Ἡ μασονική προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
Ὁ Καθηγητής Harvey σημειώνει εἰσαγωγικῶς: «Αὐτές οἱ ἀντιπαραθέσεις ἔχουν περιελιχθεῖ ὡς
ἐπί τό πλεῖστον περί τό εἶδος τοῦ θρησκευτικοῦ καί κοινωνικοῦ φιλελευθερισμοῦ πού
ἤθελε ὁ Ροκφέλλερ νά ἐκπροσωποῦν οἱ ἐκκλησίες. Ἀπό τίς κολλεγιακές του ἡμέρες
στό Πανεπιστήμιο Μπράουν, συλλογιζόταν γιά τά θέματα αὐτά. Χειρόγραφες
σημειώσεις γιά μιά ὁμιλία πού ἔκανε στόν πανεπιστημιακό χῶρο τῆς ΧΑΝ τό 1894,
χάραξαν μιά διάκριση μεταξύ τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν φρονημάτων πού
ἁπλᾶ ἀπαιτοῦνταν γιά τή συμμετοχή σέ διάφορες σέκτες. “ Ὁ Χριστιανός εἶναι Χριστιανός ἀνεξαρτήτως σέ ποιά ἐκκλησία ἀνήκει”,
ἐπέμενε. “Σέ μᾶς ἁρμόζει νά ἀκολουθήσουμε στά ἴχνη Του, νά κάνουμε τό καλό στόν
κόσμο καί τήν ἀνθρωπότητα, βοηθώντας τούς ἀδυνάμους καί καταπιεσμένους”
καί ὑπερασπιζόμενοι
τό δίκαιο καί διεξοδικῶς, νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια ζωή πού ἔχει
προετοιμασθεῖ γιά μᾶς· καί αὐτό μποροῦμε νά τό κάνουμε μόνον ὐπακούοντας τίς
κατευθύνσεις πού Αὐτός ἔχει δώσει»
[46].
«[...] Ὁ Ροκφέλλερ ἀπό πολλά χρόνια πρίν ὑποστήριζε τόν πρακτικό Χριστιανισμό ὡς τό κλειδί γιά ἁρμονικές
σχέσεις μεταξύ καπιταλιστῶν καί ἐργατῶν. Κατευθυνόταν σέ αὐτή τήν
προσέγγιση ἀπό τόν Μακένζυ Κίνγκ, πού ἦταν ὁ βιομηχανικός του σύμβουλος καί
σύντομα θά γινόταν πρωθυπουργός τοῦ Καναδᾶ καί ἀπό τόν Ἄιβι Λῆ, πού ἦταν εἰδικός
στίς δημόσιες σχέσεις γιά τόν πατέρα του καί αὐτόν» [47].
Ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ
Νεώτερος ἀνέλαβε, μέ παρότρυνση τοῦ Μόττ, νά βοηθήσει οἰκονομικῶς τήν «Παγκόσμια
Διεκκλησιαστική Κίνηση», μία διομολογιακή
ὀργάνωση τοῦ προτεσταντισμοῦ μέ κοινωνικούς σκοπούς, ὅπου ὁ Τζόν Μόττ ἦταν Πρόεδρος[48]. Τό ὕψος τῆς οἰκονομικῆς βοηθείας
γιά τά οἰκουμενιστικά ὁράματα τοῦ Ροκφέλλερ ἦταν τεράστιο:
«Γιά νά τό δηλώσουμε ἐν συντομίᾳ, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός
τοῦ Ροκφέλλερ γιά τήν Παγκόσμια
Διεκκλησιαστική Κίνηση, ὄχι μόνο τόν ὁδήγησε νά ζητήσει ἀπό τόν πατέρα του
νά τήν χρηματοδοτήσει μέ 50 ἕως 100 ἑκατομμύρια δολλάρια, ἀλλά νωρίτερα τόν εἶχε
ὁδηγήσει στό νά ἐγγυηθεῖ στήν τράπεζά του τόν δανεισμό ἑνός ἑκατομμυρίου
δολλαρίων πέραν τῶν ἀσφαλιστικῶν καλύψεων τῶν ὁμολογιῶν πού συμμετεῖχαν» [49].
Ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος
ἐπίσης ὄχι μόνον ἀπέτρεψε τή μείωση τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Κινήσεως, ἀλλά καί ἐπιβεβαίωσε
τόν καπιταλιστικό προσανατολισμό της, ὡς παράγοντα οἰκονομικῆς σταθερότητος[50].
«Τό ἵδρυμα θά συνένωνε ἱερωμένους τῶν συμμετεχουσῶν ἐκκλησιῶν,
σέ ἕνα κοινό χρηματοδοτικό ταμεῖο καί θά ἕνωνε τίς ἐξωτερικές καί ἐσωτερικές
δραστηριότητες τῶν ὁμολογιῶν. Στόν πατέρα του ἐξήγησε: “Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε
νά ὑπερεκτιμήσουμε τή σημασία αὐτῆς τῆς Κινήσεως. Ὅπως τό βλέπω, ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἔχει μιά πολύ πιό ἐκτεταμένη
ἐπιρροή ἀπό τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν στήν ἐπίτευξη εἰρήνης, εὐδαιμονίας, καλῆς
θελήσεως καί εὐημερίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς”. Ἐδῶ ὁ Ροκφέλλερ ἔφθασε τήν
πληρότητα τοῦ ὁράματός του γιά μιά σπουδαία
θρησκευτική κίνηση πού θά ἀποκαθιστοῦσε τήν ἁρμονία τῶν τάξεων ἐντός τοῦ
παγκοσμίου καπιταλισμοῦ. Θά ἔκανε γιά “τήν προσωπική σχέση στή βιομηχανία”
αὐτό πού εἶχε κάνει ὁ πατέρας του γιά τήν ἑταιρική ὀργάνωσή της» [51].
Στά παραπάνω εἶναι
φανερή ἡ ἀντιστοίχιση τῆς πρώιμης οἰκουμενιστικῆς κινήσεως μέ τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν
(1919-1943), τήν πρώτη μορφή τοῦ ΟΗΕ, μέ κατεύθυνση πρός καθαρῶς ἐγκόσμιους,
κοινωνικούς σκοπούς. Ἄς σημειώσουμε τόν ὅρο «καλή θέληση» (“goodwill”,
εὐδοκία), ἕνα ὅρο-κλειδί στή μασονική καί νεο-εποχίτικη ὁρολογία (π.χ.
στά κείμενα τῆς Bailey), ὁ ὁποῖος σήμερα διατρέχει
πολλά οἰκουμενιστικά κείμενα, ἰδιαιτέρως τά διαθρησκειακοῦ χαρακτήρα. Ὁ Harvey
συνεχίζει:
«Αὐτή ἡ σύγκρουση
συνήθως μεταφράζεται, ὅπως ἡ Παγκόσμια
Διεκκλησιαστική Κίνηση, μέ εὐρεῖς καί γενικούς ὅρους. Ὡστόσο, εἶχε ἕνα
συγκεκριμένο θεμέλιο στόν ἀγώνα γιά τόν ἔλεγχο τῶν μειζόνων ὁμολογιῶν. Ὁ ἀγώνας
ἦταν μεταξύ ἐκείνων πού ἔδιναν ἔμφαση στόν Χριστιανισμό ὡς τρόπο προσωπικῆς
σωτηρίας καί ἐκείνων πού ἐτόνιζαν τόν
ρόλο του ὡς τῆς βάσεως γιά ἁρμονικές κοινωνικές σχέσεις πού πίστευαν ὅτι εἶναι
οὐσιώδεις γιά βιομηχανική πρόοδο χωρίς ἐπανάσταση. Ὑπῆρχε ἐπίσης τό κρυφό
θέμα τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς διακυβερνήσεως ἐναντίον τῆς διοικητικῆς
σταθεροποιήσεως. Ἐνῷ ὁ Χάρρυ ἔφερε ἕναν πολύ ὁρατό ρόλο σέ αὐτό τό
καλο-δημοσιοποιημένο δρᾶμα, ὁ Ρέημοντ
διευκόλυνε μερικές ἀπό τίς πιό κρυφές τεχνικές ρυθμίσεις» [52].
Πράγματι, ὅταν ἡ βραχύβια (1919-1920) «Παγκόσμια
Διεκκλησιαστική Κίνηση» ἀντιμετώπισε ἀνυπέρβλητα οἰκονομικά προβλήματα καί
τελικῶς διαλύθηκε, ὁ Raymon Fosdick
ἦταν αὐτός
πού ἔσωσε τόν Ροκφέλλερ ἀπό τό βάρος τῆς τραπεζικῆς, οἰκονομικῆς ἐγγυήσεώς του
γιά τήν Κίνηση (περίπου 6,5 ἑκ.
δολλάρια) [53] καί ἐπέτυχε στό νά
διατηρήσει ὑπό τήν κυριαρχία του ὁ Ροκφέλλερ,
ὅλες τίς ὑποδομές ἀπό τήν πτωχευμένη Κίνηση
πού ἀργότερα βοήθησαν στή δημιουργία ἑνός νέου σχήματος γιά τήν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» [54], δηλαδή τοῦ «Ἰνστιτούτου Κοινωνικῆς καί Θρησκευτικῆς Ἔρευνας» (ISRR,
Institute of Social and Religious Research), μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος
συνέχισε τό οἰκουμενιστικό πρόγραμμά του στά ἔτη 1921-1934. Ὁ Μόττ ἦταν καί σέ
αὐτό Διευθύνων Σύμβουλος[55].
Παρόμοιο πρόγραμμα ἑνοποιήσεως τῶν «ἐκκλησιῶν» καί τῶν ἱεραποστολῶν ἐξυπηρετοῦσε
καί ἡ «Ἔρευνα γιά τήν Ἐξωτερική Ἱεραποστολή
τῶν Λαϊκῶν» (Laymen’s Foreign Mission Inquiry), τῶν ἐτῶν 1930-1932, χρηματοδοτημένη ἐπίσης ἀπό τόν
Ροκφέλλερ μέσῳ τοῦ ISRR[56].
«Τό βιβλίο “Ἀνα-σκεπτόμενοι
τίς Ἰεραποστολές”(1932) τοῦ Ἰδεαλιστῆ φιλοσόφου τοῦ Χάρβαρντ Γουΐλλιαμ Ἔρνεστ
Χῶκινγκ, πού ἦταν ἡ τελευταία ἀναφορά τῆς Ἔρευνας, ἔκανε ἔκκληση γιά τή συνεργασία ὅλων τῶν θρησκειῶν ἐναντίον τῶν
κοσμικῶν πολιτικῶν κινημάτων στίς χῶρες τῆς Ἀσίας. Ὁ τόμος ἀποδοκιμάστηκε ὡς
συγκρητιστικός ἀπό τίς περισσότερες ὁμολογίες, συμπεριλαμβανομένης ἐκείνης τοῦ
Ροκφέλλερ, τῶν Βορείων Βαπτιστῶν» [57].
Ὁ Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος
ἐν τῷ μεταξύ, παρά τήν προϊοῦσα ἀπογοήτευσή του ἀπό τήν πρόοδο τῶν σχεδίων του,
χρηματοδότησε καί τό γνωστό Διεθνές Ἱεραποστολικό Συνέδριο (1921), μέ
πρωταγωνιστή καί πάλι τόν Τζόν Μόττ[58].
«Μετά τό 1935 ὁ Ροκφέλλερ ἐγκατέλειψε περαιτέρω ἄμεσες
προσπάθειες νά ἑνοποιήσει τίς ἐκκλησίες καί τήν κοινωνική τους δράση. Ἔχοντας
κτίσει τήν Ἐκκλησία Riverside στήν Πόλη τῆς Νέα Ὑόρκης
στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1920, ὡς ἕνα μνημειώδες
μοντέλο γιά τοπική ἐκκλησιαστική ἑνότητα καί σάν ἐθνικό ἄμβωνα γιά τόν
Χάρρυ Ἔμερσον Φόσντικ, ἀνήγειρε τό 1959 τό συνημμένο σέ αὐτήν Διεκκλησιαστικό
Κτίριο, γιά νά στεγάσει τό Ἐθνικό
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί ἄλλους συνεργαζόμενους ὀργανισμούς σέ αὐτή τή χώρα.
Καί χρηματοδότησε τό Οἰκουμενικό Ἰνστιτοῦτο στή Γενεύη τῆς Ἑλβετίας, λίγο μετά
τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιά τό Παγκόσμιο
Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὡστόσο, καί μέσα σέ αὐτούς τούς οἰκουμενικούς ὀργανισμούς
καί τίς ἐπί μέρους ὁμολογίες τους, συνεχίζεται ἡ ἀντιπαράθεση γιά ἔμφαση στό
προσωπικό ἤ τό κοινωνικό εὐαγγέλιο καί γιά τήν συγκεντρωτική ἤ ἀποκεντρωτική
διοργάνωση. Ὁ ρόλος τοῦ Ροκφέλλερ σέ αὐτά τά θέματα ἔχει ἐπί μακρόν συσκιασθεῖ,
εἰς βάρος μιᾶς καλύτερης κατανοήσεως τῶν σχετικῶν θεμάτων καί τῆς σχέσεώς τους
πρός ἄλλες διαστάσεις τῆς ἱστορικῆς διαδικασίας» [59].
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτος ἐν
προκειμένῳ ὁ χαρακτήρας τόσο τῆς Riverside Church
ὡς τοῦ
πρώτου «διομολογιακοῦ» (γιά ὅλες τίς ὁμολογίες) προτεσταντικοῦ ναοῦ, ὅσο καί ἡ ἐνίσχυση
τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (“National Council of Churches”) πού ἀποτελεῖ τό
πανομοιότυπον τοῦ ΠΣΕ στίς ΗΠΑ. Ἡ χρηματοδότηση τόσο τοῦ Διεθνοῦς Ἱεραποστολικοῦ Συνεδρίου,
ὅσο καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Μποσσέ στή Γενεύη (Bossey
Ecumenical Institute),
θεμελιωμένου τό 1946, ἀναδεικνύει περαιτέρω τήν ἀνάμειξη τῶν Ροκφέλλερ στόν Οἰκουμενισμό.
Στό πολύ ἀποκαλυπτικό
προαναφερθέν βιβλίο τῶν δημοσιογράφων Colby καί Dennett
ἀναφέρεται
ὁ συνδυασμός τοῦ χιλιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Μόττ καί τῶν ἐπιχειρηματικῶν
προσδοκιῶν τῶν Ροκφέλλερ πρός τόν σκοπό τῆς ἱεραποστολῆς. Σύνδεσμος τῶν δύο ὑπῆρξε
ὁ Φρέντερικ Γκέητς (Frederick Taylor Gates, 1853-1929),
πρεσβύτερος τῶν Βαπτιστῶν καί σύμβουλος τῶν Ροκφέλλερ.
_______________________
[46]
CH. HΑRVEY , ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 202ἑ.
«These controversies have revolved largely around the
kind of religious and social liberalism Rockefeller wanted the churches to
represent. Since his college days at Brown
University , he had
deliberated on these matters. Handwritten notes for a talk he gave to the
campus YMCA in 1894 drew a distinction between the essence of Christianity and
beliefs simply required for membership in various sects. "A Christian is a
Christian no matter what church he belongs to,'' he insisted. "It is for
us to follow in His footsteps, to do good to the world and mankind, helping the
weak and the oppressed and standing up for the right and at length to inherit
the everlasting life which is prepared for us; and this we can do only by
obeying the directions He has given"».
[47]
Αὐτόθι, σελ. 200· «The two activities
coincided in that Rockefeller for several years had advocated practical
Christianity as the key to harmonious relations between capitalists and labor.
He was guided in this approach by Mackenzie King, who was his industrial
adviser and soon was to become prime minister of Canada , and by Ivy Lee, who was a
public relations expert for his father and himself».
[48]
Αὐτόθι, σελ. 199.
[49]
Αὐτόθι, σελ. 198· «Briefly stated, the truth is that Rockefeller's enthusiasm for the IWM
not only led him to ask his father to endow it with 50 to 100 million dollars,
but earlier had led him to guarantee its bank borrowing a million dollars
beyond the underwritings of the participating denominations».
[50]
Αὐτόθι, σελ. 200ἑ.ἑ.
[51]
Αὐτόθι, σελ. 201ἑ. «The foundation would bind ministers of participating churches in a
common pension fund and unite the denominations' foreign and domestic
activities. To his father he explained, "I do not think we can
overestimate the importance of this Movement. As I see it, it is capable of
having a much more far-reaching influence than the League
of Nations in bringing about peace, contentment, goodwill and
prosperity among the people of the earth." Here Rockefeller reached the
fullness of his vision of a great religious movement that would restore class
harmony within global capitalism. He would do for "the personal relation
in industry" what his father had done for its corporate organization».
[52]
Αὐτόθι, σελ. 206· «This conflict
is usually interpreted, like the IWM, in broad and general terms. Yet it had a
specific foundation in the struggle for control of the major denominations. The
struggle was between those who emphasized Christianity as a mode of personal
salvation and those who stressed its role as the basis for the harmonious
social relations they believed were essential to industrial progress without
revolution. There was also the hidden issue of representative governance versus
administrative consolidation. While Harry bore a highly visible role in this
well-publicized drama, Raymond facilitated some of the more covert technical
arrangements».
[53]
Αὐτόθι, σελ. 204.
[54]
Αὐτόθι, σελ. 199· «Yet Rockefeller retained the principal
assets of the IWM-its field surveys-as the basis for a new organization he
hoped to endow that could replace the IWM for the purpose of unifying the
churches».
[55]
Αὐτόθι, σελ. 207.
[56]
Αὐτόθι, σελ. 199.208.
[57]
Αὐτόθι, σελ. 208· «Harvard Idealist philosopher William
Ernest Hocking's Re-Thinking Missions (1932), the Inquiry's final report, called
for the cooperation of all religions against secular political movements in
Asian countries. The volume was disavowed as syncretistic by most
denominations, including Rockefeller's own Northern Baptists».
[58]
Αὐτόθι, σελ. 208· «However, for several years before that, he
had redirected the activities of its staff to serve one last personal attempt
on his part to unify the world mission of the churches. He had not kept well
informed about the International Missionary Council, which Mott had organized
in 1921 to carry on the work of the 1910 Edinburgh Conference, although he had
helped to finance it. Yet he used Mott's 1929 financial appeal for that
organization as a springboard for his own Laymen's Foreign Mission Inquiry».
[59]
Αὐτόθι, σελ. 208· «After 1935
Rockefeller abandoned further direct efforts to unify the churches and their
outreach. Having built Riverside Church in New Υork City in the late 1920s as a
monumental model of local church unity and as a national pulpit for Harry
Emerson Fosdick, he erected the Interchurch Building adjacent to it in 1959 to
house the National Council of Churches and other cooperative agencies in this
country. And he financed the Ecumenical Institute in Geneva , Switzerland ,
shortly after World War I1 for the World Council of Churches. Still, even
within these ecumenical organizations and their constituent denominations,
controversy has continued over the personal or social gospel emphasis and over
centralized or decentralized organization. Rockefeller's role in these matters
too long has been obscured, to the detriment of a better understanding of the
issues involved and of their relationship to other dimensions of the historical
process».
Ορθόδοξος Τύπος, 31/1/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου