του Νικολάου Σημαντήρη, μαθητή της Β΄ τάξεως του ιδ. Λυκείου «ΑΛΚΙΝΟΟΣ»
28η Οκτωβρίου 1940 - 28η Οκτωβρίου 2010.
Σεβαστοί μας καθηγητές, αγαπητοί γονείς, φίλοι συμμαθητές,
εβδομήντα χρόνια χωρίζουν αυτές τις δύο ημερομηνίες, αυτές τις δύο εποχές.
Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Εμμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτής της φασιστικής Ιταλίας στην χώρα μας, επισκέπτεται στην κατοικία του τον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Γράφει ο ίδιος: «…Η συνείδησίς μου με επίεζε ότι την στιγμήν αυτήν εγενόμην συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επί τέλους να ανάβη το φως και τον Μεταξά να κατεβαίνη. Με εγνώρισε και διέταξε τον σκοπόν να με αφήση να περάσω....Μου έδωκε την χείρα και με ωδήγησεν εις εν μικρόν σαλόνι. Μόλις εκαθήσαμε, του ενεχείρισα το έγγραφον. Ήρχισε μετά προσοχής να το διαβάζη… Παρηκολούθησα την συγκίνησίν του εις τας χείρας του και τους οφθαλμούς του. Κύριε Πρόεδρε, είμαι επιφορτισμένος να σας ανακοινώσω ότι, εις περίπτωσιν μη αποδοχής των όρων, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν εις το ελληνικόν έδαφος την 6ην πρωινήν. Κύριε Πρεσβευτά, μου απαντά, το περιεχόμενον του τελεσιγράφου και ο τρόπος καθ’ ον μοι επεδόθη σημαίνουν πόλεμον εκ μέρους της Ιταλίας. Alors c’ est la Guerre!. Έφυγα υποκλιθείς με τον βαθύτερον σεβασμόν προ του υπερηφάνου γέροντος, ο οποίος επροτίμησε την θυσίαν αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένην την ψυχήν από μίσος προς το επάγγελμά μου».
Alors c’ est la Guerre! Η φράση αυτή στα Ελληνικά μεταφράζεται με τρία μόνο γράμματα, ΟΧΙ. Ήταν το ΟΧΙ του Ελληνικού λαού προς τον ξένο εισβολέα. Οι ρίζες αυτής της μικρής λεξούλας έφταναν βαθιά στην αυγή της ιστορίας του Έθνους μας και αντλούσαν χυμούς από τα ιδανικά της πίστεως και της πατρίδας. Δεν ήταν καινούργια λέξη. Ήταν επανάληψη του αρχαίου «Μολών λαβέ». Ήταν σύντμηση της φράσεως των Βυζαντινών «την πόλιν τοις βαρβάροις ουδέποτε εώμεν». Ήταν ανανέωση του θούριου του ’21 «καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Γιατί όταν το αίμα των προγόνων σου μιλήσει στο μυαλό σου, η οικογένεια, οι φίλοι και το σπίτι σου έρχονται δεύτερα. Ο υπέρ πατρίδος αγών είναι το μεγάλο ιδανικό. Αυτή η λέξη, το ΟΧΙ, είναι ριζωμένη στην ψυχή μας, κυοφορείται στα σπλάγχνα του Έθνους μας, κυλάει στο αίμα μας και, όταν χρειαστεί, γίνεται εγερτήριο της εκάστοτε γενιάς που θα κληθεί από την ιστορία να το πει, να το βροντοφωνάξει στον οποιονδήποτε επιβουλευτεί τα όσια και τα ιερά της φυλής μας.
Έτσι και εκείνο το πρωινό. Άρχισε γλέντι, γιατί «τ' αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται». Γλέντι που όμοιό του είχε χρόνια να ζήσει η πατρίδα μας. Τραγούδια, ιαχές, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, αποχαιρετισμοί για όσους πήγαιναν στο μέτωπο. Μόνο για πόλεμο δεν καταλάβαινες ότι πήγαιναν. Σε πανηγύρι νόμιζες, σε ξεφάντωμα, σε γλέντι. Δεν υπήρχε λογική εκείνη την ώρα. Γιατί, αν το πάρεις με τη λογική, πώς ήταν δυνατόν να ελπίζεις σε νίκη, όταν αντιπαραθέτεις 140.000 άνδρες έναντι 560.000 Ιταλών, που είχαν και υπεροχή εκατονταπλάσια σε μηχανικά μέσα. Υπήρχε όμως αυτός ο ενθουσιασμός, η αισιοδοξία, η πίστη στη βοήθεια του Θεού και στο δίκαιο του αγώνα, που αστραπιαία μεταδίδονταν από τον ένα στον άλλο. Στα αυτιά των νέων ανθρώπων, που έμελλαν να γίνουν οι νέοι ήρωες, αντηχούσαν τα λόγια του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, «το δε την πόλιν σοι παραδούναι ούτε εμόν εστί ούτε άλλου τινός των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Αντηχούσαν όμως και τα τελευταία λόγια του Παύλου Μελά, που είπε ξεψυχώντας στο πεδίο της μάχης «Το Σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του γιου μου. Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα!».
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησαν τον πόλεμο. Δεν πολέμησαν για χρήμα. Δεν πολέμησαν για ατομική δόξα. Για την πατρίδα πολέμησαν. Τι κι αν οι εχθροί είχαν πολλούς στρατηγούς, εμείς είχαμε την Υπέρμαχο Στρατηγό. Και το θαύμα έγινε. Γιατί μόνο για θαύμα μπορεί να μιλήσει κανείς. Με την Σκέπη της Παναγίας μας σώθηκε η πατρίδα μας. Με την απίστευτη εποποιία μας, ανέβηκε το κύρος μας διεθνώς. Εφημερίδες, ραδιόφωνα, συγγραφείς, ποιητές, πολιτικοί, στρατιωτικοί, μιλούσαν με θαυμασμό για την Ελλάδα μας. Αρκετά κράτη συνθηκολόγησαν, άλλα υπέκυψαν, άλλα αιφνιδιάστηκαν. Μόνο εμείς βροντοφωνάξαμε το ΟΧΙ. Δεν παραδίνουμε την πατρίδα μας. Ας είμαστε μόνοι, ας είμαστε λίγοι, ας είμαστε φτωχοί, ας είμαστε άοπλοι. Θα την υπερασπιστούμε μέχρι την τελευταία αναπνοή μας.
Εβδομήντα χρόνια πέρασαν. Και σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι πνευματικές αξίες δείχνουν να χάνονται. Πολλοί λένε ότι μόνο με ένα θαύμα μπορούμε να σωθούμε. Θέλουμε θαύμα; Υπάρχει το θαύμα. Μας το διδάσκει η ιστορία μας. Οι αριθμοί και τα προβλήματα και τότε ήταν αμείλικτα. Αυτοί όμως που έγραψαν το αθάνατο έπος του ’40, δεν έλυσαν τα προβλήματα με τη λογική. Τα έλυσαν με την καρδιά και την πίστη. Ας τους μοιάσουμε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μας διδάσκουν ότι μνήμη ενός Αγίου, εορτή ενός Αγίου, είναι η μίμηση του Αγίου, η προσπάθεια δηλαδή να μοιάσουμε στον Άγιο ή την Αγία. Ας το μεταφέρουμε αυτό και στην ιστορία. Ας μιμηθούμε τη γενναιότητα και τον ηρωισμό των προγόνων μας, την ενότητα και την ομοψυχία τους, τις θερμές προσευχές τους, την απέραντη αγάπη προς τη γλυκειά πατρίδα.
Εμείς οι Έλληνες, τα όσια και τα ιερά μας τα υπερασπιζόμαστε με κάθε θυσία, γιατί αυτά μας εκφράζουν. Όλοι μας φέτος θα υψώσουμε τη σημαία στα μπαλκόνια μας, θα συμμετάσχουμε στην παρέλαση, θα συνεορτάσουμε τη διπλή αυτή θρησκευτική και εθνική εορτή που ξημερώνει αύριο. Γιατί; Γιατί έτσι αποδίδουμε τιμή σ’ αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι, γιατί έτσι διατρανώνουμε το αίτημα για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, γιατί έτσι διατυμπανίζουμε προς κάθε αποδέκτη το «ευ αγωνίζεσθαι» για την άμυνα της πατρίδας μας, γιατί έτσι προάγουμε το «εμείς» αντί του «εγώ».
Φεύγοντας από τη σημερινή εορτή, ας κατανοήσουμε πως χρέος μας είναι να φωνάξουμε το δικό μας ΟΧΙ στις σημερινές προκλήσεις, στον πόλεμο στην καθημερινότητά μας. ΟΧΙ στη βία, ΟΧΙ στην αδικία, ΟΧΙ στην τυραννία, ΟΧΙ στα μικροσυμφέροντα των τάχα τρανών και δυνατών. Και όλα αυτά, όχι μόνο με πανηγυρικούς λόγους, αλλά και με έργα, τόσο σε καιρούς ειρηνικούς, που ευχόμαστε να έχουμε πάντα, αλλά και σε καιρούς που, αν χρειασθεί, θα αποδείξουμε ότι και τώρα οι ξένοι θα μπορούν να πουν, ότι οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες σαν Έλληνες.
Θα κλείσω αυτές τις σκέψεις με τα λόγια του ποιητή «Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη».
Χρόνια Πολλά και ειρηνικά.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου.
Ζήτω το Έθνος.
Alors c’ est la Guerre! Η φράση αυτή στα Ελληνικά μεταφράζεται με τρία μόνο γράμματα, ΟΧΙ. Ήταν το ΟΧΙ του Ελληνικού λαού προς τον ξένο εισβολέα. Οι ρίζες αυτής της μικρής λεξούλας έφταναν βαθιά στην αυγή της ιστορίας του Έθνους μας και αντλούσαν χυμούς από τα ιδανικά της πίστεως και της πατρίδας. Δεν ήταν καινούργια λέξη. Ήταν επανάληψη του αρχαίου «Μολών λαβέ». Ήταν σύντμηση της φράσεως των Βυζαντινών «την πόλιν τοις βαρβάροις ουδέποτε εώμεν». Ήταν ανανέωση του θούριου του ’21 «καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Γιατί όταν το αίμα των προγόνων σου μιλήσει στο μυαλό σου, η οικογένεια, οι φίλοι και το σπίτι σου έρχονται δεύτερα. Ο υπέρ πατρίδος αγών είναι το μεγάλο ιδανικό. Αυτή η λέξη, το ΟΧΙ, είναι ριζωμένη στην ψυχή μας, κυοφορείται στα σπλάγχνα του Έθνους μας, κυλάει στο αίμα μας και, όταν χρειαστεί, γίνεται εγερτήριο της εκάστοτε γενιάς που θα κληθεί από την ιστορία να το πει, να το βροντοφωνάξει στον οποιονδήποτε επιβουλευτεί τα όσια και τα ιερά της φυλής μας.
Έτσι και εκείνο το πρωινό. Άρχισε γλέντι, γιατί «τ' αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται». Γλέντι που όμοιό του είχε χρόνια να ζήσει η πατρίδα μας. Τραγούδια, ιαχές, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, αποχαιρετισμοί για όσους πήγαιναν στο μέτωπο. Μόνο για πόλεμο δεν καταλάβαινες ότι πήγαιναν. Σε πανηγύρι νόμιζες, σε ξεφάντωμα, σε γλέντι. Δεν υπήρχε λογική εκείνη την ώρα. Γιατί, αν το πάρεις με τη λογική, πώς ήταν δυνατόν να ελπίζεις σε νίκη, όταν αντιπαραθέτεις 140.000 άνδρες έναντι 560.000 Ιταλών, που είχαν και υπεροχή εκατονταπλάσια σε μηχανικά μέσα. Υπήρχε όμως αυτός ο ενθουσιασμός, η αισιοδοξία, η πίστη στη βοήθεια του Θεού και στο δίκαιο του αγώνα, που αστραπιαία μεταδίδονταν από τον ένα στον άλλο. Στα αυτιά των νέων ανθρώπων, που έμελλαν να γίνουν οι νέοι ήρωες, αντηχούσαν τα λόγια του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, «το δε την πόλιν σοι παραδούναι ούτε εμόν εστί ούτε άλλου τινός των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Αντηχούσαν όμως και τα τελευταία λόγια του Παύλου Μελά, που είπε ξεψυχώντας στο πεδίο της μάχης «Το Σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του γιου μου. Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα!».
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησαν τον πόλεμο. Δεν πολέμησαν για χρήμα. Δεν πολέμησαν για ατομική δόξα. Για την πατρίδα πολέμησαν. Τι κι αν οι εχθροί είχαν πολλούς στρατηγούς, εμείς είχαμε την Υπέρμαχο Στρατηγό. Και το θαύμα έγινε. Γιατί μόνο για θαύμα μπορεί να μιλήσει κανείς. Με την Σκέπη της Παναγίας μας σώθηκε η πατρίδα μας. Με την απίστευτη εποποιία μας, ανέβηκε το κύρος μας διεθνώς. Εφημερίδες, ραδιόφωνα, συγγραφείς, ποιητές, πολιτικοί, στρατιωτικοί, μιλούσαν με θαυμασμό για την Ελλάδα μας. Αρκετά κράτη συνθηκολόγησαν, άλλα υπέκυψαν, άλλα αιφνιδιάστηκαν. Μόνο εμείς βροντοφωνάξαμε το ΟΧΙ. Δεν παραδίνουμε την πατρίδα μας. Ας είμαστε μόνοι, ας είμαστε λίγοι, ας είμαστε φτωχοί, ας είμαστε άοπλοι. Θα την υπερασπιστούμε μέχρι την τελευταία αναπνοή μας.
Εβδομήντα χρόνια πέρασαν. Και σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι πνευματικές αξίες δείχνουν να χάνονται. Πολλοί λένε ότι μόνο με ένα θαύμα μπορούμε να σωθούμε. Θέλουμε θαύμα; Υπάρχει το θαύμα. Μας το διδάσκει η ιστορία μας. Οι αριθμοί και τα προβλήματα και τότε ήταν αμείλικτα. Αυτοί όμως που έγραψαν το αθάνατο έπος του ’40, δεν έλυσαν τα προβλήματα με τη λογική. Τα έλυσαν με την καρδιά και την πίστη. Ας τους μοιάσουμε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μας διδάσκουν ότι μνήμη ενός Αγίου, εορτή ενός Αγίου, είναι η μίμηση του Αγίου, η προσπάθεια δηλαδή να μοιάσουμε στον Άγιο ή την Αγία. Ας το μεταφέρουμε αυτό και στην ιστορία. Ας μιμηθούμε τη γενναιότητα και τον ηρωισμό των προγόνων μας, την ενότητα και την ομοψυχία τους, τις θερμές προσευχές τους, την απέραντη αγάπη προς τη γλυκειά πατρίδα.
Εμείς οι Έλληνες, τα όσια και τα ιερά μας τα υπερασπιζόμαστε με κάθε θυσία, γιατί αυτά μας εκφράζουν. Όλοι μας φέτος θα υψώσουμε τη σημαία στα μπαλκόνια μας, θα συμμετάσχουμε στην παρέλαση, θα συνεορτάσουμε τη διπλή αυτή θρησκευτική και εθνική εορτή που ξημερώνει αύριο. Γιατί; Γιατί έτσι αποδίδουμε τιμή σ’ αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι, γιατί έτσι διατρανώνουμε το αίτημα για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, γιατί έτσι διατυμπανίζουμε προς κάθε αποδέκτη το «ευ αγωνίζεσθαι» για την άμυνα της πατρίδας μας, γιατί έτσι προάγουμε το «εμείς» αντί του «εγώ».
Φεύγοντας από τη σημερινή εορτή, ας κατανοήσουμε πως χρέος μας είναι να φωνάξουμε το δικό μας ΟΧΙ στις σημερινές προκλήσεις, στον πόλεμο στην καθημερινότητά μας. ΟΧΙ στη βία, ΟΧΙ στην αδικία, ΟΧΙ στην τυραννία, ΟΧΙ στα μικροσυμφέροντα των τάχα τρανών και δυνατών. Και όλα αυτά, όχι μόνο με πανηγυρικούς λόγους, αλλά και με έργα, τόσο σε καιρούς ειρηνικούς, που ευχόμαστε να έχουμε πάντα, αλλά και σε καιρούς που, αν χρειασθεί, θα αποδείξουμε ότι και τώρα οι ξένοι θα μπορούν να πουν, ότι οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες σαν Έλληνες.
Θα κλείσω αυτές τις σκέψεις με τα λόγια του ποιητή «Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη».
Χρόνια Πολλά και ειρηνικά.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου.
Ζήτω το Έθνος.
1 σχόλιο:
Θερμά συγχαρητήρια. Άψογη ομιλία.
Δημοσίευση σχολίου