ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΩΝ
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΩΝ
μεταξύ τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ.Μ. Πειραιῶς
καί τοῦ Θεολόγου κ. Ἀθανασίου Παπαθανασίου
καί τοῦ Θεολόγου κ. Ἀθανασίου Παπαθανασίου
Μετά τήν δημοσίευση τοῦ κειμένου τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς «Ἀναφορά σέ σύγχρονη θεοπασχητική κακοδοξία», ἐλάβαμε ἐχθές κείμενο τοῦ Θεολόγου κ. Θανάση Παπαθανασίου, Ἀρχισυντάκτου τοῦ Περιοδικοῦ «Σύναξη», ὡς θεολογική ἀπάντηση στό ὡς ἄνω κείμενο, τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Παύλου Δημητρακόπουλου καί τοῦ Γραμματέως κ. Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου. Τήν ἀπάντηση τοῦ κ. Παπαθανασίου δημοσιεύουμε, κατόπιν αἰτήσεως αὐτοῦ καί ἐπειδή εἶχε προηγηθεῖ ἡ δημοσίευση ἀπό ἐμᾶς τοῦ α΄ κειμένου τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων και Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς. Ἐν συνεχείᾳ δημοσιεύουμε καί τό τρίτο σχετικό κείμενο, δηλαδή τή δευτερολογία τοῦ προαναφερθέντος Γραφείου.
Ἐπειδή τά θέματα τῆς Χριστολογίας εἶναι πολύ λεπτά καί βαθέα, καί διά τοῦτο ἀπησχόλησαν τρεῖς ὁλόκληρες Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας (Γ΄, Δ΄ καί ΣΤ΄), οἱ δέ προεκτάσεις τους ἀπησχόλησαν καί τήν Ε΄ καί Ζ΄ Οἰκουμενικές, θά παρακαλούσαμε τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες καί σχολιαστές νά εἶναι ἰδιαιτέρως προσεκτικοί στή χρήση καί τήν ἑρμηνεία τῆς ὁρολογίας, ἀλλά καί στήν ἀπόδοση προθέσεων στούς συγγράφοντες χριστολογικά κείμενα.
Φρονοῦμε ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ὀρθόδοξος θεοπασχιτισμός» ἀπό τόν κ. Παπαθανασίου στό ἄρθρο του «Ὁ πάσχων Θεός, ὁ σύντροφος Θεός» (Σύναξη 129 ( Ἰαν. – Μάρ. 2014) σσ. 17-27), εἶναι ἐσφαλμένος, ὡς πρόξενος σκανδάλου, διότι οἱ ὅροι «θεοπασχιτισμός, θεοπασχῖται» ἔχουν ἀποδοθεῖ ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί κατ’ ἐπέκτασιν καί στίς «θυγατρικές» της, ἐκεῖνες τοῦ Μονοθελητισμοῦ - Μονοεργητισμοῦ. Ὅπως, λοιπόν, δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε περί «ὀρθοδόξου ἀρειανισμοῦ, ὀρθοδόξου νεστοριανισμοῦ, ὀρθοδόξου εἰκονομαχίας» κ.λπ. αἱρέσεων, ἔτσι δέν θά ἔπρεπε νά χρησιμοποιεῖται μήτε καί ὁ ὅρος «ὀρθόδοξος θεοπασχιτισμός», ὡς πρόξενος ὁρολογικῆς συγχύσεως καί συνεπομένης δογματικῆς θολότητος, χάριν μόνον λεκτικῆς πρωτοτυπίας. Ἰδιαιτέρως στίς ἡμέρες μας, λόγῳ τῆς ἐκ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δογματικῆς σκοτώσεως, ἀπαιτεῖται, φρονοῦμε ταπεινῶς, καί περισσότερη ἀκριβολογία. Παρά ταῦτα, κατά τήν ἀκολουθία τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, μπορεῖ νά λεχθεῖ ὄντως ὅτι ὁ «Θεός πάσχει», διότι σύμφωνα μέ αὐτήν ὁ Χριστός «ὅταν ὀνομάζηται ἐκ τῆς θείας αὐτοῦ φύσεως Υἱός Θεοῦ καί Θεός, δέχεται τά ἰδιώματα τῆς μεθ’ ἧς εἶναι ἡνωμένος ἀνθρωπίνης φύσεως» [1]· κατά τοῦτο ὁ Χριστός ὀνομάζεται «Θεός παθητός καί Κύριος τῆς δόξης ἐσταυρωμένος» [2]. Εἶναι, βεβαίως, ἀσφαλέστερο νά προστίθεται καί ἡ διευκρίνηση «σαρκί» (δηλ. κατά τήν ἀνθρωπίνην αὐτοῦ φύσιν). Ὅταν πάλι λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του ὀνομάζεται «ἄνθρωπος καί Υἱός ἀνθρώπου» δέχεται τά ἰδιώματα καί αὐχήματα τῆς θείας του φύσεως καί καλεῖται «παιδίον προαιώνιον καί ἄνθρωπος ἄναρχος» [3] (δικές μας ἐμφάσεις).
Τοῦ κ. Παπαθανασίου ἡ σχετική διατύπωση, παρά τήν πρόθεσή του νά τονισθεῖ τό μυστήριον τῆς Θείας Ἀγάπης καί Κενώσεως, φρονοῦμε κατά δεύτερο λόγον, ὅτι εἶναι καί ἐλλιπής, διότι ἀποσιωπᾶ τόν ρόλο τῆς ἀνθρωπίνης Του φύσεως στό Πάθος: «Επί του σταυρού, λοιπόν, έπαθε ο Θεάνθρωπος – όχι απλώς ένας άνθρωπος ονόματι Ιησούς. Έτσι, κατά έναν μυστήριο τρόπο, ο ίδιος ο Θεός συμμετείχε στην οδύνη και το πάθος, χωρίς ταυτόχρονα να υφίσταται αλλοίωση η θεία φύση του. Είναι ένα μυστήριο ασύλληπτο, το οποίο όμως διασφαλίζει την πληρότητα του Θεού αλλά και την αληθινή συμμετοχή του στη ιστορία» (σ. 22). Παρακάτω, ὁμοίως γράφει: «Αυτού του είδους ο θεοπασχητισμός (ο Ορθόδοξος θεοπασχητισμός), λοιπόν, αφορά το πρόσωπο του Χριστού. Ο Θεός Υιός έζησε το πάθος, διότι είναι αυτός που ενανθρώπησε»· καί παρακάτω: «Στην οπτική αυτή, λοιπόν, πάσχει (το επαναλαμβάνω) ο Χριστός, δεν πάσχει όμως η θεία φύση». Οἱ παραπάνω διατυπώσεις φαίνονται νά ἀφίστανται τῶν παραπάνω προϋποθέσεων, διότι φαίνονται νά εἰσάγουν ὀντολογικό διαχωρισμό Προσώπων καί Οὐσίας στήν Τριαδική Θεότητα, καθώς δέν ἀναφέρεται στή συνάφειά τους ἡ ἀνθρωπότης Του ὡς πάσχουσα («ἔπαθε ὁ Θεός Λόγος σαρκί», «ἔπαθε ὁ Χριστός σαρκί»).
Ἡ φράση τοῦ κ. Παπαθανασίου, λοιπόν, «πάσχει ὁ Χριστός, δεν πάσχει όμως η θεία φύση»,εἶναι σωστή [4], ἀλλά ἀπουσιάζει ἡ ἀναφορά στήν ἀνθρωπότητά Του, σάν νά ἔπασχε τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καθ΄ ἑαυτό, τό Ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό Πρόσωπον τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου· ὑπάρχει τρόπος νά πάθει τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά πάσχει ἡ «ὑπερούσιος οὐσία» τῆς Ἁγίας Τριάδος (πρᾶγμα βεβαίως ἐξ ὁρισμοῦ ἀδύνατον), ἤ καί χωρίς κατ’ εὐθεῖαν συσχετισμό μέ τήν παθητή ἀνθρωπότητα («τήν ἐν ἀτόμῳ») τήν ὁποίαν Αὐτός προσέλαβε; Μήπως ἐνυπάρχει καί ἐδώ κάποια ἔμμεση ἀναφορά στήν προβληματική καί ἀμφιλεγόμενη «θεολογία τοῦ προσώπου»;
Ἄλλωστε, ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἑκατέρωθεν «ἰσόρροπη» καί ὁμότροπη· στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρωπίνη φύση λαμβάνει ἐκ τῆς Θεότητος τήν θέωση, πραγματικῶς, ἀλλά δέν μεταδίδει σέ ἐκείνην τά παθήματα, παρά μόνον λεκτικῶς (δηλαδή δυνάμει τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων) [5]. Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο«Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος γι΄αὐτό εἶπε “Χριστοῦ οὖν παθόντος” ὄχι κατά τήν θεότητα ἀλλά “ὑπέρ ἡμῶν σαρκί”, ὥστε νά ἀναγνωρισθοῦν τά Πάθη μή ὡς ἴδια τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου κατά τήν φύση, ἀλλά τῆς ἀνθρωπότητός Του ἴδια κατά τήν φύση. Ἄς μή σκανδαλίζεται λοιπόν κάποιος ἀπό τά ἀνθρώπινα, ἀλλά νά γνωρίζει μᾶλλον, ὅτι κατά τήν φύση ὁ ἴδιος ὁ Λόγος εἶναι ἀπαθής, καί ὅμως λόγῳ τῆς ἀνθρωπότητος, τήν ὁποίαν ἐνεδύθη, λέγονται αὐτά γι΄ Αὐτόν, ἐπειδή αὐτά εἶναι ἴδια τῆς ἀνθρωπότητός Του, τοῦ δέ Σωτῆρος εἶναι ἴδιον τό Σῶμα. Καί αὐτός μέν διαμένει ἀπαθής κατά τήν φύση, ὅπως εἶναι, χωρίς νά βλάπτεται ἀπό αὐτά, ἀλλά μᾶλλον ἐξαφανίζοντας καί καταστρέφοντάς τα» [6] (δικές μας ἐμφάσεις).
Περαιτέρω, διευκρινίζουμε, χάριν τῶν ἀναφανέντων σχολίων σέ διάφορα μέρη τοῦ διαδικτύου καί πρός ἐφαρμογήν περισσότερο προσεκτικῶν διατυπώσεων, ὅτι ἡ ἀντίδοσις τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων δέν γίνεται ἀπ΄ εὐθείας μεταξύ των, ἀλλά μόνον στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀλλιῶς θά εἴχαμε σύγχυση τῶν δύο τοῦ Χριστοῦ φύσεων· ὀρθῶς, κατά τόν Καθηγητή Ἀνδρέα Θεοδώρου: «Ἡ ἀντίδοση φυσικά δέ γίνεται – καί σ’ αὐτό πρέπει ἰδιαίτερα νά προσέξουμε - ἀπ΄ εὐθείας στίς φύσεις καθ΄ ἑαυτές, γιατί τότε θά εἴχαμε σύγχυση τῶν φύσεων, πού ἕνα βῆμα ἀπομένει νά ὁδηγήσει στό μονοφυσιτισμό. Ἡ ἀντίδοση γίνεται στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πράγμα πού ἀποτελεῖ τό κλειδί κατανοήσεως τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου» [7] (ἔμφαση τοῦ κειμένου).
Μετά τίς ὡς ἄνω διευκρινήσεις, δημοσιεύουμε τά δύο κείμενα, τοῦ κ. Παπαθανασίου καί τήν δευτερολογία τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱ.Μ. Πειραιῶς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979[2], σελ. 199
[2] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος λ΄(Θεολογικός Δ΄) 1, PG 36, 104C· « ... τάς μέν ὑψηλοτέρας καί θεοπρεπεστέρας φωνάς προσνείμαντες τῇ θεότητι, τάς δέ ταπεινωτέρας καί αί ἀνθρωπικωτέρας τῷ νέῳ δι΄ ἡμᾶς Ἀδάμ, καί Θεῷ παθητῷ κατά τῆς ἁμαρτίας ... », ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος 27, PG 77, 1172D (ἀμφιαβαλλόμενον). ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 3, 4 (48), PG 94, 997D-100A· «... Θεός παθητός ὀνομαζόμενος, καί Κύριος τῆς δόξης ἐσταυρωμένος· οὐ καθό Θεός, ἀλλά καθό καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός».
[3] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, αὐτόθι.
[4] Πρβλ. ΑΓ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ, Πανάρειον 2,1,72,11 (σχόλιον ξ΄), PG 41, 761A· «Πάντα γάρ θέλων καί οὐ μετά ἀνάγκης ὑπέρ ἡμῶν ἡμῶν ἑαυτόν δέδωκεν ὁ Χριστός, πάσχων ἐν ἀληθείᾳ, οὐ κατά ἀσθένειαν, ἀλλά κατά προαίρεσιν, εἰς ὑπογραμμόν ἡμῶν» κ.τλ.
[5] Βλέπε τίς σχετικές ἐπισημάνσεις καί παραπομπές στό Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ἔνθ’ ἀνωτ, σελ. 121ἑ. : «Κατά φυσικόν λόγον λοιπόν ἐν τῇ περιχωρήσει ταύτῃ τῶν δύο φύσεων, ἡ μέν ἄπειρος φύσις τοῦ Λόγου οὐδέν μεταλαμβάνει ἐκ τῆς πεπερασμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλ’ αὐτή μόνη εἶναι ἡ ἐνεργοῦσα καί μεταδίδουσα ἐκ τῆς ἀπείρου αὐτῆς τελειότητος εἰς τήν ἀνθρωπίνην φύσιν», ἡ ὁποία θεία φύσις τοῦ Λόγου «κατά τόν διατυπωθέντα ὑπό τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅρον ... “διαμένει ἀμέτοχος τῶν τῆς σαρκός παθῶν”».
[6] Κατά Ἀρειανῶν 3, 34, PG 26, 396B.C. · «Καί γάρ αὐτός ὁ Ἀπόστολος διά τοῦτ’ εἴρηκε, Χριστοῦ οὖν παθόντος οὐ θεότητι, ἀλλ΄ ὑπέρ ἡμῶν σαρκί, ἵνα μή αὐτοῦ τοῦ Λόγου ἴδια κατά φύσιν, ἀλλ’ αὐτῆς τῆς σαρκός ἴδια φύσει τά πάθη ἐπιγνωσθῇ. Μή τοίνυν ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων τις σκανδαλιζέσθω, ἀλλά μᾶλλον γινωσκέτω ὡς τήν φύσιν αὐτός ὁ Λόγος ἀπαθής ἐστι, καί ὅμως δι΄ ἥν ἐνεδύσατο σάρκα, λέγεται περί αὐτοῦ ταῦτα, ἐπειδή τῆς μέν σαρκός ἴδια ταῦτα, τοῦ δέ Σωτῆρος ἴδιον τό σῶμα. Καί αὐτός μέν ἀπαθής τήν φύσιν, ὡς ἔστι, διαμένει, μή βλαπτόμενος ἀπό τούτων, ἀλλά μᾶλλον ἐξαφανίζων καί ἀπολλύων αὐτά.»
[7] ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα δογματικά, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 1995, σελ. 89.
Δείτε σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου