πηγή:Ορθόδοξος Τύπος, 14/11/2008
ΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟΝ ΤΩΝ ΛΑΪΚΙΣΤΩΝ ΤΟ «ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ»
Του Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού,
Ομοτίμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
(1)
Ομοτίμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
(1)
Ανταποκρίνομαι πρόθυμα στην πρόταση κάποιων συναδέλφων να γράψω για το «Μάθημα των θρησκευτικών», όχι διότι περιμένω την διάσωση του —«ήδη εβάφη κάλαμος αποφάσεως»— άλλα «για την ιστορία», όπως λέμε. Είναι ανάγκη να ακούονται και κάποιες φωνές (και κρύπτονται πολλές φωνές πίσω από το κείμενο αυτό), που δεν χειροκροτούν την σύμπραξη των εκσυγχρονιστών με την «συντηρητική», λεγομένη, παράταξη στην εκθεμελίωση του Έθνους.
1. Βασικό επιχείρημα για την αμφισβήτηση του «Μαθήματος των Θρησκευτικών» (Μ.τ.θ.) είναι ο (δήθεν) «δογματικός, μονοφωνικός και υποχρεωτικός χαρακτήρας του». Βέβαια, όσοι αντιμάχονται την παρουσία του μαθήματος στο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα της Χώρας μας, ζητούν να επιβάλουν... δημοκρατικότατα τις ατομικές τους απόψεις ερήμην του Λαού, αδιαφορώντας και εδώ στην έκφραση της βούλησης του με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δημοψήφισμα.
Επιθέσεις όμως δέχεται το μάθημα και «εκ των ένδον», από απροσγείωτους ονειροπόλους ενός ανερείστου φιλοσοφικού στοχασμού, αποξενωμένου από την τραγική πραγματικότητα, που δεν επιτρέπει δεοντολογίες μη πραγματοποιήσιμες «το γέ νυν», αλλά το κατά δύναμιν «λύσεις», μέσα στην υπάρχουσα πραγματικότητα, όσο ζοφερή και αν είναι. Κινούμενοι στην ουτοπία του (κατά την κρίση τους) ιδανικού, καταστρέφουν, γιατί δεν μπορούν—ή δεν θέλουν— να οικοδομήσουν. Η κατεδάφιση είναι εύκολη- η οικοδόμηση όμως απαιτεί δουλειά πολλή και ιδρώτα, είναι υπόθεση ποιμαντικής πρακτικής.
Θα συμφωνήσω, βέβαια, ότι η ορθόδοξη κατήχηση μετά το βάπτισμα ανήκει στο κέντρο της εκκλησιαστικής, ως εν Χριστώ, ζωής, ως σταθερά οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος σε κάθε ηλικία, για την διαμόρφωση ενιαίου εν Χριστώ φρονήματος (Ρωμ. 15,5). Δεν είναι απλά ένα μάθημα, άλλα πάθημα, βίωμα, εμπειρία. Η μανία του εξευρωπαϊσμού τον 19ον αιώνα είδε και την πίστη ως σχολικό μάθημα, στα όρια μιας αποξενωμένης από την ελληνορθόδοξη παράδοση Ελληνικής Πολιτείας. Στην δίνη της μανίας του εξευρωπαϊσμού-εκλατινισμού ζήτησαν οι εκκλησιαστικοί μια φωνή στην εκπαίδευση (για παιδεία μη μιλούμε, έχουμε πάρει οριστικό διαζύγιο μαζί της). Μόνο ο Καποδίστριας (1828-1831) προσπάθησε να πράξει κάτι παραδοσιακό, άλλα χλευάσθηκε και πολεμήθηκε από τους ξένους μισσιοναρίους και τους συνεργάτες τους δικούς μας (την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας) ως μεσαιωνικός και υπονομευτής της «προόδου». Γιατί; Διότι στην τράπεζα των σχολείων του (στα γεύματα) διαβάζονταν, κατά το μοναστηριακό πρότυπο, «Βίοι Πατερών και Αγίων»! Μετά έπεσαν, όχι ως μέλισσες, αλλ' ως σφήκες, οι ευρωπαίοι και ευρωπαϊστές και εφάρμοσαν τα διαφωτιστικά ή και ευσεβιστικά προγράμματα τους, που καταβρόχθισαν και τα «Θρησκευτικά». Από το ποιόν και το φρόνημα των διδασκόντων (αυτό ισχύει και σήμερα) εξαρτήθηκε έκτοτε η προσφορά της Πίστης στο πλαίσιο του «Θρησκευτικού μαθήματος». Όσο περισσότερο αδυνατίζει η σχέση της οικογένειας (και των παιδιών) με την λειτουργική σύναξη και την εκκλησιαστική κατήχηση (όσο ισχνή και αν είναι), τόσο περισσότερο είναι αναγκαία η προσφορά της πίστεως με την μορφή του θρησκευτικού μαθήματος, με όλες τις ατέλειες, ως μια ανορθόδοξη πληροφόρηση, στο σύστημα λειτουργίας και των άλλων μαθημάτων. Το σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι, συνεπώς, κατήχηση κατά κυριολεξία, αλλ' απλή πληροφόρηση για την ελληνορθόδοξη παράδοση μας.
Είναι λοιπόν, τουλάχιστον ουτοπικό να νοσταλγούμε καταστάσεις της ιεροσολυμιτικής κοινωνίας του 1ου αιώνα και επιστροφή «στο πρωτόκτιστον κάλλος», την αυθεντικότητα δηλαδή της χριστιανικής ύπαρξης, στην Ελλάδα μετά το 1830, και ιδιαίτερα του σήμερα, που δεν «πάει παρακάτω», διότι «πιάσαμε πάτο». Η λύση, συνεπώς, δεν είναι «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι» (αυτό είναι εύκολο), άλλα συμμάζεμα πρώτα του εαυτού μας και μετά της οικογένειας και του στενού περιβάλλοντος μας, για να αρχίσει να γίνεται κάτι προς την ποθούμενη απ’ όλους μας δυναμική «επιστροφή».
Η απόρριψη του «Μαθήματος των Θρησκευτικών», επειδή δεν διαθέτουμε τους θεολόγους, που θα θέλαμε, είναι πολύ απλοϊκή, διότι το μέτρο θα έπρεπε να εφαρμοστεί πρώτα σε μας. Επεκτείνοντας το, μάλιστα, σε όλα τα μαθήματα, θα έπρεπε, όσα απ' αυτά θεωρείται αναγκαίο να τα διδάσκονται οι μαθητές και στα Φροντιστήρια, να καταργούνται στην δημόσια εκπαίδευση, διότι ή διδασκαλία τους στα σχολεία δεν είναι επαρκής, αφού χρειάζονται τα φροντιστήρια. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Η Πολιτεία, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι του εκσυγχρονισμού, ούτε ορθόδοξη θεολογία θέλουν, ούτε πατερικά κείμενα. Διότι αναιρούν αυτοχρήμα την Νέα Εποχή, και όλο τον αντίχριστο και απάνθρωπο πολιτισμό της. Η παγκοσμιοποίηση και η πανθρησκεία απαιτούν ολιστική ισοπέδωση, πολτοποίηση (Zerquetschung) όλων των πολιτισμών και θρησκευμάτων σε ένα παγκόσμιο σύστημα «αξιών», που επιβάλλει τον πλανητικό ανθρωπο-χρηστικό όργανο και την πλανητική κοινωνία. Ό,τι δεν εξυπηρετεί αυτό τον προοδευτικά πραγματοποιούμενο στόχο είναι καθολικά απόβλητο. Το πανθρησκειακό όραμα εξορίζει και το «Μ.τ.Θ.», όχι επειδή δεν προσφέρει όσα θέλουν οι ονειροπόλοι στοχαστές μας, αλλά επειδή προσπαθεί «εκ των ενόντων», να προσφέρει κάτι από αυτά, παρά την συνεχή και ανελέητη παρακώλυση και πίεση της Πολιτείας (δομή σπουδών, σύνταξη βιβλίων βάσει των καταρτιζομένων, όχι από τους συγγραφείς, αλλά από τα όργανα της εκάστοτε Πολιτείας, προγραμμάτων έχω συγγράψει δύο βιβλία και γνωρίζω καλά τα κρατούντα, κ.ά).
2. Βέβαια, για να περάσουμε σε άλλο χώρο, την Πολιτεία μας διακρίνει μόνιμα χάος ασυνέπειας μεταξύ προγραμμάτων και πράξης. Λ.χ. ο σκοπός του «Μ.τ.Θ», το 1985, ορίζεται ως εξής από την ίδια την Πολιτεία: «...Η φανέρωση των αληθειών του Χριστού για τον Θεό, για τον κόσμο και για τον άνθρωπο, η μύηση (αυτό σημαίνει: συμμετοχή) των μαθητών στις σωτήριες αλήθειες του Χριστιανισμού με την ορθόδοξη πίστη και ζωή... Η βίωση των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως στις συγκεκριμένες περιστάσεις της καθημερινής ζωής του μαθητή, για να βελτιώνεται συνεχώς «εν σοφία, ηλικία και χάριτι (Λουκ. 2, 52), για να καταντήσει «εις άνθρωπον τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (πρβλ. Έφεσ. 4,13). Αυτά, το υπογραμμίζω, ισχύουν φυσικά για τους Ορθοδόξους μαθητές, για τους οποίους —και κατά το Υπουργείο— το μάθημα είναι «υποχρεωτικό». Οι ετερόδοξοι -αλλόθρησκοι, από πολλών ετών απαλλάσσονται αυτοδικαίως, έκτος αν, όπως συμβαίνει πολλές φορές, επιθυμούν να το παρακολουθούν. Για να επανέλθουμε όμως στο πολιτειακό κείμενο, και μόνο η τελευταία φράση εντάσσει το μάθημα στην ποιμαντική προοπτική της εκκλησιαστικής κατήχησης, και το αναγνωρίζει ως προέκταση του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας στον χώρο της εκπαίδευσης, με τις προϋποθέσεις και δυνατότητες του σχολείου.
Και είναι, πράγματι, μαζί με την Ιστορία (όταν και αυτή προσφέρεται σωστά και όχι, όπως σήμερα) το μάθημα, που προσφέρει ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση του πολιτισμού μας (τοπωνύμια, εορτές, πανηγύρια, έθιμα, γλωσσά και οι πάμπολλες, εμπνεόμενες από την εκκλησιαστική λατρεία, εκφράσεις της, το περιεχόμενο του λαϊκού βίου και συνόλου του λαϊκού πολιτισμού, που ερευνά και αναπτύσσει η Λαογραφία). Είναι το μάθημα που μαζί με την Ιστορία, βεβαιώνει την αδιάκοπη ιστορική συνέχεια μας. Να είμαστε βέβαιοι, ότι την τύχη του «Μ.τ.Θ» θα έχει και το μάθημα της Ιστορίας, ήδη δε άρχισαν και τα δύο να ακολουθούν πολιτειακά την ίδια διαδικασία αποδυνάμωσης, παράλληλα με την διαστρέβλωση, που προηγείται της περιθωριοποίησης (αχρήστευσης) τους.
Το 2003 έγινε η ισχύουσα μέχρι σήμερα αναδιατύπωση του «σκοπού» του «Μ.τ.Θ», καθοριζόμενη —και πάλι— από την Πολιτεία. (ΦΕΚ 303/13.3.2003). (Διέρρευσε, ότι ο Υπουργός ανέθεσε σε μία Επιτροπή νέο προσδιορισμό του σκοπού του μαθήματος). Διαβάζουμε, λοιπόν: Η διδασκαλία του «Μ.τ.Θ.» συμβάλλει: Στην απόκτηση γνώσεων γύρω από την χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού και συλλογικού βιώματος. Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης, ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής. Στην παροχή ευκαιριών στους μαθητές για θρησκευτικό προβληματισμό και στοχασμό. Στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων. Στην διερεύνηση του ρολού που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης. Στην κατανόηση της θρησκείας ως παράγοντα, που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής. Στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας. Στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης. Στην αξιολόγηση του Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων». Αυτά προσδοκά η Πολιτεία μας από το «Μ.τ.Θ.», που το θεωρεί προέκταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, που παρέχεται στην οικογένεια και την Εκκλησία, δεχόμενη ότι «η παροχή της στο σχολικό περιβάλλον λειτουργεί συμπληρωματικά και συντελεί στην ολοκληρωμένη μόρφωση τους». Μόνο κακό, λοιπόν, θα προκύψει από την μη συμμετοχή των μαθητών στο μάθημα.
1. Βασικό επιχείρημα για την αμφισβήτηση του «Μαθήματος των Θρησκευτικών» (Μ.τ.θ.) είναι ο (δήθεν) «δογματικός, μονοφωνικός και υποχρεωτικός χαρακτήρας του». Βέβαια, όσοι αντιμάχονται την παρουσία του μαθήματος στο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα της Χώρας μας, ζητούν να επιβάλουν... δημοκρατικότατα τις ατομικές τους απόψεις ερήμην του Λαού, αδιαφορώντας και εδώ στην έκφραση της βούλησης του με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δημοψήφισμα.
Επιθέσεις όμως δέχεται το μάθημα και «εκ των ένδον», από απροσγείωτους ονειροπόλους ενός ανερείστου φιλοσοφικού στοχασμού, αποξενωμένου από την τραγική πραγματικότητα, που δεν επιτρέπει δεοντολογίες μη πραγματοποιήσιμες «το γέ νυν», αλλά το κατά δύναμιν «λύσεις», μέσα στην υπάρχουσα πραγματικότητα, όσο ζοφερή και αν είναι. Κινούμενοι στην ουτοπία του (κατά την κρίση τους) ιδανικού, καταστρέφουν, γιατί δεν μπορούν—ή δεν θέλουν— να οικοδομήσουν. Η κατεδάφιση είναι εύκολη- η οικοδόμηση όμως απαιτεί δουλειά πολλή και ιδρώτα, είναι υπόθεση ποιμαντικής πρακτικής.
Θα συμφωνήσω, βέβαια, ότι η ορθόδοξη κατήχηση μετά το βάπτισμα ανήκει στο κέντρο της εκκλησιαστικής, ως εν Χριστώ, ζωής, ως σταθερά οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος σε κάθε ηλικία, για την διαμόρφωση ενιαίου εν Χριστώ φρονήματος (Ρωμ. 15,5). Δεν είναι απλά ένα μάθημα, άλλα πάθημα, βίωμα, εμπειρία. Η μανία του εξευρωπαϊσμού τον 19ον αιώνα είδε και την πίστη ως σχολικό μάθημα, στα όρια μιας αποξενωμένης από την ελληνορθόδοξη παράδοση Ελληνικής Πολιτείας. Στην δίνη της μανίας του εξευρωπαϊσμού-εκλατινισμού ζήτησαν οι εκκλησιαστικοί μια φωνή στην εκπαίδευση (για παιδεία μη μιλούμε, έχουμε πάρει οριστικό διαζύγιο μαζί της). Μόνο ο Καποδίστριας (1828-1831) προσπάθησε να πράξει κάτι παραδοσιακό, άλλα χλευάσθηκε και πολεμήθηκε από τους ξένους μισσιοναρίους και τους συνεργάτες τους δικούς μας (την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας) ως μεσαιωνικός και υπονομευτής της «προόδου». Γιατί; Διότι στην τράπεζα των σχολείων του (στα γεύματα) διαβάζονταν, κατά το μοναστηριακό πρότυπο, «Βίοι Πατερών και Αγίων»! Μετά έπεσαν, όχι ως μέλισσες, αλλ' ως σφήκες, οι ευρωπαίοι και ευρωπαϊστές και εφάρμοσαν τα διαφωτιστικά ή και ευσεβιστικά προγράμματα τους, που καταβρόχθισαν και τα «Θρησκευτικά». Από το ποιόν και το φρόνημα των διδασκόντων (αυτό ισχύει και σήμερα) εξαρτήθηκε έκτοτε η προσφορά της Πίστης στο πλαίσιο του «Θρησκευτικού μαθήματος». Όσο περισσότερο αδυνατίζει η σχέση της οικογένειας (και των παιδιών) με την λειτουργική σύναξη και την εκκλησιαστική κατήχηση (όσο ισχνή και αν είναι), τόσο περισσότερο είναι αναγκαία η προσφορά της πίστεως με την μορφή του θρησκευτικού μαθήματος, με όλες τις ατέλειες, ως μια ανορθόδοξη πληροφόρηση, στο σύστημα λειτουργίας και των άλλων μαθημάτων. Το σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι, συνεπώς, κατήχηση κατά κυριολεξία, αλλ' απλή πληροφόρηση για την ελληνορθόδοξη παράδοση μας.
Είναι λοιπόν, τουλάχιστον ουτοπικό να νοσταλγούμε καταστάσεις της ιεροσολυμιτικής κοινωνίας του 1ου αιώνα και επιστροφή «στο πρωτόκτιστον κάλλος», την αυθεντικότητα δηλαδή της χριστιανικής ύπαρξης, στην Ελλάδα μετά το 1830, και ιδιαίτερα του σήμερα, που δεν «πάει παρακάτω», διότι «πιάσαμε πάτο». Η λύση, συνεπώς, δεν είναι «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι» (αυτό είναι εύκολο), άλλα συμμάζεμα πρώτα του εαυτού μας και μετά της οικογένειας και του στενού περιβάλλοντος μας, για να αρχίσει να γίνεται κάτι προς την ποθούμενη απ’ όλους μας δυναμική «επιστροφή».
Η απόρριψη του «Μαθήματος των Θρησκευτικών», επειδή δεν διαθέτουμε τους θεολόγους, που θα θέλαμε, είναι πολύ απλοϊκή, διότι το μέτρο θα έπρεπε να εφαρμοστεί πρώτα σε μας. Επεκτείνοντας το, μάλιστα, σε όλα τα μαθήματα, θα έπρεπε, όσα απ' αυτά θεωρείται αναγκαίο να τα διδάσκονται οι μαθητές και στα Φροντιστήρια, να καταργούνται στην δημόσια εκπαίδευση, διότι ή διδασκαλία τους στα σχολεία δεν είναι επαρκής, αφού χρειάζονται τα φροντιστήρια. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Η Πολιτεία, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι του εκσυγχρονισμού, ούτε ορθόδοξη θεολογία θέλουν, ούτε πατερικά κείμενα. Διότι αναιρούν αυτοχρήμα την Νέα Εποχή, και όλο τον αντίχριστο και απάνθρωπο πολιτισμό της. Η παγκοσμιοποίηση και η πανθρησκεία απαιτούν ολιστική ισοπέδωση, πολτοποίηση (Zerquetschung) όλων των πολιτισμών και θρησκευμάτων σε ένα παγκόσμιο σύστημα «αξιών», που επιβάλλει τον πλανητικό ανθρωπο-χρηστικό όργανο και την πλανητική κοινωνία. Ό,τι δεν εξυπηρετεί αυτό τον προοδευτικά πραγματοποιούμενο στόχο είναι καθολικά απόβλητο. Το πανθρησκειακό όραμα εξορίζει και το «Μ.τ.Θ.», όχι επειδή δεν προσφέρει όσα θέλουν οι ονειροπόλοι στοχαστές μας, αλλά επειδή προσπαθεί «εκ των ενόντων», να προσφέρει κάτι από αυτά, παρά την συνεχή και ανελέητη παρακώλυση και πίεση της Πολιτείας (δομή σπουδών, σύνταξη βιβλίων βάσει των καταρτιζομένων, όχι από τους συγγραφείς, αλλά από τα όργανα της εκάστοτε Πολιτείας, προγραμμάτων έχω συγγράψει δύο βιβλία και γνωρίζω καλά τα κρατούντα, κ.ά).
2. Βέβαια, για να περάσουμε σε άλλο χώρο, την Πολιτεία μας διακρίνει μόνιμα χάος ασυνέπειας μεταξύ προγραμμάτων και πράξης. Λ.χ. ο σκοπός του «Μ.τ.Θ», το 1985, ορίζεται ως εξής από την ίδια την Πολιτεία: «...Η φανέρωση των αληθειών του Χριστού για τον Θεό, για τον κόσμο και για τον άνθρωπο, η μύηση (αυτό σημαίνει: συμμετοχή) των μαθητών στις σωτήριες αλήθειες του Χριστιανισμού με την ορθόδοξη πίστη και ζωή... Η βίωση των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως στις συγκεκριμένες περιστάσεις της καθημερινής ζωής του μαθητή, για να βελτιώνεται συνεχώς «εν σοφία, ηλικία και χάριτι (Λουκ. 2, 52), για να καταντήσει «εις άνθρωπον τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (πρβλ. Έφεσ. 4,13). Αυτά, το υπογραμμίζω, ισχύουν φυσικά για τους Ορθοδόξους μαθητές, για τους οποίους —και κατά το Υπουργείο— το μάθημα είναι «υποχρεωτικό». Οι ετερόδοξοι -αλλόθρησκοι, από πολλών ετών απαλλάσσονται αυτοδικαίως, έκτος αν, όπως συμβαίνει πολλές φορές, επιθυμούν να το παρακολουθούν. Για να επανέλθουμε όμως στο πολιτειακό κείμενο, και μόνο η τελευταία φράση εντάσσει το μάθημα στην ποιμαντική προοπτική της εκκλησιαστικής κατήχησης, και το αναγνωρίζει ως προέκταση του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας στον χώρο της εκπαίδευσης, με τις προϋποθέσεις και δυνατότητες του σχολείου.
Και είναι, πράγματι, μαζί με την Ιστορία (όταν και αυτή προσφέρεται σωστά και όχι, όπως σήμερα) το μάθημα, που προσφέρει ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση του πολιτισμού μας (τοπωνύμια, εορτές, πανηγύρια, έθιμα, γλωσσά και οι πάμπολλες, εμπνεόμενες από την εκκλησιαστική λατρεία, εκφράσεις της, το περιεχόμενο του λαϊκού βίου και συνόλου του λαϊκού πολιτισμού, που ερευνά και αναπτύσσει η Λαογραφία). Είναι το μάθημα που μαζί με την Ιστορία, βεβαιώνει την αδιάκοπη ιστορική συνέχεια μας. Να είμαστε βέβαιοι, ότι την τύχη του «Μ.τ.Θ» θα έχει και το μάθημα της Ιστορίας, ήδη δε άρχισαν και τα δύο να ακολουθούν πολιτειακά την ίδια διαδικασία αποδυνάμωσης, παράλληλα με την διαστρέβλωση, που προηγείται της περιθωριοποίησης (αχρήστευσης) τους.
Το 2003 έγινε η ισχύουσα μέχρι σήμερα αναδιατύπωση του «σκοπού» του «Μ.τ.Θ», καθοριζόμενη —και πάλι— από την Πολιτεία. (ΦΕΚ 303/13.3.2003). (Διέρρευσε, ότι ο Υπουργός ανέθεσε σε μία Επιτροπή νέο προσδιορισμό του σκοπού του μαθήματος). Διαβάζουμε, λοιπόν: Η διδασκαλία του «Μ.τ.Θ.» συμβάλλει: Στην απόκτηση γνώσεων γύρω από την χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού και συλλογικού βιώματος. Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης, ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής. Στην παροχή ευκαιριών στους μαθητές για θρησκευτικό προβληματισμό και στοχασμό. Στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων. Στην διερεύνηση του ρολού που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης. Στην κατανόηση της θρησκείας ως παράγοντα, που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής. Στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας. Στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης. Στην αξιολόγηση του Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων». Αυτά προσδοκά η Πολιτεία μας από το «Μ.τ.Θ.», που το θεωρεί προέκταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, που παρέχεται στην οικογένεια και την Εκκλησία, δεχόμενη ότι «η παροχή της στο σχολικό περιβάλλον λειτουργεί συμπληρωματικά και συντελεί στην ολοκληρωμένη μόρφωση τους». Μόνο κακό, λοιπόν, θα προκύψει από την μη συμμετοχή των μαθητών στο μάθημα.
Οι υπογραμμίσεις με έντονο χρώμα είναι δικές μας. Αν και πιστεύουμε πως ολόκληρο το άρθρο αξίζει πολλής προσοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου