαίδευση, πού δέν έχει καμμιά σχέση μέ τούς εκπαιδευτικούς καί τά αναλυτικά προγράμματα τών διαφόρων μαθημάτων πού διδάσκονται στά σχολεία καί στόν οποίο (παράγοντα) δέν δίνουμε τήν προσοχή πού πρέπει.
Ο παράγοντας αυτός σχετίζεται μέ τό ήθος πού διδάσκεται από τήν άσκηση τής κρατικής καί τής νομοθετικής εξουσίας. Η άσκηση αυτής τής εξουσίας δέν ρυθμίζει μόνο σχέσεις. Είναι ταυτόχρονα διδασκαλείο ήθους. Η Κυβέρνηση καί η Βουλή κηρύττουν καί εμπνέουν ήθος μέ τήν άσκηση τών εξουσιών πού τούς ανέθεσε ο λαός. Τό Κράτος γενικά εμπνέει ήθος καί μεταρρυθμίζει πρός τό καλύτερο καί δικαιότερο τίς συμπεριφορές τών πολιτών, μέ τήν συνέπειά του στήν τήρηση τού Συντάγματος, μέ τήν καθαρότητα τών στόχων του στήν νομοθετική του λειτουργία, μέ τόν σεβασμό τού κόπου τών εργαζομένων, μέ τήν μέριμνα γιά τούς ψυχοσωματικά καί οικονομικά αδυνάτους, μέ τόν σεβασμό όλων τών μειονοτήτων πού εγκαταβιούν στήν επικράτειά του, αλλά προπαντός μέ τήν προστασία καί τήν καλλιέργεια τού πολιτισμού καί τών υγιών παραδόσεων τής πλειοψηφίας τών πολιτών του.
Η Πολιτεία μέ τίς επιλογές της δημιουργεί κλίμα, δημιουργεί ατμόσφαιρα, μέσα στήν οποία πρέπει νά κινηθή η οικονομία, νά λειτουργήση η εκπαίδευση, νά ζήση γενικά ο Πολίτης όλα τά επίπεδα τής ενδοκοσμικής επίγειας ζωής του. Αυτό τό «πολιτικό κλίμα», όταν είναι υγιές, μπορεί νά κινητοποιήση τίς δημιουργικές δυνάμεις τών πολιτών καί νά δώση προοπτική καί οράματα γιά διαρκή αναβάθμιση τής ποιότητας ζωής στούς νέους, στήν άντίθετη περίπτωση, μπορεί νά πνίξη τούς πάντες μέσα στήν αδράνεια, στήν απογοήτευση γιά τό μέλλον ή, τό χειρότερο, νά τούς διδάξη τήν ασυνέπεια καί νά τούς εξωθήση στήν δολιότητα.
Αυτή η «πολιτική ατμόσφαιρα», όταν δέν είναι υγιής, είναι ισχυρός νοσογόνος παράγοντας καί γιά τήν μαθησιακή διάθεση τών μαθητών καί τών φοιτητών, γιά τήν εκπαίδευση γενικότερα τών νέων.
Η βαριά ασθένεια τών σχολείων είναι η απουσία, εκ μέρους τών μαθητών, ενδιαφέροντος γιά τά διδασκόμενα μαθήματα. Όσοι έζησαν τήν εκπαίδευση μέσα στίς αίθουσες διδασκαλίας στά χρόνια τής μεταπολίτευσης, είδαν τήν εξάπλωση αυτής τής «ανορεξικής διαθέσεως» τών μαθητών, η οποία τελευταία έλαβε τήν μορφή πανδημίας. Τά παιδιά δέν αδιαφορούν μόνον γιά τά μαθήματα τού σχολείου, αλλά καί γιά τά μαθήματα τού φροντιστηρίου. Υπάρχει γενικά ανορεξία γιά μάθηση, χωρίς βέβαια νά απουσιάζουν οι λαμπρές εξαιρεσεις.
Θά υπενθυμίσουμε κάποιες επιλογές τής Πολιτείας –υπό τήν διακυβέρνηση καί τών δύο κομμάτων εξουσίας– οι οποίες δέν σχετίζονται άμεσα μέ τούς εκπαιδευτικούς νόμους καί τίς εκπαιδευτικές πολιτικές, αλλά δημιούργησαν νοσηρό κλίμα, τό οποίο κατά τήν γνώμη μας –μαζί καί μέ άλλα πιθανώς πολλά– συνετέλεσε στό νά αδυνατίση η ελπίδα τών νέων γιά ένα μέλλον δημιουργικό καί δίκαιο καί έσβησε (τό χειρότερο) τήν πίστη τους στούς θεσμούς πού λειτουργούν μέσα στήν ελληνική Πολιτεία.
Θά υπενθυμίσουμε επιλογές πού σχετίζονται μέ τήν πίστη τού λαού, τίς παραδόσεις του, αλλά καί τίς δημοκρατικές του ευαισθησίες. Μέ αυτά πού θά πούμε δέν μηδενίζουμε τά πάντα. Δέν είμαστε τό Κράτος πού καταφέραμε νά δείξουμε στούς ξένους τά δύο τελευταία χρόνια. Όμως δέν πρέπει νά ξεχνάμε τίς πολιτικές πού πλήγωσαν, στά δέκα τελευταία χρόνια, τό «πολιτισμικό μας σώμα», γιά τίς οποίες δυστυχώς έχουμε εθισθή στό νά αδιαφορούμε.
Θυμίζουμε πρώτα τό θέμα πού προέκυψε μέ τήν διαγραφή τού θρησκεύματος από τίς αστυνομικές ταυτότητες καί τό αίτημα πού εκφράστηκε τότε γιά τήν διενέργεια δημοψηφίσματος.
Τότε, μέ βάση τό άρθρο 10 τού Συντάγματος, τρία καί πλέον εκατομμύρια Έλληνες πολίτες, τηρώντας όλες τίς νόμιμες διαδικασίες, ζήτησαν από τήν Κυβέρνηση νά ενεργοποιήση τό άρθρο 44 τού Συντάγματος καί νά διενεργήση δημοψήφισμα.
Πολλοί υπέγραψαν τό αίτημα, ενώ ήταν υπέρ τής διαγραφής τού θρησκεύματος από τίς ταυτότητες, γιατί πίστευαν στήν άμεση δημοκρατία, η οποία στίς μέρες μας μπορεί νά λειτουργήση μέ τήν διενέργεια δημοψηφισμάτων.
Η Κυβέρνηση προκλητικά αγνόησε τήν νομιμότητα αυτού τού λαϊκού αιτήματος. Έτσι προσέβαλε τήν δημοκρατική ευαισθησία τού λαού καί δημιούργησε τήν αίσθηση ότι ο πολίτης δέν έχει άμεσο λόγο σέ κρίσιμες αποφάσεις τής Κυβέρνησης πού ψήφισε στίς εκλογές.
Ταυτόχρονα όμως προσβλήθηκε ο λαός στήν πίστη του καί στήν παράδοσή του, μιά παράδοση ζυμωμένη μέ τήν εκκλησιαστική ζωή, πού είναι ζωή μυστική –εν τή καρδία– αλλά καί ζωή κοινωνική, αφού εμπότισε όλους τούς κοινωνικούς θεσμούς τού γένους μας. Η προσβολή έγινε μέ τήν θεώρηση τής θρησκευτικής πίστης ως «απόρρητου προσωπικού δεδομένου», πού δέν πρέπει νά κοινοποιήται. Η θρησκευτική ελευθερία θεωρήθηκε ότι προστατεύεται μέ τήν απόκρυψη τών «θρησκευτικών πεποιθήσεων», πράγμα πού αποτελεί προσβολή γιά τό δημοκρατικό μας πολίτευμα, τό οποίο προστατεύει κάθε θρήσκευμα καί κάθε φιλοσοφική άποψη, πού δέν προσβάλλει τά χρηστά ήθη. Επίσης μεταδόθηκε στόν λαό καί στούς νέους τό απογοητευτικό μήνυμα, ότι ελεύθερος είναι αυτός πού δέν μιλά, αυτός πού δέν λέει τήν άποψή του, αυτός πού δέν εκφράζει δημόσια τήν πίστη του.
Τέτοιες πολιτικές επιλογές σαπίζουν τήν δημοκρατία μας, απογοητεύουν τήν νεολαία, αδρανοποιούν κάθε δημιουργική όρεξη, τρέφουν τήν ραθυμία, αλλά καί τήν δολιότητα στούς τρόπους. Αυτό γίνεται έντονα φανερό από μιά ακόμη πολιτική επιλογή πού αφορά, αυτή τήν φορά, τό μάθημα τών Θρησκευτικών στά σχολεία.
Η διαγραφή τού θρησκεύματος από τίς ταυτότητες προβλήθηκε από κάποιους ως απαίτηση τής Ευρώπης, χωρίς όμως νά είναι. Η Ευρώπη δέν υπεισέρχεται σέ τέτοια θέματα, πού αφορούν τήν παράδοση τού κάθε λαού.
Πρίν από δύο χρόνια παρουσιάσθηκε ως απόφαση ευρωπαϊκού δικαστηρίου μιά τροποποίηση στήν αίτηση τών κηδεμόνων, πού ζητούν τήν απαλλαγή τών παιδιών τους από τό μάθημα τών Θρησκευτικών. Σύμφωνα μέ τήν προβαλλόμενη απόφαση οι κηδεμόνες δέν υποχρεούνται νά αναγράψουν στήν αίτηση τόν λόγο απαλλαγής γιατί αυτό θεωρείται αποκάλυψη απόρρητου προσωπικού δεδομένου. Η δικαστική απόφαση, όμως, στήν οποία παραπέμπουν δέν αφορά τό μάθημα τών Θρησκευτικών, αλλά τόν όρκο στά δικαστήρια!...
Τό Υπουργείο Παιδείας, μετά από αντιδράσεις, μέ δύο άλλες εγκυκλίους τόνισε ότι τό μάθημα τών Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό γιά τούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, χωρίς όμως νά ακυρώση τήν πρώτη εγκύκλιο. Έτσι, πολλοί μαθητές, καί από αυτούς ακόμη πού μετέχουν στήν ζωή τής Εκκλησίας, ζήτησαν απαλλαγή από τά Θρησκευτικά, αφού έτσι θά λιγόστευε τό βάρος τών μαθητικών τους υποχρεώσεων.
Σ’ αυτήν τήν εγκύκλιο μπορεί κανείς νά αποδώση δόλο, αφού αποδυναμώνει τό μάθημα τών Θρησκευτικών, αλλά καί νά τήν ενοχοποιήση γιά εξώθηση τών μαθητών σέ δόλο, αφού ενώ είναι υποχρεωτικό τό μάθημα τών Θρησκευτικών γιά τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, όμως η μή υποχρέωσή τους νά αναγράψουν στήν σχετική αίτηση τόν λόγο τής απαλλαγής, εξώθησε αρκετούς (αποσιωπώντας τήν Ορθόδοξη πίστη τους) στό νά «πετύχουν» τόν περιορισμό τών μαθητικών τους υποχρεώσεων.
Όταν η Πολιτεία δίνει αφορμές γιά τέτοιους μαθητικούς δόλους, πώς νά εμπνεύση κέφι γιά δουλειά στούς μαθητές;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου