18/1/15

Εμπειρίες του Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου από τον Όσιο Γέροντα Παΐσιο

Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου κατά τό Συνέδριο πού ἔγινε στήν Κόνιτσα τόν Σεπτέμβριο 2011, ἀφιερωμένο στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶναι ἕνας μεγάλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής, ἀσκητής, ἄνθρωπος προσευχῆς καί μεγάλης ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἄς τολμήσομε νά ποῦμε λίγα ἀπ’ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἴδαμε κι ἀκούσαμε, ὡς ὑποχρεωμένοι νά τά μαρτυρήσομεν, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό καί γιά τή ζωή Του καί γιά τά θαύματα Του, προκειμένου νά βοηθήσουν ὅλους ἐμᾶς νά πιστεύσομεν ὅτι αὐτός ἐστί, πράγματι, ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου καί πιστεύοντας εἰς Αὐτόν νά ἔχομε ζωήν αἰώνιον.
Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων γνώρισαν τόν Γέροντα καί συνδέθηκαν μαζί του.  Ὁ καθένας ἀπ’ αὐτούς ὅλους, κατά τό μέτρο τῆς χωρητικότητάς του, ἔλαβε τήν εὐλογία καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντος. 

Σίγουρα ὁ καθένας ἔχει νά πεῖ πάρα πολλά καί αὐτή ἡ εὐλογία τῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἀνεξάντλητη, ὅπως ἀνεξάντλητος εἶναι καί ὁ ὠκεανός τῆς Θείας Χάριτος, πού ἦταν πλημμυρισμένος πάντοτε ὁ Γέροντας. Γνώρισα τόν Γέροντα Παΐσιο ὅταν ἤμουν 18 χρόνων, μόλις τελείωσα τό Λύκειο καί τό 1976 βρέθηκα γιά σπουδές στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.  Τότε ἄκουγα γιά τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό διάφορους συμφοιτητές μου καί εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νά πάω. Ἔτσι τόν Σεπτέμβριο τοῦ ᾽76 προσπάθησα νά τό ἐπισκεφθῶ. Ἡ πρώτη ἐπίσκεψη ἦταν τραγική.  Δέν μ’ ἄρεσε καθόλου καί ἔφυγα τήν ἑπόμενη μέρα τό πρωΐ.  Εἶπα: «Δέν πρόκειται νά ξαναπατήσω σ’ αὐτό τόν τόπο».  Μοῦ φάνηκε τόσον ἄσχημος τόπος, τόσον ἀπαίσιος, τόσο καταθλιπτικός. Τοῦ πειρασμοῦ ἦταν βέβαια, μή νομίσετε ὅτι ἔτσι εἶναι ὁ τόπος.  Ἐγώ ἔφταιγα, δέν ἔφταιγε ὁ τόπος, ἀλλά ἔτσι ἦταν στό δικό μου μυαλό.  Μή ξεχνᾶτε, ὅτι προερχόμουν ἀπό ἕνα χῶρο πού δέν εἴχαμε καί μεγάλες ἐμπειρεῖες ἀπό μοναχική ζωή καί Ἅγιον Ὄρος. Τήν ἑπομένη τό πρωΐ βγῆκα ἔξω.  Ὅταν ἄκουγα διηγήσεις ἀπό φοιτητές ἄλλους, πόσο ὡραῖα ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος, ντρεπόμουν νά πῶ ὅτι ἐμένα δέν μοῦ ἄρεσε καθόλου.  Ξαναδοκίμασα νά πάω σέ 10-15 μέρες.  Ἦταν νομίζω ἀρχές Ὀκτωβρίου.  Ἐν τῷ μεταξύ, πρώτη φορά ἄκουγα ἀπό τούς συμφοιτητές μου γιά τόν π. Παΐσιο καί γιά τόν παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια καί γιά μερικούς ἄλλους Γέροντες, πού ὄντως ἔλαμπαν ἐκεῖνο τό διάστημα, σάν φωστῆρες, εἰς τό στερέωμα τοῦ Ἁγ. Ὄρους.
Πῆγα στόν Γέροντα μέ ἕνα Ἱεροδιάκονο τότε, ὁ ὁποῖος τώρα ἐκοιμήθη καί ὁ ἴδιος μέ ὁδήγησε στόν π. Παΐσιο,  ὁ ὁποῖος ἔμενε τότε στόν Τίμιο Σταυρό, στήν Καψάλα. Εἶχα μεγάλη ἀγωνία νά τόν δῶ, γιατί στόν δρόμο μοῦ διηγόταν ὁ διάκος θαύματα καί πράγματα καί προφητεῖες καί φοβόμουν ὅτι θά μοῦ ἀποκαλύψει καί ὅλα τά ἄδηλα καί κρύφια τῆς καρδίας μου.  Ὑπῆρχε καί κίνδυνος νά μέ ἐκδιώξει μέ τίς κλωτσιές, βέβαια, ἀπό τόν χῶρο ἐκεῖνο.
Κτυπήσαμε τό κουδούνι καί περιμέναμε.  Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση μιά πινακίδα πού εἶχε γραμμένη ὁ Γέροντας.  Ἔγραφε ἐκεῖ στόν Τίμιο Σταυρό: «Καλύτερα νά μήν μέ ἀπασχολεῖτε μέ τίς ἀργολογίες κ.λ.π., πιό πολύ μπορῶ νά σᾶς βοηθήσω μέ τήν προσευχή».
Κάποια στιγμή, ἀκούσαμε μιά φωνή καί βλέπω ἕνα γεροντάκι τό ὁποῖο ἦταν τυλιγμένο μέ μιά πράσινη κουβέρτα μέ ρίγες καί ἄρχισε νά ἀνεβαίνει σιγά - σιγά παραπατώντας στόν δρόμο, γιά νά μᾶς ἀνοίξει.  Μοῦ λέει ὁ διάκος: «Αὐτός εἶναι ὁ Γέρο-Παΐσιος».  «Αὐτός εἶναι ὁ Γέρο-Παΐσιος;».  Ἀμέσως ἔχασα ὅλη μου τή διάθεση.  Ἐγώ περίμενα νά δῶ κανένα... Δέν ξέρω τί φανταζόμουν, τέλος πάντων... Εἶδα μπροστά μου ἕνα γεροντάκι, ὄχι γεροντάκι, στήν ἡλικία μου ἦταν βέβαια, ἔτσι τόν ἔβλεπα τότε.  Ἀδύνατος, καχεκτικός... Μᾶς ἄνοιξε, μπήκαμε μέσα, καθίσαμε σ’ ἐκεῖνο τό πάφτωχο, κυριολεκτικά, ἀρχονταρικάκι του πού εἶχε, δηλαδή, ἦταν ἕνα μικρό δωμάτιο μέ δυό σάν κρεββάτια. Περίμενα ἐκεῖ, γεμάτος ἀπορία καί ἀγωνία νά δῶ πῶς εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος. 
Ὁ Γέροντας ἄρχισε νά μᾶς διηγεῖται διάφορα πράγματα καί αὐτά μᾶς ἦταν τελείως ἀδιάφορα.  Σέ μιά στιγμή, ἔβγαλε τά παπούτσια του καί βγῆκε πάνω στό κρεββάτι, θέλοντας νά μᾶς παραστήσει κάτι πού μᾶς ἔλεγε.  Ἐγώ λέω: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλά».  Ἀπογοητεύτηκα καί εἶπα: «Φαίνεται δέν εἶναι καλά, γι’ αὐτό τόν ᾽βγάλαν Ἅγιο καί ἔρχονται ἐδῶ νά τόν δοῦν». «Νά δοῦμε τώρα πῶς θά ρίξομε τή συζήτηση στά σοβαρά».  Σκεφθεῖτε, δηλαδή, ποῦ βρισκόμουνα. «Γέροντα, ἔχετε μεγάλη φήμη στή Θεσσαλονίκη». «Ναί; Σοβαρά;». «Ναί, ναί καί τό ὄνομά σας ἀκούγεται πολύ».  Μοῦ λέει: «Κοίταξε, βρέ παιδί μου, ἐδῶ πιό πάνω πού πέρασες εἶδες τά σκουπίδια ὅλα;» «Ναί». Μοῦ λέει: «Κοίταξε ἐκεῖ».  Πράγματι, κοίταξα καί εἶχε ἐκεῖ μιά παλιοκονσέρβα ἀπό καλαμαράκια, πού κυκλοφοροῦσαν στό Ὄρος τότε, καί ἔπεφτε ὁ ἥλιος πάνω καί ἔφεγγε.  Μοῦ λέει: «Τήν βλέπεις ἐκείνη τήν κονσέρβα πού λάμπει;» «Ναί». «Ἔ, ἔτσι εἶμαι κι ἐγώ.  Κονσέρβα ἄδεια, πεταμένη, χαλασμένη καί τήν βλέπει ὁ κόσμος ἀπό μακριά καί νομίζει ὅτι κάτι εἶναι».  Μόλις πήγαινα νά τόν ρωτήσω κάτι, μοῦ ἔδινε ἕνα λουκούμι.  Θά ἔφαγα 15 λουκούμια μέχρι νά φύγω!
Δέν μᾶς εἶπε τίποτα.  Ἀπογοητεύτηκα, σέ κάποια στιγμή δέν ἐρωτοῦσα πλέον.  Ἔλεγε στόν διάκο διάφορα.  Σηκωθήκαμε νά φύγομε.  Λέω: «Γέροντα, μᾶς εἶπαν ὅτι ἔχετε κάτι φίδια ἐδῶ,  ἀληθεύει;» «Ναί, θέλεις νά τά δεῖς;».  Ἔ, τί θά τοῦ ἔλεγα, ὅτι δέν θέλω νά τά δῶ; «Ναί, ἐντάξει, καλά εἶναι νά τά βλέπαμε».  τοῦ εἶπα.  «Ἄκουσε, αὔριο πού θά γίνεις Πνευματικός, νά’ ρθεῖς  νά σοῦ τά δείξω,  ἐδῶ τά ἔχω», ἐννοώντας τήν καρδιά του. Βγήκαμε ἔξω.  Ἐγώ ἤμουν ἀπογοητευμένος, σκέφτηκα «Δέν ἔχει τίποτα, δέν ἔχει νόημα».  Στό κάγκελο ἐκεῖ τῆς πόρτας τόν ρωτῶ γιά τελευταία φορά, ἔτσι ἀπεγνωσμένος: «Ἔ, πέστε μας καί κάτι νά ὠφεληθοῦμε».  Σάν νά τοὔλεγα: «Τόση ὥρα τί μᾶς ἔλεγες;» «Ἄντε, ρέ παιδιά», μᾶς λέει «εἴσαστε νέοι ἐσεῖς, νά κάνετε πολλές μετάνοιες».  «Πόσες;» «Πολλές, πολλές» καί μᾶς κτύπησε, ἔτσι, στήν πλάτη. 
Ἐκείνη τήν ὥρα, πραγματικά, σᾶς ὁμολογῶ ὅτι ἔγινε ἕνα μεγάλο γεγονός, εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος.  Τά δένδρα, τά πουλιά, ὁ ἀέρας, τά βράχια, τά πάντα, τά πάντα.  Ἕνα φοβερό πράγμα!  Πρώτη φορά καί τελευταία, βέβαια, στή ζωή μου ἔγινε αὐτό.  Εὐωδίασαν ὅλα πάρα πολύ ἔντονα καί μᾶς κυρίευσε μιά φοβερή ἐνέργεια.  Καί ὁ Γέροντας λέει: «Ἄντε, πᾶτε, πᾶτε, πᾶτε».  Μᾶς ἔδιωξε γρήγορα-γρήγορα, ἔκλεισε τήν πόρτα, ἔφυγε στό Καλυβάκι, κι ἐμένα μέ τόν διάκο μᾶς ἔπιασε ἕνα πράγμα παράξενο.  Τοῦ λέω: «Μά, μυρίζεσαι;» «Μοῦ λέει: «Δέν λέγεται. Τί συμβαίνει;» Φύγαμε τρέχοντας μέ τά πόδια, ἀπό τόν Τίμιο Σταυρό καί φτάσαμε στόν Μπουραζέρη σέ κλάσματα χρόνου, λές καί ἤμασταν δρομεῖς καί δέν μπορούσαμε νά σταματήσουμε στόν δρόμο.  Μέχρι τόν Μπουραζέρη εὐωδίαζαν τά πάντα.  Μετά ἀπ’ αὐτό κατάλαβα ὅτι, πράγματι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος κρύβει μέσα του ἕνα μεγάλο θησαυρό!
Τόν ἐπισκέφθηκα πάλι σέ ἄλλες 10 μέρες περίπου, ὁπόταν μετά ἀπ’ αὐτό τό γεγονός, ἴσως γιατί προηγήθηκε καί τό γεγονός αὐτό μέ τήν εὐωδία, ὁ Γέροντας ἦταν τελείως διαφορετικός καί ἀπό τότε, ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ ᾽76, ὅπως λέγει καί ὁ Ψαλμός, «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου», ἔτσι καί ἡ δική μου ψυχή ἐκολλήθη ὀπίσω τοῦ Γέροντος αὐτοῦ καί αἰσθανόμουν ὅτι ὁ Θεός ἦταν ἐκεῖ!  Ὁ Θεός ἦταν παρών! Τό πρῶτο πράγμα γιά τό ὁποῖο ἐβεβαιώθηκα ἀπόλυτα, κατά ἕναν παράδοξο τρόπο, εἶναι ὅτι, ὅ,τι λέει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο, ὅ,τι εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στούς βίους τῶν Ἁγίων, ὅσα ἐγράφησαν εἰς τήν Ἐκκλησία, ὅσα ἐλέχθηκαν, ὅσα ἄκουσα, ἦταν ὅλα ἀλήθεια.  Δέν ὑπῆρχε πλέον μέσα στήν ψυχή μου ἡ παραμικρή ἀμφιβολία γιά ὁτιδήποτε ἦταν λόγος Θεοῦ καί Εὐαγγελίου.  Γιατί, φυσικό ἦταν, στά 18 χρόνια, ὅσο νἆναι, τά πράγματα εἶναι πολύ ἀνώριμα ἀκόμα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπέρασε ἐκεῖνος ὁ χρόνος μέ πάρα πολλές ἐπισκέψεις.  Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ ἀποφάσισα νά μείνω στό Ἅγιον Ὄρος, νά διακόψω τίς σπουδές μου, πράγμα πού ὁ Γέροντας δέν τό δέχθηκε, γιατί εἶχα μία ὑποτροφία ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί  μοῦ εἶπε: «Ἐντάξει, μεῖνε στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά πήγαινε νά δίνεις ἐξετάσεις κατά διαστήματα, γιατί ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία σέ ἔστειλε καί ἔχεις μιά ὑποτροφία, δέν εἶναι σωστό ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἦλθες νά διακόψεις».  Ὅπως καί ἔγινε. 
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέλω νὰ τονίσω στὴ δική σας ἀγάπη, δὲν εἶναι τόσο τὰ θαύματα τοῦ Γέροντος  Παϊσίου, τὰ ὁποῖα εἶναι πάμπολλα καὶ ἄδηλα καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, ἀλλά  αὐτὸ τὸ ὁποῖο χαρακτήριζε τὸν Γέροντα Παΐσιο καὶ αὐτὸ ποὺ τὸν ἔκανε, κατὰ τὴ δική μου ταπεινὴ ἄποψη, τόσο μεγάλο Ἅγιο. Γιατὶ πίστευα καὶ πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι πρόκειται περὶ ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου συγχρόνου τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στὴ δική μου συνείδηση εἶναι καταταγμένος μεταξὺ τῶν μεγάλων Ἁγίων καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πραγματικὰ  στηρίζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὶς εὐχές του. 

Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔδωσε τὴν εὐλογία, γιατὶ ἔβλεπε ὅτι ἤμουν ἀδύνατος καὶ ταλαίπωρος καὶ ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, συνεχόμενες μέχρι 2½ βδομάδες. Τὸν παρακολουθοῦσα μὲ πᾶσα λεπτομέρεια καί  σχολαστικότητα. Εἶχα μεγάλη περιέργεια νὰ δῶ  ὅλη τὴ ζωή του. Πάντοτε μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ τὸν κόσμο στὸ χέρι του καὶ ὅτι ὄντως, πραγματικά, στηρίζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν προσευχή του.
Ἐνθυμοῦμαι τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔμεινα ἐκεῖ γιὰ τὸ βράδυ, μοῦ λέει: «Πᾶμε νὰ φᾶμε». Μά, τί εἴχαμε νὰ φᾶμε; Ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω τὴν ἄκρα πτωχεία ποὺ ἐπικρατοῦσε κυρίως ἐκεῖ στὸν Τίμιο Σταυρό. Πήγαμε νὰ φᾶμε, ὑποτίθεται. Ἅπλωσε κάτω, ἐν τῷ μεταξύ,  κάτω στὴ γῆ θὰ τρώγαμε, δὲν εἶχε τραπέζι. Εἶχε μιὰ μαρμάρινη πέτρα τετράγωνη,  ποὺ ἐκεῖ θὰ τρώγαμε. Ἔβαλε 1-2 κρεμμ ύ δ ι α , κάτι παξιμάδια καὶ κάποιος τοῦ ἄφησε καὶ μιὰ κονσέρβα. Λέει: «Θὰ σοῦ τὴν ἀνοίξω ἐσένα αὐτή, τὴ φύλαγα γιὰ σένα». Ἀλλὰ πῶς θὰ τὴν ἄνοιγε, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐργαλεῖο. Τὴν ἄνοιξε μὲ τὸ σκεπάρνι. Δὲν εἶχε κανένα ἄλλο ἐργαλεῖο, τίποτε· ἀφοῦ δὲν χρησιμοποιοῦσε. Σηκωθήκαμε νὰ κάνομε τὴν προσευχή μας, νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ αὐτὸς στάθηκε ἔτσι ἐκεῖ στὴν ἔρημο, ὅπως ἦταν ἕνας πανέρημος τόπος ἐκεῖ ἡ Καψάλα, ὁ Τίμιος Σταυρός, σήκωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ λέγει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…». Πραγματικά, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, τόσα χρόνια μετά, οὔτε ἄκουσα ξανὰ τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ μὲ τόση δύναμη. Ἐνόμιζα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ εὐλογήσει «τὴ βρῶσι καὶ τὴν πόσι» τὴ δική μας. Ἦταν κάτι τὸ φοβερό!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη του ζωὴ ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ ἔζησα μαζί του μέχρι τὸ 1992. Ἐπήγαινα πάρα πολὺ συχνά, ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, λειτούργησα πάρα πολλὲς φορὲς στὸ ἐκκλησάκι του, ἀλλὰ ποτέ μου δὲν τὸν συνήθισα αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο. Κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσα εἶχα τὴν ἴδιαν ἀγωνία ὅπως τὴν πρώτη φορά. Καὶ μοῦ ἔλυσε αὐτὴ τὴν ἀπορία ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὸ Ἔσσεξ. Ὅταν πήγαμε μὲ τὸν ἀείμνηστο Γέροντά μας, στὴν κουβέντα ἐπάνω ποὺ μᾶς ἔλεγε, λέει τὸ ἑξῆς: «Ἡ συνάντησις μὲ ἕναν πνευματικὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, προφητικὸ γεγονός καὶ οὐδέποτε εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξοικειωθεῖς μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε θὰ εἶναι ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονός». Ὄντως, αὐτὸ συνέβαινε μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο.
Αὐτὸς λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ὑπερέβαινε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ποὺ ἡ ζωὴ του ἦταν μιὰ δυνατὴ καὶ ἔκδηλη παρουσία τῆς Χάριτος, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ φανταστῶ ὅτι θὰ ἀρρωστοῦσε καὶ θὰ ἀπέθνησκε καὶ ἔτσι δὲν πῆγα νὰ τὸν δῶ ὅταν ἦταν στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος μοῦ εἶχε στείλει τὶς εὐχές του μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν χαρακτήριζε ἦταν ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἀπέραντη ἀγάπη ἡ ὁποία ἐκμηδένιζε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖ ποὺ ζοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος δὲν εἶχε καμιὰν ἀνθρώπινη παρηγοριά, ἀπολύτως τίποτα, γι’ αὐτό ἦταν τόσο ἔκδηλη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ ὁ Θεὸς ἦταν συνεχῶς μαζί του καὶ «ἦν χείρ Κυρίου μετ᾿ αὐτοῦ διὰ παντός».
Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1982, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, μετὰ τὴν ἀγρυπνία, ἀφοῦ ξεκουραστήκαμε καμμιὰ ὥρα πῆγα νὰ δῶ τὸν Γέροντα. Ἦταν μόνος του στὸ Καλυβάκι του, στὴν «Παναγούδα».  Εἶχε πολὺ καλὴ διάθεση, ἦταν καὶ ἡσυχία, δὲν εἶχε κόσμο, νομίζω εἶχε καὶ κακοκαιρία καὶ μοῦ λέει  τὸ ἑξῆς πράγμα: «Τί νὰ σοῦ πῶ, διάκο». Ἤμουν διάκος τότε ἀκόμα. «Κάποτε καιγόταν ἡ ὕπαρξή μου ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόσο πολύ, ποὺ αἰσθανόμουν τὰ κόκκαλά μου νὰ λιώνουν σὰν λαμπάδες. Μάλιστα μιὰ φορά, περπατοῦσα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ συνεχίσω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ αἰσθανόμουν μέσα μου, καὶ ἔπεσα κάτω σὲ ἕνα δένδρο ἐκεῖ καὶ ἔλεγα: Νὰ μὴ μὲ δεῖ καὶ κανένας καὶ νὰ μὲ παρεξηγήσει, νὰ μὴ ξέρει τί ἔπαθα. Φλογιζόμουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔντονα. Ἐδῶ καὶ περίπου 7-8 χρόνια, αὐτὴ ἡ ἀγάπη ὄχι πὼς ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ μεταποιήθηκε, μεταστράφηκε σὲ μιὰ ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο καὶ λιώνω καθημερινὰ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους καὶ δὲν μπορῶ νὰ σκεφθῶ τὸ πῶς ὁ Θεὸς ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος. Σκέφτομαι καμμιὰ φορά, πῶς ἐγεννήθη ὁ Χριστός καὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, καὶ διαλύομαι». Καὶ πραγματικὰ  γέμισαν τὰ μάτια του δάκρυα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἄφηνε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐκδηλώνεται ἔτσι. Ἦταν γενναῖος στρατιώτης καὶ ἀπέφευγε νὰ ἐκδηλώνει τὰ ἐσωτερικά του βιώματα, ἐν τούτοις ὅμως, μετά, πράγματι, ἡ ζωή του κυρίως στὴν Παναγούδα  ἦταν μιὰ μορφὴ θυσίας καθημερινῆς  γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸ ἦταν τὸ δεῖγμα τῆς τέλειας ἀγάπης.
Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Πέτρο: «Καὶ σὺ ποτὲ  ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ἀκριβῶς γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο συνέβη τὸ ἴδιο. Ἀφοῦ ἔφθασε στὸ ὕψος τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεώσεως, ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ τὸν λόγο, νὰ στηρίξει τοὺς ἀδελφούς του. Μαζευόταν ἐκεῖ στὸ Καλύβι του, πραγματικά,  ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, ἀλλὰ ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους, τὰ νέα παιδιὰ ποὺ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὸν δρόμο τους καὶ μὲ μεγάλη θυσία στεκόταν δίπλα τους. Τοὺς ἄκουγε, τοὺς θεράπευε, τοὺς συμβούλευε, τοὺς ἐνίσχυε.
Ἐπίσης ἐκεῖνο ποὺ ἦταν θαυμαστό ἦταν ὁ λόγος του καί τό διαπίστωσα ὁ ἴδιος, γιατί ἔκανα  ἕνα διάστημα στὴ Μονὴ Κουτλουμουσίου μὲ τὴ συνοδεία τοῦ Γέροντά μας,  ὡς ἀρχοντάρης καὶ θυρωρός-πορτάρης. Ἐνῶ ἐγώ ἤμουν πάντα φλύαρος καὶ μοῦ ἄρεσε νὰ κάνω τὸν δάσκαλο καί ὅποιος περνοῦσε ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸν ζάλιζα μὲ τὰ κηρύγματά μου, ὅταν ἐπήγαιναν στὸν Γέροντα ἦταν ἀρκετὸς ἕνας λόγος δικός του ἢ καμμιὰ φορὰ καὶ τίποτα δὲν τοὺς ἔλεγε, ἁπλῶς τὸν ἔβλεπαν καὶ ἄλλαζε ἡ ζωή τους ὁλόκληρη. Ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο: «Τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος» . Ὁ Χριστὸς ἐβεβαίωνε καὶ ἐσφράγιζε τὸν λόγο τοῦ Γέροντα, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων τῆς Χάριτος, τὰ ὁποῖα εἶχε ἐπάνω του καὶ τὰ ὁποῖα ἦταν τόσον ἄφθονα καὶ τόσο πλούσια καὶ τόσο μεγάλα σὲ ἀριθμό, ποὺ ἐκαταγράφησαν σὲ βιβλία. Ἀλλὰ καὶ τόσα ἀκόμα ὑπάρχουν ποὺ ὁ καθένας ἔχει τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ σημεῖα, πραγματικὰ,  μᾶς δείχνουν τὴ μεγάλη ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἕνα βράδυ ποὺ ἔμεινα ἐκεῖ κοντά του στὸ Καλυβάκι ἤμουν στενοχωρημένος, γιατὶ ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἰωσήφ ἦταν στὴν Κύπρο, σ᾿ ἕνα μοναστηράκι ποὺ προσπαθοῦσε νὰ φτιάξει καὶ δὲν εἶχα νέα του. Εἶχε ἀργήσει νὰ μοῦ γράψει γράμμα καὶ εἶχα μιὰ ἀνησυχία. Μοῦ λέει  ὁ Γέροντας: «Τί ἔχεις καὶ εἶσαι σκεφτικός;». Λέω: «Δὲν ἔχω νέα ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰωσήφ κάτω καὶ ἔχω μιὰ ἀνησυχία μέσα μου». «Ἒ, τί σκέφτεσαι καημένε, νὰ κόψουμε ἕνα εἰσιτήριο νὰ πᾶμε». «Νὰ πᾶμε, εὐχαρίστως». Μοῦ λέει: «Μὲ ποιά ἑταιρεία θέλεις νὰ πᾶμε; Μὲ τὴν Ὀλυμπιακή;».  «Ὀλυμπιακή». «Ἐντάξει»,  μοῦ λέει, «νὰ ρωτήσομε πότε ἔχει πτήσεις καὶ νὰ πᾶμε στὴν Κύπρο».  «Ἐντάξει, Γέροντα».  «Ἀλλά» μοῦ λέει «θὰ πᾶμε μὲ τὸ εἰσιτήριο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτη». «Δηλαδή;» «Τί δηλαδή; Αὐτὸς ἔτρωγε ἕνα παξιμάδι καὶ ταξείδευε ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια στὸ Βατοπαίδι, πετώντας. Θὰ φᾶμε κι ἐμεῖς ἀπὸ ἕνα παξιμάδι ἀπόψε καὶ θὰ πᾶμε στὴν Κύπρο». «Ἒ, ἀστεῖα», λέω κι ἐγὼ ἀπὸ μέσα μου. Φάγαμε τὸ παξιμάδι μας, πράγματι, ἐγὼ πῆγα νὰ κοιμηθῶ, ὁ Γέροντας προσευχόταν. Τὸ πρωΐ, ὅταν ἐσηκώθηκα, ἐκεῖνος ἦταν ἤδη στὸ πόδι. «Πῶς πέρασες χθές;». «Καλά». Λέει: «Ὡραῖο εἶναι τὸ Μοναστήρι ἐκεῖ».  «Ὡραῖο, Γέροντα», τοῦ λέω. Μοῦ περιέγραψε μὲ πᾶσα λεπτομέρεια τὸν τόπο ποὺ ἔμενε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, τὸ κελλί του, τὸ γραφεῖο του, μέχρι καὶ ποῦ εἶχε τό στυλό του, τὸν σουγιά του, τὶς παντόφλες του, τὰ πάντα.  «Γέροντα, ποῦ τὸ ξέρεις;» τόν ρώτησα. «Ἀφοῦ πέρασε τὸ ἀεροπλάνο ἀπό ᾿δῶ, ἦρθα νὰ σὲ πάρω κι ἐσὺ κοιμόσουνα καὶ πῆγα μόνος μου. Ἔχασες τὸ εἰσιτήριο. Πῆγα μόνος μου κι ἦρθα τὸ πρωΐ». Τέτοια ἦταν γεμάτη ἡ ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)