Γνωστικὴ κλίμακα καὶ μυστήριο. Οὐσία καὶ μεθοδολογικὲς δυσκολίες προσέγγισής της.
Τοῦ κ. Κωνσταντίνου Ἐ. Γάλλου, Θεολόγου–Λογοτέχνη,
Μέλους τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων λογοτεχνῶν
(2ον.–Τελευταῖον)
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀποκάλυψη
Ὁ Ν. Μπερντιάεβ, σωστὰ ἐπισημαίνει αὐτὴ τὴν οὐσιώδη καισαρικὴ θὰ ἔλεγα διαφορά, ἀνάμεσα στὸν πολιτισμὸ (πού εἶναι ἀνθρώπινο μέγεθος, κινεῖται σὲ ὀρθολογικὸ ἐπίπεδο, καὶ ὡς τέτοιο ἡ ἐκκλησία τὸ προσλαμβάνει καὶ τὸ μεταμορφώνει) καὶ τὴν ὀρθοδοξία (κινεῖται σὲ ἕνα βιωματικὸ θὰ λέγαμε ὁρίζοντα, εἶναι ἀποκάλυψη).
Ἡ Ὀρθοδοξία λοιπὸν δὲν εἶναι πολιτισμός, εἶναι ἀποκάλυψη. Ἄλλο βέβαια ἂν συντελεῖ ἀναμφισβήτητα στὴ δημιουργία τοῦ κατ᾽ ἐξοχὴν πολιτισμοῦ, ἀφοῦ τό ἀναπλάθει, τὸν ἀναδημιουργεῖ, τὸν τελειοποιεῖ ὡς τὴν ἀκραία θἄλεγα πνευματικὴ ἀπόληξη, σώζοντας τὸν ἄνθρωπο καὶ καθιστώντας τον εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. «Ὁ Πολιτισμὸς» γράφει εὔστοχα ὁ Μαριάνος Καράσης, «εἶναι ἔννοια κοσμικὴ (φιλοσοφική, κοινωνιολογική).
Ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἔννοια ἐκκλησιαστική. Ὁ πολιτισμὸς ὡς φιλοσοφικὴ ἔννοια θεμελιώνεται στὶς ἀξιοκρατικὲς θεωρίες περὶ πολιτισμοῦ (π.χ. Rickert, M. Scheler, M. Weber κ.ἄ), οἱ ὁποῖες ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἰδεαλισμοῦ διακρίνονται μεταξὺ τεχνικοῦ - ὑλικοῦ (civilization) καὶ πνευματικοῦ (cultur). Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτοντας τὸν δυαλισμὸ ὕλης καὶ πνεύματος καὶ δεχόμενη ὅτι τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἀδιάσπαστη ἑνότητα, δὲν ἐντάσσεται σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες πολιτισμοῦ. Οἱ ἀξιοκρατικὲς θεωρίες περὶ πολιτισμοῦ, χωρὶς νὰ εἶναι ἐχθρικὲς πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία (καὶ ἐν γένει πρὸς τὸν Χριστιανισμὸ) κινοῦνται σὲ ὀρθολογικὸ ἐπίπεδο, διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ βιωματικὸ νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντιστοίχως καὶ ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἐχθρικὴ πρὸς τὸν πολιτισμό, δὲν τὸν περιφρονεῖ, διαλέγεται μὲ αὐτόν, ἐνοικεῖ σὲ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν ἐξαγιάζει καὶ τὸν ὑπερβαίνει» (Μαριάνου Καράση, Δίκαιο καὶ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἐκδ. Ἁρμός, σσ. 138 -139).
Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς ὀρθὴ δόξα, ὡς αὐθεντικὴ ἐνσάρκωση τῶν ἀποκαλυπτικῶν ἀληθειῶν τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ταυτίζεται μὲ ἐγκόσμιες πολιτιστικὲς ἐκφράσεις (ὁ Ἀπ. Παῦλος τὸ διακηρύσσει μὲ ἀπαράμιλλη εὐθυβολία: «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13, 14). Οἱ προσπάθειες κάποιων Ὀρθόδοξων Θεολόγων, νὰ ταυτίσουν τὸ μυστήριο μὲ ποικίλα πολιτιστικὰ μορφώματα, ἐνίοτε τόσο ἀσαφῆ ἄλλωστε, ἁπλὰ δείχνει τὴν ὁλοφάνερη ἀμηχανία καὶ ἔκπτωση, τὴν ἔλλειψη τῶν πνευματικῶν κριτηρίων, ποὺ τοὺς διακρίνει. Σ᾽ ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἀσφαλῶς συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς παράδοσης, ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμός, προσέλαβε Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ περιεχόμενο σὲ μία εὐλογημένη συμπόρευση στὴ νέα εὐτυχισμένη συζυγία μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Δανείστηκε φιλοσοφικὰ ἐργαλεῖα, ἐγκόσμια πλὴν σοφὰ καὶ θεοκίνητα γιὰ τὴν ἀκριβέστερη ἔκφραση ὑπερούσιων ἀληθειῶν ἄλλης τάξεως, ποὺ ὑπερβαίνει τὸν κόσμο.
Ἡ ἄλλη πρόταση, τοῦ πρώην διευθυντῆ τοῦ περιοδικοῦ «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» Σταύρου Ζουμουλάκη, νὰ ὀνομάζεται τὸ μάθημα «Βιβλικὸ μάθημα», νομίζω ὅτι εἶναι ἄστοχη καὶ βεβαίως ἀνεπαρκής, ἀφοῦ ὡς γνωστὸν πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι μόνον ἡ Βίβλος, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση. Ἡ πρόταση αὐτή θἄλεγε κανείς ἀπηχεῖ προτεσταντικές ἀντιλήψεις, ἀφοῦ ὡς Βιβλικὸ μάθημα φαίνεται νὰ πιστεύει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀρκεῖ νὰ ἑρμηνεύσει ἑαυτήν, ἀποκαλύπτοντας ὅλη τὴν ἀλήθεια. Δὲν χρειάζεται ἄρα ἡ Ἱερὰ Παράδοση (Sancta Scriptura Sola ).
Ὁ καθηγητὴς τοῦ Παν/μίου Θεσ/νίκης Ν. Ματσούκας, ἀπ' τὴν ἄλλη πλευρά, προτείνει ἕνα μάθημα «Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης». Θεωρῶ ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ πρόταση δὲν εἶναι πολὺ ἱκανοποιητική, διότι ἀφαιρεῖ τὴ Βιβλικὴ ρητὴ διάσταση, ἐνῶ ἐπικεντρώνει ὁλοκληρωτικὰ στὴν Ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης ἐμπειρίας, ποὺ θησαυρίστηκε μέσα στὸν χρόνο. Ἔτσι χάνεται τὸ νόημα τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ὀρθοδοξίας. Εὔκολα κινδυνεύει νὰ παρεκκλίνει σὲ μία ἐθνικιστικὴ ἐκδοχή.
Πιὸ ἱκανοποιητικὴ λύση στὸ θέμα τῆς ὀνομασίας τοῦ μαθήματος φαίνεται νὰ εἶναι ἡ προτεινόμενη μὲ τίτλο «Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Κληρονομιὰ», ποὺ ὑπέβαλε ὁμάδα Παν/κῶν Καθηγητῶν μὲ ὑπόμνημα στὸν Ὑπουργὸ Παιδείας (περ. ΣΥΝΑΞΗ, 111, (Ἰούλιος - Σεπτ. 2009). Κι᾽ αὐτὸ γιατί ὁ ὅρος κληρονομιά δὲν φέρνει σὲ ἀντιπαράθεση τὴν Ὀρθοδοξία μὲ ἄλλες θρησκευτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις καὶ φανερώνει πρόθεση προβολῆς τοῦ οἰκουμενικοῦ μηνύματος ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης στοὺς διδασκόμενους, ποὺ εἶναι πρωταρχικὸ ζητούμενο. Ἔτσι σὲ συνθῆκες παγκοσμιοποίησης καὶ πολυπολιτιστικῆς συμβίωσης, σήμερα, δὲν προσβάλλει τὴν θρησκευτικὴ συνείδηση κανενός.
Ὁ τίτλος «Σπουδὴ στὴν Ὀρθοδοξία» στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ὅπως λέγεται σήμερα, ποὺ προτείνει ἕνας σημαντικὸς κατὰ τὴν γνώμη μου νεώτερος Κληρικὸς - Θεολόγος, ὁ π. Εὐάγγελος Γκάνας, εἶναι ὁ πλέον ἱκανοποιητικός. Μπορεῖ νὰ φαίνεται ὅτι ὅπως καὶ ὁ προηγούμενος τῆς ὁμάδας τῶν καθηγητῶν, ὅτι δὲν δηλώνεται ρητὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Κληρονομιά, ἡ Πρωτοκαθεδρία νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ὅμως σὲ ἕνα τέτοιο μάθημα, δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ζυμώθηκε καθοριστικὰ μέσα στὸ Ἑλληνικὸ ὑπέρλαμπρο φιλοσοφικὸ σύμπαν, ποὺ εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς πρωταγωνιστικὸς παράγων στὴν ὁλοκληρωμένη πνευματική της ἔκφραση κατὰ Θεία ἐπίνευση, ὅπως κατέθεσαν οἱ Καππαδόκες Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά εἶναι ὁμολογιακό καί κατηχητικό
Πάντως μὲ ὁποιοδήποτε τίτλο τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δὲν πρέπει νὰ ἀποβάλλει τὸν ὁμολογιακὸ καὶ κατηχητικὸ χαρακτήρα. Οἱ ἀπαράδεκτες ἀπόψεις μερικῶν ἀνερμάτιστων νεωτεριστῶν Θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὴν πίεση τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ τῆς ἀνεκδιήγητης μετανεωτερικῆς καὶ «μεταπατερικῆς»! Θεολογίας διαστρέφουν τοὺς θεμέλιους λίθους τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας δὲν πρέπει νὰ ἐπικρατήσουν. Ἐγκυμονοῦν τεράστιους κινδύνους ἐθνικῆς πιὰ σημασίας, ἀφοῦ ἡ Ὀρθοδοξία σὲ ἕνα μάθημα θρησκειολογικὸ ἐνημερωτικοῦ κατὰ βάσιν χαρακτήρα, ἀπονευρωμένο καὶ ἀλλοιωμένο οὐσιωδῶς στὸν καταστατικό του θἄλεγα πυρήνα, ἀπειλεῖται καίρια. Ἀποτελεῖ θράσος ἀσυγχώρητο ἡ βούληση ἀντορθοδόξων καὶ ἀντεθνικῶν κύκλων, ἐθνομηδενιστῶν καὶ ἀνιστόρητων νεωτερικῶν διανοουμένων, νὰ ὑπάρξει δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ μάθημα θρησκευτικῶν ἀκόμη καὶ Ὀρθοδόξων μαθητῶν. Τὸ μῖσος τους εἶναι τόσο ἀποτρόπαιο, ποὺ ἐννοοῦν νὰ μὴ σέβονται ὄχι μόνο τὸ ἄρθρο 16 παρ. 2 ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἄρθρο 3 παρ. 1, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία, ἀλλὰ παραβιάζει βασικὲς σχετικὲς διατάξεις τῆς διεθνοῦς Συμβάσεως γιὰ τά δικαιώματα τοῦ παιδιοῦ, συγκεκριμένα τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 14,1 («Τὰ συμβαλλόμενα κράτη σέβονται τὸ δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ γιὰ ἐλευθερία σκέψης, συνείδησης καὶ θρησκείας»). Στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται μία διευκρίνιση. Ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μαθητὲς εἶναι βαπτισμένοι Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ἐξυπακούεται, ἔχουν ἀναπτύξει Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ συνείδηση. Κατ᾽ ἀρχὰς ἡ «θρησκευτικὴ συνείδηση», ποὺ διαλαμβάνει τὸ ἄρθρο 16 παρ. 1, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴ «θρησκειολογικὴ συνείδηση». Ἔτσι ὅσοι εἰσηγοῦνται τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν νὰ ἔχει θρησκειολογικὴ ὑφή, παραβιάζουν καταφανῶς τὴν παραπάνω συνταγματικὴ ἐπιταγή. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως ἡ ἐμμονὴ ὡρισμένων νὰ θέλουν τὴν δυνατότητα τῆς ἀποχῆς Ὀρθοδόξων μαθητῶν ἀπὸ τὸ μάθημα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, συνιστᾶ ἐμφανῶς ψυχολογικὴ πίεση καὶ προπαγάνδα εἰς βάρος ἀνηλίκων, οἱ ὁποῖοι, προκειμένου νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ γνωστικὴ ὕλη ἑνὸς ἀκόμη μαθήματος σ᾽ ἕνα ὁμολογουμένως πιεστικὸ σχολικὸ πρόγραμμα, ἀναγκάζονται νὰ ξεφορτωθοῦν τὸ Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ὁ ὅρος «ὑποχρεωτικὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν», ποὺ ὕπουλα, ἐπικαλοῦνται οἱ νεωτεριστές, ἀγνωστικιστὲς ἢ ἄθεοι, ὅτι εἶναι ἀπαράδεκτος, στὴν οὐσία εἶναι ἕνα φθηνὸ ἄλλοθι, γιατί ἁπλὰ δὲν εἶναι κανένας καταναγκασμὸς εἰς βάρος τοῦ μαθητῆ. Καὶ νὰ γιατί. Μπορεῖ στὰ σοβαρὰ νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι ἡ ὑποχρεωτικὴ διδασκαλία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς λογοτεχνίας ἤ τῆς Ἱστορίας συνιστᾶ καταναγκασμό; Ὅσο εἶναι καταναγκασμὸς ἡ καλλιέργεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς συνείδησης σὲ ἕνα Ὀρθόδοξο Ἕλληνα μαθητή, τόσο θὰ ἦταν καταναγκασμὸς καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθόδοξης συνείδησης, στὰ πλαίσια τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Ἐξ ἄλλου, προσκρούει στὴν πιὸ στοιχειώδη λογικὴ ἡ ἀλλοίωση τῆς βαθύτερης οὐσίας τοῦ μαθήματος (ὡς Ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ) ἐξ αἰτίας τῆς ὑπάρξεως στὰ σχολικὰ τμήματα καὶ ὡρισμένων ἑτερόδοξων, ἑτεροθρήσκων ἢ ἄθρησκων
ἀκόμη μαθητῶν. Σὲ κανένα μέρος τοῦ κόσμου, δὲν ὑπάρχει τέτοια παράλογη ἀξίωση, ὁ ἐννόμως ἀσκῶν τὸ οἱοδήποτε δικαίωμά του (στὸ χῶρο ἐργασίας, στὸ σχολεῖο, στὶς ἐκκλησίες κ.λπ.) νὰ πρέπει νὰ ἀλλάξει τοὺς ὅρους καὶ νὰ περιορίσει τὸ κυριαρχικό του δικαίωμα, ἐπειδὴ κάποιοι νέοι (μία μειοψηφία) εἶναι ἀποδεκτοὶ, γιὰ νὰ συνυπάρξουν στὸν ἴδιο χῶρο.
Ἰσχυρή πεποίθηση τοῦ ὑπογράφοντος εἶναι ὅτι πρέπει σταθερὰ καὶ ἀνυποχώρητα νὰ συνεχίσουμε νὰ αὐτοπροσδιοριζόμαστε ὡς Ἕλληνες μὲ βάση τὸ πλέον ἀκλόνητο θεμέλιο (μαζὶ μὲ τὴ γλώσσα) ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Θρησκεία. Δὲν εἶναι τυχαῖο - ἀντίθετα εἶναι οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς μας ἰδιοσυστασίας - ὅτι στὸ πρῶτο σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου (1822) ὡς Ἕλληνες θεωρήθηκαν οἱ γηγενεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Στὴ συνέχεια ὅλα τὰ μετέπειτα Συντάγματα (τὰ ἐπαναστατικά τοῦἌστρους 1823 καὶ τῆς Τροιζήνας 1827 καὶ αὐτὰ ποὺ ἀκολούθησαν 1844, 1864, 1911, 1952, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ 1927, ποὺ εἶχε δυτικοευρωπαϊκὲς ἐπιρροὲς) ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ προοίμιο τοῦ Συντάγματος καὶ ἡ ἀνακήρυξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς «ἐπικρατούσας Θρησκείας» ἀποτελοῦν, ὅπως λέει ὁ πολὺς Θ. Τσάτσος «τὰ σταθερὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτειακοῦ Δικαίου» (Βλ. Μελέτες Συνταγματικοῦ Δικαίου, 1958 σσ. 89 ἔπ., παρὰ Μαριάνου Δ. Καράση, «Δίκαιο καὶ Ὀρθόδοξη Θεολογία», ὅ.π. παρ. σσ. 19 20). Σήμερα, - τί ἔκπτωση στ᾽ ἀλή-
θεια! - πῶς φθάσαμε σ᾽ αὐτὸ τὸν φοβερὸ κατήφορο, τοὺς θεμέλιους λίθους (ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ μάθημα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος μαζὶ μὲ τὴν γλώσσα τοῦ ἐθνικοῦ μας οἰκοδομήματος) νὰ θέλουμε ὡς νέοι ἡρόστρατοι, μὲ ἀνήκουστο αὐτοκαταστροφικὸ οἶστρο, νὰ τοὺς γκρεμίσουμε ὡς ἰδανικοὶ αὐτόχειρες;
Ορθόδοξος Τύπος, 3/5/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου