Είδαν το φως της δημοσιότητας σήμερα οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων τόσο της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, όσο και του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Δημοσιεύουμε και τις δύο αποφάσεις που αφορούν το μάθημα των θρησκευτικών αφού κάνουμε μία πρώτη απλή επισήμανση. Το περιεχόμενο και των δύο αποφάσεων (Θεολογικής Σχολής συνολικά και Τμήματος Θεολογίας) είναι περίπου το ίδιο. Το κείμενο μάλιστα είναι σε ένα μεγάλο μέρος του ακριβώς το ίδιο. Όμως υπάρχουν σημεία διαφοροποίησης του κειμένου σε σημαντικά θέματα και επίσης ξενίζει η απόφαση για δημοσίευση δύο διαφορετικών κειμένων. Τα δύο διαφορετικά κείμενα σαφώς φανερώνουν τις διαφορετικές θέσεις των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Θεσ/νίκης πάνω στο θέμα. Εμείς δημοσιεύουμε και τα δύο κείμενα και αμέσως μετά ένα σύντομο σχόλιο:
ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ.
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
(22/10/2008)
Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε
« Η πρόσφατη Εγκύκλιος (91109/Γ2/10-07-2008) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κάνει λόγο περί απαλλαγής «των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών?χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής». Με δεύτερη εγκύκλιό του (104071/Γ2/04.08.2008) το Υπουργείο διευκρίνισε ότι με την απόφασή του αυτή εναρμονίζεται «με τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανεξάρτητων αρχών της χώρας μας». Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Υπουργείου, ούτε στη νεότερη εγκύκλιό του (Φ12/977/109744/ Γ1,26.8.2008) δηλώνεται ρητά και κατηγορηματικά ότι το μάθημα παραμένει υποχρεωτικό για τους Ορθόδοξους μαθητές. Είναι επομένως προφανές ότι η απόφαση αυτή ενέχει μια δυναμική ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών σταδιακά να καταστεί προαιρετικό. Γι’ αυτό άλλωστε και εμφανίστηκαν απόψεις που συζητούν ακόμη και την κατάργησή του. Με αφορμή τις παραπάνω εξελίξεις είδαν το φως της δημοσιότητας ποικίλες απόψεις και αντιδράσεις, με τις οποίες - παρά τη νηφάλια και προσεκτική στάση της επίσημης Εκκλησίας μέχρι σήμερα - αναβίωσε το πολεμικό κλίμα μιας παρωχημένης αντίληψης περί πλήρους απαξίωσης του θρησκευτικού φαινομένου στο δημόσιο βίο, και επομένως και του μαθήματος των Θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Με ελάχιστα έως και καθόλου πειστικά επιχειρήματα, και σε ατμόσφαιρα συναισθηματικά ή ιδεολογικά φορτισμένη, άνοιξε ένας διάλογος σε καθαρά συγκρουσιακό κλίμα. Από ορισμένους για να προωθήσουν στην ελληνική κοινωνία με μελλοντικές θεσμικές παρεμβάσεις όσο γίνεται περισσότερο έναν επιφανειακό εκσυγχρονισμό, και από άλλους για να διατηρήσουν για όσο γίνεται περισσότερο χρόνο το παραδοσιακό θεσμικό πλαίσιο. Ως υπεύθυνοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ότι και οι δύο αυτές τακτικές δεν οδηγούν σε λύση του προβλήματος και βλάπτουν μακροπρόθεσμα την πορεία της παιδείας και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας.
Οι πρωτοβουλίες των Θεολογικών Σχολών
Αρκετά μέλη των Θεολογικών Σχολών, η Θεολογική Σχολή Αθηνών, ο Κοσμήτορας και οι Πρόεδροι των δύο Θεολογικών Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των παραπάνω εγκυκλίων τοποθετήθηκαν υπεύθυνα απέναντι στη δημιουργηθείσα κατάσταση στην εκπαίδευση και με παρεμβάσεις τους στα ΜΜΕ και επιστολές στους αρμοδίους εξέφρασαν την ανησυχία τους, αλλά παράλληλα και την ετοιμότητά τους να παρέμβουν δημιουργικά ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών να πάρει τη θέση που του αρμόζει στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Συνολική θεώρηση του θέματος
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η πανεπιστημιακή θεολογία στην εποχή μας, χωρίς να παύει να αναδεικνύει την εκκλησιαστική παράδοση, οφείλει παράλληλα να υπηρετεί και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτό άλλωστε μέχρι σήμερα το πράττουν με συνέπεια οι πανεπιστημιακοί καθηγητές. Έως πρόσφατα σε παγκόσμιο επίπεδο η θρησκευτική και θεολογική εκπαίδευση είχε είτε καθαρά ιστορικό είτε καθαρά ομολογιακό χαρακτήρα. Στον ελληνικό χώρο, ευτυχώς, και οι δύο αυτές ακραίες πρακτικές αποφεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τόσο στην τριτοβάθμια όσο και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από τη δεκαετία του ’80 το μάθημα των Θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ένα μάθημα με γνωσιακό, κοινωνικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες. Στη σημερινή του μορφή το μάθημα των Θρησκευτικών στοχεύει στη γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, την τέχνη και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται και το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι άλλες μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών.
Το μάθημα των Θρησκευτικών στη σημερινή πραγματικότητα
Δεν αγνοούμε ότι οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, η διαμόρφωση μιας κατάστασης πολιτιστικού πλουραλισμού στην κοινωνία και τον μαθητικό πληθυσμό, οι μεταναστεύσεις, αλλά και η αυξανόμενη ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα, απαιτούν περαιτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες όμως ούτε την πνευματική παράδοση της χώρας μας θα πρέπει να αγνοούν ούτε την ανάγκη της ευρωπαϊκής - αλλά και της παγκόσμιας και οικουμενικής - προοπτικής να υποσκάπτουν. Για το λόγο αυτό πιστεύουμε ότι η Σύσταση 1720/2005, την οποία απηύθυνε προς τις χώρες-μέλη του το Συμβούλιο της Ευρώπης, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιλογή των όποιων απαραίτητων ρυθμίσεων. Είναι λυπηρό ότι η σύσταση αυτή συστηματικά αγνοείται από όσους εκπροσωπούν ακραίες ως επί το πλείστον επί του θέματος θέσεις.
Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα κατάχρησης της θρησκευτικότητας των πολιτών, είναι παράλογο οι μαθητές του σύγχρονου σχολείου να μη παρακολουθούν υποχρεωτικά ένα μάθημα που να σχετίζεται με τη θρησκεία. Το μάθημα αυτό συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, που φυσικά εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του, και οφείλει να ρυθμίζεται με βάση καθαρά εκπαιδευτικά κριτήρια. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μπορεί να αγνοείται η θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση του τόπου, όπως σαφέστατα υποδεικνύει και η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Άλλωστε, θεολογικά η Ορθοδοξία προβάλλει τη θρησκευτική παράδοση και ιστορικά στο παρελθόν ήρθε σε σύγκρουση με κάθε μορφής τυποποίηση της Εκκλησίας.
Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος και τα ζητήματα συνείδησης.
Το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και να διδάσκεται από τους υπηρετούντες στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θεολόγους, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία. Άλλωστε, οι Θεολογικές Σχολές διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, δεδομένου ότι στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα.
Ένα μάθημα, όμως, που στοχεύει στην ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών, στην καλλιέργεια της ανεκτικότητας, στην προώθηση της αλληλογνωριμίας των πολιτισμών, και στην ανάπτυξη της πνευματικής και κοινωνικής συνείδησης των μαθητών, δεν μπορεί, όπως άλλωστε και όλα τα μαθήματα ανθρωπιστικής κατεύθυνσης, να προσλάβει εντελώς ουδέτερο μουσειακό χαρακτήρα παρέχοντας απλώς πολιτιστικές, κοινωνικές κ.λπ. γνώσεις. Για τη βελτίωσή του, ασφαλώς, μπορούν να αναζητηθούν διάφοροι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης, που να καθιστούν δυνατή την απαλλαγή των μαθητών. Το ζήτημα, βέβαια, της συνείδησης, στο βαθμό που δεν περιορίζεται μόνο στη θρησκευτική συνείδηση, θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα μαθήματα, όπως Ιστορία, Βιολογία, Αρχαία και Νεοελληνικά Κείμενα, Πολιτική Οικονομία κλπ., οδηγώντας τελικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε παράλυση. Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία θα ήταν - αν μη τι άλλο - ανεύθυνο η Πολιτεία να αφήσει ανεξέλεγκτα στα χέρια παραγόντων εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας τη θρησκευτική εκπαίδευση».
Ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., Καθηγητής Ιωάννης Β. Κογκούλης.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ., Καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ., Καθηγητής Χρήστος Οικονόμου
******************************************************************
Απόφαση της Γ.Σ .του Τμήματος Θεολογίας
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
(9/10/2008)
Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε
Η πρόσφατη Εγκύκλιος (91109/Γ2/10-07-2008) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κάνει λόγο περί απαλλαγής «των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών…χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής». Με δεύτερη εγκύκλιό του (104071/Γ2/04.08.2008) το Υπουργείο διευκρίνισε ότι με την απόφασή του αυτή εναρμονίζεται «με τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανεξάρτητων αρχών της χώρας μας». Παρά τις διαβεβαιώσεις του Υπουργείου ότι το μάθημα παραμένει υποχρεωτικό για τους Ορθόδοξους μαθητές (νεώτερη εγκύκλιος Φ12/977/109744/Γ1,26.8.2008), είναι προφανές ότι η απόφαση αυτή ενέχει μια δυναμική ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών σταδιακά να καταστεί προαιρετικό. Για αυτό και εμφανίστηκαν απόψεις που συζητούν ακόμη και την κατάργησή του.
Με αφορμή τις παραπάνω εξελίξεις είδαν το φως της δημοσιότητας ποικίλες απόψεις και αντιδράσεις, με τις οποίες – παρά τη νηφάλια και προσεκτική στάση της επίσημης Εκκλησίας μέχρι σήμερα – αναβίωσε το πολεμικό κλίμα μιας παρωχημένης αντίληψης περί πλήρους απαξίωσης του θρησκευτικού φαινομένου στο δημόσιο βίο, και επομένως και του μαθήματος των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Με ελάχιστα έως και καθόλου πειστικά επιχειρήματα, και σε ατμόσφαιρα συναισθηματικά ή ιδεολογικά φορτισμένη, άνοιξε ένας διάλογος σε καθαρά συγκρουσιακό κλίμα. Από ορισμένους για να προωθήσουν στην ελληνική κοινωνία με μελλοντικές θεσμικές παρεμβάσεις όσο γίνεται περισσότερο έναν επιφανειακό εκσυγχρονισμό, και από άλλους για να διατηρήσουν για όσο γίνεται περισσότερο χρόνο το παραδοσιακό θεσμικό πλαίσιο. Ως υπεύθυνοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, ότι και οι δύο αυτές τακτικές δεν οδηγούν σε λύση του προβλήματος και βλάπτουν μακροπρόθεσμα την πορεία της ελληνικής κοινωνίας.
Οι πρωτοβουλίες του Τμήματος Θεολογίας
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Τμήματος Θεολογίας το Α.Π.Θ. λίγο πριν από την έναρξη του νέου σχολικού έτους (ανακοίνωση προς τα ΜΜΕ της 4.9.2008), έκρινε ότι «είναι η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθούν ορισμένες παρεμβάσεις που μακροπρόθεσμα θα αντιμετωπίσουν τα σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών προβλήματα». Στην ανακοίνωση αυτή έθετε συγκεκριμένα κριτήρια και ορισμένες βασικές αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σε νέα βάση ένα χρονίζον ζήτημα που απασχολεί από την μεταπολίτευση και πέρα την ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα, την Εκκλησία, τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες και την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Με την ανακοίνωσή του το Διοικητικό Συμβούλιο του Τμήματος Θεολογίας, αναγνωρίζοντας ότι δεν εξαντλούσε «το θέμα στην ολότητά του», υποσχέθηκε να επανέλθει και να αναπτύξει λεπτομερέστερα τις θέσεις του με σκοπό να πληροφορήσει την ελληνική κοινωνία.
Συνολική θεώρηση του θέματος
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η πανεπιστημιακή θεολογία στην εποχή μας, χωρίς να παύει να αναδεικνύει την εκκλησιαστική παράδοση και να λειτουργεί ως προφητική και κριτική συνείδηση της Εκκλησίας, οφείλει παράλληλα να υπηρετεί και την ευρύτερη κοινωνία. Μέχρι πρόσφατα σε παγκόσμιο επίπεδο η θρησκευτική και θεολογική εκπαίδευση είχε είτε καθαρά ιστορικό είτε καθαρά ομολογιακό χαρακτήρα. Στον ελληνικό χώρο, ευτυχώς, και οι δύο αυτές ακραίες πρακτικές αποφεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τόσο στην τριτοβάθμια όσο και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Από τη δεκαετία του ’80 με αλλεπάλληλα συνέδρια και εξειδικευμένες ημερίδες και διαδικασίες, με πρωτοβουλία τόσο μελών του Τμήματός μας, όσο και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το μάθημα των θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αυστηρά ομολογιακό, μονοφωνικό ή ακόμη και κατηχητικό, αλλά ένα μάθημα με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες. Στη σημερινή του μορφή το μάθημα των θρησκευτικών στοχεύει στη γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι άλλες μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών.
Το μάθημα των θρησκευτικών στη σημερινή πραγματικότητα
Δεν αγνοούμε, ότι οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, η διαμόρφωση μιας κατάστασης πολιτιστικού πλουραλισμού στην κοινωνία και το μαθητικό πληθυσμό, οι μεταναστεύσεις, αλλά και η αυξανόμενη ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα, απαιτούν περαιτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες όμως ούτε την πνευματική παράδοση της χώρας μας θα πρέπει να αγνοούν, ούτε την ανάγκη της ευρωπαϊκής – αλλά και της παγκόσμιας και οικουμενικής – προοπτικής να υποσκάπτουν. Για το λόγο αυτό πιστεύουμε, ότι η Σύσταση 1720/2005, την οποία απηύθυνε προς τις χώρες-μέλη του το Συμβούλιο της Ευρώπης, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιλογή των όποιων απαραίτητων ρυθμίσεων. Είναι λυπηρό ότι η σύσταση αυτή συστηματικά αγνοείται από όσους εκπροσωπούν ακραίες ως επί το πλείστον επί του θέματος θέσεις.
Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα κατάχρησης της θρησκευτικότητας των πολιτών, είναι παράλογο οι μαθητές του σύγχρονου σχολείου να μη παρακολουθούν υποχρεωτικά ένα μάθημα που να σχετίζεται με τη θρησκεία. Το μάθημα αυτό συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, που φυσικά εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του, και οφείλει να ρυθμίζεται με βάση καθαρά εκπαιδευτικά και όχι εκκλησιαστικά κριτήρια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μπορεί να αγνοείται η θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση του τόπου, όπως σαφέστατα υποδεικνύει και η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Άλλωστε θεολογικά η Ορθοδοξία είναι αντίθετη και ιστορικά στο παρελθόν ήρθε σε σύγκρουση με τον ομολογιακό χαρακτήρα της Εκκλησίας.
Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος και τα ζητήματα συνείδησης.
Το μάθημα θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και να διδάσκεται από τους υπηρετούντες στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θεολόγους, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία. Άλλωστε, τα Θεολογικά Τμήματα διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα.
Το μάθημα μπορεί να αλλάξει όνομα ή και να επαναπροσδιοριστεί, δεν μπορεί όμως να προσλάβει εντελώς ουδέτερο χαρακτήρα παρέχοντας απλώς πολιτιστικές, κοινωνικές κλπ γνώσεις. Για την βελτίωσή του, βέβαια, μπορούν να αναζητηθούν διάφοροι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης, που θα καθιστούν δυνατή την απαλλαγή των μαθητών. Το ζήτημα βέβαια της συνείδησης, στο βαθμό που δεν περιορίζεται μόνο στη θρησκευτική, θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα μαθήματα (ιστορία, βιολογία κλπ) οδηγώντας τελικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε παράλυση.
Η δυνατότητα επιλογής
Παρόλα αυτά, για την αντιμετώπιση και αυτού του προβλήματος, το Τμήμα Θεολογίας ειδικά για το μάθημα των θρησκευτικών έχει καταθέσει και μια πρόταση που προβλέπει τη δυνατότητα επιλογής. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, το υπάρχον μάθημα θα μπορούσε να βελτιωθεί προσλαμβάνοντας έναν ακόμη πιο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, προκειμένου να μπορούν απρόσκοπτα να το παρακολουθούν καταρχήν οι χριστιανοί. Ταυτόχρονα θα μπορούσε να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους θα συνέχιζαν να επικαλούνται λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Το δεύτερο αυτό μάθημα θα στοχεύει στην ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών, στην καλλιέργεια της ανεκτικότητας, στην προώθηση της αλληλογνωριμίας των πολιτισμών, και στην ανάπτυξη της πνευματικής και κοινωνικής συνείδησης των μαθητών. Με την υιοθέτηση της πρότασης αυτής οι μαθητές θα μπορούν να επιλέγουν ένα από τα δύο μαθήματα, χωρίς να είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης.
Ο Πρόεδρος
Πέτρος Βασιλειάδης
Καθηγητής
******************************************************
Σχόλιο
Τα δύο κείμενα παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές. Είναι σαφές και από τις ημερομηνίες που συντάχθηκαν ότι προηγήθηκε η απόφαση του Τμήματος Θεολογίας (9/10/2008) και ακολούθησε η απόφαση της Θεολογικής Σχολής (22/10/2008).
Ας προσέξουμε όμως μερικά από τα σημεία που τα δύο κείμενα διαφοροποιούνται.
1. Γράφει το Τμήμα Θεολογίας: «Από τη δεκαετία του ’80 με αλλεπάλληλα συνέδρια και εξειδικευμένες ημερίδες και διαδικασίες, με πρωτοβουλία τόσο μελών του Τμήματός μας, όσο και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το μάθημα των θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αυστηρά ομολογιακό, μονοφωνικό ή ακόμη και κατηχητικό, αλλά ένα μάθημα με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες».
Στο ίδιο σημείο η Θεολογική Σχολή αναφέρει: «Από τη δεκαετία του ’80 το μάθημα των Θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ένα μάθημα με γνωσιακό, κοινωνικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες». Είναι σαφές ότι η Θεολογική Σχολή αρνείται να υιοθετήσει τον ομολογιακό αποχρωματισμό του θρησκευτικού μαθήματος και γι’ αυτό δεν συμπεριέλαβε στην ανακοίνωσή της ότι «το μάθημα των θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αυστηρά ομολογιακό, μονοφωνικό ή ακόμη και κατηχητικό»
1. Γράφει το Τμήμα Θεολογίας: «Από τη δεκαετία του ’80 με αλλεπάλληλα συνέδρια και εξειδικευμένες ημερίδες και διαδικασίες, με πρωτοβουλία τόσο μελών του Τμήματός μας, όσο και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το μάθημα των θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αυστηρά ομολογιακό, μονοφωνικό ή ακόμη και κατηχητικό, αλλά ένα μάθημα με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες».
Στο ίδιο σημείο η Θεολογική Σχολή αναφέρει: «Από τη δεκαετία του ’80 το μάθημα των Θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ένα μάθημα με γνωσιακό, κοινωνικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες». Είναι σαφές ότι η Θεολογική Σχολή αρνείται να υιοθετήσει τον ομολογιακό αποχρωματισμό του θρησκευτικού μαθήματος και γι’ αυτό δεν συμπεριέλαβε στην ανακοίνωσή της ότι «το μάθημα των θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αυστηρά ομολογιακό, μονοφωνικό ή ακόμη και κατηχητικό»
2. Γράφει το Τμήμα Θεολογίας: «Το μάθημα αυτό συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, που φυσικά εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του, και οφείλει να ρυθμίζεται με βάση καθαρά εκπαιδευτικά και όχι εκκλησιαστικά κριτήρια».
Στο ίδιο σημείο η Θεολογική Σχολή σημειώνει:«Το μάθημα αυτό συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, που φυσικά εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του, και οφείλει να ρυθμίζεται με βάση καθαρά εκπαιδευτικά κριτήρια». Το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να ρυθμίζεται με βάση εκπαιδευτικά κριτήρια. Αυτό όμως δεν αποκλείει και τη συμμετοχή της Εκκλησίας στη διαμόρφωση του περιεχομένου του μαθήματος. Η Θεολογική Σχολή αρνείται όπως φαίνεται να θέσει εκτός των διαμορφωτών του μαθήματος την Εκκλησία και γι’ αυτό δεν περιέλαβε στην απόφασή της την αρνητική έναντι της Εκκλησίας θέση του Τμήματος Θεολογίας.
3. Η Θεολογική Σχολή δεν υιοθετεί επίσης στην απόφασή της την πρόταση του Τμήματος Θεολογίας για την μετατροπή του υπάρχοντος μαθήματος των θρησκευτικών σε ένα μάθημα που θα προσλάβει «πιο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, προκειμένου να μπορούν απρόσκοπτα να το παρακολουθούν καταρχήν οι χριστιανοί». Σαφώς με τον όρο χριστιανοί το Τμήμα Θεολογίας υπονοεί εδώ και τους ετερόδοξους Παπικούς και Προτεστάντες και όχι μόνο τους Ορθόδοξους. Στην ίδια πρότασή του το Τμήμα Θεολογίας προτείνει την παράλληλη ύπαρξη «ως εναλλακτική δυνατότητα» ενός μαθήματος «γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Το δεύτερο αυτό μάθημα θα στοχεύει στην ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών, στην καλλιέργεια της ανεκτικότητας, στην προώθηση της αλληλογνωριμίας των πολιτισμών, και στην ανάπτυξη της πνευματικής και κοινωνικής συνείδησης των μαθητών». Με την ύπαρξη του μαθήματος αυτού το Τμήμα Θεολογίας ισχυρίζεται ότι «οι μαθητές θα μπορούν να επιλέγουν ένα από τα δύο μαθήματα, χωρίς να είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης». Ούτε το δεύτερο αυτό σκέλος της πρότασης υιοθέτησε η Θεολογική Σχολή και γι’ αυτό ολόκληρη η παράγραφος με τον τίτλο «Η δυνατότητα επιλογής» που υπάρχει στην απόφαση του Τμήματος δεν περιλήφηκε στην απόφαση της Σχολής. Φαίνεται ότι κάποιοι καθηγητές της Σχολής αντιλαμβάνονται ότι η ύπαρξη δύο μαθημάτων στα σχολεία θα οδηγήσει τελικά στην αντικατάσταση του ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος από ένα θρησκειολογικό μάθημα αφού το πρώτο (όπως σχεδόν υπάρχει σήμερα) εύκολα θα μπορεί να καταργηθεί με το επιχείρημα της ύπαρξης του άλλου που θα είναι δήθεν ανεκτικότερο και πιο ανοιχτό στις διάφορες θρησκείες.
3 σχόλια:
Στο ιστολόγιο της Ενωσης Θεολόγων ν. Λάρισας
http://theologylar.blogspot.com/2008/11/blog-post_04.html
δημοσιεύεται η απόφαση της Γ.Σ. της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, καθώς και ο ακόλουθος (καθαρά προσωπικός) σχολιασμός
Νομίζουμε ότι η απόφαση της Γ.Σ. της Θεολογικής Σχολής είναι πολύ καλή για δυό λόγους:
* πρώτον, γιατί αντί της άμυνας απέναντι στην επίθεση που δέχεται το μάθημα, απαντά με δυναμική αντεπίθεση, χρησιμοποιώντας λόγο τίμιο και επιστημονικά ξεκάθαρο για την αναγκαιότητα που επιτάσσει την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας των Θρησκευτικών για όλους (ορθοδόξους, ετεροδόξους και αλλοθρήσκους) τους μαθητές, λόγω της παιδαγωγικής και γνωσιακής αξίας του μαθήματος, και,
* δεύτερον, διότι το γεγονός ότι την υπογράφουν και τα δύο Τμήματα της Σχολής δείχνει ότι επικρατεί ένα κλίμα ενότητας ανάμεσα στα δύο (διαφορετικά) Τμήματα, το Θεολογικό και το Ποιμαντικό. Φανερώνει αυτή η συνυπογραφή ότι υπάρχει αμοιβαίως η θέληση για εκατέρωθεν υποχωρήσεις σε επιμέρους θέματα, τα οποία τα δύο Τμήματα αντιμετωπίζουν με διαφορετική οπτική, όπως π.χ. για το θέμα της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα του μαθήματος, τον οποίο το Τμήμα Θεολογίας βλέπει με μια πιο φιλελεύθερη ματιά (γνωσιακό, οικουμενικό), ενώ τοΤμήμα Ποιμαντικής με ένα πνεύμα παραδοσιαρχικό (ομολογιακό). Αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι η θεσμική προστασία και υπεράσπιση του μαθήματος.
Χάρης Ανδρεόπουλος", για τον οποίο σχολιασμό υπάρχει το κατωτέρω σχόλιο:
"Ιωάννης Τάτσης είπε...
Από που συνάγεται ότι υπάρχει "κλίμα ενότητας" ανάμεσα στα δύο τμήματα; Εκτός από την Απόφαση της Γ.Σ. της Θεολογικής Σχολής προηγήθηκε απόφαση του Τμήματος Θεολογίας. Τα κείμενα των δύο αποφάσεων έχει πολλές ομοιότητες αλλά και ουσιώδεις διαφορές. Ευτυχώς η Θεολογική Σχολή αρνήθηκε να υιοθετήσει τη "φιλελεύθερη ματιά" του Τμήματος Θεολογίας. Υπάρχουν ακόμη καθηγητές στο Τμήμα Ποιμαντικής αλλά και κάποιοι στο Τμήμα Θεολογίας (π.χ. Δημ. Τσελεγγίδης, Ιωάν. Κογκούλης) που αντιστέκονται στις οικουμενιστικές ιδέες κάποιων άλλων. Η οπτική που κάποιος αντιμετωπίζει το μάθημα των Θρησκευτικών έχει να κάνει με την οπτική που έχει και με την οποία βιώνει την ορθόδοξη θεολογία. Πως επομένως θα μπορούσαν να γίνουν "εκατέρωθεν υποχωρήσεις"; Το λάθος ίσως της Θεολογικής Σχολής είναι ότι δεν συνέταξε ένα άλλο κείμενο παρά αρκέστηκε στον να δεχτεί το κείμενο του Τμήματος Θεολογίας στο οποίο επέφερε σημαντικές αλλαγές. Για τις διαφορές στα δύο κείμενα κοιτάξτε το Σχόλιο μας κάτω από τη δημοσίευση και των δύο αποφάσεων: http://thriskeftika.blogspot.com/2008/11/blog-post_6024.html".
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
1) Κατ' αρχήν να σημειώσουμε τη συμφωνία μας ότι τα δύο Τμήματα εκφράζουν διαφορετικές απόψεις εις τα επιμέρους, αλλά συνυπέγραψαν μια ΚΟΙΝΗ δήλωση - απόφαση για το θεσμικό πλαίσιο που θα πρέπει να έχει το θρησκευτικό μάθημα (την υποχρεωτικότητα, για την οποία συμφωνούν) και όχι για το περιεχόμενο, τη φυσιογνωμία και τα χαρακτήρα του (σημεία στα οποία διαφωνούν).
Το έπραξαν, κατά την άποψή μου, επειδή υπήρξε κοινός τόπος. Και δεν είναι διόλου κακό και κάπου να συμφωνούν τα δύο Τμήματα.
Πάντως μιας και ετέθη το θέμα περί της (όντως ούσης) διαφορετικότητας των δύο Τμημάτων ευχαρίστως θα έμπαινα σ' ένα διάλογο για το θεσμικό πλαίσιο που θα πρέπει να διέπει την πανεπιστημιακή θεολογική εκπαίδευση, για το ποιοί λόγοι επέβαλαν την ίδρυση του λεγομένου "Ποιμαντικού" τμήματος που μετεξελίχθηκε σε "Ποιματικής και Κοινωνικής Θεολογίας" στο ΑΠΘ και σε (σκέτο..) "Κοινωνικής Θεολογίας" στο ΕΚΠΑ (λές και τα Θεολογικά τμήματα είναι ...ακοινώνητα - Θεός φυλάξοι...), κλπ, κλπ.
Αλλά νομίζω ότι το θέμα αυτό αφορά μια συζήτηση που μπορεί να γίνει εν ευθέτω χρόνω. Τώρα προέχουν άλλα..
Πιστεύω ότι συνεννοούμεθα (;)
σε συνέχεια του προηγηθέντος σχολίου μου:
Eννοείται ότι στην ιστοσελίδα της Ενώσεώς μας (θεολόγων του ν. Λάρισας) γίνονται δεκτές και ευχαρίστως καταγράφονται οι όποιες παρατηρήσεις και οι όποιες κριτικές των φίλων που έχουν μια διαφορετική αντίληψη για τους σχολιασμούς της ιστοσελίδας.
http://theologylar.blogspot.com
Συνεπώς ευχαριστούμε θερμά το αγαπητό συνάδελφο Ιωαν. Τάτση και τόσο για το κόπο του να μας στείλει το σχόλιό του, όσο - και κυρίως - για τον δυναμικό αγώνα που κάνει μέσ' απ' την ιστοσελίδα του για την προστασία και την υπεράσπιστη του θρησκευτικού μαθήματος.
Ασφαλώς και "δεν είναι καθόλου κακό να συμφωνούν κάπου και τα δύο τμήματα" της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Όσοι ωστόσο γνωρίζουμε πρόσωπα και καταστάσεις στη Σχολή αυτή, ξέρουμε καλά ότι οι διαφωνίες δεν είναι επουσιώδεις αλλά άπτονται σημαντικών θεμάτων (όπως τη στάση απέναντι στον οικουμενικό - οικουμενιστικό διάλογο, τη στάση απέναντι στις αντι-χαλκηδόνιες "εκκλησίες" και άλλα πολλά). Στο θέμα μας όμως. Πιστέυω ότι για το μάθημα των θρησκευτικών χρειάζονται δύο πράγματα: 1) Η σαφής θέση του ΥΠΕΠΘ ότι το μάθημα είναι υποχρεωτικό για όλους τους ορθόδοξους μαθητές (ανάγκη 4ης εγκυκλίου για την άρση της σύγχυσης πυο δημιούργησαν οι 3 καλοκαιρινές) και 2) Το περιεχόμενο του μαθήματος. Δεν αρκεί να διδάσκονται τα ελληνόπουλα θρησκευτικά αλλά πρέπει να διδάσκονται ορθόδοξα χριστιανικά θρησκευτικά βασισμένα στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Για αυτό το δεύτερο την κύρια ευθύνη δεν φέρνουν οι Υπουργοί και Υφυπουργοί αλλά οι διαμορφωτές του περιεχομένου και των σκοπών του μαθήματος (Παιδ. Ινστιτούτο, συγγραφείς των βιβλίων και εποπτέυοντες τη συγγραφή αλλά και εμείς οι θεολόγοι της τάξης).
Δημοσίευση σχολίου