16/12/13

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Μητροπολίτου Δημητριάδος Ιγνατίου στην παπική ημερίδα (B΄)

Ἐν Πειραιεῖ 16-12-2013
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ 
(ΜΕΡΟΣ B΄)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. γγελος γγελακόπουλος,
φημ. . Ν. γίας Παρασκευς Νέας Καλλιπόλεως Πειραις
Β) Μία καί συγχρόνως Διηρημένη κκλησία
Εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἐκφράζοντας τήν παραπάνω θέση ὅτι ὁ παπισμός εἶναι κι αὐτός «ἐκκλησία» ἰσότιμη καί ἰσάξια μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γίνεται ὁ τρίτος κατά σειράν (μετά τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο) θιασώτης καί υἱοθετεῖ τήν ἄλλη κακόδοξη οἰκουμενιστική θεωρία περί «διηρημένης Ἐκκλησίας»,
σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί συγχρόνως διηρημένη σέ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες», ὄχι τοπικές, ἀλλά ὁμολογιακές καί δογματικές, (βλ. τό κείμενο τοῦ Porto Alegre, πού ὑπέγραψε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος) καί χρήζει ἑνώσεως. Μιά τέτοια θεώρηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, διότι ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὄροις. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν, ἡ Ἐκκλησία, πού περιλαμβάνει ἐννοιολογικά τό ὅλον, ὡς Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ταυτοχρόνως νά βρίσκεται «ἐν ἑτέρα μορφή» καί κάπου ἀλλοῦ; Ἄραγε, «μεμέρισται ὁ Χριστός»[1]; Μήπως ἔχει διαιρεθεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ κομμάτια καί δέν τό γνωρίζουμε;
Ἄλλωστε, ἔχει πισημανθεῖ τι τ λειτουργικ ατημα «ὑπρ τς τν πάν­των νώσεως»ναφέρεται στν νωση πάντων τν νθρώπων ν­τς τς κκλησίας[2] καὶ χι στν νωση κκλησιν διαφορετικο δό­γμα­τος· λλωστε φράση θ ταν «ὑπρ τς τν πασν [κα χι “πάν­των”] νώσεως», ν ναφερόταν σ κκλησίες. ρθόδοξη Πί­στη παραδέχεται «ἀδιαίρετη διαίρεση» τῶν τοπικν κκλησιν, ο ποες συναπαρτίζουν τ Μία κκλησία, τ Σμα Χριστο, χάρη στν ­νότητα Πίστεως, Λατρείας κα Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστι­κς γιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας : «[ Ὁ Υἱὸς το Θεο], φο φύτευσε σν κάποιο Παράδεισο τὶς κατ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς συγκέντρωσε ­λους σ ατς κα φτιαξε μία κκλησία στν Πίστη κα στ φρόνη­μα»[3]. Ὅσες χριστιανικς Κοινότητες χουν διάφορη Πίστη δν εναι κκλησίες[4], διότι ἡ λλοίωση στν Πίστη συνεπάγεται αρεση κα ποκόπτει κ τς κκλησίας, χωρς ν παραβλάπτει τν νότητά της, πως κριβς τ ξηρ ποχωριζόμενα κλήματα δν βλάπτουν τν μπελο, κατὰ τ δια τ λόγια το Κυρίου[5].
«Ἡ ­νό­τη­τα, κατὰ τν αδ. πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, μότιμο Καθηγητ τς Θεολογικς Σχολς θηνν,­νή­κει στ φύ­ση τς κ­κλη­σί­ας, ς σώ­μα­τος Χρι­στοῦ κα ν Χρι­στ κοι­νω­νί­ας. ληθς κ­κλη­σί­α ε­ναι «μό­νον μί­α κα μοναδική», κα­τ τ ­ε­ρ Σύμ­βο­λο. ­σω­τε­ρι­κ δ ­νό­τη­τα τς κ­κλη­σί­ας φανερώνε­ται κα ­ξω­τε­ρι­κά, ς ­νό­τη­τα στν Πί­στη, τ Λα­τρεί­α, μ τν συμμετοχὴ στ ­δια Μυ­στή­ρια, λ­λ κα στ δι­οί­κη­ση, μ κέν­τρο τος πισκόπους. Ε­ναι, λοι­πόν, ­νό­τη­τα δογ­μα­τι­κή, λει­τουρ­γι­κ κα δι­οι­κη­τι­κ/κανονική. Ο το­πι­κς ρ­θό­δο­ξες κ­κλη­σί­ες κ­φρά­ζουν τ «μυ­στι­κ» ­νό­τη­τά τους στὸ ­να                 σ­μα το Χρι­στο, μέ­σῳ το ­νω­τά­του κ­κλη­σι­α­στι­κο ρ­γά­νου τους, πο ε­ναι Ο­κου­με­νι­κ Σύ­νο­δος. Κά­θε ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση ­π τς θε­με­λια­κς ατς προ­ϋ­πο­θέ­σεις κα ­ναγ­και­ό­τη­τες γι τ δι­α­σφά­λι­ση τῆς κ­κλη­σι­α­στι­κς νό­τη­τας ­πι­φέ­ρει σχι­σμα­τι­κς κα­τα­στά­σεις, μ τν ­πό­σχι­ση τς και­νο­το­μί­ας κα                   πλά­νης ­π τ ­να σ­μα. Δι­ό­τι μέ­νον­τας πι­στ στν ­πο­στο­λι­κ κα πα­τε­ρι­κ παρά­δο­ση τ σ­μα, κα­θ’ α­τ δν σχί­ζε­ται, ἀλ­λ τ «σε­ση­πς κ­κό­πτε­ται» κα­τ τν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κ κ­φρα­ση το ­ε­ρο Χρυσοστόμου»[6].
ντιθέτως πρς τν οκουμενιστικ κκλησιολογία, πο βλέπει τν κκλησία ς διηρημένη μετ τ σχίσμα τς Ρώμης τ 1054, τ γ­κριτο Συνοδικ φρόνημα τς ρθοδοξίας μαρτυρε τν πάντοτε                   ­πάρ­χουσα παρτία κα λοκληρία τς κκλησίας, παρ τ σχίσμα­τα τν αρετικν κα δ τν παπικν. Λέγουν σχετικς ο ρθόδοξοι Πατρι­άρχες τῆς Ἀνατολς, στς ποκρίσεις πρς τος γγλικανος ­νωμό­τους (1716/1725) : «... πρ χρόνων τινν πηρεί το πονηρο ώ­μης πάπας ποσφαλες κα ες λλόκοτα δόγματα κα καινοτομίας μ­πε­σών, πέστη τς λομελείας το σώματος τς εσεβος κκλη­σίας καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νν στιν οον διερρωγός τι τεμάχιον το λου ­στίου τς πνευματικς λκάδος τς κκλησίας [...] Νν δ τ μν τέσ­σαρα μέ­ρη το ηθέντος στίου νέμειναν κατ χώραν συνημμένα τε καὶ συνε­ραμμένα, δι’ ὧν εχερς μες διαπλέομεν κα κυμάντως τὸ το βίου τούτου πέλαγος [...] Οτως ον καθ’ μς το Χριστο εσε­βς κ­κλησία π τέσσαρσιν νν ρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδ Πατριάρχαις, καὶ μένει διάσειστος κα κλόνητος»[7]. Περὶ το ατο κκλησιολογικο σημείου πιμαρτυρε κα σιος Θεόδωρος Στουδί­της, λέγοντας χαρακτηριστικς· «πειδ π τος ποστλους κα ­πειτα, μ πολλος τρπους πολλς αρσεις προσκρουσαν πνω της κα θεσμοι ρποι ντθετοι στοὺς Καννες, πως κα τρα, λλ ­δια [ἡ κκλησα] μὲ τν τρπο πο επαμε χει παραμενει σχιστη κα διαρετη, κα θ διαμνει τσι στν αἰῶνα, καθὼς θ φαιρονται π ατν κα θ ποδικονται ατο πο φρνησαν κα πραξαν κακ»[8].
Ἡ ὁμολογία - στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως - εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δεδομένη (καὶ ὄχι ζητουμένη) ἑνότη­τα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Κα­θη­γη­τὴ τῆς                       Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, «ἀ­πὸ τὴν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τὴ τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στὴν προ­κει­μέ­νη περίπτω­ση ὡς ἡ                   ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τὸ ἀ­σφα­λὲς δε­δο­μέ­νο τῆς πίστε­ώς μας. Στὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δεδομέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καὶ ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὸν Χρι­στό, διὰ τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύματός του σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τὴν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καὶ τὴν ἁγιοπνευματι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τὰ τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μὲ τὴν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α καὶ κα­τὰ κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δὲν μποροῦν νὰ ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λὰ οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυγατέ­ρες καὶ ἐγ­γο­νὲς ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μό­νη                –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς “δι’ ὕ­δα­τος καὶ Πνεύ­μα­τος” τὰ μέ­λη της, δὲν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκκλη­σί­ες. Οἱ κα­τὰ τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καὶ χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέβαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νὰ εἶ­ναι                         ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καὶ δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τὶ ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νὸς ὅ­λου σὲ δύ­ο ἢ περισσό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ.Μπαμπι­νι­ώ­τη). Κα­τὰ συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκκλησί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σήμερα,                            ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στὴ ρη­τὴ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμβό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγμα ποὺ συ­νε­πά­γε­ται, κα­τὰ τὰ Πρα­κτι­κὰ τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συνό­δων, κα­θαί­ρε­ση καὶ ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τὰ πε­ρί­πτω­ση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στὴ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή»[9].
Καὶ γωνιστής καί κατάβλητος στλος τς κκλησίας Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Κυ­θή­ρων                                   κ. Σε­ρα­φεὶμ το­νί­ζει μ ­μο­λο­για­κ παρρη­σί­α κα φρό­νη­μα: «Ὅ­σοι ­πο­δέ­χον­ται τν θε­ω­ρί­αν πε­ρ “δι­η­ρη­μέ­νης κκλησί­ας” δν ν­νο­ον, ο­τε ­πο­δέ­χον­ται ο­σι­α­στι­κς τ σχε­τι­κν θε­ό­πνευ­στον ρ­θρον, λ­λ'                                 ν­τι­φά­σκουν λέ­γον­τες τὸ ­ε­ρν Σύμ­βο­λον τς Πί­στε­ώς μας. Δι­ό­τι το­το ες τν ­νε­στ­τα χρό­νον δι­α­δη­λο τν πί­στιν ες “Μί­αν, ­γί­αν .­.. κ­κλη­σί­αν”. Ες τν κ­κλη­σί­αν το πα­ρόν­τος κα ­χι το πα­ρελ­θόν­τος το μέλ­λον­τος. ­σοι πι­στεύ­ουν εἰς τν θε­ω­ρί­αν ταύ­την δν δύ­ναν­ται ν λέ­γουν κα ν τ ν­νο­ον ες τν ε­χν με­τ τν Κα­θα­για­σμν τν Τι­μί­ων Δώ­ρων. “­τι προ­σφέ­ρο­μέν Σοι τν λο­γι­κν ταύ­την λα­τρεί­αν                     ­πρ τς Ο­κου­μέ­νης, ­πρ τς ­γί­ας Κα­θο­λι­κῆς κα πο­στο­λι­κς κ­κλη­σί­ας..­.­”­, δι­ό­τι, ο­σα δι­η­ρη­μέ­νη, δν δύνα­ται ν ­φί­στα­ται ς Μί­α, ­γί­α, Καθολι­κ κα ­πο­στο­λι­κ κ­κλη­σί­α, ­φο ο­τω πως ­χο­μεν                 ν­τί­φα­σιν ν τος ροις»[10]. 
Πολὺ νωρίτερα γιος Ταράσι­ος εχε διακηρύξει : «Δὲν γνωρίζει τς κκλησίας νόμος κα ρος, ριδα φιλονεικία, λλ’ πως κριβς γνωρίζει ν μολογε εσεβς να βάπτισμα κα μία πίστη, τσι κα μία συμφωνία γι κάθε ἐκκλησιαστι­κ πόθεση. Διότι τίποτε δὲν εναι τόσο καλς ποδεκτ κα εχάριστο στν Θεό, σο τ ν νωθομε κα ν γίνουμε μία καθολικ κκλησία»[11].
Διάσπαρτες στοὺς γίους Πατέρες εἶναι ο διαπιστώσεις περὶ δεδομένης (ὄχι ζητουμένης)νότητος κα μοφωνίας τς Πίστεωςντς τς Μις ληθος κκλησίας· «εἰς νότητα πίστεως μις», «τν ες κόσμον κκλησιν ο διεσπαρμένων ες διχόνοιαν ες σύμφωνον δόξαν, λλ’ νωμένων ν πνεύματι καὶ οονεί πως συνεσφιγμένων ες ν καθ΄ νότητα τν ν Χριστ δι πίστεως», «ς ν τ νιαον δόγμα τς πίστεως ν πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον ες ν τ διεσττα, καταλυθείσης τς πολυσχιδος πλάνης», «ν τ μεγάλ το Θεο κκλησί, ἔνθα ὁμοφρόνως κα μογνωμόνως ρος κα χος τν ορταζόντων»[12], τὶς ποες δυστυχς δν μπορομε ν παρου­σιά­σουμε τώρα ν κτάσει. ρκε κα μόνη διαπίστωση τς Δ΄ Οκουμε­νικῆς Συνόδου, ὅτι νότητα στν Πίστη εναι βεβαιωμένη, δεδομέ­νη στὴν κκλησία[13].
Γ) Ἡ ψευδοοικουμενική κίνηση
Ὁ κ. Ἰγνάτιος ἐπαινεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπειδή ἀποτελεῖ ἰδρυτικό μέλος τῆς λεγομένης «οἰκουμενικῆς κινήσεως». Λέγει χαρακτηριστικά : «Ἡ Κίνηση αὐτή εἶχε ἀρχίσει νά ἐκδηλώνεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶ. καί σ’αὐτήν συμμετεῖχε ἀπό τήν ἀρχή, καί μάλιστα μέ ρόλο πρωταγωνιστικό, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Ὑπάρχει, ὅμως, λόγος, γιά νά καυχιέται ἕνας «ὑπεύθυνος ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκει, ἀποτελεῖ ἰδρυτικό μέλος αὐτοῦ του ἀνοσιουργήματος, τῆς λεγομένης «οἰκουμενικῆς κινήσεως»;
Οἱ ρίζες τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στόν προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες «χριστιανικές ὁμολογίες», βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανομένης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάσθηκαν σέ μιά συσπείρωση καί συνεργασία. Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰῶ., καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), πού οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου καί τοῦ ψεύδους, παρά τῶν «Ἐκκλησιῶν», πού ἑδρεύει στή Γενεύη[14].
Σήμερα στόν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλά βιβλία, ἄρθρα καί κριτικές βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας, ὅπου διατυπώνεται μέ πόνο καί ἀγωνία ἤ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καί «γραμμῆς» πρός μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στήν πολυπρόσωπη καί πολυώνυμη αἵρεση.
Δέν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοί καί θεολόγοι, πού προτείνουν τήν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τά συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τή συμμετοχή της σέ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλά πολλαπλῶς ἐπιζήμια.
Κάποιες Ἐκκλησίες (Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας καί Γεωργίας) ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπό τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιά τή δική τους συμμετοχή. Αὐτός ὁ προβληματισμός ἐκφράστηκε καί στή Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τό 1998, ὅπου μεταξύ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπό ἕνα αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί μισό αἰώνα παρουσίας στό Π.Σ.Ε...., τό χάσμα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο»[15].
Δ) Οἱ πρώτες οἰκουμενιστικές ἐγκύκλιοι τοῦ 1902, 1904 καί 1920
Σημαντική ὤθηση στή δημιουργία τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» ἔδωσε καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἰδιαίτερα μάλιστα μέ τά Διαγγέλματα τοῦ 1902 καί τοῦ 1920, τά ὁποία ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐπικροτεῖ, καί τά ὁποία, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσαν τή βάση καί τόν "καταστατικό χάρτη" τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στήν «οἰκουμενική κίνηση».
Σύμφωνα μέ τόν μότιμο καθηγητή τς Θεολογικς Σχολς θηνν, αδ. πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό[16], πρωτοποριακό κεμενο στν κατεθυνση τς «οκουμενικς κινήσεως» πρξε Πατριαρχική ᾿Εγκκλιος το 1902[17] , πο γκωμιζεται συνεχς π τος μνητς τς «οκουμενικς κινσεως», διτι «ξφραζε τ ποιμαντικ νδιαφροντα κα τν οκουμενική εαισθησα τς ᾿Εκκλησας Κωνσταντινουπλεως»[18]. ᾿Εξ λλου, «ποτελε μα προγραμματική κα γενναα πρωτοβουλα το Οκουμενικο Πατριρχη ᾿Ιωακεμ το Γ΄ γι μα οσιαστική πανεκτμηση κα ναθερηση τς βσεως χι μνο στς διορθδοξες, λλ κα στς διαχριστιανικς σχσεις»[19]. Κα π νθερμους οκουμενιστς, δικος μας κα ξνους, θεωρεται γκκλιος ατ κτι τ πρωτοφανς στς διαχριστιανικς σχσεις[20].
Ατό, πού αφνιδιζει, εναι χρησιμοποιομενη στ κεμενο ατ γλσσα. Χωρς καμμα, κα στ λχιστο, κνηση πιστροφς το προτεσταντικο κσμου στν κκλησιαστικτητα κα ν τριανταδο χρνια πρν εχε δογματισθε τ παπικ λθητο στν Α΄ Βατικανή (1870)[21], ο χριστιανικς αρσεις τς Δσεως καλονται «α δο μεγλες το Χριστιανισμο ναδενδρδες», Δυτική (δηλ. παπισμς) κα τν Διαμαρτυρομνων «᾿Εκκλησα» (δηλ. προτεσταντισμός)». Παπισμς κα Προτεσταντισμς (ς ν το κτι νιαο) χαρακτηρζονται, στω κα μ κποιο περιορισμ ᾿Εκκλησες. Κατ τν κ. Βλσιο Φειδ[22], « πρταση ατ ποδηλνει μα θετική κκλησιολογική θερηση τς Ρωμαιοκαθολικς κα τν Προτεσταντικν ᾿Εκκλησιν»[23]. ᾿Επιχειρντας δ ν μετρισει τν ντπωση, πο δημιουργε τ διο τ πατριαρχικ κεμενο, ποσαφηνζει τν ρο «ναδενδρδες»[24], κα προσθτει, τι ᾿Εγκκλιος «ναγνωρζει μα συγκεκριμνη μορφή κκλησιαστικτητας στ πεσχισμνα π τν ᾿Ορθδοξη ᾿Εκκλησα κκλησιαστικ σματα το Χριστιανικο κσμου τς Δσεως... π τ βσει τς καθιερωμνης ρχς τς κκλησιαστικς οκονομας κα τς φειλετικς γωνας γι τν ποκατσταση τς κκλησιαστικς ντητος το χριστιανικο κσμου»[25]. Πρκειται, πργματι, γι μα καινοφαν τακτικ, γνωστη μχρι πρ τινος στν Μεγλη το Χριστο ᾿Εκκλησα.
Μέ τήν ἐγκύκλιο τοῦ 1902 συνδέεται καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1904 τοῦ ἰδίου Πατριάρχου καί τοῦ ἰδίου πνεύματος μέ τήν πρώτη.
Τό Διάγγελμα το 1920[26] εναι νομοτελειακή συνχεια τς᾿Εγκυκλου το 1902, σηματοδτησε δ τν ναρξη τς «οκουμενικς κινσεως» στς πραγματικς της διαστσεις, ς κα τν συμμετοχή τς ᾿Ορθοδοξας σ᾿ ατν, μ πρωτοπρο τ Οκουμενικ Πατριαρχεο. Κατ τν π. Γ. Τστση ταν «ριακή κφραση το ᾿Ορθοδξου Οκουμενισμο κα ρσημο στν στορα τς Οκουμενικς Κινσεως»[27].
Τ κεμενο ατό πευθνεται «Πρς τς πανταχο ᾿Εκκλησας το Χριστο», μ μα τολμηρή πρβαση τς γλσσας τς ᾿Εγκυκλου το 1902. ᾿Απ πσημο κπρσωπο το Οκουμενικο Θρνου ναγνωρζεται τι μ τν ᾿Εγκκλιο ατ «τ Οκουμενικ Πατριαρχεο δωκε κα τν χρυσ καννα το ᾿Ορθοδξου Οκουμενισμοντερ), καθς κα τν καταστατικ χρτη γι την στση, πο πρεπε ν τηρσει στ μλλον ρθδοξη παρταξη μσα στν Οκουμενική Κνηση»[28].
Η ιδέα, μως, το Πατριαρχεου γι μα «Κοινωνα τν ᾿Εκκλησιν» εχε υοθετηθε κα π γτες τς Δσεως. Τν πρωτοβουλα στν χηρεοντα πατριαρχικ Θρνο εχε Τοποτηρητής Προσσης Δωρθεος[29], πο διατηροσε σχσεις μ τν Söderblom κα τος λλους δυτικος πρωτεργτες το Οκουμενισμο.
Τό πνεμα τς ᾿Εγκυκλου εναι προσγγιση τν «πανταχο ᾿Εκκλησιν το Χριστο» π «πρακτικο κα θικο πεδου». Κανες λγος πι γι «ναδενδρδες» (ναγκαα κα καθησυχαστική χρση το ρου τ 1902), λλ᾿ π᾿ εθεας κα προκλυπτα γι «᾿Εκκλησες το Χριστο». Η ξσωση χει πλθει. Καθορζονται, πσης, ντεκα «βματα» πορεας[30], μ πρτο τν «δημιουργα κοινο μερολογου»[31]. Ετσι, συνδονται ᾿Εγκκλιος κα ο στχοι της μεστατα κα στασαστα μ τ μερολογιακ ζτημα. Σημασα δ χει, τι κα ατ ᾿Εγκκλιος θεωρεται πιτακτική νγκη τς ποχς κα τν πολιτικν κυρως προβληματισμν της[32]. Γι᾿ ατ γινε εχριστα δεκτή π τς ᾿Ορθδοξες ᾿Εκκλησες, κυρως τς Βαλκανικς, γι τν νσχυσ τους στν ντιμετπιση πικαρων κοινωνικοπολιτικν προβλημτων[33]. Τ Διγγελμα το 1920 πβη καταστατικς χρτης το διαχριστιανικο Οκουμενισμο κα δεκτης πορεας το Οκουμενικο Πατριαρχεου, χωρς καμμα παρκκλιση π τος στχους του[34].
Ο Πατριαρχικές ᾿Εγκκλιοι το 1902 κα 1920 π θεολογικς πλευρς, κυρως δετερη, φανονται ν θτουν ς βση τν «βαπτισματική Θεολογα» κα τν ρχή τς «διευρυμνης ᾿Εκκλησας», ν νισχουν δ τν δογματικ πλουραλισμ κα τν «γκοσμιοκρατική πολιτικ»[35]. Ετσι, κατανοον τ κεμενα ατ κα ντατοι κληρικο το Οκουμενικο Θρνου[36]. Κατ τν εστοχη παρατρηση το καθηγητο κ. Χρστου Γιανναρ, ᾿Εγκκλιος «ποκαθιστ ποσιωπ τν λθεια τς Μις, Αγας, Καθολικς κα ᾿Αποστολικς ᾿Εκκλησας κα το παρκτικο μυστηρου τς σωτηρας, γι χρη τς κοινωνιστικς κα πιετιστικς ντληψης νς δεολογικο χριστιανισμο», μι κα σ᾿ ατ δν «πρχει οτε παινιγμς τς λθειας»[37].
Μπορεῖ, λοιπόν, ὁ Σεβ κ. Ἰγνάτιος νά καυχιέται, ἐπειδή ὑπῆρξε ἀθρόα μεταβολή καί στροφή 180ο ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο ἔσπασε μία παράδοση 19 αἰώνων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία παπισμός καί προτεσταντισμός ἀποτελοῦν αἱρέσεις, τίς ὁποῖες ἐδῶ καί ἕνα αἰώνα τίς ὀνομάζει «ἐκκλησίες»; Δέν πρόκειται γιά προδοσία τῆς πίστεως; Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός δέν ἄργησε νά στείλει τήν τιμωρία Του γιά τά οἰκουμενιστικά αὐτά ἀνοίγματα. Ἦλθε ἡ μικρασιατική καταστροφή. Ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922-3 ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902, 1904 καί 1920 ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τούς κυρούς Ἰωακείμ Γ΄ καί Προύσσης Δωρόθεο. Μήπως καί γι’αὐτό θά πρέπει νά καμαρώνουμε, κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο;
Ε) Τό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος κάνει μία σκέτη ἀναφορά καί γιά τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Τί εἶναι, ὅμως, αὐτό; 
να πό τά μέσα, πού χρησιμοποιε Οκουμενισμός, γιά νά πιτύχει τούς σκοπούς του, εναι συγκρητισμός, ατός θανάσιμος χθρός της χριστιανικς πίστεως, τόν ποο προωθε τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο κκλησιν» μλλον τό «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τν Αρέσεων», πως δικαιολογημένα χει χαρακτηρισθε. « συγκρητισμός εναι σχετικοποίηση τν θρησκειν καί τν θρησκευτικν δεν. Εναι μιά πανοικουμενική θρησκευτική σύνθεση καί σύζευξη τν πιό ντιθετικν καί νομοίων στοιχείων»[38].
Θά πρέπει, βέβαια, νά σημειωθεῖ ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν θά μποροῦσε ποτέ νά πάρει "οἰκουμενικό" χαρακτήρα, ἀλλά θά παρέμενε ἁπλά μία ἐνδοπροτεσταντική ὑπόθεση, ἄν δέν συμμετεῖχαν καί κάποιες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐκτός ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδόν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακά νά γίνουν, καί ἔγιναν, δεκτές ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν' ἀναδιπλωθοῦν καί ν' ἀποχωρήσουν, καθώς, ἀφενός παρακολουθοῦσαν μέ ἀπογοήτευση τόν ἐκφυλισμό του καί ἀφετέρου πιέζονταν ἀπό τίς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικές ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τό ἐρώτημα : Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νά εἶναι ἐνταγμένη ὡς "μέλος" σέ "κάτι", τή στιγμή πού ἡ ἴδια εἶναι τό "ὅλον", τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί πού καλεῖ ὅλους νά γίνουν μέλη Του;
Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καί λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καί διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικά ἀπό τήν ποσοτική ὑπεροχή τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τό 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στίς Γενικές Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις (μερικές ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακά κείμενα) ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας[39].
Στόν χρο το «Παγκοσμίου Συμβουλίου κκλησιν», ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγκαταβιοῦν παρέα μέ ἄλλες 300 περίπου αἱρετικές παραφυάδες τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου, καί στούς θεολογικούς διαλόγους, εσάγονται καί συζητιονται θέματα, τά ποα ναιρον τό διο τό Εαγγέλιο καί τήν Παράδοση τς κκλησίας, τόν διο τόν Χριστιανισμό, πως εναι τά θέματα τς ερωσύνης τν γυναικών, το γάμου τν μοφυλοφίλων καί διάφορες νιμιστικές εδωλολατρικές κδηλώσεις πίστεως καί λατρείας[40].
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἀποδίδει τά εὔσημα στή Β΄ Βατικανή Σύνοδο, διότι πρίν ἀπό τή σύγκλησή της «τό Βατικανό ἀπέρριπτε κατηγορηματικά κάθε συμμετοχή τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας στήν οἰκουμενική κίνηση». Πράγματι, οἱ παπικοί ἀρχικά, πρίν τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν στήν «οἰκουμενική κίνηση». Ἡ ἄρνηση τοῦ παπισμοῦ νά ἐνταχθεῖ ὡς μέλος στό Π.Σ.Ε. προέρχεται ἀπό τήν θεμελιώδη ἀρχή τοῦ παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία «ἡ Καθολική Ἐκκλησία δέν εἶναι μία Ἐκκλησία μεταξύ τῶν ἄλλων… ἀλλ’εἶναι, ἀντιθέτως, ὀφείλωμεν νά τό πιστεύσωμεν, ἡ Ἐκκλησία ἡ ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθεῖσα, ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας ὁ χριστιανικός κόσμος, ὁ ἐπί τοῦ παρόντος διηρημένος, θά δυνηθῆ νά ἐπανεύρη τήν ἑνότητα…»[41]. Τό Π.Σ.Ε., ὅμως, ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίσει τόν παπισμό ὡς τήν μοναδική ἐκκλησία καί νά ὑποτάξει σ’αὐτή τίς ἄλλες χριστιανικές «ὁμολογίες». Μάλιστα ὑπάρχει καί μία παπική ἐγκύκλιος, ἡ «Mortalium animos», ἐναντίον τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ παπισμοῦ στήν οἰκουμενική κίνηση, ἡ ὁποία λέει : «Δέν ἐπιτρέπεται νά πραγματοποιήσωμεν τήν ἕνωσιν τῶν χριστιανῶν ἄλλως, εἰ μή εὐνοοῦντες τήν ἐπιστροφήν τῶν σχισματικῶν εἰς τήν μόνην καί ἀληθῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ»[42]. Ἀργότερα ὅμως, χωρίς νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοί στήν «οἰκουμενική κίνηση». Μέ σχετικό διάταγμα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕνα δικό τους οἰκουμενισμό, πού στοχεύει στήν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπό τήν παπική ἐξουσία[43]. Ὁ παπισμός, διεκδικώντας γιά τόν ἑαυτό του, μέχρι καί σήμερα, τήν ἐκκλησιολογική ἀποκλειστικότητα, ὑπεύθυνος καί πρωτουργός τῆς διαιρέσεως, δέν διέπραξε τό σφάλμα νά μετάσχει ὡς μέλος στό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» καί νά μεταλλαγεῖ σέ μία ἀπό τίς πολλές «ἐκκλησίες», ἀλλά συμμετέχει μέ τήν ἰδιότητα τοῦ «παρατηρητῆ» στίς γενικές συνελεύσεις καί σέ ὁρισμένες μικτές ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπως συνέβη καί πρόσφατα στίς ἐργασίες τῆς Ι΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., πού διεξήχθη στήν πόλη Πουσᾶν τῆς Νότιας Κορέας ἀπό τίς 30-10 ἕως τίς 8-11-2013. Φραστικά πάντως καί ὑποκριτικά ὁ παπισμός ἐπαινεῖ τήν «οἰκουμενική κίνηση», τήν ὁποία ἐπευλογεῖ, ὡς προεργασία γιά τήν μετά τῆς Ρώμης τοῦ Πέτρου καί τοῦ πάπα ἑνότητα. Ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ δέν θά διστάσει στό μέλλον νά ἐπιτρέψει τήν εἴσοδο τῶν παπικῶν στό Π.Σ.Ε., ἐάν πεισθεῖ, ὅτι μπορεῖ νά τό μεταβάλλει σέ ὄργανο τοῦ παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Πάντως, ἰδιαίτερα ἐπιχαίρει καί συγχαίρει γιά τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία αὐτοκαταργήθηκε στήν πράξη ὡς ἡ μοναδική ἐνσάρκωση καί συνέχεια τῆς Una Sancta, ἐκχωρήσασα τό δικό της πεδίο, τήν δική της ταυτότητα, στήν σχισματική καί αἱρετική Ρώμη[44].




[1] Α΄ Κορ. 1, 13.
[2] ρμηνεία πο χει καταγραφεῖ κα στς ρμηνευτικς Κατένες γι τ ­νάλογο χωρίο, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες ες τν νότητα τς Πίστεως κα τς πιγνώσεως το Υο το Θεο» (φεσ. 4,13) εἶναι τι δν φορ στν (ἤδη φιστά­μενη)νότητα Πίστεως τν Χριστιανῶν, λλ στν νταξη τν θύραθεν στν ­νότητα Πίστεως τς κκλησίας: «Τίνες πάντες καταντήσωμεν εἰς τν νότη­τα τς πίστεως; Ζητητέον, πότερον πάντες παξαπλς νθρωποι μες ο κληρω­θέντες ν Χριστ; Δόξει δ πρς τ πρότερον ποδεδόσθαι» ν Catenae Grecorum Patrum in Novum Testamentum, τόμ. ΣΤ΄, ed. John Anthony Cramer, Georg Olms Verlagsbuch­handlung, Hildesheim 1967, σελ. 171.
[3] Περί τοῦ φεύγειν τούς ποσχιζομένους τῶν ρθοδόξων Χριστιανν, 7, ἐκδ. ω. Κ. Γρηγορόπουλος, ν Θεολήπτου Φιλαδελφειας τοῦ Ὁμολογητοῦ (1250-1322), Βίος καί ἔργα, τόμ. Β΄, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1996, σελ. 309. : [ το Θεο Υός] «Ὥσ­περ δέ τινα παράδεισον, τάς κατά τόπους φυτεύσας κκλησίας συνήγαγε πάντας ἡ­μς ν ατας καί μίαν θετο κκλησίαν τ πίστει καί τ φρονήματι».
[4] χι μόνον λοι ο Πατέρες συμφωνον τι ο αρετικο δν εναι οτε νο­μάζονται οδαμς κκλησία, ἀλλ διέβη πεποίθηση ατ τς κκλησίας κα στ (πολιτειακ) κκλησιαστικ δίκαιο. Γράφει λ.χ. Μέγας Βασίλειος· «Μόνον μὴ ξαπατηθτε τας ψευδολογίαις ατν παγγελλομένων ρθότητα πίστεως. Χρι­στέμποροι γρ ο τοιοτοι κα ο Χριστιανο [...] Οὐκ οδα πίσκοπον μηδ’ ἀριθμή­σαι­μι ν ερεσι Χριστο τν παρὰ τν βεβήλων χειρν π καταλύσει τς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον» (πιστολ 240, 3, PG 32, 897). Βλ. καὶ σχετικ διάταγμα το Ατοκράτορος Θεοδοσίου μετ τν Γ΄ Οκουμενικ Σύνοδο κατὰ τν Νε­στο­ριανν: «...ὀνόματι περιβάλλειν [τος Νεστοριανος] κατεγνωσμέν, να μ τῇ τν Χριστιανν ποχρώμενοι προσηγορί τοιούτων νόματι κοσμοντο, ν το δόγμα­τος δυσσεβοῦντες ξέστησαν» (ACO I,1,3,68). Βλ. ἐπίσης ρχιμ. Πλακίδα Deseille, πορεία μου πρός τήν ρθοδοξία, θναι 1986, σελ. 154-158! « ρθόδο­ξη κκλη­σία δν μπορε ν θεωρ τς καθολικς κα προτεσταντικς κκλησίες τν δυτικν χωρν ς τς νόμιμες κα αθεντικς τοπικς κκλησίες ατν τν χωρν· χωρι­σμένες π τν κορμ τς ρθοδοξίας ο κκλησίες ατς δν εναι πι σ σχέση μ τν ρθόδοξη πίστη, μία, γία, καθολικ κα ποστολικ κ­κλησία το Χρι­στο, παροσα σ ατς τς χρες».
[5] ω. 15, 6.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἑ­νω­τι­κς προ­σπά­θει­ες με­τ τ σχί­σμα κα ση­με­ρι­νς διάλογος τς ρ­θο­δο­ξί­ας μ τν                        λα­τι­νι­κ κ­κλη­σί­α», στό «Πρω­τεῖ­ον» Συ­νο­δι­κό­της κα ­νό­της τς κ­κλη­σί­ας, Πρα­κτι­κ Θε­ο­λο­γι­κς ­με­ρί­δος,­ε­ρ Μη­τρό­πο­λις Πει­ραι­ς,                Πει­ραι­ες 2011, σσ. 72-73. 
[7] ποκρίσεις τῶν ρθοδόξων Πατριαρχν τς νατολς πρς τος γγλι­κανος νωμότας (1716/1725), [τν πρώτων] πόκρισις ε΄, ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανι­δου, νθ’ νωτ., σελ. 393.394.
[8] ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, πιστολ (28) Βασιλείῳ Μονζοντι, PG 99, 1001D1004A· «Ἐπε π τν ποστόλων κα κατόπιν, πολλαχς πολλα αρέσεις προσεῤῥάγησαν ατ· κα υπάσματα θεσμα κα κανόνιστα πεπόλασαν, σπερ κα τ νν· λλ μν ατ τ προειρημένῳ τρόπ σχιστος κα μώμητος διαμεμέ­νηκε, κα διαμενε ως το αἰῶνος, πεξαιρουμένων κα ποπεμπομένων π’ ατς τν κακς φρονησάντων πραξάντων· σπερ ξ σείστου κα παραλίας πέτρας τ προσρήσσοντα κύματα».
[9] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας                                 κ. Χρυσόστομο», Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 340-344, 359-367, http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/07/blog-post.html,Βλ. ὁμοίως καὶ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979[2], σ. 348. «διά μέν τοῦ «μί­αν» διακηρύττο­μεν τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­αν ἡ ἀ­πό μιᾶς Κε­φα­λῆς ἐ­ξάρ­τη­σις καί ἡ ὑ­πό ἑ­νός Πνεύ­μα­τος ζω­ο­ποί­η­σις, καθώς καί ἡ μί­α πί­στις καί εἰς ἕ­να Κύ­ριον ὑ­πο­τα­γή κα­τερ­γά­ζε­ται τό­σον με­τα­ξύ πάν­των τῶν εἰς Χρι­στόν πιστευόντων, ὅσον καί με­τα­ξύ πα­σῶν τῶν ἐ­πί μέ­ρους ἐκ­κλη­σι­ῶν καί χά­ρις εἰς τήν ὁ­ποί­αν πάν­τες καί πᾶ­σαι αὗ­ται συ­να­πο­τε­λοῦ­σι κα­τ’ ἀν­τί­θε­σιν πρός τούς αἱ­ρε­τι­κούς καί σχι­σμα­τι­κούς τήν μί­αν καί ἀδιαίρε­τον Ἐκ­κλη­σί­αν»  καὶ  ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Δογμα­τική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19562, σ. 273ἑ. «Ἑνότης. Τό γνώρισμα μία σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσεν οὐχί πολλάς παραλλήλως ὑφιστα­μένας Ἐκκλησίας, ἀλλά μίαν καί μόνην [...] Εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία μία, καθό­σον εἶναι ἡνωμένη ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ διοικήσει, οὕτω δέ ἡ ἐν τοῖς δυσί τούτοις σημείοις ἑνό­της ἀποτελεῖ τό γνώρισμα ἅμα καί τήν βάσιν τοῦ ἑνιαίου καί μοναδικοῦ τῆς Ἐκκλη­σίας».
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «­πι­στο­λ πρς τν ­ε­ρ Σύ­νο­δο τς ­ε­ραρ­χί­ας τς κκλησίας τς λ­λά­δος», , Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 330-339 καί Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 525-531. h­t­tp:­//w­ww.r­o­m­f­ea.gr/i­n­d­ex.p­hp?o­p­t­i­on=c­om_c­o­n­te­nt&v­i­ew=a­r­t­i­c­le&id=5870:k­i­t­h­i­r­on&c­a­t­id=26:2009-12-18-08-38-40
[11] ΑΓΙΟΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ, πολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθες ν τ μέρ, ­δήλωσαν ο βασιλεύοντες τος λαος το γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987C.D.· «οὐκ οδεν τς κκλησίας νόμος κα ρος ριν φιλονεικίαν, λλ’ σπερ οἶδεν μο­λογεν εσεβς ν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οτω κα συμφωνίαν μίαν π παντς κ­κλησιαστικο πράγματος. Οδν γρ οτως στν νώπιον το Θεο εαπόδεκτον κα εάρεστον ς τ νωθναι μς, κα γενέσθαι μίαν καθολικν κκλησίαν, καθ κα ν τ συμβόλῳ τς ελικρινος μν πίστεως μολογομεν». «Γενέσθαι»,πειδ εχε προηγηθε αρεση· ς νταξη στν κκλησία.
[12] PG 9,552B (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως),  PG 68, 633B (γ. Κυρίλλου Ἀλεξαν­δρείας) κα PG 96,765C κα PG 95, 347C.348A (γ. ωάννου το Δαμασκηνο).
[13] ρος Πίστεως τς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου (ἐκ τς Πράξεως ε΄) ACO II, 1, 2, 126· «Ὁ Κύριος μῶν καὶ σωτήρ, Χριστός, τς πίστεως τν γνσιν τος μαθητας βεβαιν φη· ερήνην τν μν δίδωμι μν, ερήνην τν μν φίημι μν, στε μη­δένα πρς τν πλησίον διαφωνεν ν τος δόγμασι τς εσεβείας, λλ’ πίσης τ τς ληθείας πιδείκνυσθαι κήρυγμα». ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011 http://www.theodromia.gr/92BD47 EB.el.aspx
[14] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 5-6.
[15] Ὅπ. π., σσ. 22-23.
[16] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός», εν Οἰκουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία,                   σσ. 237-243.
[17] Βλ. τ κεμενο στο π. Γ. ΤΣΕΤΣΗ,Η συμβολ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ ΠΣΕ, σσ. 220-227. Να πανκδοση στν «᾿Ορθοδοξα», περοδ. Βʹ, τος Ιʹ, τεχος δʹ/᾿Ιαν. - Μρτ. 2003, σσ. 71-77. Μ τν γκκλιο ατ συνδεται Πατριαρχική κα Συνοδική ᾿Εγκκλιος το 1904 το δου Πατριρχου κα το δου πνεματος μ τν πρτη. Τ κεμενο βλ. στο π. Γ. ΤΣΕΤΣΗ, σσ. 228-35· πρβλ. σ. 47 ..
[18] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η συμβολ..., σ. 28.
[19] ΒΛΑΣ. ᾿Ι. ΦΕΙΔΑΣ, Α ᾿Εγκκλιοι τοῦ 1902 και τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, ἐν τῆ εὐρυτέρα οἰκουμενιστικῆ προοπτική τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, στην «Ὀρθοδοξία», τ. Α΄, (περίοδος Β΄, Ἰαν.-Μάρτ. 2003), σ. 131.
[20] Στ διο. Πρβλ. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, π., π., σ. 31.
[21] Βλ. π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Πς γινε Ππας «λθητος». Κριτικ παρουσαση ρευνας το ρωμαιοκαθολικο θεολγου - στορικο, ᾿Α. Μπ. Χσλερ..., Τρκαλα 20022.
[22] Οπ. π., σ. 135.
[23] Εμπειρος θεολγος κ. Βλ. Φειδς διορθνει τ πατριαρχικ κεμενο, μιλντας γι «Προτεσταντικς κκλησες» κα χι «᾿Εκκλησα Διαμαρτυρομνων», πως τ κεμενο.
[24] Οπ. π., σ. 135 . «Ο ρος ῾῾ἀναδενδρς᾿᾿ χρησιμοποιεται κυριολεκτικς τσο γι τν ναρριχμενη κληματδα, σο κα γι τ ναρριχμενο γρικλημα. ᾿Αναμφιβλως, πιλογ του πρπει ν συνδεται μ τν μφσημη σημασιολογικ του φρτιση κατ᾿ ναφορν πρς τ δνδρο το Χριστιανισμο, κα πρς τν αθεντικ του συνχεια στν ᾿Ορθδοξη ᾿Εκκλησα, φ᾿ νς μν, γι ν ποκλεισθ ποιαδποτε σγχυση πρς τν γγλικανική θεωρα περ κλδων, φ᾿ τρου δ γι ν μήν ταυτισθον ο ᾿Εκκλησες τς Δσεως πρς τν μπελο τν ληθιν, κατοι τρφονται π τν κοινή ρζα το Χριστιανισμο, πως συνγεται κα π τ χαρακτηρισμ τν δο ῾῾ἀναδενδρδων᾿᾿ ς ᾿Εκκλησιν. Υπ τν ννοια ατ, ρος ῾῾ἀναδενδρς᾿᾿ παρουσιζει μεγαλτερη σημασιολογική συγγνεια πρς τς ῾῾παραφυδες᾿᾿, ο ποες τρφονται π τή ρζα το δνδρου, λλ δν παργουν καρπος».
[25] Στ διο, σ. 138.
[26] Τ κεμενο βλ. στο ᾿Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα 2, 957-960 (950 .) («Διγγελμα το Οκουμενικο Πατριαρχεου, Πρς τς πανταχο ᾿Εκκλησας το Χριστο») (Πρβλ.π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η Συμβολ..., σ. 73 ..).
[27] Οπ. π., σ. 194.
[28] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Οκουμενικς Θρνος κα Οκουμνη - ᾿Επσημα πατριαρχικκεμενα, Κατερνη 1989, σ. 56 κα 57.
[29]᾿Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ΔΣΜ, 2, 951 . Ο Τοποτηρητής καμε τν κλουθη πρταση στή Σνοδο : «Νομζω τι εναι καιρς πλον, πως ᾿Ορθδοξος ᾿Εκκλησα σκεφθ σοβαρς κα περ το ζητματος τς νσεως τν π μρους χριστιανικν ᾿Εκκλησιν, δως μετ τν ᾿Αγγλικανν, τν Παλαιοκαθολικν κα τς ᾿Αρμενικς ᾿Εκκλησας... Τ βαρυσμαντον γγελμα κα πρσταγμα πρς μελτην το ζητματος περ προσεγγσεως κα δή κα νσεως τν διαφρων χριστιανικν Ομολογιν πρς σχηματισμν ῾῾κοινωνας ᾿Εκκλησιν᾿᾿ πρπει ν προλθ κ τς ν τ ᾿Ανατολ Μεγλης ᾿Εκκλησας τς Κων/λεως». (Πρβλ. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η συμβολ..., σ. 236 ..).
[30] ΒΑΣ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΘΗΕ 9 (1967) 859 .
[31] «Δναται δ φιλα ατη κα γαθφρων πρς λλλους διθεσις κφανεσθαι κα τεκμηριοσθαι εδικτερον, κατ τήν γνμην μν, ς ξς : α) δι τς παραδοχς νιαου μερολογου πρς ταυτχρονον ορτασμν τν μεγλων χριστιανικν ορτν π πασν τν ᾿Εκκλησιν...».
[32] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Η συμβολ..., σ. 74 .
[33] Στ διο, σ. 82 .
[34] «Πολλ σημεα» τς ᾿Εγκυκλου το 1920 «φηρμσθησαν ες τν Οκουμενικήν Κνησιν», (Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΘΗΕ  9, στ. 694). Βλ. κα ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ, «Βασικα ρχα τηρσεως κα ποκαταστσεως τς χριστιανικς ντητος—᾿Ορθδοξοι ᾿Απψεις», στ «᾿Επιστημονικ Παρουσα Εστας Θεολγων Χλκης», τ. Αʹ, σ. 323-366, ν ᾿Αθναις 1987· διατερη σημασα χει ντητα ΙΙΙ, «Βματα πρς σταθεροποησιν το κοινο χριστιανικο φρονματος» (σ. 351 π., «βματα» 1-16).
[35] Σπουδαα κριτική βλ. στο ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ᾿Αλθεια κα Εντητα..., σ. 195 ..
[36] Χαρακτηριστικ παρδειγμα Θυατερων Γερμανς (Στρηνπουλος). Ως ντιπρσωπος το Οκουμενικο Πατριαρχεου στ αʹ παγκσμιο Συνδριο «Ζω κα ᾿Εργασα» ναφρθηκε δι μακρν στν ᾿Εγκκλιο το 1920 κα δλωσε τ ξς : «Εναι νγκη, επε, ν συνειδητοποισουν ο ᾿Εκκλησες τι κτς π τνντητα, π τν στενή ννοια τς λξεως ννοια, πο ννει σ᾿ να σμα τ μλη μις ποιασδποτε κοινωνας, πρχει κα μα λλη, πι περιεκτική ννοια τς ντητος, κατ τν ποα λοι σοι παραδχονται τν θεμελιδη διδασκαλα τς ποκαλψεως το Θεο ν Χριστ, κα ποδχονται Ατν ς Σωτρα κα Κριο, θ πρεπε ν θεωρον νας τν λλο ς μλη το δου σματος κα χι ς ξνους. Χωρς ν εσχωρσουμε στν ξταση τν δογματικν διαφορν, πο χωρζουν τς ᾿Εκκλησες, πρσθετε Θυατερων, πρπει ν καλλιεργσουμε ατήν κριβς τν δα τς ερυτρας ντητος...». (π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, σ. 101). Εἶναι φανερή ἡ θεωρία περί «διευρυμένης Ἐκκλησίας».
[37] Οπ. παρ., σ. 196, .
[38] ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, «Ὁ Συγκρητισμός», Ὀρθόδοξος Τύπος (23-7-2004) 1-2.
[39] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ.  Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 5-7.
[40] Οἰκουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20/24-9-2004,               τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 1012-1014, 1020-1021.
[41] L. BOUYER, Dictionnaire Theologique, p. 476, Tournai (Belgium), 1963.
[42] Yves M.-J.Congar, Chretiens en Dialogue, Contributions catholiques a l’oecumenisme, p. 38-39, Paris 1964. Σχ.βλ. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἐκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 358-366.
[43] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ.  Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σ. 6.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)