(Εφεσ. Β' 4-10)
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com
Ο Απόστολος Παύλος
βρισκόταν δέσμιος κατά την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη (62 ή 62 μ.Χ.), για την
αγάπη και την δόξα του Χριστού και της Εκκλησίας Του. Κατά την ευλογημένη του
συνήθεια, αποστέλλει επιστολή στους πιστούς της Eκκλησίας της Εφέσου,
όπου μεταξύ των άλλων τους αναπτύσσει την μεγάλη δογματική αλήθεια, ότι ενώ στο
παρελθόν ήταν πνευματικώς νεκροί, εξ' αιτίας των αμαρτιών τους, τώρα έχουν
ζωοποιηθεί από τον ίδιο τον Χριστό!
Το
Αποστολικό λοιπόν ανάγνωσμα, κηρύσσει βαθύτατες αλήθειες και είναι ανάγκη να
σταθούμε και να δούμε αυτή ακριβώς την ουσία του όλου θέματος. «Και όντας ημάς, νεκρούς τοις παραπτώμασι,
συνεζωοποίησε τω Χριστώ» (Εφεσ. Β' 5).
Αλλά
ποια είναι η νέκρωση για την οποία γίνεται λόγος; Δεν είναι, παρά ο θάνατος της
ψυχής.
Και όταν λέμε θάνατο της ψυχής, εννοούμε όχι βεβαίως ότι η ψυχή
εκμηδενίζεται ποτέ, όπως κηρύσσουν οι πλανεμένοι αιρετικοί και άλλοι κακόδοξοι,
αλλά εννοούμε τον χωρισμό της ψυχής από τον Θεό.
Για
να γίνει αυτό αντιληπτό, ας μελετήσουμε την αρχή του πρώτου βιβλίου της Αγίας
Γραφής, την «Γένεση». Ο λόγος του Θεού προς τους πρωτοπλάστους ήταν σαφέστατος: «Η δ' αν ημέρα φάγητε απ' αυτού, θανάτω
αποθανείσθε» (Γεν. Β' 17). Την ίδια δηλ. ημέρα που θα φάτε από αυτό (τον καρπό του
δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού), εξ' άπαντος θα πεθάνετε.
Βεβαίως,
μετά την παρακοή και την παράβαση της εντολής, δεν έπεσαν στη γη νεκροί.
Έζησαν, όπως αναφέρει το ιερό κείμενο, χρόνια και μάλιστα πολλά. Έγιναν όμως
θνητοί. Ενώ εάν παρέμεναν στην υπακοή του Θεού, θα γίνονταν αθάνατοι. Έτσι ο
σωματικός θάνατος τους επισκέφθηκε μετά από χρόνια. Ενώ όμως ο σωματικός
θάνατος φάνηκε ν' αργεί λίγο, ο πνευματικός θάνατος «επήλθεν ευθύς». Και τούτο, διότι χωρίστηκαν διά της
παρακοής, αυθημερόν από την πηγή της ζωής, τον Θεό.
Αυτό
το ιερό κείμενο της γραφής, μας αναφέρει κατά τρόπο αντικειμενικό και
συγκλονιστικό τις συνέπειες αυτής της φοβερής παρακοής.
Η
δε εκδίωξις των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο, επήλθε ως επισφράγισις αυτού
του τρομερού χωρισμού από τον Θεό. Δηλ. αυτού ακριβώς του ψυχικού θανάτου, διά
τον οποίον κάνει λόγο το Αποστολικό μας κείμενο.
Τώρα,
το τι ακολούθησε αυτού του ψυχικού θανάτου; Του χωρισμού δηλ. από την «πηγή της ζωής»; Μια διεισδυτική ματιά να ρίξει κανείς μέσα στην όλη
ιστορία της ανθρωπότητας, αντιλαμβάνεται αμέσως το «δράμα» του ανθρώπου. Κι αν
θελήσουμε να συνοψίσουμε όλες τις πικρίες, τις θλίψεις, τις δυσκολίες και τα
δράματα του ανθρωπίνου γένους μέσα σε μια φράση, αναμφιβόλως θα λέγαμε «ο
χωρισμός από τον Θεό»!
Ζούσαν,
φυσικά, όπως ζούσαν την βιολογική ζωή. Αλλά τι ζωή μπορεί να είναι αυτή όταν ο
άνθρωπος είναι δυστυχισμένος και ο βίος του καταντά αβίωτος;
Πόσο
πραγματικά επίκαιρος είναι ο λόγος της αποκαλύψεως και πόσο παραστατικά το
Πνεύμα το Άγιον, εκφράζει αυτή την πραγματικότητα για τον επίσκοπο της
Εκκλησίας των Σάρδεων; «Όνομα έχεις ότι ζεις και
νεκρός ει» (Αποκ. Γ' 1). Η ζωή σου, αν και επίσκοπος είναι μόνο βιολογική, όπως
συμβαίνει και στα ζώα. Είναι επιφανειακή, δεν υφίσταται η ψυχική ζωή. Δεν
υπάρχει ο αγώνας για την κάθαρση, για τον φωτισμό και την τελειότητα, την
θέωση.
Δεν
βιώνεις την αγάπη του Χριστού σε όλες της τις εκφάνσεις. Δεν σε αγγίζει η
αγιότητα και η ζωή του Χριστού, αν και καθημερινώς συμμετέχεις του ποτηρίου της
ζωής (ως άλλος Ιούδας).
Και
φυσικά, αυτά τα λόγια με τα οποία ελέγχει τον «Σάρδεων», ισχύουν και για κάθε
έναν και σε κάθε εποχή, που θεληματικά απομακρύνει και τελικώς, αλλοίμονο,
αποκόπτει τον εαυτόν του από τον Χριστό και την Εκκλησία Του.
Νέκρωση
λοιπόν ψυχική επικρατούσε, αλλά και επικρατεί στον μακράν του Θεού κόσμο.
Ουσιαστικά, αυτή την κατάσταση την βίωναν και οι Εβραίοι, παρά το ότι, την
εποχή εκείνη, ήταν οι μοναδικοί που λάτρευαν τον αληθινό Θεό. Και τούτο, διότι
η ευσέβειά τους ήταν συνήθως η τυπική προσκόλληση στο γράμμα του Νόμου. Δεν
γνώριζαν και αυτοί το Πνεύμα που «ζωοποιεί» (Β' Κορ. Γ' 6).
Αυτή
λοιπόν τη νέκρωση, που αποτελεί τη χειρότερη μορφή θανάτου, την πνευματική,
ήλθε ο Νικητής του θανάτου και συνέτριψε. Αυτή ακριβώς η Ανάσταση του Σωτήρος
Χριστού, σήμανε και τη δική μας νεκρανάσταση, την επικοινωνία δηλ. και πάλι με
την «πηγή της Ζωής», και που στο τέλος, νομοτελειακώς, θα ακολουθήσει και η
ανάσταση των σωμάτων.
Ενωθήκαμε
πλέον και πάλι με τον Θεό. Γίναμε οικείοι Του. Τα ρεύματα της ζωής διαπερνούν
και συγκλονίζουν την ύπαρξή μας και μας πληρώνουν με την ζωή του Χριστού. Τώρα
πλέον ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα διά της πίστεως στον Χριστό, διά της ζωής
των ιερών μυστηρίων και του καθημερινού του αγώνα, να Χριστοποιείται και έτσι
να βρίσκεται στο δρόμο του «προορισμού» του, στην οδό της αγιότητας.
Τώρα,
πλέον ο συνειδητός πιστός έχει καταστεί «καινή κτίσις» (Β' Κορ.
Ε' 17), νέα δημιουργία.
Εκεί
που άλλοτε υπήρχε ο ζόφος και η μολυσματική ατμόσφαιρα της ειδωλολατρείας και
του μίσους, εκεί που έβοσκε ο απαίσιος φαρισαϊσμός, τώρα ευωδιάζουν τα άνθη της
κατά Χριστόν αρετής και καταρτίζονται οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Τώρα τα τέκνα
της Εκκλησίας, διασαλπίζουν την αλήθεια του Ευαγγελίου και αναμέλπουν την
Τριαδική δοξολογία στον Πατέρα, στον Υιόν και στο Πνεύμα το Άγιον.
Πώς
αλήθεια να μη δοξολογεί ακαταπαύστως ο Ορθόδοξος Χριστιανός, όταν
συνειδητοποιεί ότι ο Θεός Πατέρας «συνεζωοποίησε», ζωντάνεψε πνευματικώς και
πάλι τον άνθρωπο, δια του αγαπητού Του Υιού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού;
Είναι αυτό άραγε απλή υπόθεση; καθόλου απλή και ανθρώπινη. Όλα είναι της
χάριτος. «Χάριτι εστέ σεσωσμένοι».
Και
συνεχίζει ο Απόστολος μέσα σε θριαμβευτικό τόνο, όχι μόνο «συνεζωοποίησε»,
αλλά «και συνήγηρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού» (Εφεσ.
Β' 6).
Μας
ανέστησε, μαζί με τον Χριστό και μας έβαλε να καθήσουμε μαζί του στα επουράνια.
Και φυσικά η ανάσταση και ανύψωσή μας αυτή πραγματοποιείται δια της ενώσεώς μας
με τον Ιησού Χριστό.
Όντως,
όσοι ανοήτως αγάπησαν την αμαρτία, κυλιούνται στον βόρβορο. Ενώ οι αγιασμένες
ψυχές ίπτανται στους ουράνιους ορίζοντες και εξυψώνονται υπέρ τον αισθητό
κόσμο. Ο κόσμος, με όλα τα πλούτη του και τις απολαύσεις του είναι για τους
αγίους και τους πραγματικά πιστούς, ένα μηδέν, εν συγκρίσει προς τον άλλο
κόσμο, για τον οποίον και στον οποίο ήδη ζούν.
Οι
άγιοι, δεν είναι μόνο απελεύθεροι Χριστού, αλλά είναι και συμπάρεδροί Του. Διά
της βοηθείας της χάριτός Του ανυψώθηκαν από τον αισθητό κόσμο και συναναστρέφονται
με τον ουράνιο.
Ζούν
διά της Ορθοδόξου βιωτής, με τη σταθερή προσδοκία του κόσμου εκείνου και ποθούν
το ταχύτερο να εισέλθουν σ' αυτόν. Αυτή είναι, αυτή πρέπει να είναι η λαχτάρα
των τέκνων της Εκκλησίας μας. Να αισθάνονται όχι μόνο δούλοι του Κυρίου και στο
έργο του, αλλά να έχουν ανυψωθεί για να συμβασιλεύσουν μαζί του.
Μπροστά
λοιπόν σ' αυτή την πραγματικότητα, που οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας ξεθωριάζει
και χάνει την ουσία του, είναι δυνατόν να είμαστε δυστυχισμένοι;
Μπροστά
σ' αυτή την αποκάλυψη του «συνεζωοποίησε», του «συνήγειρε» και «συνεκάθισεν»,
μπορεί ποτέ να σταθούν εμπόδια για τη Χριστοποίησή μας οι παγίδες του εχθρού
και η κακία με το μίσος του κόσμου;
Φίλοι μου, είμαστε εν πολλοίς δυστυχισμένοι στην κοιλάδα αυτή του
κλαυθμώνος που ζούμε, εάν βεβαίως πιστεύουμε, όχι αντικειμενικά, αλλά υπάρχει
δυστυχία ακριβώς διότι αγνοούμε το ότι είμαστε ευτυχισμένοι. Το ότι δηλ. η
σωτηρία, μας έχει χαριστεί, αρκεί εμείς οι ίδιοι να την ενεργοποιήσουμε.
Είθε να πραγματοποιήσουμε το γεγονός αυτό της προσωπικής μας
σωτηρίας και ολονέν και περισσότερο να συνειδητοποιούμε και να βιώνουμε «την
πολλήν αγάπην Αυτού ήν ηγάπησεν ημάς». Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου