Η
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ «ΙΝΑ
ΩΣΙΝ ΕΝ»
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος
Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἀγίας Παρασκευῆς
Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Τήν Ζ΄
Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει τούς 318 ἁγίους καί
θεοφόρους Πατέρας, οἱ ὁποῖοι συνεκάλεσαν τήν Α’ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία καί Οἰκουμενική
Σύνοδο τό 325 μ.Χ. , μέ τήν ὁποία καταδικάστηκε ὁ πρωτομάχος καί θεομάχος
Ἄρειος καί ἡ αἵρεσις τοῦ Ἁρειανισμοῦ. Αὐτή, λοιπόν, τήν Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία
ὄρισε νά ἀναγινώσκεται στούς Ἱερούς Ναούς κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας
Λειτουργίας τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο κεφ. 17
στίχ. 1-13, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου. Στήν
εὐαγγελική αὐτή περικοπή περιέχεται καί ἡ φράση «ἵνα ὦσιν ἕν», ἡ ὁποία ἔχει
ὑποστεῖ κατάφωρη παρερμηνεία ἀπό πλευρᾶς Οἰκουμενιστῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό
κρίνεται ἀναγκαῖο νά παρουσιασθεῖ ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ χωρίου, ἡ ὁποία
ἀνασκευάζει καί καταρρίπτει τήν οἰκουμενιστική παρερμηνεία.
Σύμφωνα
μέ την Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, τό πασίγνωστο χωρίο «ἵνα ὧσιν ἕν» ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή
τοῦ Κυρίου ἐπιστρατεύεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, γιά νά στηρίξει τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος.
Ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς
προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς
τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς
τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυτότητος τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως πάντων · δὲν ὑφίσταται, λοιπὸν, ἐκκρεμότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως · ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ : «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “ Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πίστη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διάσπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κατόρθωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι, ὅλοι ὅσοι πίστευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα,
μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσπάστηκαν [...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴν ὁμόνοια,
εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσευχὴ αὐτή»[1]. Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη
στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι
πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι
τοῖς θείοις Πατράσι». Ἀντιθέτως
πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δογματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων,
κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλησία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς
τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι
μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[2].
Ἀντιθέτως, ἡ πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει
τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν παραπλανητικὴ αὐτὴ τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν στιγματίζει
καὶ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου
καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει χαρακτηριστικά : «Μερικοὶ θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, μὲ τὸ ὅτι δῆθεν ἀνaφέρεται στὴν μελλοντικὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅτι ὁ Χριστὸς προανήγγειλε ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες θὰ ἀποκτήσουν στὸ μέλλον ἑνότητα μεταξύ τους καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴ “μία” ἐκκλησία, ὑπονοώντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τώρα εἶναι διασπασμένη. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς φράσεως εἶναι
διαφορετική. Τὸ “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”, ἐὰν διαβάσει
κανεὶς πολὺ προσεκτικὰ ὅλο τὸ κείμενο τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, θὰ δεῖ ὅτι συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ ἄλλες φράσεις, ὅπως “καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί” (Ἰω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φράση “ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοὶ ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν” (Ἰω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐπίσης τὴν ἄλλη φράση “ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σαφῶς, ἐδῶ, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων κατὰ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατὶ ἀκριβῶς τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀπέκτησαν καὶ ἑνότητα οὐσιαστικὴ μεταξύ τους. Ἑπομένως ὅσοι ἐκ τῶν Ἁγίων μέσα στὴν ἱστορία φθάνουν στὴ θέωση καὶ στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀποκτοῦν ἑνότητα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ ἐφαρμόζεται τὸ χωρίο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, “ἵνα ὦσιν ἕν”»[3].
Κι ὅμως ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῶν Οἰκουμενιστῶν φαίνεται
καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρονται στὴν «ἕνωση
τῶν Ἐκκλησιῶν», συμπεριλαμβάνοντας ὅλες τίς αἱρέσεις καί ὅλες τίς θρησκεῖες[4].
[1] Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 82,2· PG 59, 443ἑ. «[...] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς. Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας, ὡς τὸ διεσπάσθαι, τοῦτο κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν. Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅπαντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶ ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ῥαθυμίας ὄν [...] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶ ὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ, φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».
[2] Ὅπως λ.χ.
στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας
Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον
τῆς Πίστεως: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς,
θλιβομένης καὶ καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων...». Ἐμφανέστερα
στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή
τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς
πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
[3] ΣΕΒ.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ,
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη, ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση», στὸ Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις,
ἐκδ. Θεοδρομία, τ. Β, σελ. 787, ὁμοίως
καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩΑΝΝΗΣ
ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος
Συμφωνία περὶ Οὐνίας, BALAMAND,
Λίβανος 1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόικο, τ. Β, σελ. 261-282: «Ἡ συμφωνία τοῦ BALAMAND ἑδράζεται εἰς μίαν ἑρμηνείαν τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μας εἰς τὸ κεφάλαιον ΙΖ' τοῦ κατὰ Ἰωάννην, ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία δὲν ἀνήκει εἰς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν. Ὁ Χριστὸς προσεύχεται ἐδῶ, ὥστε οἱ μαθηταί Του καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν μαθητῶν Του νὰ γίνουν ἕνα εἰς τὴν θέαν τῆς δόξης Του, εἰς αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐπίγειον ζωὴν ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συγκροτεῖται κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν καὶ ἡ ὁποία ἐκτείνεται εἰς τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν θέωσιν ὅλων τῶν ἁγίων τῆς ἱστορίας».
[4] ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι
17-10-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου