Εκτενή αποσπάσματα της ομιλίας του με θέμα: «Ο Χριστιανικός λόγος και το παράλογο της παγκοσμιοποίησης» που πραγματοποιήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2012 στον Ιερό Ναό Αγίου Θεράποντα Μυτιλήνης σε εκδήλωση που διοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Μυτιλήνης και η Ένωση Θεολόγων Νομού Λέσβου.
Παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο μια παγκόσμια αγορά, αλλά και μία τάση των ανθρώπων για μια παγκόσμια επικοινωνία και για έναν παγκόσμιο πολιτισμό, στον οποίο πολλά αγαθά αλλά και πολλές αξίες μοιάζουν να είναι ενδιαφέρουν ή να εξυπηρετούν όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Ωστόσο η Παγκοσμιοποίηση, με την υιοθέτηση της πολυπολιτισμικότητας ως κυρίαρχου διαμεσολαβητικού μοντέλου επικοινωνίας, συνετέλεσε στη σταδιακή αλλαγή των κωδίκων και των ταυτοτήτων των λαών και στην επιβολή νέων προτύπων και αξιών παγκόσμιας εμβέλειας που συνήθως διακρίνονται για το σχετικισμό και τη γενικότητά τους...
Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες χωρών και κρατών εντάσσονται σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπου σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ανάπτυξη διεθνών οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών και η ενίσχυση αγορών για αγαθά και υπηρεσίες πέρα από τα σύνορα μεμονωμένων κρατών. Αυτές οι οικονομικοκοινωνικές διαρθρώσεις επιβάλλουν υποχρεωτικά την εμπλοκή όλων των ανθρώπων, αν αυτοί επιθυμούν να επιβιώσουν μέσα στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Αποτέλεσμα αυτών είναι οι πολυεθνικές εταιρείες, οι δαιδαλώδεις οικονομικές διασυνδέσεις και ένας χρηματοοικονομικός διαπολιτισμικός χώρος που συνθέτουν μια υπερεθνική οικουμένη.
Και ενώ θα περίμενε κανείς τη συνεργασία λαών και προσώπων μέσα σ΄ ένα τέτοιο πλαίσιο, παρουσιάζονται ανταγωνιστικές δυνάμεις παγκόσμιας εμβέλειας, που κινούν τα νήματα και προαποφασίζουν για το μέλλον άλλων. Η διάθεση ορισμένων κρατών να ηγεμονεύουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, μέσα από ένα άτεγκτο οικονομικό ιμπεριαλισμό, είναι το σημείο που χαρακτηρίζει τη σημερινή Παγκοσμιοποίηση. Έτσι ο λόγος της Παγκοσμιοποίησης δεν είναι πλέον ένας οικουμενικός λόγος ένας λόγος παγκοσμιότητας, ειρήνης, ασφάλειας, συναδέλφωσης των λαών αλλά ένας εξουσιαστικός, αφομοιωτικός και ομογενοποιητικός λόγος.
Με τη διεθνοποίηση της οικονομίας και τη θεοποίηση της παραγωγικότητας, του ανταγωνισμού και του κέρδους χωρίς όρια, φαίνεται ότι βρισκόμαστε πλέον στο τελευταίο στάδιο της προσαρμογής των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων όλων των χωρών στα ιδιαίτερα συμφέροντα μιας ομάδας παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Η εποχή του Διαφωτισμού αποτελεί κομβικό σημείο για την Παγκοσμιοποίηση, αφού κατά την περίοδο εκείνη τοποθετείται όλο το αξιακό οικοδόμημα που στηρίζει τη σημερινή Παγκοσμιοποίηση.
Η ιστορική, φιλοσοφική και θεολογική αποκρυπτογράφηση των δύο αυτών φαινομένων δείχνει ότι ο Διαφωτισμός υπήρξε ο εμπνευστής και ο μέντορας της Παγκοσμιοποίησης. Στην ουσία οι ομοιότητες των δύο φαινομένων και ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά και ως προς τους σκοπούς και τις μεθόδους είναι τεράστιες. Ένα από τα πιο διακριτικά στοιχεία και των δύο είναι ότι ενώ διακηρύττουν την ελευθερία του ανθρώπου οργανώνουν στην πραγματικότητα την υποδούλωσή τους.
Πρόκειται για μία διαχρονική απάτη που υφίσταται η ανθρωπότητα από την εποχή του Διαφωτισμού έως σήμερα, όπου βιώνουμε μια τόσο βάρβαρη επίθεση καθυπόταξης της πολιτικής μας ελευθερίας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα οικονομικά συμφέροντα και σχέδια των δυνατών. Ολόκληρος ο νεοελληνικός βίος που αφομοίωσε στο έπακρον τις αρχές του Διαφωτισμού βρίσκεται κατακυριευμένος από αρρωστημένα γεγονότα και θλιβερές καταστάσεις κατεξουσιασμού, καθυπόταξης και εκμετάλλευσης του που προκάλεσαν και προκαλούν ο άκρατος ατομικισμός που υιοθετήθηκε και υιοθετείται στο έπακρο από το Διαφωτισμό και την Παγκοσμιοποίηση με την έντεχνη εφαρμογή του μοντέλου των σχέσεων υποκειμένου – αντικειμένου.
Το χαρακτηριστικό προσδιοριστικό γνώρισμα του κινήματος του Διαφωτισμού ήταν ο τρόπος κατανόησης, θεώρησης και πρόσληψης του «άλλου» του διαφορετικού. Οι άνθρωποι και οι λαοί με διάφορες μεθόδους εκφοβισμού, ομηρίας, απειλών, βίας και προπαγάνδας, καταπιέζονται να αποποιηθούν οι ίδιοι τη δική τους ελευθερία και να δεχτούν να συμφωνήσουν με τη γενική θέληση των κυρίαρχων δυνάμεων, οι οποίες αρνούνται το σεβασμό στη διαφορά της γνώμης και της αντίληψης του άλλου.
Το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ αποτελεί ένα από τα έργα του Διαφωτισμού που καθορίζει τις στάσεις του δυνατού, της κυρίαρχης θέλησης, έναντι του κάθε πολίτη. Κάθε πολίτης υποχρεώνεται να ευθυγραμμισθεί ελεύθερα στις γενικές αρχές του Συμβολαίου. Αν όμως δεν το κάνει τότε επιβάλλονται διάφορες τιμωρίες μέχρι και θάνατος. Πριν την καταδίκη ή την τιμωρία, δίνεται η ευκαιρία στον πολίτη, να δεχθεί εκουσίως τους ταπεινωτικούς όρους του κυριάρχου, υποκειμένου, προκειμένου να του «χαρίσουν» την «ελευθερία» να συνυπάρχει σε ένα συλλογικό σώμα, ως υπόδουλος, υπήκοος και κατακτημένος. Οι όποιες αρνήσεις ή αντιρρήσεις του «άλλου», να ταυτιστεί με τη θέληση του συλλογικού ή ατομικού εγώ, να γίνει, επομένως, εκουσίως όργανο εκμεταλλεύσεως του κυρίαρχου, τον καθιστούν εχθρό και δημόσιο κίνδυνο και τότε, ως αντίδραση του εγώ, που δεν επιτρέπει και δεν ανέχεται το δικαίωμα της διαφοράς, επέρχεται η εξορία (αποβολή) και ο αφανισμός του.
Αν κάποιος συνεχίζει να αποτελεί εμπόδιο και να μη συμμορφώνεται με τα σχέδια και τις προθέσεις της κυρίαρχης δύναμης, αναδεικνύεται και προκηρύσσεται κοινωνικός, εθνικός ή παγκόσμιος εχθρός και κίνδυνος.
Ολόκληρη η ανθρωπότητα βίωσε και βιώνει τον ταυτιστικό «λόγο» του Διαφωτισμού στην αφομοιωτική πρακτική πρώτα της ευρωπαϊκής Φεουδαρχίας και της Μοναρχίας, έπειτα του υπαρκτού Σοσιαλισμού και του Καπιταλισμού και τελευταία της σύγχρονης Παγκοσμιοποίησης.
Πρόκειται για έναν «λόγο» παράλογο και μισάνθρωπο, που χρησιμοποιείται ως μέθοδος για να ελέγχεται, να επηρεάζεται ή και να «πείθεται» άμεσα και αποφασιστικά, μέσω των ισχυρών εργαλειακών παραγόντων και μηχανισμών της τεχνολογίας της πληροφορίας και της οικονομίας, ο οποιοσδήποτε «άλλος», άνθρωπος, λαός ή κράτος. Η κατασταλτική και συμμορφωτική δύναμη της απειλής και του φόβου που εκπέμπει ο δυνατός τρομοκρατεί οποιονδήποτε, που έχει σειρά στη λίστα για να κληθεί να «συμφωνήσει εκουσίως» να υποτάξει την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και τις αρχές του, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σχεδιασμοί και τα συμφέροντα της κυρίαρχης ηγεμονίας. Αυτό είναι μια πτυχή του γενικότερου κλίματος που εισήγαγε ο Διαφωτισμός και συνεχίζεται με την Παγκοσμιοποίηση στο ευρύτερο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται όχι μέσα από τη διατήρηση του σεβασμού του προσώπου του και των ποιοτικών του διαφορών, αλλά μέσα από την κατάργηση και το μηδενισμό του. Η προσωπική ετερότητα του «άλλου» μηδενίζεται και υποτάσσεται στη λογική του ταυτιστικού λόγου της κυρίαρχης δύναμης.
Εξαιτίας αυτής της σχέσεως που δημιουργείται με τον «άλλο», θεωρήθηκε το κίνημα του Διαφωτισμού ένα απατηλό φαινόμενο, που δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, διότι από τη μια διακήρυττε την ελευθερία και την αυτονομία του εγώ και από την άλλη οργάνωνε «την ασφυκτική αιχμαλωσία του Άλλου». Ο Διαφωτισμός και η Παγκοσμιοποίηση εγκρίνει ως επιτυχημένο τον άνθρωπο-«άτομο» που πιστεύει ότι ολοκληρώνεται ως ύπαρξη, εάν συνδέσει τη ζωή του με ό,τι σημαίνει το «εγώ»: την ιδιοτέλεια, την άρνησή του να κοινωνήσει με το συνάνθρωπο μέσω αγάπης, θυσίας και αυτοπροσφοράς. Ο Χριστιανισμός, αντίθετα, υιοθετεί τον άνθρωπο-«πρόσωπο» που πιστεύει ότι ολοκληρώνεται μέσα από την προσφορά και τη θυσία για τους άλλους, την επιθυμία του να ζει με αγάπη συλλογικά και ενωτικά, ως οργανικό μέλος του ενιαίου σώματος της ανθρώπινης φύσης. Η προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση είναι δύσκολη, όταν την κάνει κανείς μόνος του. Γι΄ αυτό πραγματοποιείται μαζί με τους άλλους, στο πλαίσιο μιας διαπροσωπικής αλληλόδρασης, αλλά και σε διαρκή αναφορά προς τον Θεό.
Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να ταυτίζονται οι περί ελευθερίας αντιλήψεις που έχει ο κόσμος με την εν Χριστώ ελευθερία. Υπάρχει, επίσης, προβληματισμός, αν αυτό που επιλέγει κάποιος σήμερα, στην εποχή της πλουραλιστικής πληροφορίας, της διαφήμισης, της προπαγάνδας, του καταναλωτισμού, με την πολλαπλότητα, τη σχετικότητα και τον κατακερματισμό της «αλήθειας» είναι αυτό που στην πραγματικότητα θέλει. Περισσότερο είναι αυτό που σκόπιμα έντεχνα και ανεπαίσθητα του προσφέρεται μέσα από την εμπορευματοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων, ως προϊόν μιας κατασκευασμένης και σύμφωνα με τις αρχές του Ρουσσώ «καλά ρυθμισμένης» ελευθερίας.
Αυτό το επιτήδειο παιχνίδι των πολλαπλών επιλογών που προσφέρεται στη σύγχρονη καθημερινότητα δίνει απλώς την εντύπωση ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και επιλέγει ελεύθερα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που τελικά ανακαλύπτει είναι ότι από την μια είναι ελεύθερος στις επιλογές του, εκείνο, όμως, που τελικά επιλέγει δεν είναι παρά μία από τις πολλαπλές επιλογές, που μεθοδευμένα προσφέρονται σ΄ αυτόν μέσα από το σύστημα του εμπορίου, του κέρδους και της αγοράς, προκειμένου να βρίσκεται διαρκώς εγκλωβισμένος και εξαρτημένος στα πλοκάμια του συστήματος. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η τάση για ελευθερία αυτονομία, τελικά, δεν είναι παρά μια διαστρεβλωμένη μορφή της φυσικής τάσεως του ανθρώπου για ελευθερία.
Η αντίληψη που κηρύσσει την υποταγή των προσώπων και των πραγμάτων στην ολοκληρωτική κυριαρχία κάποιας εξουσίας βρίσκει αντίθετη την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, η οποία αφενός θεωρεί ότι ο άνθρωπος χάνει και μηδενίζει ο ίδιος τον εαυτό του, εάν για οποιονδήποτε λόγο πιστεύει ότι είναι κυρίαρχος των «άλλων», και αφετέρου ότι ο άνθρωπος, χωρίς την αγάπη και ό, τι αυτή παρέχει και προϋποθέτει δεν είναι τίποτε.
Η καταδυνάστευση, η εκμετάλλευση, η απειλή του άλλου, κατά τον Χριστιανικό λόγο, συμβαίνει όταν κυριαρχεί το κακό, η αλογία, η φιλαυτία και τα πάθη στην ανθρώπινη εσωτερικότητα οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτή η κατάσταση δείχνει ότι ο άνθρωπος έχει επιλέξει αντί της ειρήνης και της αγάπης τη διαίρεση και τη διάσταση, δηλαδή το μερισό της ενιαίας ανθρώπινης φύσεως της οποίας κάθε άνθρωπος αποτελεί μέλος.
Αυτή την κατάσταση της κατάτμησης και του μερισμού της ανθρώπινης φύσεως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής την ονομάζει «ἀνωμαλίαν τῆς φύσεως», επειδή η φιλαυτία του ανθρώπου καταστρατηγεί το φυσικό νόμο, κομματιάζει τη μία φύση σε πολλά μέρη και την εξοπλίζει με την ατομική γνώμη, που κάνει τον άνθρωπο να χάνει την σύμφωνα με το λόγο της υπάρξεώς του κοινωνία του με τον Θεό και το συνάνθρωπο, που τον κρατά στην «κατὰ φύσιν» κίνηση και ενέργεια και να στρέφεται κατά του άλλου στο πλαίσιο μιας διεστραμμένης κοινωνικότητας.
Απομονωμένος στο κέλυφος του ατομοκεντρισμού, που γεννά η φιλαυτία σε όλες τις διαστάσεις της ο άνθρωπος επιθυμεί την τυραννία, την υποταγή και την εκμετάλλευση του άλλου. Τον υποκειμενισμό ο Άγιος Μάξιμος τον συνδέει με τον ατομισμό τη φιλαυτία τον εγωκεντρισμό και τον θεωρεί ένα «ἐπάρατον πάθος» που προέρχεται από δύο κακά τη «ὑπερηφάνια» και την «κενοδοξία». Χαρακτηριστικό της υπερηφανίας είναι «τὸ ἀρνεῖσθαι τὸν Θεὸν ἀρετῆς εἶναι γενέτην καὶ φύσεώς» της δε κενοδοξίας αφ΄ ενός «τὸ μερίζειν τὴν φύσιν» και αφ΄ ετέρου η «σύνθετος ἕξις κακίας» που καταλήγει σε «ἑκούσιον ἄρνησιν Θεοῦ», αλλά και σε «ἄγνοιαν τῆς κατὰ φύσιν ἰσοτιμίας» με τον «άλλο. Αποτέλεσμα της φιλαυτίας είναι η ακοινωνησία η οποία αντιτίθεται στο έργο της αγάπης.
Κριτική, άσκησαν στο Διαφωτισμό οι Κολλυβάδες που βίωσαν πρώτοι, κατά την περίοδο της τουρκικής σκλαβιάς, τη μανιώδη εισβολή των «νέων» ιδεών των Διαφωτιστών.
Ο Αθανάσιος Πάριος, γνωρίζοντας τις περίφημες θέσεις τους για την ελευθερία, τους χαρακτηρίζει «Ψευδολιμπερτίνους», επειδή διακήρυτταν την ψεύτικη ελευθερία και, αναφερόμενος στους πρωταγωνιστές της Διαφώτισης Φραντζέσκους, υπογραμμίζει ότι «πάντοτε ήσαν τοιούτοι άθεοι και φαύλοι, αλλ’ όμως τώρα η λιμπερτά τούς αποτελείωσε». Η κύρια αντίρρησή του ήταν ότι ο Διαφωτισμός, ενώ είχε ως έμβλημά του την ελευθερία, στην πράξη δίωκε την πίστη του Χριστιανισμού. Αυτή η ασυνέπεια ως προς την ελευθερία τον έκανε να ισχυρίζεται ότι αποτελεί «ψευδώνυμον σοφία» και ότι οι εκπρόσωποί του ήταν «οδηγοί του ψεύδους».
Ο βασικός λόγος, επομένως, που αποφαίνεται με σκληρούς λόγους εναντίον του Διαφωτισμού, δεν ήταν οι επιστημονικές θέσεις του τελευταίου αλλά επειδή «επεκήρυττε τον Χριστιανισμό». Η στάση αυτή του Πάριου ερμηνεύεται όχι ως επίθεση κατά της ευρωπαϊκής επιστήμης και φιλοσοφίας, αλλά ως προσπάθεια αντίστασης μπροστά στο νέο πρότυπο της ελευθερίας του ανθρώπου που ουσιαστικά καταργούσε την ελευθερία και την προσωπική ετερότητα και στα άλλα πρότυπα, στάσεις και νοοτροπίες που το συνόδευαν.
Σήμερα, όμως, οι Κολλυβάδες δικαιώνονται για τις αντιδράσεις τους, μετά την κριτική και την αποδόμηση που υπέστη ο Διαφωτισμός στην Ευρώπη, από τους ίδιους τους φιλοσόφους, κυρίως για τις θέσεις που είχε, ως προς την ταυτότητα και την ετερότητα του Ιδίου και του Άλλου αλλά προπαντός για τις θέσεις που παίρνει έναντι του ανθρώπου και των βασικών ελευθεριών του η διάδοχος κατάσταση του Διαφωτισμού, η Παγκοσμιοποίηση.
πηγή: Ζωηφόρος
πηγή: Ζωηφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου