Εισήγηση στην Ημερίδα Θεολόγων Ηπείρου, Κέρκυρας και Λευκάδας (23/10/2010) με γενικό θέμα "Ο Θεολόγος του σήμερα μεταξύ Παράδοσης και Ανανέωσης".
Παράδοση και Ανανέωση στο Μάθημα των Θρησκευτικών
Γράφει ο κ. Τριαντάφυλλος Σιούλης,
Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Ηπείρου, Κέρκυρας και Λευκάδας
Οι προβληματισμοί και οι αντιπαραθέσεις γύρω από θέματα Παράδοσης και Ανανέωσης στην ελληνική κοινωνία δεν είναι κάτι το καινούργιο, κάτι που μας απασχολεί για παράδειγμα μόνο κατά τα τελευταία χρόνια με την «σύγκρουση» ευρωπαϊστών ή ευρωσκεπτικιστών. Αρκεί να ανατρέξει κανείς σε ανάλογες περιπτώσεις στην ιστορία, για παράδειγμα στην αντιπαράθεση ενωτικών – ανθενωτικών και ησυχαστών – αντιησυχαστών στο Βυζάντιο αλλά και κολλυβάδων – διαφωτισμού στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα των ιστορικών αντιπαραθέσεων θα τοποθετήσουμε και το μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο άπτεται μιας ευρύτερης συζήτησης που γίνεται σήμερα για θέματα Παράδοσης και Ανανέωσης στην ελληνική κοινωνική, θεολογική και εκκλησιαστική πραγματικότητα.....
Θα προβληματιστούμε όσον αφορά στο περιεχόμενό του και τον χαρακτήρα του, στον τρόπο διδασκαλίας του και στην σχέση του θεολόγου με αυτό και τη σχολική πραγματικότητα. Η εισήγησή μας θα κινηθεί πάνω σ’ αυτούς τους τρεις άξονες.
1. Το περιεχόμενο του ΜτΘ
Αλήθεια, ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών; Ποιες πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις που θα καθορίσουν το περιεχόμενό του, ποιές αναγκαιότητες πρέπει να εξυπηρετεί και ποια πρέπει να είναι η προοπτική του σήμερα; Και ποια στάση θα κρατήσει ο θεολόγος;
Η πολιτεία συγκροτεί επιτροπές, στηριζόμενη στις επιστημονικές Ενώσεις των διαφόρων κλάδων – ειδικοτήτων και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με σκοπό να συνταχθούν τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών για κάθε μάθημα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζουν και το περιεχόμενό τους με βάση τις επιταγές του Συντάγματος και των νόμων του κράτους και τους στόχους που αυτά θέτουν. Στην ουσία δηλαδή πρέπει να ακολουθείται και να υιοθετείται η βούληση του συνταγματικού νομοθέτη που είναι ο ίδιος ο λαός, ο οποίος έχει κάθε δικαίωμα να ορίζει ποια Παιδεία θέλει για τα παιδιά του, τους μαθητές, δηλαδή τους μελλοντικούς πολίτες. Στο σημείο αυτό, επαναλαμβάνω, είναι κομβικός ο ρόλος των επιτροπών που συγκροτούνται με ευθύνη της εκλεγμένης κυβέρνησης για τον προσανατολισμό που θα δώσει στην Παιδεία της και στις οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συμμετέχουν οι επιστημονικές Ενώσεις των διαφόρων ειδικοτήτων.
Από την μέχρι τώρα εμπειρία μας έχουμε να παρατηρήσουμε πως κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση θέλει να ελέγχει τη διαδικασία αυτή, η οποία έχει μπει στην διελκυστίνδα των κομματικών σχηματισμών, έχει ιδεολογικοποιηθεί, με αποτέλεσμα κάθε τόσο να έχουμε αντιπαραθέσεις, ενίοτε σφοδρές, γύρω από το πολύ σπουδαίο αυτό θέμα. Όταν λέμε πως όλα είναι «θέμα παιδείας», όταν προβάλλουμε, άλλος το «έξυπνο σχολείο», άλλος το «νέο σχολείο» ευαγγελιζόμενοι θεαματικές αλλαγές με σκοπό να βελτιώσουμε την όντως τραγική κατάσταση που βιώνουμε για παράδειγμα στα Λύκεια της χώρας, στηριζόμενοι σε μοντέλα ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα, τότε λειτουργούμε επικινδύνως ή όπως έχει από πολλούς επισημανθεί, οδηγούμε την παιδεία μας σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η υποβάθμιση μαθημάτων που έχουν να κάνουν με θέματα αυτογνωσίας και εθνικού αυτοπροσδιορισμού ή μαθημάτων που έχουν να κάνουν με την ανθρωπιστική παιδεία και τα οποία στοχεύουν, πέρα από την προσφορά γνώσεων, να διαπλάσουν χαρακτήρες και να δώσουν εφόδια κατάλληλα για στήριξη, απαντήσεις και διεξόδους στους μαθητές, μέσα σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο που ζουν με ποικίλα και πολύπλοκα προβλήματα, θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης και θα τους κάνει πολίτες με μονόπλευρη μόρφωση και απόκτηση δεξιοτήτων κατάλληλους για την αγορά εργασίας, εύκολα διαχειρίσιμους, χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες. Το περιεχόμενο των σπουδών πρέπει να δίνει ουσιαστική απάντηση στο καίριο ερώτημα: τι πολίτες θέλω για τη χώρα αυτή;
Και φτάνουμε στην ουσία του θέματος όσον αφορά στο περιεχόμενο του μαθήματος και την απάντηση που πρέπει να δώσουμε. Τι κομίζει αυτή η χώρα ως πρόταση ζωής διαχρονικά που να ερμηνεύει τον πολιτισμό της να απαντά σε θέματα ουσιώδη του κοινωνικού, πολιτικού, προσωπικού γίγνεσθαι; Ποιο μοντέλο παιδείας είναι κατάλληλο με ποιον προσανατολισμό και με ποιο περιεχόμενο στα προγράμματα σπουδών προς την κατεύθυνση αυτή; Φρονώ πως το μάθημα των θρησκευτικών, ως προς το περιεχόμενο πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω. Δεν πρέπει να απομακρύνεται από γεγονότα και καταστάσεις που έχουν χρωματίσει αυτόν τον τόπο, τον έχουν χαράξει, τον έχουν χαρακτηρίσει διαχρονικά, του έχουν δώσει λύσεις και διεξόδους. Τελικά ένα σύγχρονο μάθημα θρησκευτικών δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να υποβαθμίζει ή να απαξιώνει την Παράδοση του με την οποία πορεύτηκε, επιτυχώς πανθομολογουμένως, ανά τους αιώνες. Διαφορετικά είναι σαν να κόβουμε το κλαδί του δένδρου πάνω στο οποίο καθόμαστε. Πιστεύω λοιπόν πως πρέπει να παραμείνει ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών. Και για να μη παίζουμε με τις λέξεις, εννοώ χαρακτήρας χρωματισμένος με την κουλτούρα αυτού του τόπου όπως προανέφερα που να μη κινδυνεύει να διολισθήσει στην ρηχή, αποστεωμένη και επιφανειακή παρουσίαση ενός Ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού αλλά να διατηρεί τον θεολογικό – παιδαγωγικό και ηθοπλαστικό του ρόλο, που να δίνει στήριγμα, όραμα, ελπίδα και απαντήσεις σε υπαρξιακά θέματα. Στην Ελλάδα ζούμε δεν ζούμε στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία ή την Αμερική. Παράλληλα όμως δεν μπορεί ένα μάθημα θρησκευτικών σήμερα να μην πληροφορεί τους μαθητές επαρκώς και για το θρησκευτικό φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνοντας τις αναγκαίες προεκτάσεις, ώστε να μπορούν να ερμηνεύουν συμπεριφορές, πράγματα και καταστάσεις, πολιτικές, κοινωνικές κ.λπ.
2. Ο τρόπος διδασκαλίας του ΜτΘ
Αναρωτιόμαστε πολλές φορές ποια είναι η καλύτερη μέθοδος διδασκαλίας. Διδασκαλία δασκαλοκεντρική, ομαδοσυνεργατική, με φύλλα εργασίας ή με τη χρήση πολυμέσων και διαδραστικούς πίνακες κ.λπ.; Ιδιαίτερα σήμερα που γίνεται πολύς λόγος για τις νέες τεχνολογίες, δεν μπορεί ο δάσκαλος να μη γνωρίζει τη χρήση αυτών των μέσων. Η πολιτεία οφείλει να τους προετοιμάσει κατάλληλα. Προσοχή όμως συνάδελφοι. Αυτά είναι εργαλεία που θα διευκολύνουν το έργο μας και δεν πρέπει να αποτελέσει η χρήση τους αυτοσκοπό εις βάρος του περιεχομένου του μαθήματος.
Από την άλλη πιστεύω πως ο δάσκαλος, πρέπει πρωτίστως, όταν πάει να διδάξει, να έχει φροντίσει να δώσει απάντηση στα εξής ερωτήματα: Τι έχω να διδάξω; Ποιους έχω απέναντί μου; Τι μπορούν να μάθουν; Απαντώντας στα ερωτήματα αυτά θα καταλάβει και ποια μέθοδος διδασκαλίας είναι η καταλληλότερη για κάθε περίπτωση. Πρέπει ο δάσκαλος να είναι προσαρμοστικός, να είναι εφευρετικός και να καινοτομεί, να ανοίγει δρόμους και να έχει ποικιλία στη διδακτική μεθοδολογία. Μπορεί να είναι άλλες φορές δασκαλοκεντρικός, άλλες να δουλεύει ομαδοσυνεργατικά ή με φύλλα εργασίας και να προσεγγίζει διαθεματικά το μάθημα, άλλες να αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα σήμερα που ο μαθητής είναι εξοικειωμένος με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας.
Στο δύσκολο έργο μας πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως τα παιδιά δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλοίμονο αν δεν το κατανοούμε αυτό, αντίθετα έχουν χίλια προβλήματα. Και αν εμείς δεν τους δείξουμε ενδιαφέρον και δεν τους δώσουμε εφόδια να στηριχθούν στα πόδια τους θα βρεθούν κάποιοι άλλοι να το κάνουν αυτό. Στόχο μας πρέπει να έχουμε το πώς θα τα εμπνεύσουμε, θα τους δώσουμε όραμα, ελπίδα, θα τους ανοίξουμε δρόμους. Και αυτό μόνο εμπνευσμένοι δάσκαλοι μπορούν να το πετύχουν οι οποίοι θα έχουν συναίσθηση της αποστολής τους, του λειτουργήματός τους, οι οποίοι θα αγαπούν αυτό που κάνουν και κυρίως θα αγαπούν τα παιδιά. Ας αφήσουμε έξω από την τάξη συνάδελφοι τη μιζέρια της καθημερινότητας στην οποία μας οδηγούν οι καταστάσεις και ας μην επιτρέψουμε στα παιδιά μας να συμβιβασθούν με τέτοιου είδους λογικές. Ας τους δείξουμε τον δρόμο, τον τρόπο να αντισταθούν και ας τους δώσουμε τα κατάλληλα εφόδια. Τα εφόδια είναι πλουσιότατα στην παράδοσή μας, από την αρχαιότητα και το βυζάντιο μέχρι και τη νεώτερη πορεία του τόπου μας. Φτάνει να τα αξιοποιήσουμε κατάλληλα και να τα προσαρμόσουμε στην εποχή μας. Οι αρετές και οι κακίες δεν άλλαξαν διαχρονικά: αγάπη, δικαιοσύνη, ελευθερία - μίσος, αδικία, υποδούλωση έχουν το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο. Ο τρόπος εκδήλωσής τους έχει αλλάξει προσαρμοζόμενος στην εποχή μας. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους, όπως διαχρονικά έχει αποδειχτεί. Η ιστορία μας διδάσκει και το απόθεμα της Παράδοσής μας είναι πλουσιότατο σε εμπειρίες και σε υλικό. Τα Πατερικά κείμενα εδώ έχουν να μας δώσουν πολλές διεξόδους και τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τα ίδια πνευματικά θέματα. Αρκεί να μεταφέρουμε το πνεύμα τους στο σημερινή πραγματικότητα βάζοντας στο μάθημά μας κατάλληλους στόχους γνωσιολογικούς, συναισθηματικούς, ψυχοκινητικούς με σκοπό να μεταφέρουν τη γνώση που θα αποκτήσουν στην προσωπική τους ζωή μέσα από την εμπειρία, ώστε να αγωνιστούν με ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Από την άλλη καλό είναι να αποφεύγουμε τους ακροβατισμούς και τις άκριτες καινοτομίες στην τάξη. Ο καλός δάσκαλος μαθαίνει να πατάει στα πόδια του, ενημερώνεται, προετοιμάζεται κατάλληλα και κυρίως, όπως προανέφερα, αγαπά τους μαθητές με αγάπη ανιδιοτελή, θυσιαστική. Δείχνει το δρόμο, πείθοντας με τον τρόπο του τους μαθητές του για την ειλικρίνεια των προθέσεών του, κοιτάζοντάς τους στα μάτια. Τα παιδιά έχουν φιλότιμο και αισθάνονται αυτή την ειλικρίνεια. Και να είστε βέβαιοι πως αργά ή γρήγορα θα ανταποκριθούν.
3. Η στάση του διδάσκοντος το ΜτΘ στο σχολείο
Από τη στάση του θεολόγου στο μάθημα αλλά και στο σχολείο γενικότερα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, μη γελιόμαστε συνάδελφοι, αν θα έχει και το κύρος που του αρμόζει. Αν θα προσέξουν και θα σεβαστούν οι μαθητές το μάθημα, έχοντας πεισθεί για την αναγκαιότητα ύπαρξής του στο πρόγραμμα μαθημάτων του σχολείου και τη χρησιμότητα του στην ζωή τους, αλλά και οι συνάδελφοι και γενικά η σχολική κοινωνία (γονείς, μαθητές, καθηγητές). Και από εδώ αρχίζουν οι προβληματισμοί: να καινοτομήσω; να δείξω πως είμαι «σύγχρονος» και «ανοικτός» με το φόβο μη με χαρακτηρίσουν οι μαθητές και οι συνάδελφοι «παραδοσιακό», «οπισθοδρομικό», «παραδοσιολάτρη» κ.λπ.; Ή αντίθετα να μείνω «σφιχτός», κλεισμένος στον εαυτό μου, «παραδοσιακός», αντιμετωπίζοντας με τον τρόπο αυτό φοβικά την πραγματικότητα; Όμως προσοχή συνάδελφοι. Ο θεολόγος στο σχολείο είναι σαν το κάρβουνο: αν είναι αναμμένο, καίει, ζεσταίνει τις ψυχές και τις καρδιές των μαθητών – μήπως εκεί δεν πρέπει να στοχεύουμε; - αν είναι σβησμένο, μουτζουρώνει, απομακρύνει τους γύρω, χάνει τους μαθητές του.
Από την άλλη, αισθανόμαστε πολλές φορές πως είμαστε μόνοι στον αγώνα μας αυτό, στην προσπάθειά μας να πείσουμε για την αναγκαιότητα ύπαρξης του μαθήματός μας και ημών των ιδίων στην σχολική καθημερινότητα και πραγματικότητα, χωρίς στήριξη καμία από πουθενά.
Έχουμε απέναντι μια Πολιτεία που με εγκυκλίους (παράδειγμα για τις απαλλαγές από το ΜτΘ παλαιότερα) και νόμους (παράδειγμα τις προτάσεις για το νέο Λύκειο σήμερα) υποβαθμίζει στην ουσία το μάθημα των θρησκευτικών, αποδυναμώνοντας με τον τρόπο αυτό το έργο μας στην τάξη και την παρουσία μας στην σχολική καθημερινότητα. Αλλά και μια ποιμένουσα Εκκλησία που πολλές φορές με τη στάση της και τις συμπεριφορές της, χωρίς να παραβλέπουμε και τον καλό της αγώνα αλλά και την καλή της αγωνία να λύσει σύγχρονα προβλήματα, υιοθετεί, άκριτα σε ορισμένες περιπτώσεις και χωρίς προετοιμασία, καινοτομίες ή νεωτερισμούς, με σκοπό κατά την γνώμη μου, να καλύψει ποιμαντικές αδυναμίες και δυσκολίες που μπορεί να οφείλονται σε πολλούς και διάφορους λόγους. Το γεγονός αυτό μας προσθέτει ακόμη μια δυσκολία, υποχρεώνοντάς μας ή και αναγκάζοντάς μας πολλές φορές, εκ των πραγμάτων, να απολογούμαστε για αστοχίες ή διαφορετικές αντιλήψεις, λες και είναι αυτός ο ρόλος μας.
Όταν έτσι έχουν τα πράγματα θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μη οδηγούμαστε, αψυχολόγητα, σε στάσεις και συμπεριφορές που δεν διακρίνονται από σοβαρότητα. Να συνειδητοποιούμε το πρόβλημα και τη θέση μας μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας για τον ρόλο μας στη σχολική πραγματικότητα και να διαμορφώνουμε στάση ζωής τέτοια που να μας οδηγεί σε υπέρβαση του προβλήματος. Δεν πρέπει να τα παρατάμε και κυρίως να μην αφηνόμαστε να γίνουμε μέρος του προβλήματος είτε με την άκριτη επιείκειά μας είτε ακόμη χειρότερα με την αυστηρότητά μας. Και στις δύο περιπτώσεις συνάδελφοι, στην ουσία θα κρύβουμε την αδυναμία μας, μη πω, ακόμη χειρότερα, την ανεπάρκειά μας.
Όμως έτσι είναι οι θεολόγοι σήμερα; Από την εμπειρία μου έχω να πω πως στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι θεολόγοι στην σχολική πραγματικότητα κάνουν τεράστιο αγώνα και καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να στηρίξουν κυρίως τους μαθητές. Είμαι σε θέση να πω πως το κύριο μέλημά τους είναι ο μαθητής που πελαγοδρομεί σήμερα σε δρόμους και καταστάσεις με πολύπλευρα προβλήματα. Τον μαθητή που κινείται ανάμεσα σε χίλιους άλλους «δασκάλους» που προσπαθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τον παρασύρουν σε επικίνδυνους παράδεισους. Τον μαθητή που αγωνιά για το αύριο και προσπαθεί να ισορροπήσει στην ζωή του. Όταν η πολυεπίπεδη και πολύπλευρη προσπάθεια και ο τεράστιος αγώνας που κάνουν καθημερινά οι μαθητές συναντάται με την ευαισθησία των συναδέλφων το παράδειγμά τους και την αγωνία τους να προσφέρουν πέρα από γνώσεις, στήριξη, έμπνευση, προσανατολισμό, όραμα και ελπίδα, τότε ο δάσκαλός αυτός έχει πετύχει το στόχο του, έχει βρει το ρόλο του. Και ένα σύστημα παιδείας που θα πετυχαίνει αυτά αξίζει να το προβάλλουμε, να αγωνιστούμε να το εφαρμόσουμε και παντοιοτρόπως να το στηρίξουμε.
Θα προβληματιστούμε όσον αφορά στο περιεχόμενό του και τον χαρακτήρα του, στον τρόπο διδασκαλίας του και στην σχέση του θεολόγου με αυτό και τη σχολική πραγματικότητα. Η εισήγησή μας θα κινηθεί πάνω σ’ αυτούς τους τρεις άξονες.
1. Το περιεχόμενο του ΜτΘ
Αλήθεια, ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών; Ποιες πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις που θα καθορίσουν το περιεχόμενό του, ποιές αναγκαιότητες πρέπει να εξυπηρετεί και ποια πρέπει να είναι η προοπτική του σήμερα; Και ποια στάση θα κρατήσει ο θεολόγος;
Η πολιτεία συγκροτεί επιτροπές, στηριζόμενη στις επιστημονικές Ενώσεις των διαφόρων κλάδων – ειδικοτήτων και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με σκοπό να συνταχθούν τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών για κάθε μάθημα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζουν και το περιεχόμενό τους με βάση τις επιταγές του Συντάγματος και των νόμων του κράτους και τους στόχους που αυτά θέτουν. Στην ουσία δηλαδή πρέπει να ακολουθείται και να υιοθετείται η βούληση του συνταγματικού νομοθέτη που είναι ο ίδιος ο λαός, ο οποίος έχει κάθε δικαίωμα να ορίζει ποια Παιδεία θέλει για τα παιδιά του, τους μαθητές, δηλαδή τους μελλοντικούς πολίτες. Στο σημείο αυτό, επαναλαμβάνω, είναι κομβικός ο ρόλος των επιτροπών που συγκροτούνται με ευθύνη της εκλεγμένης κυβέρνησης για τον προσανατολισμό που θα δώσει στην Παιδεία της και στις οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συμμετέχουν οι επιστημονικές Ενώσεις των διαφόρων ειδικοτήτων.
Από την μέχρι τώρα εμπειρία μας έχουμε να παρατηρήσουμε πως κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση θέλει να ελέγχει τη διαδικασία αυτή, η οποία έχει μπει στην διελκυστίνδα των κομματικών σχηματισμών, έχει ιδεολογικοποιηθεί, με αποτέλεσμα κάθε τόσο να έχουμε αντιπαραθέσεις, ενίοτε σφοδρές, γύρω από το πολύ σπουδαίο αυτό θέμα. Όταν λέμε πως όλα είναι «θέμα παιδείας», όταν προβάλλουμε, άλλος το «έξυπνο σχολείο», άλλος το «νέο σχολείο» ευαγγελιζόμενοι θεαματικές αλλαγές με σκοπό να βελτιώσουμε την όντως τραγική κατάσταση που βιώνουμε για παράδειγμα στα Λύκεια της χώρας, στηριζόμενοι σε μοντέλα ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα, τότε λειτουργούμε επικινδύνως ή όπως έχει από πολλούς επισημανθεί, οδηγούμε την παιδεία μας σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η υποβάθμιση μαθημάτων που έχουν να κάνουν με θέματα αυτογνωσίας και εθνικού αυτοπροσδιορισμού ή μαθημάτων που έχουν να κάνουν με την ανθρωπιστική παιδεία και τα οποία στοχεύουν, πέρα από την προσφορά γνώσεων, να διαπλάσουν χαρακτήρες και να δώσουν εφόδια κατάλληλα για στήριξη, απαντήσεις και διεξόδους στους μαθητές, μέσα σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο που ζουν με ποικίλα και πολύπλοκα προβλήματα, θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης και θα τους κάνει πολίτες με μονόπλευρη μόρφωση και απόκτηση δεξιοτήτων κατάλληλους για την αγορά εργασίας, εύκολα διαχειρίσιμους, χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες. Το περιεχόμενο των σπουδών πρέπει να δίνει ουσιαστική απάντηση στο καίριο ερώτημα: τι πολίτες θέλω για τη χώρα αυτή;
Και φτάνουμε στην ουσία του θέματος όσον αφορά στο περιεχόμενο του μαθήματος και την απάντηση που πρέπει να δώσουμε. Τι κομίζει αυτή η χώρα ως πρόταση ζωής διαχρονικά που να ερμηνεύει τον πολιτισμό της να απαντά σε θέματα ουσιώδη του κοινωνικού, πολιτικού, προσωπικού γίγνεσθαι; Ποιο μοντέλο παιδείας είναι κατάλληλο με ποιον προσανατολισμό και με ποιο περιεχόμενο στα προγράμματα σπουδών προς την κατεύθυνση αυτή; Φρονώ πως το μάθημα των θρησκευτικών, ως προς το περιεχόμενο πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω. Δεν πρέπει να απομακρύνεται από γεγονότα και καταστάσεις που έχουν χρωματίσει αυτόν τον τόπο, τον έχουν χαράξει, τον έχουν χαρακτηρίσει διαχρονικά, του έχουν δώσει λύσεις και διεξόδους. Τελικά ένα σύγχρονο μάθημα θρησκευτικών δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να υποβαθμίζει ή να απαξιώνει την Παράδοση του με την οποία πορεύτηκε, επιτυχώς πανθομολογουμένως, ανά τους αιώνες. Διαφορετικά είναι σαν να κόβουμε το κλαδί του δένδρου πάνω στο οποίο καθόμαστε. Πιστεύω λοιπόν πως πρέπει να παραμείνει ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών. Και για να μη παίζουμε με τις λέξεις, εννοώ χαρακτήρας χρωματισμένος με την κουλτούρα αυτού του τόπου όπως προανέφερα που να μη κινδυνεύει να διολισθήσει στην ρηχή, αποστεωμένη και επιφανειακή παρουσίαση ενός Ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού αλλά να διατηρεί τον θεολογικό – παιδαγωγικό και ηθοπλαστικό του ρόλο, που να δίνει στήριγμα, όραμα, ελπίδα και απαντήσεις σε υπαρξιακά θέματα. Στην Ελλάδα ζούμε δεν ζούμε στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία ή την Αμερική. Παράλληλα όμως δεν μπορεί ένα μάθημα θρησκευτικών σήμερα να μην πληροφορεί τους μαθητές επαρκώς και για το θρησκευτικό φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνοντας τις αναγκαίες προεκτάσεις, ώστε να μπορούν να ερμηνεύουν συμπεριφορές, πράγματα και καταστάσεις, πολιτικές, κοινωνικές κ.λπ.
2. Ο τρόπος διδασκαλίας του ΜτΘ
Αναρωτιόμαστε πολλές φορές ποια είναι η καλύτερη μέθοδος διδασκαλίας. Διδασκαλία δασκαλοκεντρική, ομαδοσυνεργατική, με φύλλα εργασίας ή με τη χρήση πολυμέσων και διαδραστικούς πίνακες κ.λπ.; Ιδιαίτερα σήμερα που γίνεται πολύς λόγος για τις νέες τεχνολογίες, δεν μπορεί ο δάσκαλος να μη γνωρίζει τη χρήση αυτών των μέσων. Η πολιτεία οφείλει να τους προετοιμάσει κατάλληλα. Προσοχή όμως συνάδελφοι. Αυτά είναι εργαλεία που θα διευκολύνουν το έργο μας και δεν πρέπει να αποτελέσει η χρήση τους αυτοσκοπό εις βάρος του περιεχομένου του μαθήματος.
Από την άλλη πιστεύω πως ο δάσκαλος, πρέπει πρωτίστως, όταν πάει να διδάξει, να έχει φροντίσει να δώσει απάντηση στα εξής ερωτήματα: Τι έχω να διδάξω; Ποιους έχω απέναντί μου; Τι μπορούν να μάθουν; Απαντώντας στα ερωτήματα αυτά θα καταλάβει και ποια μέθοδος διδασκαλίας είναι η καταλληλότερη για κάθε περίπτωση. Πρέπει ο δάσκαλος να είναι προσαρμοστικός, να είναι εφευρετικός και να καινοτομεί, να ανοίγει δρόμους και να έχει ποικιλία στη διδακτική μεθοδολογία. Μπορεί να είναι άλλες φορές δασκαλοκεντρικός, άλλες να δουλεύει ομαδοσυνεργατικά ή με φύλλα εργασίας και να προσεγγίζει διαθεματικά το μάθημα, άλλες να αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα σήμερα που ο μαθητής είναι εξοικειωμένος με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας.
Στο δύσκολο έργο μας πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως τα παιδιά δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλοίμονο αν δεν το κατανοούμε αυτό, αντίθετα έχουν χίλια προβλήματα. Και αν εμείς δεν τους δείξουμε ενδιαφέρον και δεν τους δώσουμε εφόδια να στηριχθούν στα πόδια τους θα βρεθούν κάποιοι άλλοι να το κάνουν αυτό. Στόχο μας πρέπει να έχουμε το πώς θα τα εμπνεύσουμε, θα τους δώσουμε όραμα, ελπίδα, θα τους ανοίξουμε δρόμους. Και αυτό μόνο εμπνευσμένοι δάσκαλοι μπορούν να το πετύχουν οι οποίοι θα έχουν συναίσθηση της αποστολής τους, του λειτουργήματός τους, οι οποίοι θα αγαπούν αυτό που κάνουν και κυρίως θα αγαπούν τα παιδιά. Ας αφήσουμε έξω από την τάξη συνάδελφοι τη μιζέρια της καθημερινότητας στην οποία μας οδηγούν οι καταστάσεις και ας μην επιτρέψουμε στα παιδιά μας να συμβιβασθούν με τέτοιου είδους λογικές. Ας τους δείξουμε τον δρόμο, τον τρόπο να αντισταθούν και ας τους δώσουμε τα κατάλληλα εφόδια. Τα εφόδια είναι πλουσιότατα στην παράδοσή μας, από την αρχαιότητα και το βυζάντιο μέχρι και τη νεώτερη πορεία του τόπου μας. Φτάνει να τα αξιοποιήσουμε κατάλληλα και να τα προσαρμόσουμε στην εποχή μας. Οι αρετές και οι κακίες δεν άλλαξαν διαχρονικά: αγάπη, δικαιοσύνη, ελευθερία - μίσος, αδικία, υποδούλωση έχουν το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο. Ο τρόπος εκδήλωσής τους έχει αλλάξει προσαρμοζόμενος στην εποχή μας. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους, όπως διαχρονικά έχει αποδειχτεί. Η ιστορία μας διδάσκει και το απόθεμα της Παράδοσής μας είναι πλουσιότατο σε εμπειρίες και σε υλικό. Τα Πατερικά κείμενα εδώ έχουν να μας δώσουν πολλές διεξόδους και τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τα ίδια πνευματικά θέματα. Αρκεί να μεταφέρουμε το πνεύμα τους στο σημερινή πραγματικότητα βάζοντας στο μάθημά μας κατάλληλους στόχους γνωσιολογικούς, συναισθηματικούς, ψυχοκινητικούς με σκοπό να μεταφέρουν τη γνώση που θα αποκτήσουν στην προσωπική τους ζωή μέσα από την εμπειρία, ώστε να αγωνιστούν με ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Από την άλλη καλό είναι να αποφεύγουμε τους ακροβατισμούς και τις άκριτες καινοτομίες στην τάξη. Ο καλός δάσκαλος μαθαίνει να πατάει στα πόδια του, ενημερώνεται, προετοιμάζεται κατάλληλα και κυρίως, όπως προανέφερα, αγαπά τους μαθητές με αγάπη ανιδιοτελή, θυσιαστική. Δείχνει το δρόμο, πείθοντας με τον τρόπο του τους μαθητές του για την ειλικρίνεια των προθέσεών του, κοιτάζοντάς τους στα μάτια. Τα παιδιά έχουν φιλότιμο και αισθάνονται αυτή την ειλικρίνεια. Και να είστε βέβαιοι πως αργά ή γρήγορα θα ανταποκριθούν.
3. Η στάση του διδάσκοντος το ΜτΘ στο σχολείο
Από τη στάση του θεολόγου στο μάθημα αλλά και στο σχολείο γενικότερα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, μη γελιόμαστε συνάδελφοι, αν θα έχει και το κύρος που του αρμόζει. Αν θα προσέξουν και θα σεβαστούν οι μαθητές το μάθημα, έχοντας πεισθεί για την αναγκαιότητα ύπαρξής του στο πρόγραμμα μαθημάτων του σχολείου και τη χρησιμότητα του στην ζωή τους, αλλά και οι συνάδελφοι και γενικά η σχολική κοινωνία (γονείς, μαθητές, καθηγητές). Και από εδώ αρχίζουν οι προβληματισμοί: να καινοτομήσω; να δείξω πως είμαι «σύγχρονος» και «ανοικτός» με το φόβο μη με χαρακτηρίσουν οι μαθητές και οι συνάδελφοι «παραδοσιακό», «οπισθοδρομικό», «παραδοσιολάτρη» κ.λπ.; Ή αντίθετα να μείνω «σφιχτός», κλεισμένος στον εαυτό μου, «παραδοσιακός», αντιμετωπίζοντας με τον τρόπο αυτό φοβικά την πραγματικότητα; Όμως προσοχή συνάδελφοι. Ο θεολόγος στο σχολείο είναι σαν το κάρβουνο: αν είναι αναμμένο, καίει, ζεσταίνει τις ψυχές και τις καρδιές των μαθητών – μήπως εκεί δεν πρέπει να στοχεύουμε; - αν είναι σβησμένο, μουτζουρώνει, απομακρύνει τους γύρω, χάνει τους μαθητές του.
Από την άλλη, αισθανόμαστε πολλές φορές πως είμαστε μόνοι στον αγώνα μας αυτό, στην προσπάθειά μας να πείσουμε για την αναγκαιότητα ύπαρξης του μαθήματός μας και ημών των ιδίων στην σχολική καθημερινότητα και πραγματικότητα, χωρίς στήριξη καμία από πουθενά.
Έχουμε απέναντι μια Πολιτεία που με εγκυκλίους (παράδειγμα για τις απαλλαγές από το ΜτΘ παλαιότερα) και νόμους (παράδειγμα τις προτάσεις για το νέο Λύκειο σήμερα) υποβαθμίζει στην ουσία το μάθημα των θρησκευτικών, αποδυναμώνοντας με τον τρόπο αυτό το έργο μας στην τάξη και την παρουσία μας στην σχολική καθημερινότητα. Αλλά και μια ποιμένουσα Εκκλησία που πολλές φορές με τη στάση της και τις συμπεριφορές της, χωρίς να παραβλέπουμε και τον καλό της αγώνα αλλά και την καλή της αγωνία να λύσει σύγχρονα προβλήματα, υιοθετεί, άκριτα σε ορισμένες περιπτώσεις και χωρίς προετοιμασία, καινοτομίες ή νεωτερισμούς, με σκοπό κατά την γνώμη μου, να καλύψει ποιμαντικές αδυναμίες και δυσκολίες που μπορεί να οφείλονται σε πολλούς και διάφορους λόγους. Το γεγονός αυτό μας προσθέτει ακόμη μια δυσκολία, υποχρεώνοντάς μας ή και αναγκάζοντάς μας πολλές φορές, εκ των πραγμάτων, να απολογούμαστε για αστοχίες ή διαφορετικές αντιλήψεις, λες και είναι αυτός ο ρόλος μας.
Όταν έτσι έχουν τα πράγματα θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μη οδηγούμαστε, αψυχολόγητα, σε στάσεις και συμπεριφορές που δεν διακρίνονται από σοβαρότητα. Να συνειδητοποιούμε το πρόβλημα και τη θέση μας μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας για τον ρόλο μας στη σχολική πραγματικότητα και να διαμορφώνουμε στάση ζωής τέτοια που να μας οδηγεί σε υπέρβαση του προβλήματος. Δεν πρέπει να τα παρατάμε και κυρίως να μην αφηνόμαστε να γίνουμε μέρος του προβλήματος είτε με την άκριτη επιείκειά μας είτε ακόμη χειρότερα με την αυστηρότητά μας. Και στις δύο περιπτώσεις συνάδελφοι, στην ουσία θα κρύβουμε την αδυναμία μας, μη πω, ακόμη χειρότερα, την ανεπάρκειά μας.
Όμως έτσι είναι οι θεολόγοι σήμερα; Από την εμπειρία μου έχω να πω πως στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι θεολόγοι στην σχολική πραγματικότητα κάνουν τεράστιο αγώνα και καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να στηρίξουν κυρίως τους μαθητές. Είμαι σε θέση να πω πως το κύριο μέλημά τους είναι ο μαθητής που πελαγοδρομεί σήμερα σε δρόμους και καταστάσεις με πολύπλευρα προβλήματα. Τον μαθητή που κινείται ανάμεσα σε χίλιους άλλους «δασκάλους» που προσπαθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τον παρασύρουν σε επικίνδυνους παράδεισους. Τον μαθητή που αγωνιά για το αύριο και προσπαθεί να ισορροπήσει στην ζωή του. Όταν η πολυεπίπεδη και πολύπλευρη προσπάθεια και ο τεράστιος αγώνας που κάνουν καθημερινά οι μαθητές συναντάται με την ευαισθησία των συναδέλφων το παράδειγμά τους και την αγωνία τους να προσφέρουν πέρα από γνώσεις, στήριξη, έμπνευση, προσανατολισμό, όραμα και ελπίδα, τότε ο δάσκαλός αυτός έχει πετύχει το στόχο του, έχει βρει το ρόλο του. Και ένα σύστημα παιδείας που θα πετυχαίνει αυτά αξίζει να το προβάλλουμε, να αγωνιστούμε να το εφαρμόσουμε και παντοιοτρόπως να το στηρίξουμε.
1 σχόλιο:
Ενδιαφέρον...
Δημοσίευση σχολίου