ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ.
ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ B΄)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς
Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Β) Ἡ Μία καί συγχρόνως Διηρημένη Ἐκκλησία
Εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἐκφράζοντας τήν παραπάνω θέση ὅτι ὁ παπισμός εἶναι κι αὐτός «ἐκκλησία»
ἰσότιμη καί ἰσάξια μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γίνεται ὁ τρίτος κατά σειράν (μετά
τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο)
θιασώτης καί υἱοθετεῖ τήν ἄλλη κακόδοξη οἰκουμενιστική θεωρία περί «διηρημένης Ἐκκλησίας»,
σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί συγχρόνως διηρημένη σέ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες», ὄχι τοπικές, ἀλλά ὁμολογιακές καί δογματικές, (βλ. τό κείμενο τοῦ Porto Alegre, πού ὑπέγραψε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος) καί χρήζει ἑνώσεως. Μιά τέτοια θεώρηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, διότι ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὄροις. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν, ἡ Ἐκκλησία, πού περιλαμβάνει ἐννοιολογικά τό ὅλον, ὡς Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ταυτοχρόνως νά βρίσκεται «ἐν ἑτέρα μορφή» καί κάπου ἀλλοῦ; Ἄραγε, «μεμέρισται ὁ Χριστός»[1]; Μήπως ἔχει διαιρεθεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ κομμάτια καί δέν τό γνωρίζουμε;
σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί συγχρόνως διηρημένη σέ ἐπί μέρους «ἐκκλησίες», ὄχι τοπικές, ἀλλά ὁμολογιακές καί δογματικές, (βλ. τό κείμενο τοῦ Porto Alegre, πού ὑπέγραψε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος) καί χρήζει ἑνώσεως. Μιά τέτοια θεώρηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, διότι ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὄροις. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν, ἡ Ἐκκλησία, πού περιλαμβάνει ἐννοιολογικά τό ὅλον, ὡς Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ταυτοχρόνως νά βρίσκεται «ἐν ἑτέρα μορφή» καί κάπου ἀλλοῦ; Ἄραγε, «μεμέρισται ὁ Χριστός»[1]; Μήπως ἔχει διαιρεθεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ κομμάτια καί δέν τό γνωρίζουμε;
Ἄλλωστε, ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ λειτουργικὸ αἴτημα «ὑπὲρ τῆς τῶν
πάντων ἑνώσεως» ἀναφέρεται στὴν ἕνωση πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας[2] καὶ ὄχι στὴν ἕνωση Ἐκκλησιῶν διαφορετικοῦ δόγματος· ἄλλωστε ἡ φράση θὰ ἦταν «ὑπὲρ τῆς τῶν
πασῶν [καὶ ὄχι
“πάντων”] ἑνώσεως», ἂν ἀναφερόταν σὲ Ἐκκλησίες. Ἡ ὀρθόδοξη Πίστη παραδέχεται «ἀδιαίρετη
διαίρεση» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὴ Μία Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα Χριστοῦ, χάρη στὴν ἑνότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ
Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας : «[ Ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ], ἀφοῦ ἐφύτευσε
σὰν κάποιο Παράδεισο τὶς
κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς
συγκέντρωσε ὅλους σὲ αὐτὲς
καὶ ἔφτιαξε
μία Ἐκκλησία
στὴν
Πίστη καὶ στὸ
φρόνημα»[3]. Ὅσες χριστιανικὲς Κοινότητες ἔχουν διάφορη Πίστη δὲν εἶναι Ἐκκλησίες[4], διότι ἡ ἀλλοίωση στὴν Πίστη συνεπάγεται αἵρεση καὶ ἀποκόπτει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραβλάπτει τὴν ἑνότητά της, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ξηρὰ ἀποχωριζόμενα κλήματα δὲν βλάπτουν τὴν Ἄμπελο, κατὰ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου[5].
«Ἡ ἑνότητα,
κατὰ τὸν αἰδ. πρωτ. π. Γεώργιο
Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀνήκει
στὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας,
ὡς σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν
Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία
εἶναι «μόνον μία καὶ
μοναδική», κατὰ τὸ ἱερὸ
Σύμβολο. Ἡ ἐσωτερικὴ δὲ ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας
φανερώνεται καὶ ἐξωτερικά,
ὡς ἑνότητα
στὴν Πίστη, τὴ Λατρεία,
μὲ τὴν
συμμετοχὴ στὰ ἴδια
Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴ διοίκηση,
μὲ κέντρο τοὺς ἐπισκόπους.
Εἶναι, λοιπόν, ἑνότητα
δογματική, λειτουργικὴ καὶ διοικητικὴ/κανονική.
Οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες ἐκφράζουν
τὴ «μυστικὴ» ἑνότητά τους στὸ ἕνα σῶμα
τοῦ Χριστοῦ,
μέσῳ τοῦ ἀνωτάτου
ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου
τους, ποὺ εἶναι
ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Κάθε ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὶς
θεμελιακὲς αὐτὲς
προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαιότητες
γιὰ τὴ διασφάλιση
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας
ἐπιφέρει σχισματικὲς
καταστάσεις, μὲ τὴν ἀπόσχιση
τῆς καινοτομίας καὶ πλάνης ἀπὸ τὸ ἕνα
σῶμα. Διότι μένοντας πιστὸ στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ
παράδοση τὸ σῶμα,
καθ’ αὑτὸ δὲν
σχίζεται, ἀλλὰ τὸ
«σεσηπὸς ἐκκόπτεται»
κατὰ τὴν
χαρακτηριστικὴ ἔκφραση
τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου»[6].
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία, ποὺ βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς διηρημένη μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Ρώμης τὸ 1054, τὸ ἔγκριτο Συνοδικὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖ τὴν πάντοτε ὑπάρχουσα ἀπαρτία καὶ ὁλοκληρία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ σχίσματα τῶν αἱρετικῶν καὶ δὴ τῶν παπικῶν. Λέγουν σχετικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τῆς
Ἀνατολῆς, στὶς Ἀποκρίσεις πρὸς
τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότους
(1716/1725) : «... πρὸ χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ
πονηροῦ ὁ Ῥώμης
πάπας ἀποσφαλεὶς
καὶ εἰς ἀλλόκοτα
δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμπεσών,
ἀπέστη
τῆς ὁλομελείας
τοῦ
σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας
καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νῦν ἐστιν
οἷον διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου
ἱστίου τῆς
πνευματικῆς ὁλκάδος
τῆς Ἐκκλησίας
[...] Νῦν δὲ τὰ μὲν
τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος
ἱστίου ἐνέμειναν
κατὰ χώραν συνημμένα τε
καὶ συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς
διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ
βίου τούτου πέλαγος [...] Οὕτως
οὖν ἡ
καθ’ ἡμᾶς
τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία
ἐπὶ
τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται
στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ
Πατριάρχαις, καὶ
μένει ἀδιάσειστος
καὶ ἀκλόνητος»[7]. Περὶ τοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιολογικοῦ σημείου ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λέγοντας χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους
καὶ ἔπειτα,
μὲ πολλοὺς
τρόπους πολλὲς αἱρέσεις
προσέκρουσαν πάνω
της καὶ ἄθεσμοι
ρύποι ἀντίθετοι στοὺς
Κανόνες, ὅπως
καὶ τώρα,
ἀλλὰ ἡ ἴδια
[ἡ Ἐκκλησία] μὲ τὸν τρόπο
ποὺ εἴπαμε
ἔχει
παραμείνει ἄσχιστη
καὶ ἀδιαίρετη,
καὶ θὰ
διαμένει ἔτσι
στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται
ἀπὸ αὐτὴν
καὶ θὰ ἀποδιώκονται
αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν
καὶ ἔπραξαν
κακά»[8].
Ἡ ὁμολογία - στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως -
εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν
ἀκριβῶς τὴ δεδομένη (καὶ ὄχι ζητουμένη) ἑνότητα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη,
«ἀπὸ τὴν διατύπωση αὐτὴ τοῦ Συμβόλου προκύπτει
ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στὴν προκειμένη
περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα
τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ ἀσφαλὲς δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στὴ συνείδηση
τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό,
ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
τὸν Χριστό, διὰ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ’
αὐτήν, ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δογματικὴ
ἀλήθεια ἐκφράζει τόσο τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅσο καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ
ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως,
τότε μὲ τὴν συνεπῆ ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια καὶ κατὰ κυριολεξία δὲν
μποροῦν νὰ ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλὰ οὔτε μητέρες, ἀδελφές,
θυγατέρες καὶ ἐγγονὲς ἐκκλησίες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μόνη –ἀδιαίρετη πάντοτε– Ἐκκλησία
γεννᾶ μυστηριακῶς “δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος” τὰ μέλη της, δὲν γεννᾶ ἄλλες
ἐκκλησίες. Οἱ κατὰ τόπους (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση
ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μόνης Ἐκκλησίας (βλ. ἐνδεικτικῶς, Α΄ Κορ.
1,2). Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ταυτόχρονα ΜΙΑ καὶ
διηρημένη. Γιατὶ ἡ διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνὸς ὅλου σὲ δύο
ἢ περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό, Γ.Μπαμπινιώτη). Κατὰ συνέπεια, ἡ θεώρηση
τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς
στὴ ρητὴ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πράγμα ποὺ συνεπάγεται,
κατὰ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καὶ ἀφορισμό,
κατὰ περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στὴ θεώρηση αὐτή»[9].
Καὶ ὁ ἀγωνιστής καί ἀκατάβλητος στῦλος τῆς Ἐκκλησίας Σεβ. Μητροπολίτης
Κυθήρων κ. Σεραφεὶμ
τονίζει μὲ ὁμολογιακὴ παρρησία καὶ φρόνημα: «Ὅσοι ἀποδέχονται
τὴν θεωρίαν περὶ
“διηρημένης Ἐκκλησίας” δὲν ἐννοοῦν,
οὔτε ἀποδέχονται
οὐσιαστικῶς τὸ
σχετικὸν θεόπνευστον ἄρθρον,
ἀλλ' ἀντιφάσκουν λέγοντες
τὸ Ἱερὸν
Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας. Διότι τοῦτο
εἰς τὸν ἐνεστῶτα
χρόνον διαδηλοῖ τὴν
πίστιν εἰς “Μίαν, Ἁγίαν
... Ἐκκλησίαν”. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
τοῦ παρόντος καὶ ὄχι
τοῦ παρελθόντος ἤ τοῦ
μέλλοντος. Ὅσοι πιστεύουν
εἰς τὴν θεωρίαν ταύτην δὲν
δύνανται νὰ λέγουν καὶ νὰ τὸ ἐννοοῦν εἰς τὴν εὐχὴν
μετὰ τὸν
Καθαγιασμὸν τῶν Τιμίων
Δώρων. “Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν
λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης,
ὑπὲρ τῆς Ἁγίας
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...”, διότι,
οὖσα διηρημένη, δὲν
δύναται νὰ ὑφίσταται
ὡς ἡ Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία,
ἀφοῦ οὕτω
πως ἔχομεν ἀντίφασιν
ἐν τοῖς ὅροις»[10].
Πολὺ νωρίτερα ὁ Ἅγιος Ταράσιος εἶχε διακηρύξει : «Δὲν
γνωρίζει ὁ τῆς Ἐκκλησίας
νόμος καὶ ὅρος,
ἔριδα ἢ
φιλονεικία, ἀλλ’ ὅπως
ἀκριβῶς
γνωρίζει νὰ ὁμολογεῖ εὐσεβῶς ἕνα
βάπτισμα καὶ μία
πίστη, ἔτσι
καὶ μία
συμφωνία γιὰ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ὑπόθεση. Διότι
τίποτε δὲν εἶναι
τόσο καλῶς ἀποδεκτὸ καὶ εὐχάριστο
στὸν Θεό, ὅσο
τὸ νὰ ἑνωθοῦμε
καὶ νὰ
γίνουμε μία καθολικὴ ἐκκλησία»[11].
Διάσπαρτες στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι οἱ διαπιστώσεις περὶ
δεδομένης (ὄχι ζητουμένης) ἑνότητος
καὶ ὁμοφωνίας
τῆς Πίστεως ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας· «εἰς ἑνότητα
πίστεως μιᾶς», «τῶν εἰς
κόσμον Ἐκκλησιῶν οὐ
διεσπαρμένων εἰς διχόνοιαν ἢ εἰς ἀσύμφωνον
δόξαν, ἀλλ’ ἡνωμένων
ἐν πνεύματι καὶ οἰονεί
πως συνεσφιγμένων εἰς ἓν
καθ΄ ἑνότητα τὴν ἐν
Χριστῷ διὰ
πίστεως», «ὡς ἂν τὸ ἑνιαῖον
δόγμα τῆς πίστεως ἐν
πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον εἰς ἓν τὰ
διεστῶτα, καταλυθείσης τῆς
πολυσχιδοῦς πλάνης», «ἐν τῇ
μεγάλῃ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα ὁμοφρόνως
καὶ ὁμογνωμόνως
ὁ ὅρος
καὶ ὁ ἦχος
τῶν ἑορταζόντων»[12], τὶς ὁποῖες δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε τώρα ἐν ἐκτάσει. Ἀρκεῖ καὶ μόνη ἡ διαπίστωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὅτι ἡ ἑνότητα στὴν Πίστη εἶναι βεβαιωμένη, δεδομένη
στὴν Ἐκκλησία[13].
Γ) Ἡ ψευδοοικουμενική
κίνηση
Ὁ κ. Ἰγνάτιος ἐπαινεῖ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἐπειδή ἀποτελεῖ ἰδρυτικό μέλος τῆς λεγομένης «οἰκουμενικῆς κινήσεως».
Λέγει χαρακτηριστικά : «Ἡ Κίνηση αὐτή εἶχε
ἀρχίσει νά ἐκδηλώνεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶ. καί σ’αὐτήν συμμετεῖχε
ἀπό τήν ἀρχή, καί μάλιστα μέ ρόλο πρωταγωνιστικό, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Ὑπάρχει, ὅμως, λόγος,
γιά νά καυχιέται ἕνας «ὑπεύθυνος ἐπίσκοπος
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκει, ἀποτελεῖ ἰδρυτικό
μέλος αὐτοῦ του ἀνοσιουργήματος, τῆς λεγομένης «οἰκουμενικῆς κινήσεως»;
Οἱ
ρίζες τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στόν
προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες «χριστιανικές
ὁμολογίες», βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανομένης
θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάσθηκαν
σέ μιά συσπείρωση καί συνεργασία. Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη
πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰῶ., καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση
στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν»
(Π.Σ.Ε.), πού οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου
καί τοῦ ψεύδους, παρά τῶν «Ἐκκλησιῶν», πού ἑδρεύει στή Γενεύη[14].
Σήμερα
στόν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί
τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλά βιβλία, ἄρθρα καί κριτικές βλέπουν τό φῶς τῆς
δημοσιότητας, ὅπου διατυπώνεται μέ πόνο καί ἀγωνία ἤ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει
«σχεδίου» καί «γραμμῆς» πρός μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στήν
πολυπρόσωπη καί πολυώνυμη αἵρεση.
Δέν
εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοί καί θεολόγοι, πού προτείνουν τήν ἄμεση
ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τά συνέδριά της, γιατί
θεωροῦν τή συμμετοχή της σέ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλά πολλαπλῶς ἐπιζήμια.
Κάποιες
Ἐκκλησίες (Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας καί Γεωργίας) ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπό τό «Παγκόσμιο
Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιά τή δική τους
συμμετοχή. Αὐτός ὁ προβληματισμός ἐκφράστηκε καί στή Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς
Θεσσαλονίκης, τό 1998, ὅπου μεταξύ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπό ἕνα αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στήν Οἰκουμενική
Κίνηση καί μισό αἰώνα παρουσίας στό Π.Σ.Ε...., τό χάσμα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί
Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο»[15].
Δ) Οἱ πρώτες οἰκουμενιστικές
ἐγκύκλιοι τοῦ 1902, 1904 καί 1920
Σημαντική
ὤθηση στή δημιουργία τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» ἔδωσε καί τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἰδιαίτερα μάλιστα μέ τά Διαγγέλματα τοῦ 1902
καί τοῦ 1920, τά ὁποία ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐπικροτεῖ, καί τά ὁποία, ὅπως ἀποδείχθηκε,
ἀποτέλεσαν τή βάση καί τόν "καταστατικό χάρτη" τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων
στήν «οἰκουμενική κίνηση».
Σύμφωνα
μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, αἰδ. πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό[16],
πρωτοποριακό
κείμενο στὴν κατεύθυνση
τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» ὑπῆρξε ἡ Πατριαρχική ᾿Εγκύκλιος
τοῦ 1902[17]
, ποὺ ἐγκωμιάζεται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς ὑμνητὲς τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως»,
διότι «ἐξέφραζε τὰ
ποιμαντικὰ ἐνδιαφέροντα
καὶ τὴν οἰκουμενική εὐαισθησία τῆς ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως»[18]. ᾿Εξ ἄλλου,
«ἀποτελεῖ μία προγραμματική καὶ γενναία πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Ιωακεὶμ τοῦ Γ΄ γιὰ μία οὐσιαστική ἐπανεκτίμηση ἤ καὶ ἀναθεώρηση τῆς βάσεως ὄχι μόνο στὶς διορθόδοξες,
ἀλλὰ καὶ στὶς
διαχριστιανικὲς σχέσεις»[19]. Καὶ ἀπὸ ἔνθερμους
οἰκουμενιστές, δικούς μας
καὶ ξένους,
θεωρεῖται ἡ ἐγκύκλιος
αὐτὴ κάτι τὸ
πρωτοφανὲς στὶς
διαχριστιανικὲς σχέσεις[20].
Αὐτό, πού αἰφνιδιάζει,
εἶναι ἡ
χρησιμοποιούμενη
στὸ κείμενο
αὐτὸ γλώσσα. Χωρὶς καμμία, καὶ στὸ ἐλάχιστο,
κίνηση ἐπιστροφῆς τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου
στὴν ἐκκλησιαστικότητα καὶ ἐνῶ τριανταδύο χρόνια
πρὶν εἶχε
δογματισθεῖ τὸ παπικὸ ἀλάθητο
στὴν Α΄ Βατικανή (1870)[21],
οἱ χριστιανικὲς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καλοῦνται «αἱ δύο μεγάλες
τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδες», ἡ Δυτική (δηλ. ὁ παπισμὸς) καὶ ἡ τῶν
Διαμαρτυρομένων «᾿Εκκλησία» (δηλ. ὁ
προτεσταντισμός)». Παπισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς (ὡς νὰ ἦτο κάτι ἑνιαῖο) χαρακτηρίζονται, ἔστω
καὶ μὲ κάποιο περιορισμὸ ᾿Εκκλησίες. Κατὰ τὸν κ. Βλάσιο Φειδᾶ[22],
«ἡ πρόταση αὐτὴ ὑποδηλώνει μία θετική ἐκκλησιολογική θεώρηση τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῶν Προτεσταντικῶν ᾿Εκκλησιῶν»[23]. ᾿Επιχειρώντας δὲ νὰ μετριάσει τὴν ἐντύπωση, ποὺ δημιουργεῖ τὸ ἴδιο τὸ πατριαρχικὸ κείμενο,
ἀποσαφηνίζει τὸν ὅρο «ἀναδενδράδες»[24], καὶ προσθέτει, ὅτι ἡ ᾿Εγκύκλιος
«ἀναγνωρίζει
μία συγκεκριμένη μορφή ἐκκλησιαστικότητας στὰ ἀπεσχισμένα ἀπὸ τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἐκκλησιαστικὰ σώματα τοῦ
Χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως... ἐπὶ τῇ βάσει τῆς καθιερωμένης ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας καὶ τῆς ὀφειλετικῆς ἀγωνίας γιὰ τὴν
ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τοῦ
χριστιανικοῦ κόσμου»[25]. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ μία καινοφανῆ τακτική, ἄγνωστη μέχρι πρό
τινος στὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία.
Μέ
τήν ἐγκύκλιο τοῦ 1902 συνδέεται καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ
1904 τοῦ ἰδίου Πατριάρχου καί τοῦ ἰδίου πνεύματος μέ τήν πρώτη.
Τό
Διάγγελμα τοῦ 1920[26]
εἶναι νομοτελειακή συνέχεια τῆς᾿Εγκυκλίου τοῦ 1902, σηματοδότησε δὲ τὴν ἔναρξη
τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως»
στὶς πραγματικές της διαστάσεις,
ὡς καὶ τὴν συμμετοχή τῆς ᾿Ορθοδοξίας σ᾿ αὐτήν, μὲ πρωτοπόρο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Κατὰ τὸν π.
Γ. Τσέτση ἦταν «ὁριακή ἔκφραση τοῦ ᾿Ορθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς
Κινήσεως»[27].
Τὸ κείμενο
αὐτό ἀπευθύνεται «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», μὲ μία
τολμηρή ὑπέρβαση
τῆς γλώσσας
τῆς ᾿Εγκυκλίου τοῦ
1902. ᾿Απὸ ἐπίσημο ἐκπρόσωπο
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀναγνωρίζεται
ὅτι μὲ τὴν ᾿Εγκύκλιο αὐτὴ «τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔδωκε καὶ τὸν χρυσὸ κανόνα τοῦ ᾿Ορθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ (Ζάντερ), καθὼς καὶ τὸν
καταστατικὸ χάρτη γιὰ την στάση, ποὺ ἔπρεπε νὰ τηρήσει στὸ μέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη μέσα στὴν Οἰκουμενική Κίνηση»[28].
Η ιδέα, ὅμως,
τοῦ Πατριαρχείου γιὰ μία «Κοινωνία τῶν ᾿Εκκλησιῶν» εἶχε υἱοθετηθεῖ καὶ ἀπὸ ἡγέτες τῆς Δύσεως.
Τὴν πρωτοβουλία στὸν
χηρεύοντα πατριαρχικὸ Θρόνο εἶχε ὁ
Τοποτηρητής Προύσσης
Δωρόθεος[29],
ποὺ διατηροῦσε σχέσεις
μὲ τὸν Söderblom καὶ τοὺς ἄλλους δυτικοὺς πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τό
πνεῦμα τῆς ᾿Εγκυκλίου εἶναι ἡ προσέγγιση
τῶν «ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ»
ἐπὶ «πρακτικοῦ καὶ ἠθικοῦ πεδίου». Κανεὶς λόγος
πιὰ γιὰ «ἀναδενδράδες» (ἀναγκαία καὶ καθησυχαστική ἡ χρήση τοῦ ὅρου τὸ 1902), ἀλλ᾿ ἀπ᾿ εὐθείας καὶ ἀπροκάλυπτα
γιὰ «᾿Εκκλησίες τοῦ Χριστοῦ».
῾Η ἐξίσωση ἔχει ἐπέλθει.
Καθορίζονται, ἐπίσης, ἔντεκα «βήματα» πορείας[30],
μὲ πρῶτο τὴν «δημιουργία κοινοῦ ἡμερολογίου»[31].
῎Ετσι, συνδέονται ἡ ᾿Εγκύκλιος
καὶ οἱ στόχοι
της
ἀμεσώτατα
καὶ ἀστασίαστα μὲ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα.
Σημασία
δὲ ἔχει, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ᾿Εγκύκλιος θεωρεῖται ἐπιτακτική
ἀνάγκη τῆς
ἐποχῆς καὶ τῶν
πολιτικῶν κυρίως
προβληματισμῶν της[32].
Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε εὐχάριστα δεκτή ἀπὸ τὶς ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες, κυρίως τὶς Βαλκανικές, γιὰ τὴν ἐνίσχυσή τους
στὴν ἀντιμετώπιση ἐπικαίρων
κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων[33]. Τὸ Διάγγελμα
τοῦ 1920 ἀπέβη ὁ
καταστατικὸς χάρτης τοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ δείκτης πορείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χωρὶς καμμία παρέκκλιση ἀπὸ τοὺς στόχους
του[34].
Οἱ Πατριαρχικές ᾿Εγκύκλιοι
τοῦ 1902 καὶ 1920 ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς,
κυρίως ἡ δεύτερη, φαίνονται νὰ θέτουν ὡς βάση τὴν «βαπτισματική
Θεολογία»
καὶ τὴν ἀρχή τῆς «διευρυμένης ᾿Εκκλησίας», νὰ ἐνισχύουν δὲ τὸν δογματικὸ πλουραλισμὸ καὶ τὴν «ἐγκοσμιοκρατική
πολιτική»[35]. ῎Ετσι,
κατανοοῦν τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ ἀνώτατοι
κληρικοὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου[36].
Κατὰ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ
καθηγητοῦ κ. Χρήστου
Γιανναρᾶ, ἡ ᾿Εγκύκλιος
«ὑποκαθιστᾶ ἤ ἀποσιωπᾶ τὴν ἀλήθεια τῆς Μιᾶς, ῾Αγίας,
Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τοῦ ὑπαρκτικοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, γιὰ χάρη τῆς
κοινωνιστικῆς καὶ πιετιστικῆς ἀντίληψης ἑνὸς ἰδεολογικοῦ χριστιανισμοῦ», μιὰ καὶ σ᾿ αὐτὴ δὲν «ὑπάρχει οὔτε ὑπαινιγμὸς τῆς ἀλήθειας»[37].
Μπορεῖ, λοιπόν, ὁ Σεβ κ. Ἰγνάτιος νά
καυχιέται, ἐπειδή ὑπῆρξε ἀθρόα μεταβολή καί στροφή 180ο ἐκ μέρους τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο ἔσπασε μία παράδοση 19 αἰώνων, σύμφωνα μέ
τήν ὁποία παπισμός καί προτεσταντισμός ἀποτελοῦν αἱρέσεις, τίς ὁποῖες ἐδῶ καί ἕνα
αἰώνα τίς ὀνομάζει «ἐκκλησίες»; Δέν πρόκειται γιά προδοσία τῆς πίστεως; Ὁ Ἅγιος
Τριαδικός Θεός δέν ἄργησε νά στείλει τήν τιμωρία Του γιά τά οἰκουμενιστικά αὐτά
ἀνοίγματα. Ἦλθε ἡ μικρασιατική καταστροφή. Ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922-3 ὑπῆρξε
ἀποτέλεσμα τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902, 1904 καί 1920 ἐκ μέρους τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τούς κυρούς Ἰωακείμ Γ΄ καί Προύσσης Δωρόθεο. Μήπως
καί γι’αὐτό θά πρέπει νά καμαρώνουμε, κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο;
Ε) Τό παμπροτεσταντικό
Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»
Ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος κάνει μία σκέτη ἀναφορά καί γιά τό λεγόμενο «Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Τί εἶναι, ὅμως, αὐτό;
Ἕνα ἀπό τά
μέσα, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμός,
γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του, εἶναι ὁ
συγκρητισμός, αὐτός ὁ θανάσιμος ἐχθρός της χριστιανικῆς
πίστεως, τόν ὁποῖο προωθεῖ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον
τό «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων», ὅπως δικαιολογημένα ἔχει
χαρακτηρισθεῖ. «Ὁ συγκρητισμός εἶναι ἡ
σχετικοποίηση τῶν
θρησκειῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἰδεῶν. Εἶναι μιά πανοικουμενική θρησκευτική σύνθεση
καί σύζευξη τῶν πιό
ἀντιθετικῶν καί ἀνομοίων
στοιχείων»[38].
Θά
πρέπει, βέβαια, νά σημειωθεῖ ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν θά μποροῦσε ποτέ νά πάρει
"οἰκουμενικό" χαρακτήρα, ἀλλά θά παρέμενε ἁπλά μία ἐνδοπροτεσταντική ὑπόθεση,
ἄν δέν συμμετεῖχαν καί κάποιες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐκτός ἀπό τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδόν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακά νά γίνουν, καί
ἔγιναν, δεκτές ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν' ἀναδιπλωθοῦν
καί ν' ἀποχωρήσουν, καθώς, ἀφενός παρακολουθοῦσαν μέ ἀπογοήτευση τόν ἐκφυλισμό
του καί ἀφετέρου πιέζονταν ἀπό τίς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικές ἀντιδράσεις τοῦ
ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τό ἐρώτημα : Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νά εἶναι
ἐνταγμένη ὡς "μέλος" σέ "κάτι", τή στιγμή πού ἡ ἴδια εἶναι
τό "ὅλον", τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί πού καλεῖ ὅλους νά γίνουν μέλη
Του;
Ἡ
παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ
τρόπου συγκροτήσεως καί λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καί
διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικά ἀπό τήν ποσοτική ὑπεροχή
τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τό 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στίς Γενικές
Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις (μερικές ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακά
κείμενα) ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας[39].
Στόν χῶρο τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγκαταβιοῦν παρέα μέ ἄλλες 300 περίπου αἱρετικές
παραφυάδες τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου,
καί στούς θεολογικούς διαλόγους, εἰσάγονται καί συζητιοῦνται θέματα, τά ὁποῖα ἀναιροῦν τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο καί
τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἴδιο τόν Χριστιανισμό, ὅπως εἶναι τά θέματα
τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών, τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων
καί διάφορες ἀνιμιστικές εἰδωλολατρικές ἐκδηλώσεις πίστεως καί λατρείας[40].
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἀποδίδει τά εὔσημα στή Β΄ Βατικανή
Σύνοδο, διότι πρίν ἀπό τή σύγκλησή της «τό
Βατικανό ἀπέρριπτε κατηγορηματικά κάθε συμμετοχή τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας
στήν οἰκουμενική κίνηση». Πράγματι, οἱ παπικοί ἀρχικά, πρίν τήν Β΄ Βατικανή
Σύνοδο, ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν στήν «οἰκουμενική κίνηση». Ἡ ἄρνηση τοῦ
παπισμοῦ νά ἐνταχθεῖ ὡς μέλος στό Π.Σ.Ε. προέρχεται ἀπό τήν θεμελιώδη ἀρχή τοῦ
παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία «ἡ
Καθολική Ἐκκλησία δέν εἶναι μία Ἐκκλησία μεταξύ τῶν ἄλλων… ἀλλ’εἶναι, ἀντιθέτως,
ὀφείλωμεν νά τό πιστεύσωμεν, ἡ Ἐκκλησία ἡ ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθεῖσα, ἐντός τῶν
κόλπων τῆς ὁποίας ὁ χριστιανικός κόσμος, ὁ ἐπί τοῦ παρόντος διηρημένος, θά
δυνηθῆ νά ἐπανεύρη τήν ἑνότητα…»[41]. Τό Π.Σ.Ε., ὅμως, ἀρνεῖται
νά ἀναγνωρίσει τόν παπισμό ὡς τήν μοναδική ἐκκλησία καί νά ὑποτάξει σ’αὐτή τίς ἄλλες
χριστιανικές «ὁμολογίες». Μάλιστα ὑπάρχει καί μία παπική ἐγκύκλιος, ἡ
«Mortalium animos», ἐναντίον τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ παπισμοῦ στήν οἰκουμενική
κίνηση, ἡ ὁποία λέει : «Δέν ἐπιτρέπεται νά πραγματοποιήσωμεν τήν ἕνωσιν τῶν
χριστιανῶν ἄλλως, εἰ μή εὐνοοῦντες τήν ἐπιστροφήν τῶν σχισματικῶν εἰς τήν μόνην
καί ἀληθῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ»[42].
Ἀργότερα
ὅμως, χωρίς νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοί στήν «οἰκουμενική κίνηση».
Μέ σχετικό διάταγμα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕνα δικό τους
οἰκουμενισμό, πού στοχεύει στήν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπό τήν παπική ἐξουσία[43]. Ὁ παπισμός,
διεκδικώντας γιά τόν ἑαυτό του, μέχρι καί σήμερα, τήν ἐκκλησιολογική ἀποκλειστικότητα,
ὑπεύθυνος καί πρωτουργός τῆς διαιρέσεως, δέν διέπραξε τό σφάλμα νά μετάσχει ὡς
μέλος στό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν» καί νά μεταλλαγεῖ σέ μία
ἀπό τίς πολλές «ἐκκλησίες», ἀλλά συμμετέχει μέ τήν ἰδιότητα τοῦ «παρατηρητῆ»
στίς γενικές συνελεύσεις καί σέ ὁρισμένες μικτές ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπως
συνέβη καί πρόσφατα στίς ἐργασίες τῆς Ι΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., πού
διεξήχθη στήν πόλη Πουσᾶν τῆς Νότιας Κορέας ἀπό τίς 30-10 ἕως τίς 8-11-2013.
Φραστικά πάντως καί ὑποκριτικά ὁ παπισμός ἐπαινεῖ τήν «οἰκουμενική κίνηση», τήν
ὁποία ἐπευλογεῖ, ὡς προεργασία γιά τήν μετά τῆς Ρώμης τοῦ Πέτρου καί τοῦ πάπα ἑνότητα.
Ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ δέν θά διστάσει στό μέλλον νά ἐπιτρέψει τήν εἴσοδο τῶν
παπικῶν στό Π.Σ.Ε., ἐάν πεισθεῖ, ὅτι μπορεῖ νά τό μεταβάλλει σέ ὄργανο τοῦ
παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Πάντως, ἰδιαίτερα ἐπιχαίρει καί συγχαίρει γιά τήν
συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία αὐτοκαταργήθηκε στήν πράξη ὡς ἡ
μοναδική ἐνσάρκωση καί συνέχεια τῆς Una Sancta, ἐκχωρήσασα τό δικό της πεδίο,
τήν δική της ταυτότητα, στήν σχισματική καί αἱρετική Ρώμη[44].
[1] Α΄ Κορ. 1, 13.
[2] Ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔχει καταγραφεῖ καὶ στὶς ἑρμηνευτικὲς Κατένες γιὰ τὸ ἀνάλογο χωρίο, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ
πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 4,13) εἶναι
ὅτι δὲν ἀφορᾷ στὴν (ἤδη ὑφιστάμενη) ἑνότητα Πίστεως τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ στὴν ἔνταξη τῶν θύραθεν στὴν ἑνότητα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: «Τίνες πάντες καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως; Ζητητέον, πότερον πάντες ἁπαξαπλῶς ἄνθρωποι ἢ ἡμεῖς οἱ κληρωθέντες ἐν Χριστῷ; Δόξει δὲ πρὸς τὸ πρότερον ἀποδεδόσθαι» ἐν Catenae Grecorum Patrum in Novum Testamentum, τόμ. ΣΤ΄, ed. John Anthony Cramer, Georg Olms Verlagsbuchhandlung,
Hildesheim
1967, σελ. 171.
[3] Περί τοῦ φεύγειν τούς ἀποσχιζομένους τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 7,
ἐκδ. Ἰω. Κ. Γρηγορόπουλος, ἐν Θεολήπτου Φιλαδελφειας τοῦ Ὁμολογητοῦ
(1250-1322), Βίος καί ἔργα, τόμ. Β΄, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1996, σελ. 309. : [ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός] «Ὥσπερ δέ τινα παράδεισον, τάς κατά
τόπους φυτεύσας ἐκκλησίας συνήγαγε πάντας ἡμᾶς ἐν αὐταῖς καί μίαν ἔθετο ἐκκλησίαν τῇ πίστει καί τῷ φρονήματι».
[4] Ὄχι μόνον ὅλοι οἱ Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι οὔτε ὀνομάζονται οὐδαμῶς Ἐκκλησία, ἀλλὰ διέβη ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ (πολιτειακὸ) ἐκκλησιαστικὸ δίκαιο. Γράφει λ.χ. ὁ Μέγας Βασίλειος· «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι
γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοὶ [...] Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδ’ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν
προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ 240, 3, PG 32, 897). Βλ. καὶ σχετικὸ
διάταγμα τοῦ
Αὐτοκράτορος
Θεοδοσίου μετὰ
τὴν
Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν Νεστοριανῶν: «...ὀνόματι περιβάλλειν [τοὺς Νεστοριανοὺς] κατεγνωσμένῳ, ἵνα μὴ τῇ τῶν Χριστιανῶν ἀποχρώμενοι προσηγορίᾳ τοιούτων ὀνόματι κοσμοῖντο, ὧν τοῦ δόγματος δυσσεβοῦντες ἐξέστησαν» (ACO I,1,3,68). Βλ. ἐπίσης Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, Ἡ πορεία μου πρός τήν Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1986, σελ. 154-158! «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῇ τὶς καθολικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν ὡς τὶς νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν· χωρισμένες ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν εἶναι πιὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παροῦσα σ᾽ αὐτὲς τὶς χῶρες».
[5] Ἰω. 15,
6.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἑνωτικὲς προσπάθειες μετὰ τὸ σχίσμα καὶ ὁ σημερινὸς διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν λατινικὴ Ἐκκλησία», στό «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεὺς 2011, σσ. 72-73.
[7] Ἀποκρίσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότας (1716/1725), [τῶν πρώτων] Ἀπόκρισις ε΄, ἐν Πρωτοπρεσβυτέρου Ιω. Ρωμανιδου,
ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 393.394.
[8] ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή (28) Βασιλείῳ Μονάζοντι, PG 99, 1001D‐1004A· «Ἐπεὶ ἀπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ κατόπιν, πολλαχῶς πολλαὶ αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ· καὶ ῥυπάσματα ἄθεσμα καὶ ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καὶ τὸ νῦν· ἀλλὰ μὴν αὐτὴ τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καὶ ἀμώμητος διαμεμένηκε, καὶ διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καὶ ἀποπεμπομένων ἀπ’ αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἢ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καὶ παραλίας πέτρας τὰ προσρήσσοντα κύματα».
[9] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο»,
Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος
2010) 340-344, 359-367, http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/07/blog-post.html,Βλ. ὁμοίως καὶ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐκδ.
«Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979[2], σ. 348. «διά
μέν τοῦ «μίαν» διακηρύττομεν τήν ἑνότητα, τήν ὁποίαν ἡ ἀπό μιᾶς Κεφαλῆς ἐξάρτησις καί ἡ ὑπό ἑνός Πνεύματος
ζωοποίησις, καθώς καί ἡ μία πίστις καί εἰς ἕνα Κύριον ὑποταγή κατεργάζεται
τόσον μεταξύ πάντων τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, ὅσον καί μεταξύ πασῶν
τῶν ἐπί μέρους ἐκκλησιῶν καί χάρις εἰς τήν ὁποίαν πάντες καί πᾶσαι αὗται
συναποτελοῦσι κατ’ ἀντίθεσιν πρός τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς
τήν μίαν καί ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν» καὶ
ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,
ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19562, σ. 273ἑ. «Ἑνότης.
Τό γνώρισμα μία σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσεν οὐχί πολλάς παραλλήλως ὑφισταμένας
Ἐκκλησίας, ἀλλά μίαν καί μόνην
[...] Εἶναι δέ ἡ Ἐκκλησία μία, καθόσον εἶναι ἡνωμένη ἐν τῇ πίστει καί ἐν τῇ διοικήσει, οὕτω δέ ἡ ἐν τοῖς δυσί τούτοις σημείοις ἑνότης ἀποτελεῖ τό γνώρισμα ἅμα
καί τήν βάσιν τοῦ ἑνιαίου καί μοναδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας».
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», , Θεοδρομία ΙΒ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 330-339 καί Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος
2010) 525-531. http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=5870:kithiron&catid=26:2009-12-18-08-38-40
[11] ΑΓΙΟΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός πρός τόν λαόν σχεδιασθεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐδήλωσαν οἱ βασιλεύοντες τοῖς λαοῖς τοῦ γενέσθαι πατριάρχην, Mansi 12, 987C .D.·
«οὐκ οἶδεν ὁ τῆς ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος ἔριν ἢ φιλονεικίαν, ἀλλ’ ὥσπερ οἶδεν ὁμολογεῖν εὐσεβῶς ἓν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οὕτω καὶ συμφωνίαν μίαν ἐπὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ πράγματος. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐστὶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστον ὡς τὸ ἑνωθῆναι ἡμᾶς, καὶ γενέσθαι μίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν, καθὰ καὶ ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς εἰλικρινοῦς ἡμῶν πίστεως ὁμολογοῦμεν». «Γενέσθαι», ἐπειδὴ εἶχε προηγηθεῖ αἵρεση· ὡς ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία.
[12] PG 9,552B (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως),
PG 68, 633B (ἁγ.
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας) καὶ PG 96,765C
καὶ
PG 95, 347C .348A
(ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ).
[13] Ὅρος Πίστεως τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐκ τῆς Πράξεως ε΄) ACO II, 1, 2, 126· «Ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ σωτήρ, ὁ Χριστός, τῆς πίστεως τὴν γνῶσιν τοῖς μαθηταῖς βεβαιῶν ἔφη· εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, ὥστε μηδένα πρὸς τὸν πλησίον διαφωνεῖν ἐν τοῖς δόγμασι τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ ἐπίσης τὸ τῆς ἀληθείας ἐπιδείκνυσθαι κήρυγμα». ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011 http://www.theodromia.gr/92BD47
EB.el.aspx
[14] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ.
5-6.
[15] Ὅπ. π., σσ. 22-23.
[16] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός», εν Οἰκουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες,
Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν
Α.Π.Θ., 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 237-243.
[17] Βλ. τὸ κείμενο
στοῦ π. Γ. ΤΣΕΤΣΗ,῾Η συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση
τοῦ ΠΣΕ, σσ. 220-227. Νέα ἐπανέκδοση
στὴν «᾿Ορθοδοξία», περίοδ. Βʹ, ἔτος
Ιʹ, τεῦχος δʹ/᾿Ιαν.
- Μάρτ. 2003, σσ. 71-77. Μὲ τὴν ἐγκύκλιο αὐτὴ συνδέεται ἡ
Πατριαρχική καὶ
Συνοδική ᾿Εγκύκλιος
τοῦ 1904 τοῦ
ἰδίου
Πατριάρχου καὶ
τοῦ ἰδίου πνεύματος
μὲ τὴν πρώτη. Τὸ κείμενο βλ. στοῦ π. Γ. ΤΣΕΤΣΗ, σσ. 228-35· πρβλ. σ. 47
ἑ.ἑ.
[18] π. Γ.
ΤΣΕΤΣΗΣ, ῾Η συμβολή..., σ. 28.
[19] ΒΛΑΣ.
᾿Ι. ΦΕΙΔΑΣ, Αἱ ᾿Εγκύκλιοι τοῦ
1902 και τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, ἐν τῆ εὐρυτέρα οἰκουμενιστικῆ
προοπτική τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, στην «Ὀρθοδοξία», τ. Α΄, (περίοδος Β΄, Ἰαν.-Μάρτ.
2003), σ. 131.
[20] Στὸ ἴδιο. Πρβλ. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ,
ὅπ., π., σ.
31.
[21] Βλ. π. Γ.
Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Πῶς ἔγινε ὁ Πάπας «ἀλάθητος».
Κριτικὴ παρουσίαση ἔρευνας τοῦ
ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου - ἱστορικοῦ, ᾿Α. Μπ.
Χάσλερ..., Τρίκαλα 20022.
[22] ῞Οπ. π., σ. 135.
[23] ῎Εμπειρος θεολόγος ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς διορθώνει τὸ πατριαρχικὸ κείμενο, μιλώντας γιὰ «Προτεσταντικὲς ἐκκλησίες» καὶ ὄχι «᾿Εκκλησία Διαμαρτυρομένων», ὅπως τὸ κείμενο.
[24] ῞Οπ. π., σ. 135 ἑ. «῾Ο ὅρος ῾῾ἀναδενδρὰς᾿᾿ χρησιμοποιεῖται κυριολεκτικῶς τόσο γιὰ τὴν ἀναρριχώμενη κληματίδα, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἀναρριχώμενο ἀγριόκλημα. ᾿Αναμφιβόλως, ἡ ἐπιλογή του πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀμφίσημη σημασιολογική του φόρτιση κατ᾿ ἀναφορὰν πρὸς τὸ δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤ καὶ πρὸς τὴν αὐθεντική του συνέχεια στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἀφ᾿ ἑνὸς μέν, γιὰ νὰ ἀποκλεισθῆ ὁποιαδήποτε σύγχυση πρὸς τὴν ἀγγλικανική θεωρία περὶ κλάδων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ μήν ταυτισθοῦν οἱ ᾿Εκκλησίες τῆς Δύσεως πρὸς τὴν ἄμπελο τὴν ἀληθινή, καίτοι τρέφονται ἀπὸ τὴν κοινή ρίζα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸ χαρακτηρισμὸ τῶν δύο ῾῾ἀναδενδράδων᾿᾿ ὡς ᾿Εκκλησιῶν. ῾Υπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ ὅρος ῾῾ἀναδενδρὰς᾿᾿ παρουσιάζει μεγαλύτερη σημασιολογική συγγένεια πρὸς τὶς ῾῾παραφυάδες᾿᾿, οἱ ὁποῖες τρέφονται ἀπὸ τή ρίζα τοῦ δένδρου, ἀλλὰ δὲν παράγουν καρπούς».
[25] Στὸ ἴδιο, σ. 138.
[26] Τὸ κείμενο βλ. στοῦ ᾿Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα 2, 957-960 (950 ἑ.) («Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ») (Πρβλ.π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, ῾Η Συμβολή..., σ. 73 ἑ.ἑ.).
[27] ῞Οπ. π., σ. 194.
[28] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη - ᾿Επίσημα πατριαρχικὰ κείμενα, Κατερίνη 1989, σ. 56 καὶ 57.
[29]᾿Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ΔΣΜ, 2, 951
ἑ. ῾Ο Τοποτηρητής ἔκαμε τὴν ἀκόλουθη πρόταση στή Σύνοδο : «Νομίζω ὅτι εἶναι καιρὸς πλέον, ὅπως ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία σκεφθῇ σοβαρῶς καὶ περὶ τοῦ ζητήματος τῆς ἑνώσεως τῶν ἐπὶ μέρους χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τῶν ᾿Αγγλικανῶν, τῶν Παλαιοκαθολικῶν καὶ τῆς ᾿Αρμενικῆς ᾿Εκκλησίας... Τὸ βαρυσήμαντον ἄγγελμα καὶ πρόσταγμα πρὸς μελέτην τοῦ ζητήματος περὶ προσεγγίσεως καὶ δή καὶ ἑνώσεως τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ῾Ομολογιῶν πρὸς σχηματισμὸν ῾῾κοινωνίας ᾿Εκκλησιῶν᾿᾿ πρέπει νὰ προέλθῃ ἐκ τῆς ἐν τῇ ᾿Ανατολῇ Μεγάλης ᾿Εκκλησίας τῆς Κων/λεως». (Πρβλ. π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, ῾Η συμβολή..., σ. 236 ἑ.ἑ.).
[30] ΒΑΣ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ΘΗΕ 9 (1967) 859 ἑ.
[31] «Δύναται δὲ ἡ φιλία αὕτη καὶ ἀγαθόφρων πρὸς ἀλλήλους διάθεσις ἐκφαίνεσθαι καὶ τεκμηριοῦσθαι εἰδικώτερον, κατὰ τήν γνώμην ἡμῶν, ὡς ἑξῆς : α) διὰ τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό πασῶν τῶν ᾿Εκκλησιῶν...».
[32] π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, ῾Η συμβολή..., σ. 74 ἑ.
[33] Στὸ ἴδιο, σ. 82 ἑ.
[34] «Πολλὰ σημεῖα» τῆς ᾿Εγκυκλίου τοῦ 1920 «ἐφηρμόσθησαν εἰς τὴν Οἰκουμενικήν Κίνησιν», (Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ,
ΘΗΕ
9, στ. 694). Βλ. καὶ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ, «Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος—᾿Ορθόδοξοι ᾿Απόψεις», στὸ «᾿Επιστημονικὴ Παρουσία ῾Εστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. Αʹ, σ. 323-366, ἐν ᾿Αθήναις 1987· ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ἑνότητα ΙΙΙ, «Βήματα πρὸς σταθεροποίησιν τοῦ κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος» (σ. 351 ἑπ., «βήματα» 1-16).
[35] Σπουδαία κριτική βλ. στοῦ ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ᾿Αλήθεια καὶ ῾Ενότητα..., σ. 195 ἑ.ἑ.
[36] Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ Θυατείρων Γερμανὸς (Στρηνόπουλος). ῾Ως ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ αʹ παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωή καὶ ᾿Εργασία» ἀναφέρθηκε διὰ μακρῶν στὴν ᾿Εγκύκλιο τοῦ 1920 καὶ δήλωσε τὰ ἑξῆς : «Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε, νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ᾿Εκκλησίες ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴνἑνότητα, ὑπό τὴν στενή ἔννοια τῆς λέξεως ἔννοια, ποὺ ἑνώνει σ᾿ ἕνα σῶμα τὰ μέλη μιᾶς ὁποιασδήποτε κοινωνίας, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, πιὸ περιεκτική ἔννοια τῆς ἑνότητος, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ὅσοι παραδέχονται τὴν θεμελιώδη διδασκαλία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, καὶ ἀποδέχονται Αὐτὸν ὡς Σωτῆρα καὶ Κύριο, θὰ ἔπρεπε νὰ θεωροῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς μέλη τοῦ ἰδίου σώματος καὶ ὄχι ὡς ξένους. Χωρὶς νὰ εἰσχωρήσουμε στὴν ἐξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν, ποὺ χωρίζουν τὶς ᾿Εκκλησίες, πρόσθετε ὁ Θυατείρων, πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε αὐτήν ἀκριβῶς τὴν ἰδέα τῆς εὐρυτέρας ἑνότητος...». (π. Γ. ΤΣΕΤΣΗΣ, σ. 101). Εἶναι φανερή ἡ θεωρία περί
«διευρυμένης Ἐκκλησίας».
[37] ῞Οπ. παρ., σ. 196, ἑ.
[38] ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, «Ὁ
Συγκρητισμός», Ὀρθόδοξος Τύπος (23-7-2004)
1-2.
[39] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ.
Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 5-7.
[40] Οἰκουμενισμός. Γένεση,
Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα
Τελετῶν Α.Π.Θ., 20/24-9-2004, τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 1012-1014, 1020-1021.
[41] L. BOUYER, Dictionnaire Theologique, p. 476, Tournai (Belgium ), 1963.
[42] Yves M.-J.Congar, Chretiens en Dialogue, Contributions catholiques a
l’oecumenisme, p. 38-39, Paris 1964. Σχ.βλ. ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ,
τ. Α΄, ἐκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι
1969, σσ. 358-366.
[43] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ.
Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σ. 6.
[44] http://orthodox-voice.blogspot.gr/2013/03/blog-post_471.html
Διαβάστε και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου