«Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια»
Κριτική προσέγγιση με αφορμή την έκδοση ομότιτλου βιβλίου
του Δρ. Ιωάννη κ. Αγγελοπούλου, Θεολόγου – Διευθυντή ΛυκείουἘδημοσιεύθη στὸ περιοδικὸ Ἑλληνοχριστιανικὴ Ἀγωγὴ (Σεπτ. - Ὀκτ. 2011) 238-246.
1. Ἐκυκλοφορήθη ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Πόλις» τὸ βιβλίο τῆς κ. Ἔφης Γαζῆ μὲ τίτλο «Πατρίς-Θρησκεία-Οἰκογένεια» καὶ ὑπότιτλο «Ἱστορία ἑνὸς συνθήματος, 1880-1930». Κατὰ τὸ ἐσώφυλλο τοῦ βιβλίου ἡ συγγραφεύς του εἶναι Ἐπίκουρος Καθηγήτρια στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πελοποννήσου. Προηγούμενο ἔργο της ἦταν Ὁ δεύτερος βίος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Μιὰ γενεαλογία τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, Ἀθήνα: Νεφέλη, 2004.
Στὸ κρινόμενο βιβλίο ἡ συγγραφεὺς ἐπιχειρεῖ νὰ τεκμηριώση μία ἐπιστημονική της ὑπόθεσι: ὅτι τὸ σύνθημα «πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια» ἐδημιουργήθη ἀπὸ «συντηρητικοὺς» (δηλ. ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ἐθνικοὺς κύκλους) κατὰ τὸ διάστημα 1880 ἕως 1930 καὶ παρεδόθη οἱονεὶ ἕτοιμο πρὸς χρῆσι στὴν δικτατορία τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ καὶ μεταγενεστέρως στὴν δικτατορία τῶν συνταγματαρχῶν...
«Οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ σύνθημα ‘πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια’ συνδέεται μὲ τὸ ἰδεολογικὸ ὁπλοστάσιο αὐταρχικῶν καθεστώτων, ἀπὸ τὴ μεταξικὴ δικτατορία μέχρι καὶ τὴ δικτατορία τῶν συνταγματαρχῶν. Ἐπίσης, τὸ ἐν λόγῳ τρίπτυχο ἀνήκει στὸν καθεστωτικὸ πολιτικὸ λόγο τῆς εὐρύτερης μετεμφυλιακῆς περιόδου. Ἀποτελεῖ μιὰ ‘συνθηματικὴ φράση’, ἕνα εἶδος πολιτικοῦ καὶ ἰδεολογικοῦ ‘σλόγκαν’, ποὺ ἀποτυπώνει τὶς κεντρικὲς ἰδεολογικὲς παρακαταθῆκες τοῦ συντηρητισμοῦ» (σ. 15). Κατὰ τὴν ἄποψι τῆς συγγραφέως: «στὴν ἀντιπαράθεση μεταξὺ τῶν ‘μεταρρυθμιστῶν’ καὶ τῶν – χριστιανῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον – ‘ἀναμορφωτῶν’ ἐντοπίζει ἡ παρούσα μελέτη τὴ σταδιακὴ συγκρότηση τοῦ συνθήματος ‘πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια’. Ἡ μελέτη ἀξιοποιεῖ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, δοκίμια καὶ πολιτικὰ φυλλάδια, ἐπιστημονικὰ κείμενα καὶ λαϊκὰ - θρησκευτικὰ ἢ μή - ἔντυπα, ἰδιωτικὰ ἀρχεῖα καὶ δημοσιευμένα ἔργα, σὲ μιὰ ἀπόπειρα νὰ ἀνασυνθέσει τὸν ‘κοινωνικὸ λόγο’ μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς» (σ. 17).
Στὴν Εἰσαγωγὴ ἀναφέρονται παρόμοιες περιπτώσεις χρήσεως παρεμφερῶν συνθημάτων στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο καὶ γίνεται ἀνάλυσις τῆς μεθοδολογίας τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου. «Ἡ πρόσδεση τῆς ‘θρησκείας’ ἢ τῆς ‘Ἐκκλησίας’ στὸ δίδυμο ‘πατρίδα καὶ οἰκογένεια’ δὲν εἶναι, ἐπίσης, καινοφανὴς ἢ ἀμιγῶς ἑλληνική» (σ. 19). «Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα ὀργανώσεις καθολικῶν, ὅπως ἡ Ligue des femmes françaises (Ἕνωση Γαλλίδων), ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1901, ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάγκη νὰ δραστηριοποιηθοῦν οἱ γυναῖκες ‘πρὸς ὑποστήριξη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πατρίδας, τῆς οἰκογένειας καὶ τῶν βασικῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν’» (σ. 21). «Ἡ Fédération Nationale Catholique (Ἐθνικὴ Καθολικὴ Συνομοσπονδία), μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καθολικὲς γαλλικὲς ὀργανώσεις τοῦ μεσοπολέμου, χρησιμοποιοῦσε τὸ τρίπτυχο ‘Dieu, Famille, Patrie’ (‘Θεός, οἰκογένεια, πατρίδα»). Σὲ καθολικὰ γαλλικὰ ἔντυπα τοῦ μεσοπολέμου συνδεόταν ἐπίσης ἡ ‘πατρίδα’καὶ ἡ ‘οἰκογένεια’ μὲ τὸ ‘ἐπάγγελμα’ (métier)» (σ. 21-22). Κατὰ τὴν συγγραφέα: «Μετὰ τὴν ἦττα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν κατάρρευση τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἡ γενικευμένη αἴσθηση τῆς κρίσης συνδυάστηκε μὲ τάσεις πολιτισμικοῦ πεσιμισμοῦ. Ἐπιπλέον, ὁ δημοτικισμός, ἡ διάδοση τῶν σοσιαλιστικῶν ἰδεῶν, ἡ συγκρότηση τῆς Ἀριστερᾶς, οἱ φεμινιστικὲς ἰδέες καὶ πρωτοβουλίες καὶ οἱ ἀλλαγὲς στὶς ἔμφυλες σχέσεις προκάλεσαν ἀντιδράσεις ποὺ συνέβαλαν, ἐξ ἀντανακλάσεως κατὰ κάποιον τρόπο, στὴν ἀποκρυστάλλωση τοῦ συντηρητισμοῦ» (σ. 18). Γιὰ τὴν ἰδία, «σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τρέχουσα καὶ διαδεδομένη ἀντίληψη, ὁ συντηρισμὸς δὲν ὑπερασπίζεται γενικῶς καὶ ἀορίστως τὴν καθεστηκυῖα τάξη καὶ τὸ status quo· ὁ συντηρητισμὸς ἀρθρώνεται ὡς ἀντίδραση σὲ συγκεκριμένες ἐξελίξεις, μεταρρυθμίσεις καὶ ἀλλαγὲς ποὺ ἐμφανίζονται νὰ ἀπειλοῦν τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ θεμέλια καὶ τοὺς θεσμούς» (σ. 25). «Ἡ παροῦσα μελέτη ἑστιάζει ἰδιαίτερα στὴ ‘γλωσσικὴ ἢ ‘’λογοθετική’’ σύλληψη τῆς ἰδεολογίας’» (σ. 31). Μετὰ τὴν Εἰσαγωγὴ ἀκολουθοῦν τέσσερα κεφάλαια.
Στὸ Α’ κεφ. γίνεται ἀναφορὰ στὸ κίνημα τοῦ «ἀναμορφωτικοῦ Χριστιανισμοῦ» τοῦ Ἀποστόλου Μακράκη καὶ τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι ἵδρυσαν τὸ περιοδικὸ Ἀνάπλασις καὶ ἄλλους Συλλόγους. Στὴν ἀρχὴ τονίζεται ὅτι: «Ἡ ἀνάδειξη τοῦ χριστιανισμοῦ σὲ κοινωνικὸ ἀναμορφωτὴ στὴν Ἑλλάδα τοῦ ὕστερου 19ου αἰῶνα ἀποτελεῖ ἕνα πολυσχιδὲς φαινόμενο μὲ ἰδιαίτερα σοβαρὲς πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιπτώσεις» (σ. 44). Κατόπιν ἐπισημαίνει ὅτι: «Ἡ ἵδρυση αὐτῶν τῶν σχολῶν καὶ συλλόγων, ποὺ ἀπέβλεπαν στὴ δημιουργία κοινοτήτων καὶ συλλογικοτήτων γύρω ἀπὸ τὸν Μακράκη, στὴ σύσφιγξη τῶν δεσμῶν μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν του καὶ στὴν ἑδραίωση τοῦ προγράμματός του, διαφοροποιοῦν σαφῶς τὸν δραστήριο θεολόγο ἀπὸ προγενέστερες μεσσιανικοῦ τύπου προσωπικότητες καὶ δραστηριότητες στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ πρόγραμμα ἀναμόρφωσης τῆς κοινωνίας μὲ βάση τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἀποκρυσταλλώθηκε σὲ συγκεκριμένες ὀργανωτικὲς δομὲς ἀλλὰ καὶ συγκεκριμένες στοχεύσεις» (σ. 55-56).
Στὸ Β’ κεφ. γίνεται ἀναφορὰ στὰ λεγόμενα «Ἀθεϊκά» τοῦ Βόλου μὲ τὴν ἵδρυσι τοῦ Παρθεναγωγείου καὶ τὴν ἀνάθεσι τῆς διευθύνσεώς του στὸν Ἀλέξανδρο Δελμοῦζο. «Στὸ σχετικὸ ψήφισμα ποὺ ἐξέδωσε τὸ δημοτικὸ συμβούλιο ἀναφερόταν ὅτι ἡ ἀπόφαση γιὰ ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τοῦ Παρθεναγωγείου ἐλήφθη κυρίως ἐξαιτίας τῶν ἀντιδράσεων τοπικῶν συλλόγων καὶ φορέων, ὅπως ὁ Σύλλογος ‘Οἱ Τρεῖς Ἱερᾶρχαι’, ὁ Σύνδεσμος ‘Ἰάσων’ καὶ ὁ Ἀνορθωτικὸς Σύνδεσμος, οἱ ὁποῖοι διαπίστωσαν ὅτι ‘ἡ ἐν τῷ Παρθεναγωγείῳ διδασκαλία δὲν εἶναι σύμφωνη οὔτε πρὸς τὴν ἐθνικήν μας θρησκείαν, οὔτε πρὸς τὴν ἱστορικὴν γλῶσσαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ’» (σ. 146). Κατὰ τὶς κατηγορίες, ἐπίσης, «τὸ σχολεῖο ἀπέφευγε τὴν τυπολατρία τῆς καθημερινῆς προσευχῆς» (σ. 163). Τὸ κλείσιμο τοῦ Παρθεναγωγείου ἐξηγεῖται κατὰ τὴν συγγραφέα συμφώνως μὲ τὴν θεωρία τοῦ «ἠθικοῦ πανικοῦ». «Ὁ ἠθικὸς πανικὸς ὡς συντελεστὴς ἔμφυλων, ταξικῶν, κοινωνικῶν σχέσεων ἐξουσίας ἀποτελεῖ κεντρικὴ ἀναλυτικὴ κατηγορία γιὰ τὴν κατανόηση τῶν Ἀθεϊκῶν» (σ. 177). Καὶ συσχετίζει τὸν ὅρο μὲ τὴν δημιουργία τοῦ τριπτύχου τῶν ἐννοιῶν: «Ὁ ἠθικὸς πανικὸς ἀποτελεῖ μιὰ ἐνδιαφέρουσα δίοδο γιὰ τὴν κατανόηση τῶν στενῶν δεσμῶν ἀνάμεσα στὰ συναισθήματα καὶ τὴ σταδιακὴ ἑδραίωση τοῦ τριπτύχου ‘πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια’. Στὸ πλαίσιο τοῦ ‘κοινωνικοῦ λόγου’, ἡ ἀναφορὰ στὴν ‘πατρίδα’, τὴ ‘θρησκεία’ καὶ τὴν ‘οἰκογένεια’ λειτούργησε ὡς ἕνα σύστημα ἀποφάνσεων ἐνισχυμένο μὲ θυμικὲς ἐξάρσεις. Ὅσο θολή, ἀντιφατικὴ καὶ σύνθετη κι ἂν ἦταν αὐτὴ ἡ ἔκρηξη τοῦ ‘ἠθικοῦ πανικοῦ’, τόσο ἡ βίωση καὶ ἡ ἔκφρασή της ἀναδείχθηκε ὡς ἀπόρροια ἔμφυλων, ταξικῶν καὶ κοινωνικῶν ἐξουσιαστικῶν σχέσεων» (σ. 180).
Στὸ Γ’ κεφ. γίνεται ἀναφορὰ στὰ «Μαρασλειακά», στὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα συνέβησαν στὸ Μαράσλειο Διδασκαλεῖο κατὰ τὴν ἐποχὴ ὅπου τὸ διηύθυνε ὁ Ἀλέξανδρος Δελμοῦζος. Συνδέει ἡ συγγραφεὺς τὶς ἀντιδράσεις τῶν «συντηρητικῶν» κύκλων κατὰ τῆς γλωσσικῆς καὶ ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως, τὴν ὁποία εἰσηγεῖτο ὁ Ἀλέξανδρος Δελμοῦζος καὶ οἱ περὶ αὐτόν, μὲ ἕνα «ἠθικὸ πανικό», ὅπως τὸν ὀνομάζει, ὅπου ἡ κοινωνία συνασπίσθη στὰ ἰδανικὰ τοῦ τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια», γιὰ νὰ ἀποσοβήση τὴν ἀπώλεια τῶν κεκτημένων καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κατεστημένου στὴν γλῶσσα καὶ τὴν ἐκπαίδευσι. «Ἀποδεχόμενη τὸ γενικὸ πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ὑπομνήματος [Μητροπολίτου Ἠλείας Ἀντωνίου πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο], σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο οἱ Δελμοῦζος καὶ Γληνὸς εἶχαν προχωρήσει σὲ ἀλλαγὲς (περιορισμὸ τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν, κατάργηση προσευχῆς καὶ ἐκκλησιασμοῦ, κατάργηση ἑορτῆς Τριῶν Ἱεραρχῶν, πρόσληψη ἀναρχικῶν καὶ κομμουνιστῶν ὡς συνεργατῶν) οἱ ὁποῖες ὑπονόμευαν τὴ θρησκεία, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ζήτησε ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο ‘νὰ λάβῃ τὰ προσήκοντα μέτρα ἐναντίον αὐτῶν’» (σ. 230-231). «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ γεγονότα στὸ Μαράσλειο ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924, ὅταν ὁ Π.Α. Κουτρέλης καὶ ἡ ‘Χριστιανικὴ Ἕνωσις Σωματείων’ κατήγγειλαν τὸ βιβλίο τοῦ Γ. Κορδάτου καὶ τὴν ‘ἀντιθρησκευτικὴ διδασκαλία’ στὸ Μαράσλειο. Ἀπὸ τότε κιόλας, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εἶχε ἀναθέσει στὸν θεολόγο Π. Τρεμπέλα νὰ συγγράψει μελέτη γιὰ τὴν ἀναίρεση τοῦ ἔργου τοῦ Γ. Κορδάτου, ἐνῷ ἀποφάσισε νὰ ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ τῆς κυβέρνησης στὸ γεγονὸς ὅτι ἐκπαιδευτικοὶ διέδιδαν ‘ἀντιθρησκευτικὲς ἰδέες’» (σ.226-227).
Στὸ Δ’ κεφ. γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἵδρυσι καὶ τὴν δρᾶσι τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ἡ «Ζωή» μέχρι τὸ 1930, ὅπου κατὰ τὴν συγγραφέα εἶχε ὁριστικοποιηθῆ πλέον ἡ σημασία τοῦ ἐν λόγῳ τριπτύχου τῶν ἐννοιῶν. «Οἱ ἐπίγονοι τοῦ Ἀπόστολου Μακράκη, ὀργανωμένοι κυρίως στὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων ‘Ἡ Ζωή’, ἀποτελοῦν τὴ βασικότερη κοινότητα καλλιέργειας καὶ ἀνασημασιοδότησης τοῦ λόγου περί ‘θρησκείας’, ‘πατρίδας’ καὶ ‘οἰκογένειας’, τὴν περίοδο ἀπὸ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 καὶ ἑξῆς» (σ. 261). «Ἡ ‘Ζωή’ ὡστόσο ὑπῆρξε ἡ πιὸ συγκροτημένη, ἡ μεγαλύτερη ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικότερη ὀργάνωση στὴν ἐπιχείρηση θρησκευτικῆς ἀναμόρφωσης τῆς κοινωνίας καὶ διάχυσης τοῦ λόγου περὶ ‘πατρίδος, θρησκείας, οἰκογενείας’» (σ. 262). Στὸ κεφ. αὐτὸ ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ ἐνασχόλησις τῶν συγγραφέων καὶ ἀρθρογράφων τῆς Ἀδελφότητος μὲ τὰ ζητήματα τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς πατρίδος ἔγινε ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἀντικομμουνιστικοῦ φόβου πρὸς τὴν διάχυσι τῶν μαρξιστικῶν ἰδεῶν στὰ στρώματα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας: «Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου ἡ Ἀδελφότητα δὲν διαδραμάτισε μόνο κεντρικὸ ρόλο στὴ διακίνηση τῶν ἰδεωδῶν τῆς ‘πατρίδας’, τῆς ‘θρησκείας’ καὶ τῆς ‘οἰκογένειας’· μέσα ἀπὸ τὶς νέες συλλογικότητες ποὺ δημιούργησε, ἀποτέλεσε σταδιακὰ τὸν βασικὸ παραγωγὸ καὶ ἐκφραστὴ τῶν ἰδεολογικοπολιτικῶν τάσεων ποὺ συμπυκνώθηκαν στὴ συνθηματικὴ φράση ‘πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια’» (σ. 289). Φθάνει, μάλιστα, ἡ συγγραφεὺς νὰ ὑποστηρίξη ὅτι «ἐνδεχομένως, ἡ ‘ἐκ τῶν ἔσω’ ἅλωση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἔλεγχός της ἀποτελοῦσαν σημαντικότερους στόχους γιὰ τὴ ‘Ζωή’ ἀπὸ τὴν κατὰ μέτωπον ἀντιπαράθεση. Ἡ φιλοδοξία τῆς Ἀδελφότητας νὰ ἐλέγξει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ προωθήσει τὸ δικό της πρόγραμμα ἀνασυγκρότησης μᾶλλον δὲν διέφυγαν τὴν προσοχὴ ἄλλων χριστιανικῶν κύκλων, ποὺ τὴν ἐπέκριναν αὐστηρά» (σ. 272).
Στὸν Ἐπίλογο ἐπαναλαμβάνονται τὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἡ συγγραφεὺς θεωρεῖ ὅτι ἀπέδειξε: «παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ‘συνθηματικὴ φράση’ εἶναι ἰδιαίτερα γνωστὴ καὶ θεωρεῖται οἰκεῖα ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας, τόσο οἱ ἀπαρχὲς καὶ οἱ ὅροι διαμόρφωσής της ὅσο καὶ τὸ περιεχόμενό της δὲν εἶναι δεδομένα. Ἴσως τὸ ἴδιο τὸ ἐγχείρημα τῆς διερεύνησης τῶν τρόπων καὶ τῶν διαδικασιῶν διαμόρφωσής της φαίνεται προβληματικό. … Ὡστόσο, τούτη ἡ μελέτη εἶχε διαφορετικὴ ἀφετηρία. Τὸ τρίπτυχο ‘πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια’ μελετήθηκε στὸ πλαίσιο μιᾶς ‘λογοθετικῆς ἀντίληψης τῆς ἰδεολογίας’. Σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, οἱ τρεῖς ἔννοιες σχημάτισαν μιὰ ‘συνθηματικὴ φράση’ ἡ ὁποία προσδιορίστηκε ὡς ὁ κεντρικὸς ‘τόπος’ τῆς καθεστωτικῆς, συντηρητικῆς ἰδεολογίας, ἀπὸ τὴ μεταξικὴ περίοδο μέχρι καὶ τὴ δικτατορία τῶν συνταγματαρχῶν» (σ. 312-313). «Ὁ ‘Ζωικός’ λόγος περὶ ‘πατρίδος, θρησκείας, οἰκογενείας’ ἐνεγράφη πλήρως στὸν πυρῆνα τῆς ἀντικομμουνιστικῆς ἐπιχειρηματολογίας ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἡ πάλαι ποτὲ κριτικὴ ποὺ ἄσκησε ἡ Ἀδελφότητα στὸν ἀστικὸ τρόπο ζωῆς, στὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις καὶ στοὺς κινδύνους τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τοῦ φιλελευθερισμοῦ, ἐπανέκαμψε καὶ ἀναζωογονήθηκε στὸ πλαίσιο τοῦ ἀντικομμουνιστικοῦ λόγου» (σ. 308).
2. Κατὰ τὴν γνώμη μας τὸ βιβλίο ἀποτυγχάνει νὰ στηρίξη μὲ πειστικὸ τρόπο τὴν ὑπόθεσι ἐργασίας τῆς συγγραφέως του γιὰ τοὺς ἀκολούθους λόγους:
Ἡ ἐνασχόλησις χριστιανῶν συγγραφέων καὶ θεολόγων καὶ μὲ τὰ ζητήματα τῆς πατρίδος καὶ τῆς οἰκογενείας εἶναι παλαιοτάτη. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μποροῦμε νὰ ἀνεύρωμε ρητὰ γιὰ τὴν στᾶσι τοῦ χριστιανοῦ ἔναντι τῆς πατρίδος καὶ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ ἔναντι τῆς οἰκογενείας. (Παραπέμπομε τὸν ἐνδιαφερόμενο ἀναγνώστη στὰ λῆμμα «πατρίδα», στὸ Λεξικὸ Βιβλικῆς Θεολογίας, Ἀθήνα: Ἄρτος Ζωῆς, 1980, στ. 791-793).
Τὰ ζητήματα αὐτά, ὡς θέματα τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς, ἀπησχόλησαν καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ εἰδικὴ μονογραφία γιὰ τὶς θέσεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους (Βλ. Κωνσταντίνου Μποζίνη, Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος γιὰ τὸ Imperium Romanum. Μελέτη πάνω στὴν πολιτικὴ σκέψη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἀθήνα: Καρδαμίτσας, 2003. Γενικώτερα βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, τόμ. Β’, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2003, τὰ κεφάλαια περὶ οἰκογενείας καὶ κρατικῆς ἐξουσίας).
Ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας οἱ ἐκκλησιαστικοὶ διδάσκαλοι ἀνεφέρθησαν στὰ θέματα πατρίδος καὶ οἰκογενείας διὰ μακρῶν. Ἀναφέρομε πρωτίστως τὰ λεγόμενα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: «Λοιπόν, τέκνα μου Πάργιοι, πρὸς διαφύλαξιν τῆς πίστεως καὶ ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος, φροντίσατε νὰ συστήσετε ἀνυπερθέτως σχολεῖον ἑλληνικόν, δι’ οὗ θὰ γνωρίσωσι τὰ τέκνα ὑμῶν ὅσα ὑμεῖς ἀγνοεῖτε». «Δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς τὴν γυναῖκα κατωτέραν ἀπὸ ἐσένα, διὰ τοῦτο τὴν ἔκαμε ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ ἀνδρός, διὰ νὰ εἶναι ὁ ἄνδρας ὡσὰν βασιλεὺς καὶ ἡ γυναῖκα ὡσὰν βεζύρης, ἤτοι ὁ ἄνδρας ὡσὰν ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ γυναῖκα ὡσὰν τὸ σῶμα». (Βλ. Ἰωάννου Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, Ἀθήνα: Τῆνος, χ.χ., σ. 301 καὶ 134).
Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔγραφε στὰ Ἀπομνημονεύματά του: «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζῃ καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῇ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνίαν. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα· τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος τῆς γῆς» (Ἀπομνημονεύματα, Ἀθήνα: Μπάϋρον, χ.χ., σ. 91).
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος ἔλαβε κριτικὴ στᾶσι ἔναντι τῆς κινήσεως τοῦ Μακρακισμοῦ (βλ. Ἅπαντα, τόμ. Ε’, Ἀθήνα: Δόμος, 1998, σσ. 162-166), στὸ προοίμιο τοῦ διηγήματός του «Λαμπριάτικος Ψάλτης» ἐδίδασκε σχετικῶς μὲ τὰ θέματα τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας: «Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὁ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάςῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του» (Βλ. Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Λαμπριάτικος Ψάλτης», Ἅπαντα, τόμ. Β’, Ἀθήνα: Δόμος, 1982, σ. 516). Ἡ μαρτυρία τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἐξόχως σημαντικὴ γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπὸ ἐξέτασι στὸ βιβλίο χρονικὴ περίοδο 1880-1930.
Ἀκόμη καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, σύγχρονος τῆς ὡς ἄνω περιόδου, ἐσημείωνε τὰ ἑξῆς γιὰ τὰ θέματα τῆς πατρίδος καὶ τῆς οἰκογενείας. «Ὁ χριστιανὸς ὡς μέλος τῆς Πολιτείας ἔχει καὶ πρὸς ταύτην διάφορα καθήκοντα, ἅτινα συγκεφαλαιοῦνται ἐν τῇ φιλοπατρίᾳ, ἥτις ἔγκειται ἐν τῇ ἀγάπῃ πρὸς τὴν χώραν καὶ τὴν πολιτείαν, ἐν ᾗ ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη, ἢ ἐλευθέρως ἐξέλεξεν ὡς ἰδίαν ἑαυτοῦ πατρίδα. Ἡ χριστιανικὴ φιλοπατρία δὲν ἔχει ἀποκλειστικότητα, ἀλλ’ ἔχει ὡς χαρακτῆρα τὴν παγκόσμιον ἀγάπην. Τοιαύτην ἰδιαιτέραν ἀγάπην ἐδείκνυε καὶ ὁ Παῦλος πρὸς τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ ἔθνος». «Ἐκ τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἐπιβάλλονται τὰ ἑξῆς καθήκοντα … τὰ καθήκοντα πρὸς τὴν οἰκογένειαν». (Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Χριστιανικὴ Ἠθικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἅπαντα, τόμ. Δ’, Ἀθῆναι: Ἱ.Μ.Ἁγ.Νεκταρίου, 2010, σ. 309).
Ἐξ ὅλων τῶν ἀνωτέρω μπορεῖ νὰ διαπιστώση κάθε καλοπροαίρετος ἐρευνητὴς ὅτι τὰ ζητήματα τῆς πατρίδος καὶ τῆς οἰκογενείας ἀπησχόλουν ἀείποτε τὴν χριστιανικὴ σκέψι καὶ θεωροῦνται κεφάλαια τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς. Κατὰ συνέπεια δὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψις τῆς συγγραφέως ὅτι ὁ λόγος τῆς ὑπὸ ἐξέτασι περιόδου τῶν χριστιανῶν συγγραφέων καὶ θεολόγων γιὰ τὰ θέματα τῆς πατρίδος (θρησκείας) καὶ οἰκογενείας εἶναι προϊὸν «ἠθικοῦ πανικοῦ», λόγῳ τῶν νεωτερικῶν ἀλλαγῶν, οἱ ὁποῖες εἰσήρχοντο σταδιακῶς στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Οἱ συγγραφεῖς, ἁπλῶς, προέβαλλον μὲ μεγαλυτέρα ἢ μικροτέρα ἐπιτυχία τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἠθικῆς γιὰ τὰ θέματα τῆς πατρίδος καὶ τῆς οἰκογενείας, τὰ ἀνέκαθεν πιστευόμενα καὶ βιούμενα ὑπὸ τῶν πιστῶν χριστιανῶν. Γιὰ τὰ ἐπὶ μέρους ζητήματα, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι γιὰ τὴν ψῆφο τῶν γυναικῶν, ἐδημοσίευον προσωπικὲς γνῶμες, ἀφοῦ ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε ἀντιμετωπίση παρόμοιο ζήτημα. Εἶναι, ὅμως, ἀξιοσημείωτο, ὅτι στὴν περίπτωσι τοὐλάχιστον τῆς Ἀδελφότητος «Ζωὴ» ἡ γυναικεία παρουσία καὶ δραστηριότης εἶχε ὑπερβῆ τὰ στενὰ πλαίσια τῆς κοινωνικῆς ἀνοχῆς καὶ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῆ ὑπὲρ σύγχρονος γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. (Βλ. καὶ καταγγελία τοῦ Μητροπολίτου Αἰγιαλείας γιὰ τὴν δρᾶσι τῆς Ἀμαλίας Φαραζουλῆ στὰ 1922 στὴν σ. 296).
3. Ἡ ἴδια ἡ συγγραφεὺς φαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ βιβλίου της ὅτι δὲν εἶναι πεπεισμένη γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ σταθερότητα τῆς εἰκασίας της. Καταγράφομε ὡρισμένα ἀποσπάσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο της, τὰ ὁποῖα ἀποδυναμώνουν τὴν κεντρικὴ θέσι της καὶ ἀναιροῦν πολλὰ ἀπὸ τὰ συμπεράσματά της.
Σημειώνει γιὰ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἀειμνήστου π. Διονυσίου Φαραζουλῆ σχετικῶς μὲ τὸν ἀναδυόμενο φεμινισμό: «Ἔκτοτε τὸ ζήτημα τῆς ‘χειραφετήσεως τῶν γυναικῶν’ κατέλαβε σημαίνουσα θέση στὴν ἀρθρογραφία τοῦ Φαραζουλῆ. Ἡ συγκρότηση τῶν πρώτων φεμινιστικῶν κινήσεων καὶ ἡ σταδιακὴ στροφὴ τῶν φεμινιστικῶν ἐγχειρημάτων πρὸς τὴ διεκδίκηση τῶν πολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν δικαιωμάτων τῶν γυναικῶν ἀντιμετωπίστηκε ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ Ἀδελφότητα ὡς ἡ μεγαλύτερη ἀπειλὴ τῆς ἐποχῆς. Ἀπέναντι στὶς φεμινιστικὲς ἰδέες, ὁ συντάκτης τῆς Ζωῆς ὕψωσε τὴ σημαία τῆς ‘χριστιανικῆς ἀνυψώσεως’ τῶν γυναικῶν». (σσ. 277-278). Ἀλλοῦ, ὅμως, σημειώνει: «Ἤδη ἀπὸ τὸ 1923, ἡ ‘Ζωή’ ἔμοιαζε διατεθειμένη νὰ ἀναθεωρήσει τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ νὰ υἱοθετήσει ἕνα πιὸ ἐλαστικὸ σχῆμα, ὅπου οἱ γυναῖκες θὰ μποροῦσαν νὰ δραστηριοποιηθοῦν τουλάχιστον ‘ἐν τῇ ἰδιωτικῇ πρὸς γυναῖκας διακονία τοῦ κηρύγματος’» (σ. 295). Ἡ «καινοτομία» αὐτὴ ἐπέφερε καταγγελία Μητροπολίτου στὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ συνοδικὴ συζήτησι γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό (σ. 296). Πῶς, λοιπόν, θεωροῦνται οἱ θέσεις ἔναντι τῶν γυναικῶν συντηρητικὸς λόγος καὶ προϊὸν «ἠθικοῦ πανικοῦ», ὅταν ἀξιοποιοῦνται οἱ δυνατότητες τῶν γυναικῶν σὲ χώρους μέχρι πρότινος ἀπαγορευμένους γι’ αὐτές; Ἡ ἀπάντησις τῆς συγγραφέως εἶναι ὅτι ὁ στόχος τῆς συγκεκριμένης τακτικῆς τῆς «Ζωῆς» δὲν ἦταν ὁ ἐπανευαγγελισμὸς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία ἐπίθεσις ἐναντίον τοῦ μπολσεβικισμοῦ: «Ἡ ‘καινοτομία’ τῆς ‘Ζωῆς’ νὰ ἐπιστρατευτοῦν οἱ γυναῖκες ἐναντίον τοῦ ‘σωφραζετισμοῦ’, ὁ ὁποῖος ταυτιζόταν ἐν προκειμένῳ μὲ τὸν ‘μπολσεβικισμό’, ἀποτελοῦσε τμῆμα μιᾶς εὐρύτερης στρατηγικῆς βασισμένης πιὰ στὴν ὁλομέτωπη ἐπίθεση ἐναντίον ἐκείνων τῶν ἰδεῶν πού, σύμφωνα μὲ τὴν Ἀδελφότητα, ἀπειλοῦσαν τὸ οἰκοδόμημα τῆς παραδοσιακῆς κοινωνίας» (σ. 295-296). Ἡ «Ζωὴ» γιὰ νὰ πολεμήση δῆθεν μιὰ ἰδεολογία ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς κοινωνικῆς ἀνοχῆς γιὰ τὴν θέσι καὶ τὴν δρᾶσι τῶν γυναικῶν καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐντάσσεται στὸ συντηρητικὸ στρατόπεδο! Καὶ γιατὶ δὲν ἐρευνᾶ ἡ συγγραφεὺς μήπως οἱ «φεμινίστριες», τὶς ὁποῖες εἶχε ὑπ’ ὄψιν του ὁ ἀρθρογράφος τῆς Ζωῆς δὲν ἀνῆκαν στὸν σοσιαλιστικὸ χῶρο, ὅπως κάνει σὲ προηγούμενο κεφάλαιο γιὰ ἀρθρογράφο τῆς Ἀναπλάσεως; «Ὡστόσο, ὅταν περιγράφει [ὁ Διομήδης Κυριακός] τὶς γυναῖκες στὶς ὁποῖες ἀσκεῖται κριτικὴ γιὰ τὶς συμπεριφορές τους, δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι ἀναφέρεται σὲ σοσιαλίστριες» (σ. 96).
Σὲ ἄλλο σημεῖο ἡ συγγραφεὺς σημειώνει ὅτι ἡ Ἀδελφότης «Ζωὴ» ἐπέκρινε τὸ κίνημα τοῦ δημοτικισμοῦ καὶ ἔλαβε συντηρητικὴ στᾶσι ἐπ’ αὐτοῦ. «[Ἀπὸ τὴν Ζωή] δινόταν ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη ἔκταση στὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν σοσιαλιστικῶν καὶ κομμουνιστικῶν ἰδεῶν καὶ δραστηριοτήτων, ἐνῷ ὁ δημοτικισμὸς χαρακτηριζόταν ὡς ὁ βασικὸς χῶρος ἀνάπτυξης αὐτῶν τῶν ἰδεῶν. ‘Εἶναι ὁ δημοτικισμὸς ἀναπλαστικὸ ἰδανικό;’ διερωτᾶτο τὸ περιοδικό, γιὰ νὰ διατυπώσει τὴν ἄποψη ὅτι ‘ἀσφαλῶς δὲν εἶναι […] εἶναι συνηνωμένος μὲ ἄλλας ἰδέας ἀπολύτως καταστρεπτικὰς διὰ τὴν κοινωνίαν καὶ τὸ ἔθνος» (σ. 298 μὲ παραπομπὴ στὴν Ζωὴ τοῦ 1925, σ. 56). Ὀλίγες, ὅμως, σελίδες ἀνωτέρω, περιγράφουσα τὴν ἀποστασιοποίησι τοῦ Ἀλεξάνδρου Δελμούζου, πρωτεργάτου τοῦ δημοτικισμοῦ, ἀπὸ τὴν μέχρι τότε συνεργασία του μὲ τὴν λεγομένη Ἀριστερὰ καταγράφει τὰ γραφέντα ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Δελμούζου: «Ὁ Δελμοῦζος ἔγραψε χαρακτηριστικὰ ὅτι ‘ἡ ἐθνικὴ αὐτοσυντήρηση εἶναι χρέος τοῦ καθενὸς καὶ κάθε ἐνέργεια ἐναντίον της εἶναι βιολογικὴ ἀνοησία’. Δίπλα στὴν ἐθνικὴ αὐτοσυντήρηση, ὁ παιδαγωγὸς ὅρισε ‘τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα’ ὡς ‘πολυτιμότατο γιὰ τὴν ἀγωγὴ στοιχεῖο’, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογένεια ὡς ἕναν ‘ἀπὸ τοὺς πλέον πολύτιμους παράγοντες στὴν ἀγωγή’» (σ. 252 μὲ παραπομπὴ σὲ γραπτὰ τοῦ Δελμούζου τοῦ 1925). Καὶ διερῶταται κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης: γιατὶ οἱ ἐπικρίσεις τῆς «Ζωῆς» εἶναι συντηρητικὲς καὶ προϊὸν «ἠθικοῦ πανικοῦ», ὅταν ὁ πρωταγωνιστὴς καὶ πρωτεργάτης τῶν ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες ἐδημιούργησαν τὸν ἠθικὸ πανικὸ (Παρθεναγωγεῖο Βόλου καὶ Μαράσλειο Διδασκαλεῖο), ἐκ τῶν ὑστέρων, (τὸ ἴδιο ἔτος μὲ τὰ δημοσιευόμενα στὴν Ζωή) ἀλλάζει ἄρδην τὶς ἀπόψεις του περὶ πατρίδος, θρησκείας καὶ οἰκογενείας; Γιατὶ διστάζει ἡ συγγραφεὺς νὰ ἐντάξη στοὺς διαμορφωτὲς αὐτοῦ τοῦ τριπτύχου – συνθήματος καὶ τὸν «προοδευτικό», δημοτικιστή, πρώην συμπορευτὴ μὲ τοὺς σοσιαλιστές, Δελμοῦζο;
Κατὰ τὴν συγγραφέα ἡ πρώτη ἐπίσημος σημασιολογικὴ περιχαράκωσις τῶν ὅρων τοῦ τριπτύχου ἔγινε τὸ 1925 ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία «Ἑλληνισμός». «Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1925 ἡ Ἑταιρεία ‘Ἑλληνισμός’, μὲ πρόεδρο τὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νεοκλῆ Καζάζη, ἀπηύθυνε πρόσκληση πρὸς ‘τὰ ἐπιστημονικὰ ἱδρύματα, τοὺς ἠθικοθρησκευτικοὺς συλλόγους, τὶς ἐπαγγελματικὲς ὀργανώσεις καὶ τὰ πατριωτικὰ καὶ τοπικὰ σωματεῖα’. Ἡ Ἑταιρεία ὀργάνωσε καὶ πραγματοποίησε τὸ ‘Ἐθνικὸν Συνέδριον’ ‘πρὸς καταπολέμησιν τῶν ἐχθρῶν καὶ διαφθορέων τῆς θρησκείας, τῆς γλώσσης, τῆς οἰκογενείας, τῆς ἠθικῆς, τῆς ἰδιοκτησίας, τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως, τῆς πατρίδος’» (σ. 184-185). Τότε, ὑπογραμμίζει ἡ συγγραφεύς, ἡ «Ζωὴ» εἶδε μᾶλλον ἀρνητικὰ τὸ ὅλο θέμα. «Εἰδικότερα, ἡ Ἀδελφότης Θεολόγων ‘Ἡ Ζωή’, ποὺ τότε ἔκανε τὰ πρῶτα της βήματα, εἶδε μᾶλλον ἀρνητικὰ τὴ διεκδίκηση τοῦ πεδίου ἀπὸ ‘ἀνταγωνιστές’ καὶ ἐπέμεινε στὴν πρωτοκαθεδρία της: ‘Δυστυχῶς τὰ ζητήματα αὐτὰ δὲν λύονται μὲ συζητήσεις καὶ συνέδρια. Ἂς φροντίσουν τὰ σωματεῖα ταῦτα ὥστε νὰ ἐπικρατήςῃ καὶ νὰ ἐφαρμοσθῇ μεταξὺ τῶν μελῶν των ἡ θρησκεία καὶ ἡ ἠθική· ἂς δείξουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν οἰκογενειακὴν μόρφωσιν καὶ τὴν ἐκπαίδευσιν τὴν ὑγιῆ καὶ χριστιανικήν’, σημείωνε τὸ περιοδικὸ τῆς ‘Ζωῆς’ κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἐθνικοῦ Συνεδρίου» (σ. 186, μὲ παραπομπὴ στὴν Ζωὴ 1925, σ. 88). Ἂν καὶ κατὰ τὴν συγγραφέα «Οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου ἀποτελοῦν τὴν πιὸ ὁλοκληρωμένη, μέχρι ἐκείνη τὴν ἱστορικὴ στιγμή, ἀπόπειρα περιχαράκωσης τῶν ἐννοιῶν ‘πατρίς, θρησκεία, οἰκογένεια’, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς ἔννοιες τῆς ‘ἰδιοκτησίας’ καὶ τῆς ‘γλώσσας’» (σ. 186), ἡ ἄρνησις τῆς «Ζωῆς» νὰ συμμετάσχη ἑρμηνεύεται ὡς προσπάθεια ἡγεμονίας στὸν συντηρητικὸ κόσμο κι ὄχι ὡς ἐπιφύλαξις γιὰ πιθανὴ παραμονὴ τῶν διοργανωτῶν μόνον σὲ λόγια χωρὶς τὴν ὕπαρξι καὶ ἔργων συναδόντων μὲ αὐτά. Παρ’ ὅλα αὐτὰ καταλήγει ἡ συγγραφεὺς στὸ συμπέρασμα ὅτι αὐτὸ τὸ τρίπτυχο, τὸ ὁποῖο ἄλλοι εἰσηγήθησαν, τὸ ἐνεκολπώθη ἡ Ἀδελφότης καὶ τὸ προέβαλλε μὲ πλέον ὀργανωμένους τρόπους ὀλίγα ἔτη μετά.
4. Τὸ κυριώτερο μειονέκτημα τοῦ κρινομένου βιβλίου εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη μας, ἡ ἀδυναμία τῆς συγγραφέως νὰ κατανοήση τὸν ἀληθῆ σκοπὸ τοῦ νεοελληνικοῦ χριστιανικοῦ κινήματος, τὸ ὁποῖο ἤρχισε μὲ τὴν ἁγία ζωὴ καὶ δρᾶσι τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου Ματθοπούλου. Τὸ παράπονο τῆς συγγραφέως εἶναι ὅτι «μέχρι σήμερα, ἡ ἀδυναμία πρόσβασης στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ‘Ἡ Ζωή’ ἔχει ἀποτέλεσμα τὴν ἀποκλειστικὴ ἐξάρτηση τῶν μελετῶν γιὰ τὴν Ἀδελφότητα ἀπὸ δευτερογενεῖς πηγές, μαρτυρίες καὶ δημοσιευμένα ἔργα» (σ. 264, ὑπσμ. 4). Τὸ δικό μας παράπονο εἶναι ὅτι τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἐξέφραζαν σὲ μέγιστο βαθμὸ τὶς ἀπόψεις καὶ τὴν ἁγία βιοτὴ τοῦ π. Εὐσεβίου ὑπέστησαν κατάφωρο παρερμηνεία, μὲ στόχο τὴν «ἀπόδειξι» μιᾶς ὑποθέσεως.
Ἕνα χριστιανικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἀγκάλιασε ἀμέσως ὁ ἄδολος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ αἰῶνες ἔλεγε τὸ βιβλικό: «λιμὸς τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου» (Ἀμ. 8: 11). Ἕνα τέτοιο τεράστιο ἔργο θυσιαστικῆς ἀγάπης, ἀνιδιοτελοῦς ἱεραποστολικῆς προσφορᾶς, ἀσκητικῆς ἀφιερώσεως στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ταπεινῆς καὶ ἀφανοῦς διακονίας στὴν Ἐκκλησία Του, περιορίζεται ἀπὸ τὴν συγγραφέα καὶ συρρικνώνεται σὲ ἕνα δῆθεν «ἀντικομμουνιστικό» στρατόπεδο θεωρητικῶν ἐπιχειρημάτων κατὰ τῆς «προόδου» καὶ τῆς εἰσβολῆς τῆς νεωτερικότητος στὸ κλυδωνιζόμενο νεοελληνικὸ ἐθνικὸ κράτος.
Ἐνῷ ὀρθῶς σημειώνει γιὰ τὴν Ἀνάπλασι ὅτι: «Ἡ ‘Ἀνάπλασις’ ἀποτελοῦσε μιὰ καθ’ ὅλα σύγχρονη τῆς ἐποχῆς χριστιανικὴ πρωτοβουλία ἡ ὁποία εἶχε στόχο, ὅπως ἀκριβῶς δήλωνε στὸ καταστατικό της, νὰ συνδυάσει τὶς νεωτερικὲς τέχνες καὶ ἐπιστῆμες μὲ τὸν χριστιανισμό. Ὄχι νὰ γυρίσει τὸ ρολόι πίσω, ἀλλὰ νὰ ἑδραιώσει τὸν χριστιανισμὸ μέσα στὴν καρδιὰ τῆς νεωτερικότητας, νὰ ἀναμορφώσει τὴν κοινωνία τῆς νεωτερικότητας μὲ ἕναν σύγχρονο χριστιανικὸ λόγο» (σ. 64), δὲν δέχεται τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τοὺς στόχους τῆς Ἀδελφότητος «Ζωή».
Κρῖμα γιὰ τὸν κόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς συγγραφέως, ἡ ὁποία ἐμόχθησε νὰ «ἀποδείξη» ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν θεολόγων της ἀείποτε ἐδίδασκε: τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὴν οἰκογένεια, μαζὶ μὲ πολλὲς ἄλλες κοινωνικὲς ἀρετὲς ἑνὸς πιστοῦ χριστιανοῦ.
Πάντως, γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ πράγματος, ἡ πατρότης τοῦ τριπτύχου αὐτοῦ εἶναι προχριστιανική. Στὸν γνωστὸ παιᾶνα τῶν Σαλαμινομάχων διαβάζομε: «ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε / ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ / παῖδας γυναικῶν θεῶν τε πατρώων ἕδη / θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών» (Αἰσχύλου, Πέρσαι, 402-405). Μήπως ἐν τέλει τὸ τρίπτυχο – σύνθημα αὐτὸ ἀνήκει στὴν ἑλληνότροπο σκέψι καὶ παράδοσι, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦν νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀφουγκρασθοῦν καὶ οἱ σημερινοὶ ἀποδομητές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου