21/3/13

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Το ανολοκλήρωτο ’21

ΤΟ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ 21 [1]
Το πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνο,
μοτ. Καθηγητο Πανεπιστημίου θηνν
ΑΠΟ χρόνια δουλεύω αὐτό τό θέμα καί ἔχει συγκεντρωθεῖ ἕνα τεράστιο ὑλικό, ἀρχειακό, ἀδημοσίευτο ἤ καί δημοσιευμένο. Σκοπός τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι νά λειτουργήσειὡς πρόκληση στούς ἀγαπητούς μας ἀναγνῶστες. Εἶναι βέβαιο, ὅτι θά δημιουργηθοῦν ὄχι μόνο εὔλογες ἀπορίες, ἀλλά καί ἀντιδράσεις, διότι τό κείμενο συμβάλλει στην ὑπέρβαση τῆς «σιδερωμένης» ἱστορίας, πού θά ᾽λεγε καί ὁ ἀείμνηστος Μακρυγιάννης, ἡ ὁποία διδάσκεται καί ἀναπαράγεται στή σχολική μας ἐκπαίδευση. Ἀλλ᾽ αὐτό εἶναι φυσική ἀπόληξη τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀναγνώσεως τῆς ἱστορίας μας.
Χρειάζεται γι᾽ αὐτό καί ἡ ρωμαίικη-ἑλληνορθόδοξη ἀνάγνωσή της, ἐπί τῇ βάσει τῶν πηγῶν, πού ὄχι μόνο ὑπάρχουν, ἀλλά εἶναι καί πλούσιες. Μιά τέτοια ἀνάγνωση εἶχε πραγματοποιήσει ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης († 2001), καί ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό κάποιους μέ βιαιότητα καί κακία, διότι ἐτάραξε τά λιμνάζοντα ὕδατα τῆς καθιερωμένης ἱστοριογραφίας, ἀλλά καί τῆς πολιτικῆς ἀκαμψίας. Σήμερα ὅμως ἴσως εἶναι εὐνοϊκότερες οἱ ἐθνικοκοινωνικές συνθῆκες, γιά νά ἐπαναληφθεῖ τό ἐγχείρημα ἐκείνου. Διότι ἡ Εὐρώπη, στήν ὁποία εἴχαμε ἐναποθέσει «τήν πᾶσαν ἐλπίδα» μας, ἀπεκάλυψε (καί στήν ἐποχή μας) τό ἀληθινό πρόσωπό της.
* * *
Ἰσχυρή πρόκληση γιά την Ἑλληνική συνείδηση εἶναι, ἄν πέτυχε ἡ Ἑλληνική ἐπανάσταση τούς σκοπούς της, πού ἦταν σκοποί ὅλου τοῦ Γένους/Ἔθνους. Τό ἐρώτημα αὐτό ἔχει τεθεῖ ἐπανειλημμένα μέχρι σήμερα. Ποιός ἦταν ὁ κύριος στόχος της; Κατά τήν ἐκτίμηση πολλῶν ἱστορικῶν μας τό «1821» εἶχε μεγαλοϊδεατικό-ρωμαίικο καί ὄχι ἀλυτρωτικό-χαρακτήρα. «Νά φτειαχθεῖ τό ρωμαίικο» ἦταν τό βασικότερο κίνητρό του. Ρωμαίικο ὅμως σημαίνει οἰκουμενικά καί ὑπερφυλετικά ἑλληνικό καί ὄχι ἑλλαδικό καί παραπέμπει τό «εὐρύ» καί ὄχι τό «στενό» Γένος. Κατά τον π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «οἱ Ρωμηοί (ΓΔΜ: οἱ ἑλληνορθόδοξοι) ἐπαναστάτησαν τό 1821, διά νά ξαναγίνη ἡ Ρωμηοσύνη κράτος μέ τόν ρωμαίικο (ΓΔΜ: ἑλληνορθόδοξο) πολιτισμόν της, πού μέ ὑπερηφάνειαν καί κάθε θυσίαν εἶχαν διαφυλάξει κατά τά σκληρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Ἀραβοκρατίας»2. Πόση ἀλήθεια ἐκφράζει αὐτή ἡ θέση;
Θά παρουσιάσουμε δειγματοληπτικά κάποιες ἄμεσες μαρτυρίες ἀπό την πλούσια βιβλιογραφία.
1. Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) ἦταν το 1821 ἡ κυριαρχοῦσα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ λαοῦ ἰδεολογία. Ὑπῆρχαν μυστικοί πόθοι τοῦ Γένους. Ἡ λαϊκή ποίηση ὑποσχόταν (στην Παναγία): «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά Σου θἆναι». (Ὅταν τά ἔχει ἡ Παναγία, εἶναι καί δικά ΜΑΣ, ἐνῶ, ὅπως στήν ἐποχή μας, τό ἀντίστροφο δέν εἶναι βέβαιο…). Συνήθεις σ᾽ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας ἦσαν οἱ ἐκφράσεις «πότε θά γίνει ρωμαίικο», «ὅταν θά γίνεται Ρωμανία» (ποντιακό)3.
Ἀκόμη καί οἱ ὑποστηρίζοντες τή στενή-κρατική-ἐθνική ἰδέα (διαφωτιστές κ.λπ) στά τέλη τοῦ 18ου ἤ τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα, δέν θά μποροῦσαν νά φαντασθοῦν «Ἑλληνικό Κράτος» μέ τά σύνορα τοῦ 1828/30, ἀκόμη καί τά σημερινά. Τούς στόχους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καθόριζε, ἀπό τῆς πλευρᾶς τῆς Ρωμηοσύνης, ἡ συλλογική μνήμη τοῦ Γένους, πού προσανατολιζόταν στην Ἅγια-Σοφιά, τή Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Σέ ὅ,τι δηλαδἠ εἶχε χαθεῖ καί τό ὁποῖο ὀνειρευόταν τό Γένος νά ξαναποκτήσει. Ἡ ἀπελευθέρωση ἑνός μικροῦ τμήματος, κατοικημένου ἀπό Ἕλληνες τοῦ ἀρχαίου «θέματος» Ἑλλάς (Στερεά Ἑλλάδα, Πελοπόννησος καί μερικά νησιά) ἀποτελοῦσε τήν φιλοδοξία ἐκείνων, πού εἶχαν ταυτισθεῖ μέ τούς διπλωματικούς στόχους τῶν «Μεγάλων Δυνάμεων», πού προέβλεπαν τή μεταβοή τοῦ παλαιοῦ «ἑλλαδικοῦ θέματος» σέ κράτος τῶν Ἑλλήνων, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τους. Θα φθάσουν, μάλιστα, οἱ ταυτισμένοι μέ τή δυτική πολιτική Ἕλληνες τοῦ μικροῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ κράτους να ἀπαιτοῦν νά ἐγκατασταθοῦν οἱ ἐκτός (ἐλευθέρας) Ἑλλάδος Ἕλληνες σ᾽ αὐτήν, γιά νά «πολιτογραφηθοῦν Ἕλληνες», διαφορετικά ἔμεναν «Ρωμηοί»4.
Οἱ ὑπόδουλοι «Ρωμηοί» ἔλεγαν ὅμως «ὅταν θά κάμωμεν τό ρωμαίικο» ἤ «ὅταν θά ἔλθει τό ρωμαίικο», πολύ πρίν ἀπό τήν ἐξέγερση τοῦ 1821. Κατά τόν μεγάλο ἱστορικό μας ἀείμνηστο Ἀπόστ. Βακαλόπουλο, «ἡ δεύτερη φράση ἐξακολούθησε νά ἐπιζεῖ καί ἀργότερα στίς συνομιλίες τῶν ὑποδουλωμένων ἀκόμη Ἑλλήνων τῆς Θεσσαλίας, Ἠπείρου, Μακεδονίας καί τῶν ἄλλων Ἑλληνικῶν χωρῶν»5. «Να φτειαχθεῖ τό Ρωμαίικο» ἦταν ὁ κοινός πόθος τοῦ Γένους. Ὁ Μεγαλοϊδεατισμός του ἦταν οἰκουμενικός ὅμως, μέ ἐπίκεντρο τήν Πόλη (Κωνσταντινούπολη), τήν παλαιά πρωτεύουσά του. Ἡ ἀνάσταση τῆς αὐτοκρατορίας, τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου, καί ὄχι κάποιας μικρῆς ἐπαρχίας. Αὐτό ὅμως σήμαινε ἀνάσταση ὅλων τῶν Ρωμηῶν, τῶν πολιτῶν δηλαδή τῆς Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως).
Ρητά παρατηρεῖ ὁ βρεττανός διπλωμάτης καί ἱστορικός τῶν πολιτισμῶν Arnold Toynbee: «Οἱ νεώτεροι Ἕλληνες τρέφουν -ἤ ἔτρεφαν τοὐλάχιστον ἴσαμε τό 1922- τη φιλοδοξία νά νεκραναστήσουν την Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί νά καταστήσουν τήν Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσά τους ξανά»6. Καί παρακάτω: «Τό ἑνιαῖο ὁμοιογενές ἐθνικό κράτος, πού συγκροτήθηκε ἀπό τό 1831 ἕως το 1945, δέν εἶχε ἀληθινά προηγούμενα στά προγενέστερα στάδια τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας. Οὔτε εἶχε καθόλου ρίζες στή νεοελληνική ζωή»7. Γιά τήν ἀνάσταση τοῦ «Ρωμαίικου» εἶναι σημαντική ἡ ἀκόλουθη δήλωση τοῦ Ληξουριώτη πολιτικοῦ Γεωργίου Τυπάλδου – Ἰακωβάτου (1813-1882) μέσα στην Ἑλληνική Βουλή στίς 23.11.1879: «… Εὔχομαι δέ καί ἡμεῖς νά γίνωμεν Ρωμαῖοι, ὡς εἶμαι Ρωμαῖος και ἐγώ. Θέλω σᾶς ἐξηγήσει παρ᾽ ἐμπρός, ὁποίαν ἔννοιαν προσάπτω εἰς τήν λέξιν Ρωμαῖος. Σεῖς χωρίς νά θέλετε καί νά τό αἰσθάνεσθε, λέγετε “πότε θά κάμωμεν τό Ρωμαίικο”. Ἐγώ θέλω σᾶς ἐξηγήσει το Ρωμαίικο»8.
2. Ἡ αὐτοκρατορική ἰδέα-το «εὐρύ γένος» ἦταν ἡ μόνιμη και ἀμετάτρεπτη ἰδεολογία τῆς Ρωμαίικης θναρχίας, ἡ ὁποία συνέχιζε τήν «Βυζαντινή» Αὐτοκρατορία. Γι᾽ αὐτό καί ἐξηγοῦνται οἱ ἀρχικοί δισταγμοί της γιά τήν ἐπανάσταση τῶν «Ἑλλήνων» στήν ἑλλαδική ἐπαρχία, διότι τό Φανάρι γνώριζε καλά τά σχέδια τοῦ Ναπολέοντος, ἀλλά καί τῶν εὐρωπαϊκῶν ἀνακτοβουλίων. Ἡ προϊοῦσα κατάπτωση τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας ἦταν αἰσθητή στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα καί ἡ Ἐθναρχία γνώριζε, ὅτι ἡ αὐτοκρατορία περιερχόταν ἀργά, ἀλλά σταθερά, στά χέρια τῶν Ρωμηῶν. Γι᾽ αὐτό ἤδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα εἶχε ἀποκρυσταλλωθεῖ ἡ Φαναριώτικη προοπτική, ὅτι ἡ αὐτοκρατορία θά μεταστοιχειωνόταν σε Ἑλληνική-Ρωμαίικη μέ τήν ἐκ τῶν ἔσω μεταλλαγή της σέ «Ὀθωμανικό Κράτος τῆς ρωμαίικης/ἑλληνικῆς ἐθνότητος». Ἡ ἐθνικιστική ἐπανάσταση τῶν Νεοτούρκων (1908), πού ἔγινε, γιά νά ἀποκλεισθοῦν οἱ ὑπερισχύσαντες στις ἐκλογές Χριστιανοί (Ὀρθόδοξοι καί Ἀρμένιοι) ἀπό τήν διεκδίκηση τῆς ἐξουσίας, βεβαιώνει τόν ρεαλισμό τῆς φαναριώτικης προσδοκίας. Ἀνάλογο μέ τήν Ἐθναρχία ὅραμα ἐνσάρκωναν καί οἱ Κολυβάδες
τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἦσαν καί αὐτοί φορεῖς τοῦ πνεύματος τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς ἀπελευθερώσεως δηλαδή «ὅλων τῶν ὑποδούλων στον Σουλτάνο λαῶν, χωρίς καμμιά (εὐρωπαϊκοῦ τύπου) ἐθνικιστική διάκριση ἤ κατακερματισμό τους σε συμβατικές κρατικοεθνικές ὀντότητες, καί στή οὐσία δυτικά προτεκτοράτα. Γι᾽ αὐτό ὁ προφήτης τῆς ἐλευθερίας μας Πατροκοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» († 1779), πού δίκαια ὀνομάσθηκε «ὁ μεγαλύτερος Νεοέλληνας» (Κώνστας), μιλοῦσε γιά την ρωμαίικη ἀνάστασή μας μέ τόν λόγο του: «αὐτό μιά μέρα θά γίνει ρωμαίικο».
3. Ὁ Οἰκουμενικός αὐτός πατριωτισμός ἐνέπνεε καί τόν Ρήγα, ὁ ὁποῖος πιστός στήν αὐτοκρατορική ἰδέα σχεδίαζε στούς χάρτες του ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, τό «οἰκουμενικό κράτος», ἀπευθυνόμενος σ᾽ ὅλους τούς λαούς της καί ὄχι μόνο στους Ἑλλαδικούς, τούς φυλετικά Ἕλληνες, ἀλλά καί στούς μή χριστιανούς. Χρησιμοποιεῖ τήν «ἐπίσημη» γλώσσα τῆς «αὐτοκρατορίας», τά Ἑλληνικά (τά Ρωμαίικα) καί μιλεῖ ὡς «ρωμηός»9 στούς ἄλλους ρωμηούς, ἀνεξάρτητα ἀπό φυλή, γλώσσα καί θρησκεία. Κατά τον Ἀπόστ. Δασκαλάκη «πρέπει νά θεωρήσωμεν ὡς βέβαιον, ὅτι ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς αὐτῆς εἶχε συλλάβει (δηλ. ὁ Ρήγας) τό σχέδιον μιᾶς γενικῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων καί τῶν λοιπῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς μέ τήν βοήθειαν τῶν στρατιῶν τῆς Γαλλικῆς Δημοκρατίας, πρός ἀποτίναξιν τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ πρός ἵδρυσιν μιᾶς μεγάλης ἑλληνικῆς δημοκρατίας, τῶν ὁρίων περίπου τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας θά ἔζων ἐν πλήρει ἐλευθερίᾳ καί ἰσότητι πολιτικῶν καί ἀτομικῶν δικαιωμάτων πάντες οἱ λαοί, ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητος, γλώσσης καί θρησκείας»10. Αὐτό, πράγματι, ἦταν τό ρωμαίικο ὄνειρο τοῦ Ρήγα καί ὄχι ἡ μικρή Ἑλλάδα τοῦ 1828/30 ἤ καί ἡ σημερινή, ἀκόμη. Ἡ σχεδιαζόμενη ἀπό αὐτόν «Γραικική (Ἑλληνική) Δημοκρατία» εἶναι οἰκουμενική καί πολυεθνική. Εἶναι «αὐτοκρατορία» μέ αὐτοκράτορα (αὐτεξούσιο) τόν Λαό της. Παρά τίς γαλλικές του ἐπιδράσεις, δηλαδή, ὁ Ρήγας δέν εἶχε ἐγκολπωθεῖ τή στενή ἐθνική ἰδέα, ἀλλά ἔμενε «ρωμηός/βυζαντινός στη συνείδησή του. Ὀρθά παρατηρεῖ ὁ Δασκαλάκης: «Ἡ Βυζαντινή παράδοσις παρέμενε ζῶσα χάρις εἰς την Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὁ δέ Ρήγας εἶχε ζήσει ἐπί μακρόν εἰς την Κωνσταντινούπολιν, ἕδραν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου και θεματοφύλακα τῶν Βυζαντινῶν παραδόσεων11. Συνεπῶς, ὁ Ρήγας ἐκινεῖτο μέσα στήν πατριαρχική- φαναριώτικη-ἐθναρχική προοπτική τοῦ οἰκουμενικοῦ ἐθνισμοῦ, μέ βάση τήν ἰδέα τῆς Ρωμανίας/Ρωμηοσύνης, τοῦ ἑλληνορθόδοξου δηλαδή πολιτισμοῦ, μέ κέντρο την δεύτερη ἱστορικά πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν
Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη. Ἡ «Ἑλληνική Νομαρχία» 1806, ἔργο κατά την συνάδελφο κ. Μαρία Μαντουβάλου, τοῦ Ἀδαμ. Κοραῆ, «κατ᾽ οὐσίαν ἀνατρέπει τό σχέδιον τοῦ Ρήγα διά σχεδίου τοῦ Ναπολέοντος, τό ὁποῖον ἀργότερον φέρεται ὡς σχέδιον τοῦ Κοραῆ»12.
Ἀλλά καί ὁ ρουμάνος πολιτικός καί διακεκριμένος ἱστορικός Νικ. Γιόργκα (†1940) δέχεται, ὅτι στο ἴδιο ἰδεολογικό πλαίσιο ἐκινεῖτο και ἡ Φιλική Ἑταιρεία: Ἡ Ἑταιρεία «ἀνώτατον σκοπόν ἔτασσε νά ἀποκαταστήσει τήν Βυζαντινήν αὐτοκρατορίαν, ἔχουσαν πρωτεύουσαν τήν Κων/λιν»13.
4. Ἐφαρμογή τῶν σχεδίων τοῦ Ρήγα προγραμμάτιζε τό «Σχέδιον Γενικόν», πού συντάχθηκε μεταξύ Μαΐου καί Ἰουλίου 1820 καί τό εἶχε ἐγκρίνει ὁ Ἀλέξ. Ὑψηλάντης. Προέβλεπε «τήν ἐξέγερσιν τῆς Βαλκανικῆς». Εἶχε 23 ἄρθρα καί ὅριζε ὅτι ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ὁ ἀγώνας σε πέντε μέτωπα, γιά νά διασπασθοῦν οἱ δυνάμεις τοῦ Κατακτητῆ. Τά μέτωπα αὐτά ἦσαν: 1. Ὁ Μοριάς, 2. Ἡ Ἤπειρος, 3. Ἐπανάσταση στή Σερβία καί ἐνδεχόμενα στό Μαυροβούνιο, 4. Κάψιμο τῆς ἀρμάδας τῶν Ὀθωμανῶν στήν Κωνσταντινούπολη καί 5. Ἀντιπερισπασμός στη Μολδοβλαχία, τόσο ἀπό τίς φρουρές τῶν ἡγεμόνων, ὅσο καί ἡ ἐξέγερση τῆς τοπικῆς ἀγροτιᾶς. Ἄρα ὁ πολυπροβαλλόμενος ἀντιπερισπασμός τῆς ἐξέγερσης στή Μολδοβλαχία ἦταν μόνο ἕνα μέρος τοῦ καταρτισθέντος σχεδίου.
Ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας Διον. Ζακυθηνός σχολιάζει τόν τονιζόμενο ἀπό τόν Ἰω. Φιλήμονα ἀντιπερισπασμό ὡς ἑξῆς: «Ἐάν διά τοῦ ὅρου τούτου νοῆται ἡ περιωρισμένη στρατιωτική ἤ πολιτική ἐνέργεια, ἡ ἀποσκοποῦσα εἰς την παραπλάνησιν τοῦ ἀντιπάλου, δυσκόλως ἡ ἐπιχείρησις τῆς Δακίας θα ἠδύνατο νά θεωρηθῆ ὡς ἀντιπερισπασμός. Ὡς πρᾶξις πολιτική και στρατιωτική ὑπῆρξε μέρος τοῦ ὅλου. Καί τό Σχέδιον Γενικόν, ἔστω καί ἄν μονομερῶς ἐφηρμόσθη, ἔδωκεν εἰς τήν Ἐπανάστασιν τον οἰκουμενικόν χαρακτῆρα της. Ἄνευ αὐτοῦ ὁ ἀγών θά ἐκινδύνευεν ἴσως νά ἐξελιχθῆ εἰς χρονίζουσαν τοπικήν σύγκρουσιν»14.
Ἀλλά καί αὐτός ὁ ἡγέτης τῶν Βλάχων (ρουμάνων) ἀγροτῶν Θεόδ. Βλαντιμιρέσκου, σέ ὁμιλία του, ἀνακοίνωσε στούς ὀπαδούς του ὅτι τό «κίνημά του (μαζί μέ τόν Ἀλ.Ὑψηλάντη) ἀνῆκε σέ γενικώτερη ἐπαναστατική κίνηση»15. Καί ὁ Θεόδ. Κολοκοτρώνης γιά νά ἐμψυχώσει τό ἑλλαδικό στοιχεῖο, τόνιζε μεταξύ ἄλλων, ὅτι «λον τό γένος τν Χριστιανν (αὐτό σημαίνει οἱ Ρωμηοί) καί εἰς τόν Μορέα, Ρούμελη, Σερβία, Βουλγαρία, Καραταγλίδες (Μαυροβούνιο), Βλαχομπογδανία καί σχεδόν εἰς αὐτήν την ἀνατολήν, ἐσηκώθη εἰς τ᾽ ἄρματα, ὁμοίως καί ὅλα τά νησιά τῆς Ἄσπρης Θαλάσσης» (τοῦ Αἰγαίου), προβάλλοντας ἔτσι τήν ρωμαίικη οἰκουμενική ἰδέα. Ἐξεγειρόταν ὁλόκληρο τό Ρωμαίικο Μιλλέτι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Μετά τό κίνημα τοῦ Ὑψηλάντη ἀρχίζει ἡ παρέκκλιση τοῦ στόχου τῆς Ἐπαναστάσεως, πού προσέλαβε στενό ἐθνικό (ἐθνικιστικό) χαρακτήρα, ὡς ἐπανάσταση τῶν λλαδιτν, μιᾶς ἐπαρχίας δηλαδή τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας. Σαφέστατος στό σημεῖο αὐτό εἶναι ὁ καθηγ. Κωνσταντῖνος Τριανταφυλλόπουλος: «Ἐν τοσούτῳ -γράφει- ὅταν τόν Φεβρουάριον τοῦ 1821 ἐξερράγη παρά τά πολωνικά σύνορα τό κίνημα τοῦ Ὑψηλάντη καί διά τούς γνωστούς λόγους ἀπέτυχεν, ἐπηκολούθησε δέ τόν Μάρτιον ἡ ἀποστασία τῆς Πελοποννήσου, δεν πρόκειται πλέον περί ἑνώσεως πλειόνων λαῶν εἰς πολιτείαν φέρουσαν τόν χαρακτῆρα τοῦ ὑπερέχοντος ἑλληνικοῦ στοιχείου, ἀλλά περί ἀποκαταστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ γένους»16. Μετά τό ἐπαναστατικό κίνημα, δηλαδή, τοῦ Ὑψηλάντη, ἀλλάζει ὁ οἰκουμενικός-ρωμαίικος στόχος τοῦ Ρήγα. Συνεχίζει δέ: «Μέ ἄλλους λόγους ἡ ἀρχή τῶν ἐθνικοτήτων, ἥν ἐνσαρκώνει ὁ ἑλληνικός ἀγών, διατελεῖ εἰς ἐσωτερικήν συνοχήν πρός πολίτευμα, οἷος υἱοθετήθη ἀπό τήν ἐν Ἐπιδαύρῳ συνέλευσιν»17. Αὐτό σημαίνει, ὅτι στή διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης ἐπεβλήθη νωθεν (καί ἔξωθεν!) ἰδεολογία ἄγνωστη στό Γένος μέχρι τότε. Τό βαυαρικό αὐτοκέφαλο τοῦ 1833 καί ὅλες οἱ πολιτικές ἐξελίξεις μέχρι τή Μικρασιατική καταστροφή (1922) θά ὁλοκληρώσουν τά εὐρωπαϊκά σχέδια.
Ὅπως συνοψίζει ὁ κ. Τριανταφυλλόπουλος «ἡ ἀποτυχία τοῦ κινήματος τῶν Παραδουναβίων ἐπαρχιῶν κατέστρεψε τάς πραγματικάς προϋποθέσεις διά τήν ἄσκησιν οἰκουμενικῆς πολιτικῆς»18. Αὐτό ὑποστήριξε, μέ μεγάλη ἐκφραστική δύναμη καί ὁ Νικ. Γιόργκα: «Ὁ Ἑλληνικός Φοῖνιξ τῆς (Φιλικῆς) Ἑταιρείας ἐν τῇ τολμηρᾷ του ὁρμῇ εἶχε φονεύσει τόν παλαιόν βυζαντινόν ἀετόν»19.
Εἶναι ὅμως σημαντικό, γιά την ἀπόδειξη τῆς συνέχειας αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενικοῦ -ρωμαίικου- πνεύματος, πού καμμία ξένη προπαγάνδα δέν εἶχε τήν δύναμη νά καταπνίξει, τό πλαίσιο τῶν ὁραματισμῶν τοῦ μεγάλου ἡγέτη μας Ἰωάννου Καποδίστρια (1776-1831), τοῦ ΜΟΝΟΥ καθ᾽ ὁλοκληρίαν ὀρθοδόξου πολιτικοῦ αὐτοῦ τοῦ τόπου. Ὁ Καποδίστριας ἐκινεῖτο στό ἰδεολογικό κλίμα τοῦ Ρήγα και τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη. Στό γνωστό Ὑπόμνημά του ἀπό 18 Ἀπριλίου 1819 ἐκφράζεται ἡ βούλησή του να θεμελιωθεῖ ἡ Φιλική Ἑταιρεία «οὐχί ἐπί τῆς
ἐθνότητος, ἀλλ᾽ ἐπί τῆς εὐρείας καί ζώσης ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» , δηλαδή τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας20. Ἐξ ἄλλου, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1828, κυβερνήτης ἤδη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, μέ μιά ἐνέργειά του φανερώνει τό ἐνδιαφέρον του γιά ρωμαίικη-οἰκουμενική λύση τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος, μέ ὑπόβαθρο τήν ἀνάσταση τῆς Ρωμηοσύνης- Βυζαντίου. Τότε ὑποβάλλει στον Τσάρο Νικόλαο σχέδιό του, πού προέβλεπε τήν ἀναδιοργάνωση τῆς Ὀθωμανικῆς Ρούμελης (τῆς Βαλκανικῆς) σέ ὁμοσπονδία πέντε αὐτονόμων κρατῶν: Ἑλλάδας, Ἠπείρου (ὁλοκλήρου), Μακεδονίας (ὁλοκλήρου), Σερβίας καί Δακίας (τό ὄνομα ROMANIA/ΡΩΜΑΝΙΑ θα τῆς δοθεῖ ἀπό τόν Ἀλ. Κούζα το 1859/60)21.
Ἡ πρόταση τοῦ Καποδίστρια συνιστοῦσε παραλλαγή τοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα, ἀλλά ἀπορρίφθηκε μέ τη συνθήκη τῆς Ἀνδριανουπόλεως (14.9.1829)22. Ὁ Καποδίστριας ἐργαζόταν γιά τήν ἀπελευθέρωση και προοδευτική ἑνοποίηση τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης. Ἔτσι κατανοεῖται καί ἡ μαρτυρία τοῦ Νικ. Σπηλάδη, στενοῦ συνεργάτη τοῦ Καποδίστρια, γιά τήν ἐπιθυμία τοῦ Κυβερνήτου νά ἐπιτύχει τήν ἵδρυση «Νεορωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας», δηλαδή ἀνάσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης/Βυζαντίου. Ἔτσι σκέπτονταν ὅλοι οἱ Ρωμηοί, δηλαδή οἰ ρθόδοξοι Ἕλληνες, ὄχι ὅμως καί οἱ λληνες- Ὀρθόδοξοι, πού χρησιμοποιοῦν τήν Ὀρθοδοξία, ταυτιζόμενοι μέ τά ἑκάστοτε σχέδια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Πολιτικῆς.
5. Ἀλλά καί ἡ Ὑψηλή Πύλη γνώριζε τήν προσδοκία τῆς Ἐθναρχίας γιά τήν ἀνάσταση τῆς Ρωμανίας καί ἔτσι κατενόησε καί τόν ἀγώνα τοῦ ᾽21. Δέν εἶναι ἄρα ἀνεξήγητο, ὅτι ἀντέδρασε μέ τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Γενάρχη τῶν Ρούμ/Ρωμηῶν (10.4.1821). Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἦταν γιά τόν Σουλτάνο ὁ ἀρχηγός τοῦ Μιλλετίου τῶν «Ρούμ» καί ὄχι μόνο τῶν «Γιουνανλάρ». Ὁ ἅγιος Πατριάρχης και ὅλοι οἱ λοιποί συναθλητές του, κληρικοί καί ἐπίσημοι λαϊκοί, ἔπαθαν ὑπέρ ὅλου τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων καί ὄχι μόνο «ὑπέρ Δημητσάνης», ὅπως ἔγραφε τό 1831 ὁ ἱερομόναχος καθηγητής τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας Κων/νος Τυπάλδος- Ἰακωβάτος (†1867). Τά θύματα τῆς ὀθωμανικῆς θηριωδίας τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1821, ὅπως καί ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς, ἐκτελέσθηκαν ἀπό την Πύλη γιά τήν αὐτοκρατορική ἰδέα, γιά τήν ἀνάσταση τῆς Ρωμανίας/Βυζαντίου. Ἕνα ἐρώτημα για τό κατά πόσον αὐτό θά ἦταν δυνατό τότε δέν εἶναι παρά ρητορικό. Ὁ ρεαλισμός τοῦ μεγάλου διπλωμάτη Καποδίστρια ἀποδεικνύει τήν ἀντιιστορικότητα χρήσεως συλλογισμῶν β᾽ εἴδους («φῶς εἰ μή εἴχομεν, ὅμοιοι τυφλοῖς ἄν ἦμεν»), ἀλλά μόνο συλλογισμῶν τοῦ πρα γματικοῦ (εἴ εἰσί βωμοί, εἰσί καί θεοί), ὅπως πράττει ἡ αὐθεντική ἱστοριογραφία καί ἡ πατερική Ὀρθοδοξία.
6.Οἱ Μεγάλες Δυτικές Δυνάμεις (Ἀγγλία-Γαλλία) ἤθελαν μέν την διάλυση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί τήν ἀντικατάστασή της μέ μικρά κράτη, προτεκτοράτα τους ὑπό μόνιμη κατοχή (αὐτό γίνεται αἰσθητό σήμερα). Ἕνα παρόμοιο σχέδιο ὅμως ἐπέβαλλε τήν διάλυση τῆς Ρωμηοσύνης (Ἐθναρχίας τῶν Ρωμηῶν). Κατά τήν εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, οἱ βασιλεῖς καί εὐγενεῖς τῆς Εὐρώπης «ἐφοβοῦντο το ἐνδεχόμενον γενικῆς ἐξεγέρσεως τῆς Ρωμαιοσύνης εἰς τήν Δύσιν και τήν Ἀνατολήν. Αὐτός δέ, εἶναι ὁ λόγος, διά τόν ὁποῖον ἐτέθησαν εὐνοϊκῶς ἔναντι τῆς λεγομένης “Ἑλληνικῆς” Ἐπαναστάσεως, και τοῦτο μόνον ὅτε ἐξησφάλισαν το ἀρχαιοελληνικόν προσανατολισμόν της καί τήν ἀντίθεσίν της εἰς τήν Ρωμαιοσύνην καί τήν πρωτεύουσαν αὐτῆς Κωνσταντινούπολιν»23.
Καί ἡ Ρωσία ὅμως δέχθηκε τελικά τήν γραμμή τῶν Εὐρωπαίων για τό Πατριαρχεῖο, ὅτι δηλαδή ὡς Ἐθναρχικό Κέντρο ἔπρεπε νά διαλυθεῖ (αὐτοκέφαλα). Οἱ Εὐρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις ἤξεραν, ἄλλωστε, καλά ὅτι ἕνα «Ἑλληνικόν Σχέδιον» τοῦ 1781 προέβλεπε ἀνασύσταση τῆς «Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας»24. Εἶναι ὅμως γνωστό, ὅτι «οἱ Ρῶσοι καί οἱ Εὐρωπαῖοι οὐδέ κἄν ἐδέχθησαν ποτέ τήν σκέψιν, ὅτι θά ἠδύναντο νά ἐπιτρέψουν νά γίνη ξανά ἡ Κωνσταντινούπολις-Νέα Ρώμη πρωτεύουσα τῆς Ρωμηοσύνης. Ὁσάκις οἱ Ρῶσοι μετά τόν Μέγαν Πέτρον ἐσκέφθησαν τήν ἐκδίωξιν τῶν Τούρκων ἀπό τήν Πόλιν, ἐξέλαβον τήν Πόλιν ὡς ρωσικήν κτῆσιν καί ὄχι ὡς ρωμαίικην»25.
Εἶναι εὐνόητο, μετά τά παραπάνω, γιατί «ἔπρεπε» νά συντριβεῖ ἡ ρωμαίικη ἐπανάσταση ἐν τῇ γενέσει της. Ἔτσι ἐξουδετερώθηκε ὁ Ρήγας, ἔχοντας ἀντικατασταθεῖ στό ἐπιτελεῖο τοῦ Ναπολέοντος με τόν Κοραῆ, πού μιλοῦσε γιά ἐπανάσταση τῶν «ἀρχαίων» Ἑλλήνων, ὄχι μόνο κατά τῶν Τούρκων, ἀλλά καί τῶν «Ρωμαίων» (τῆς Ἐθναρχίας) τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Κοραῆς, δηλαδή, ἀντίθετα μέ τόν Ρήγα, ἐκινεῖτο στό πνεῦμα τῆς στενῆς ἐθνικῆς ἰδέας. Νά μη λησμονεῖται, ἄλλωστε, ὅτι τό ἔργο του «Ἑλληνική Νομαρχία» δείχνει ὑπόβαθρο ὄχι μόνο «ἐθνικιστικό», ἀλλά καί καθαρά ρατσιστικό, λέγοντας ὅτι «οἱ ἄνθρωποι εἶναι κατά φύσιν ἀνόμοιοι», ἄνισοι δηλαδή· διαφέρουσι ἀναμεταξύ των κατά φυσικόν νόμον, σ᾽ ἀντίθεση μέ τον ἀντιφυλετικό χαρακτήρα τῆς Ρωμανίας στηριζόμενο στά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος. Ὁ Κοραῆς ἔγινε ἀρχηγέτης ὄχι μόνο τῶν ἐν Ἑλλάδι εὐσεβιστῶν, μέ τό προτεσταντινοκαλβινιστικό ὑπόβαθρό του, ἀλλά και τῶν «λλήνων Ὀρθοδόξων», ὅπως ἐλέχθη παραπάνω. Σ᾽ αὐτό καταντᾶ ὅμως, ὅποιος ὑποτιμᾶ και ἀπορρίπτει τήν ἡσυχαστική παράδοση, τήν ραχοκοκκαλιά τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τεκμηριώνεται, συνεπῶς, ἀβίαστα καί χωρίς κανένα κενό, ἡ θέση τοῦ μεγάλου «ρθοδόξου λληνος», δηλαδή Πατερικοῦ, π. Ἰω. Ρωμανίδου, ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση πετράπη τότε μόνον, ὅταν ἐξασφαλίσθηκε ὁ ἀρχαιοελληνικός καί ἀντιρωμαίικος προσανατολισμός της.
Συμπερασματικά: Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὑπῆρξε τό μεγάλο αἴνιγμα τῶν Εὐρωπαίων. Ἡ Ρωμηοσύνη, ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός στήν ὑπερφυλετική οἰκουμενικότητά του, εἶναι πολύ ἐνοχλητική για τήν φράγκικη Εὐρώπη. Εἶναι τό μόνιμο σκάνδαλό της. Τό «Βυζάντιο», τό ὀρθόδοξο Βυζάντιο, ἔπρεπε να θαφτεῖ μιά γιά πάντα, καί πολιτικά, ἀλλά καί πνευματικά (αὐτό ἔχει ἀναλάβει ὁ θρησκευτικός οἰκουμενισμός). Οὔτε ὅμως τό «1204», οὔτε ἡ ὀθωμανική λύση (ἅλωση τῆς Πόλης τό 1453) μπόρεσαν νά θάψουν τήν Ἑλληνορθόδοξη Ρωμηοσύνη, καί αὐτό τό ἀνέλαβε τό δυτικά δομημένο, δυτικοκυριαρχούμενο καί δυτικοκατευθυνόμενο (καί ἡ Σοβιετική Ἕνωση δύση εἶναι) Κράτος. Τό σχέδιο αὐτό ἐξελίσσεται σταθερά μέχρι σήμερα (εἴμαστε στήν ὁλοκλήρωσή του;). Ἡ Ἐπανάσταση, συνεπῶς, τοῦ 1821 πό πλευρς τς Ρωμηοσύνης σημαίνει ἧττα τῆς Ρωμαίικης ἰδέας τοῦ Γένους καί θρίαμβο τῆς φραγκικῆς πολιτικῆς γι᾽ αὐτό. Βέβαια, ἕνας ὀρθόδοξος Ἕλλην (Ρωμηός) εὐλογεῖ τόν Θεό καί γιά τήν δημιουργία «ἐλευθέρου» Ἑλληνικοῦ Κράτους καί τήν μερική ἐπιτυχία τῆς Ἐπανάστασής μας. Διότι τό πρόβλημα δεν εἶναι αὐτό. Ἀληθινή ἧττα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης εἶναι ἡ πνευματική ἅλωση καί ἀλλοτρίωσή μας, πού ὁλοκληρώνεται σήμερα, στά 192 χρόνια τοῦ «ἐλευθέρου» ἐθνικοῦ μας βίου. Ἀλλά «ἔχει ὁ καιρός γυρίσματα», ἀφοῦ, κι ἄν εἴμαστε ἐμεῖς μικροί, εἶναι Μεγάλος ὁ Θεός μας!

ποσημειώσεις:
1. Μία πρώτη ἀναφορά στό θέμα βλ. στό π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, σ. 191 ἑ.ἑ.
2. π. ω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821 καί αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις, στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος» ἀρ. 309/ 25.3.1978 (ἔκτακτη ἔκδοση).
3. Βλ. π. Ε. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τόμ. Γ´, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 100-102.
4. Γιά τά προβλήματα αὐτά βλ. π. ω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 19812, σσ. 17 ἑπ., 190 ἑπ., 251 ἑπ.
5. π. Ε. Βακαλοπούλου, Ἱστορία…, τόμ. Ε´, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 31.
6. Arnold Toynbee, Οἱ Ἕλληνες και οἱ κληρονομιές τους (μετάφρ. Νίκος Γιαννουδάκης), Ἀθήνα 1992, σ. 20.
7. Στό ἴδιο, σ. 331.
8. Γεωργίου ακωβάτου, Ἀγορεύσεις ἐν τῇ Β´ ἐν Ἀθήναις Ἐθνοσυνελεύσει καί ἐν ταῖς Βουλαῖς, Ἐν Ἀθήναις 1902, σ. 212.
9. Πολίτης τῆς Ἐθναρχεύουσας Νέας Ρώμης.
10. π. Δασκαλάκη, Τό πολίτευμα τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ, Ἀθήνα 1976, σ. 29.
11. Στό ἴδιο, σ. 60.
12. π. ω. Σ. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθήνα 19892, σ. ιστ´.
13. N. Jorga, Histoire des Etats balcaniques jusqu’ a’ 1924, Paris 1925.
14. Διον. Ζακυθηνός στό τόμο: «Το Εἰκοσιένα», ἐπιμέλεια Π. Χάρη, Ἀθῆναι 1977, σ. 850-851.
15. Βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (ἐκδόση «Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν»), τ. ΙΒ/´1975, σ. 28.
16. Κων. Τριανταφυλλοπούλου, Ὁ Ἀγών τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας καί ἡ ἀρχή τῶν Ἐθνικοτήτων, στό «Το Εἰκοσιένα», ἐπιμ. Π. Χάρη, Ἀθῆναι 1977, σ. 290-320 (ἐδῶ: σ. 296/7).
17. Στό ἴδιο, σ. 308.
18. Στό ἴδιο.
19. N. Jorga, Etudes Byzantines, τόμ. Β´ Βουκουρέστι 1940, σ. 276.
20. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία Κων/πόλεως καί ἡ Μεγάλη Ἐπανάστασις τοῦ 1821, ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑ´ (1950), σ. 316.
21.M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71.
22. Ἦταν τό τέλος τοῦ Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου.
23. π. ω. Σ. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα…, ὅπ. π. σ. κβ/
24. E. Driaylt, La Question d’ Orient, Paris 19146, σ. 65 ἑπ.
25. π. ω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821…, ὅπ. π.

Ορθόδοξος Τύπος, 22/3/2013

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (23/03/02) με τίτλο “ας ξαναφωτογραφήσουμε τα ίδια αγάλματα”

Xρειάζεται προσοχή να μην αντικαταστήσουμε παλαιούς δογματισμούς με καινούριους, λέει στα «ΝΕΑ» ο Ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, που δηλώνει οπαδός της πολυπλοκότητας στην ιστορική ερμηνεία. «Η ελληνική Επανάσταση προκλήθηκε από συνδυα­σμό παραγόντων – θρησκευτικών, οικονομικών, πο­λιτιστικών – και από τις διαθέσεις των Μεγάλων Δυ­νάμεων. Ο θρησκευτικός παράγων είναι σημαντικός, αλλά οι κληρικοί δεν έκαναν μόνοι τους επανάσταση. Οι ταξικές διαφορές έχουν Βάση, αλλά δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι είχε αναπτυχθεί αστική τάξη με ώ­ριμα αιτήματα.

Το αίτημα της πολιτιστικής ελληνικής αναγέννησης δεν ήταν αρκετό α­πό μόνο του να ρυμουλκήσει το έθνos σε επαναστατική διαδικασία. Σημαντι­κό θεωρώ τον παράγοντα της διεθνούς αντιπαλότητας
στην περιοχή. Τα τε­λευταία 20 χρόνια και οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις υπήρξαν διαδοχικά παρούσες στα Επτάνησα. Έφτιαξαν σκα­λοπάτια ο ένας για τον άλλον και οι τρεις για μας. Όλες αυτές οι παρουσίες αποτελούν την απαρχή του Ανατολικού Ζητήματος που ήδη τίθεται, έστω και ασαφές».

Ως προς το θέμα της Ελληνικότητας, ο κ. Παναγιωτόπουλος υποστηρίζει ότι «οι Έλληνες

Η ελληνική Επανάσταση προκλήθηκε από συνδυα­σμό παραγόντων – θρησκευτικών, οικονομικών, πο­λιτιστικών – και από τις διαθέσεις των Μεγάλων Δυ­νάμεων. Ο θρησκευτικός παράγων είναι σημαντικός, αλλά οι κληρικοί δεν έκαναν μόνοι τους επανάσταση. Οι ταξικές διαφορές έχουν Βάση, αλλά δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι είχε αναπτυχθεί αστική τάξη με ώ­ριμα αιτήματα.συνειδητοποιούν την ταυτότητά τους μέσω του ιστορικισμού και του κλασικισμού. Ανεξάρτητα από το αν δεν ήταν όλοι οι επαναστατημένοι αποκλειστικά ελ­ληνόφωνοι, πολεμούσαν ως Έλληνες. Οι χριστια­νοί Αλβανοί της Νότιας ΑλΒανίας ήταν δίγλωσσοι, Οι Βλάχοι της Κεντρικής Ελλάδας δίγλωσσοι, Οι ΑρβανιτόΒλαχοι τρίγλωσσοι και κάποιοι σλαβικοί πληθυσμοί στις Βόρειες επαρχίες, δίγλωσσοι. Δεν αυτοαναγνωρίζονται ως κάτι άλλο και πολεμούν εν όψει δημιουργίας Ελληνικού κράτους και πολιτι­σμού. Το ’21 λοιπόν υπήρξε εθνική επανάσταση και η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου κινήματος της νεωτερικότητας όπως διαμορφώ­θηκε από τις εθνικές επαναστάσεις».
Ως προς το θέμα της Παιδείας: «Η ανάπτυξη της παιδείας υπήρξε βασικός συντελεστής αναγέννησης του έθνους. Τα σχολεία είναι… φανερά, ο Αλή Πασάς για παράδειγμα παρακολουθεί στα Γιάννε­να τα πειράματα φυσικής του Ψαλίδα».

Ως προς τη «Βαρβαρότητα»; «Τέτοιες χρήσεις του λόγου είναι απλουστευτικές, εκείνο όμως που πρέπει να πούμε είναι ότι υπάρχει στην οθωμανική αυτοκρατορία μια συνολική καταπίεση εντός της οποίας όλες οι σχέσεις είναι εύθραυστες. Υπάρχει ένας Βαθμός βίας και αυθαιρεσίας που δεν αντι­στοιχεί στις επικρατούσεs απόψεις στην Ευρώπη του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου».

Ως προς το θέμα της μη επαρκούς μελέτης των πηγών και της μη ύπαρξης συνολικού εγχειριδίου της Ιστορίας του 1821, ο κ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι σκεπτικός: «Δεν είναι ότι δεν έχουν γραφτεί κείμενα. Απλώς δεν υπάρχει εθνικά ανα­γνωρισμένο εγχειρίδιο. Αλλά θα θέλαμε να υπάρ­χει; Δεν θα ήταν αυτό έξοδος από την Ιστορία και την επιστήμη; Τα Βασικά γεγονότα δεν αμφισβη­τούνται και δεν εκκρεμεί να προκύψουν ανατρεπτικά στοιχεία. Το μόνο σημαντικό κενό που έχουμε εως τώρα ήταν τα ρωσικά αρχεία. Αλλά ούτε αυ­τά νομίζω ότι θα φέρουν ανατροπή. Από τις πολλές γνώσεις δεν πάμε αναγκαστικά στη δέουσα σκέψη. Η μελέτη των πηγών αποτελεί ένα διπλό παι­χνίδι. Οι πηγές προκαλούν σκέψη, η σκέψη αναδιατάσσει τις πηγές. Ουσιαστικά καλούμεθα να ξαναφωτογραφίσουμε από άλλη γωνία τα ίδια αγάλ­ματα. Αλλά το Μουσείο έχει συγκροτηθεί».



Read more http://history-of-macedonia.com/2011/02/14/1821-vasilis-panagiotopoulos-istorikos/

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)