Ἀρχιμ. Θωμᾶ Ἀνδρέου
Πριν ξεκινήσω την καταγραφή του βίου του ενδόξου Νεομάρτυρος Νικολάου του Νέου, θα ήθελα να πω πως ‘’ταλαιπωρήθηκα’’ αρκετά στην αναζήτηση στοιχείων για την ζωή του. Οι Ελληνικές πηγές ήταν ανύπαρκτες, με μοναδική αναφορά για τον Άγιο στο βιβλίο του Καθηγητού Δημητρίου Γόνη [1]. Αντίθετα, υπήρχε πολύ πλούσια βιβλιογραφία στην Βουλγαρική γλώσσα, μιάς και η πρώτη καταγραφή της ζωής και του μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρος Νικολάου - εξ Ιωαννίνων λέμε εμείς, από την Σόφια λένε οι Βούλγαροι - θέλοντας να δείξουν την υπερηφάνεια και την τιμή για τον Άγιο της Σόφιας, χωρίς ασφαλώς να αμφισβητούν την Ηπειρωτική του καταγωγή. (Στή φωτογραφία εἰκόνα τοῦ Νεομάρτυρα - τοιχογραφία πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ του στή Σόφια).
Η Ελληνική καταγωγή του Αγίου.
Ο Νεομάρτυρας Νικόλαος γεννήθηκε το 1510 στην πόλη των Ιωαννίνων [2], από ευσεβείς γονείς, τον Μαρτίνο και την Ευφροσύνη..
Στον Μέγα Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, δεν αναφέρεται καθόλου ο συγκεκριμένος Νεομάρτυρας. Η ζωή και το μαρτύριο του Αγίου κατεγράφησαν στην Βουλγαρική γλώσσα, όπως ήδη αναφέραμε, από τον Λόγιο Ματθαίο Γραμματικό [3] , Διάκονο και Λαμπαδάριο της Μητροπόλεως Σόφιας, σύγχρονο του Αγίου και το πρωτότυπο χειρόγραφο φυλάσσεται στην βιβλιοθήκη του ομώνυμου Ναού του Νεομάρτυρα, στην Σόφια της Βουλγαρίας.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του Αγίου Ματθαίος Γραμματικός, ο Νικόλαος ήταν η απάντηση στις προσευχές των γονέων του. Η γέννηση του ήταν ευλογία για το ζευγάρι, το οποίο αφοσιώθηκε με αγάπη στην ανατροφή του και του δίδαξαν την ευσέβεια και την αληθινή Πίστη. Από μικρή ηλικία αφοσιώθηκε στην μελέτη των γραμμάτων, αλλά σύντομα τον κέρδισε η τέχνη του υποδηματοποιού. Σε όλη την διήγηση του ο Ματθαίος Γραμματικός, χρησιμοποιεί χωρία των Ψαλμών του Δαυίδ, αλλά και από την Κ.Δ. και για τον λόγο αυτό θα τα χρησιμοποιήσω αυτούσια όπως τα βρήκα.
Ο Άγιος ήταν πολύ όμορφος, έξυπνος και καλός, θέλησε να φύγει σε κάποια στιγμή από την πατρίδα του και να ακολουθήσει τα λόγια του Χριστού, ’’κανείς προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του’’ [4]. Όπως ο Θεός είπε τότε στον Αβραάμ «βγες από την πατρίδα σου και από την συγγένεια σου και έλα στην χώρα που θα σου δείξω» [5], έκανε το ίδιο και με τον λαμπρό Νικόλαο. Έτσι αυτός μετέβει στην Σόφια μετά τον θάνατο των γονέων του [6], όπου έγινε γνωστός λόγω της τέχνης του και της ευλαβικής ζωής του, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτός στην Σόφια με μεγάλη εγκαρδιότητα από τους Χριστιανούς κατοίκους της. Κατά τον Ματθαίο Γραμματικό ήταν τόσο αγαπητός και καλοσυνάτος, που οι Βούλγαροι της Σόφιας τον αγάπησαν τόσο πολύ, ώστε να τον νυμφεύσουν με μια κοπέλα από την Σόφια, ώστε να παραμείνει για πάντα εκεί.
Ο Άγιος ήταν πολύ όμορφος, έξυπνος και καλός, θέλησε να φύγει σε κάποια στιγμή από την πατρίδα του και να ακολουθήσει τα λόγια του Χριστού, ’’κανείς προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του’’ [4]. Όπως ο Θεός είπε τότε στον Αβραάμ «βγες από την πατρίδα σου και από την συγγένεια σου και έλα στην χώρα που θα σου δείξω» [5], έκανε το ίδιο και με τον λαμπρό Νικόλαο. Έτσι αυτός μετέβει στην Σόφια μετά τον θάνατο των γονέων του [6], όπου έγινε γνωστός λόγω της τέχνης του και της ευλαβικής ζωής του, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτός στην Σόφια με μεγάλη εγκαρδιότητα από τους Χριστιανούς κατοίκους της. Κατά τον Ματθαίο Γραμματικό ήταν τόσο αγαπητός και καλοσυνάτος, που οι Βούλγαροι της Σόφιας τον αγάπησαν τόσο πολύ, ώστε να τον νυμφεύσουν με μια κοπέλα από την Σόφια, ώστε να παραμείνει για πάντα εκεί.
Αναχωρεί από την ΣόφιαΔεν πέρασε όμως απαρατήρητος από τους Τούρκους που υπήρχαν τότε στην Σόφια, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει για κάποιο διάστημα την Σόφια και να διαφύγει στην Βλαχία, εξ’ αιτίας της παρενόχλησής του από τους Τούρκους, όπου έγινε τσαγκάρης στην Αυλή του πολέμαρχου Μίρτσο Τσομπάν. Στην Σόφια επέστρεψε το 1554, ένα χρόνο δηλαδή προ του μαρτυρικού θανάτου του. Η φυγή του στην Βλαχία (Ρουμανία) οφειλόταν στην ζήλια ενός Τούρκου, με αποτέλεσμα να φύγει κρυφά από όλους, νύχτα χωρίς να αποχαιρετίσει καν ούτε την γυναίκα του, η οποία ζούσε μέσα στην θλίψη λόγο της φυγής του.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν εξαιρετικά για τον Νικόλαο, ο οποίος είχε την πρόθεση να κρυφτεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Όμως η εργατικότητα και η ικανότητα του στην τέχνη του υποδηματοποιού, τον έκαναν γνωστό σε όλη την περιοχή. Σε αυτόν πήγαιναν όλοι οι πολίτες , από τους αριστοκράτες και τους προύχοντες της περιοχής, μέχρι και τους πιο απλούς και πτωχούς ανθρώπους. Ακόμα και ο ίδιος ο Βασιλιάς βλέποντάς τον τον θαύμασε, διαπίστωσε την σύνεση του και είπε στους άλλους, «νομίζω ότι ο άνθρωπος αυτός είναι πολύτιμος».
Μετά από λίγο, τον έκανε Στρατηγό της Φρουράς, έζησε στην Βασιλική Αυλή, αλλά ποτέ δεν ξέχασε την χάρη (του Θεού) και την προσευχή, αλλά πάντα με την σκέψη του προς τον Θεό προσευχόταν: «Ημέρα και νύκτα έβλεπα και βλέπω τον Κύριο μου πάντοτε εμπρός μου. Τον βλέπω ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος να με προστατεύση, για να μη ταραχθώ από οιονδήποτε φόβο η κίνδυνο» [7]. Επίσης όταν έτυχε να πάρει μέρος σε πολέμους, η πρώτη σκέψη του ήταν πως θα σταθεί στην ουράνια Βασιλεία, απέναντι στον Χριστό. Η σκληρότητα όμως τους πολέμου, τον έκανε να εγκαταλείψει την θέση του αυτή και να αποφασίσει να επιστρέψει πίσω στην γυναίκα και τα παιδιά του. Τότε ήταν 45 ετών. Ο χρόνος της απουσίας του κράτησε 3 χρόνια . Η σύζυγος και οι συγγενείς του είχαν ήδη απελπιστεί.
Από την στιγμή που επέστρεψε στο σπίτι του, όπως είπε [8] όλοι όσοι τον αγάπησαν μαζεύτηκαν γύρω του για να τον αγκαλιάσουν και να τον δεχθούν ξανά πίσω. Και στην συνέχεια έζησε στο σπίτι, μακριά από κάθε είδους σύγχυση και θλίψη, όμως η χαρά δεν κρατάει για πάντα. Ο Νικόλαος ήταν πατέρας δύο παιδιών, αλλά ο θάνατος, με το θέλημα του Θεού, τους τα παίρνει. Και αυτός ο ευσεβής δεν θρήνησε και η σύζυγος του τον παρότρυνε να μην θρηνήσουν, αλλά να πιστεύουν στην Ανάσταση. Και πράγματι αυτή η σπουδαία γυναίκα ούτε έκλαψε, ούτε χτυπήθηκε, ούτε (θρήνησε) τραβώντας τα μαλλιά της. Μίλησε με την φωνή του ευλογημένου Ιώβ, «ο Θεός έδωσε, ο Θεός πήρε, όπως ο Θεός αποφάσισε, ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου» [9].
Οι Τούρκοι θέλησαν να τον παρασύρουν και να τον κάνουν να αλλαξοπιστήσει. Τον κάλεσε ένας Τούρκος σε γεύμα Όλοι έπιναν ένα φλιτζάνι τουρκικού σερμπετιού, αλλά στο ποτό του Νικολάου είχαν ρίξει ένα βότανο και αποκοιμήθηκε με βαθύ ύπνο. Στην συνέχεια τον μετέφεραν στον Χότζα , ο οποίος του έκανε το τελετουργικό της περιτομής των Μουσουλμάνων. Όταν ξύπνησε και κατάλαβε τι του είχε συμβεί, πήγε στο σπίτι του, φώναξε, έκλαψε και για ένα χρόνο έμεινε κλεισμένος μέσα στο σπίτι σε απομόνωση, με ασταμάτητες προσευχές [10]. Μέχρι που τελικά την ημέρα της Αναλήψεως, ο Ιμάμης τον προειδοποίησε ότι από τώρα θα πρέπει να επισκέπτεται το τζαμί τους. Ενισχυμένος από την προσευχή ο Νικόλαος σταθερά απάντησε ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να αλλάξει την Χριστιανική πίστη των γονέων του. Από εκείνη την στιγμή άρχισε το μαρτύριο του.
Το μαρτύριο του Αγίου.
Τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Ενώ ο Άγιος παρέμενε στην φυλακή έψαλλε : «Ο Κύριος είναι φώτιση και λυτρωτής μου, από ποιον να φοβηθώ; Ο Κύριος είναι υπερασπιστής της ζωής μου, από ποιους θα έπρεπε να φοβάμαι; Ενώ με πλησιάζουν ορμητικοί οι κακοί άνθρωποι για να κατασπαράξουν την σάρκα μου, αυτοί που με έθλιβαν και με αυτές τις εχθρικές διαθέσεις έρχονταν εναντίων μου κλονίσθηκαν και έπεσαν κάτω. Εάν λοιπόν και παραταχθεί ολόκληρο στράτευμα εναντίων μου, δεν θα δειλιάσει καθόλου η καρδιά μου. Και εάν εξεγερθεί πόλεμος εναντίων μου, δεν θα πάψω να έχω την ελπίδα μου στον Κύριο» [11]. (Στή φωτογραφία ὁ ναός τοῦ Ἁγίου στή Σόφια). Έξω από την φυλακή είχε μαζευτεί πολύ πλήθος και ο Νικόλαος προσευχόταν για ένα θαύμα. Ο δικαστής διέταξε να φέρουν τον Άγιο από την φυλακή. Ο Νικόλαος έψαλλε συνεχώς τον ψαλμό ως εξής: "Πολλές φορές με πολέμησαν οι εχθροί μου και όμως δεν κατόρθωσαν να μου επιβληθούν και να με εξοντώσουν. Κάθισαν τυραννικά επάνω μου, σφυροκοπούσαν εις την ράχη μου οι ασεβείς και για πολύν χρόνο επεξέτειναν την παράνομο αυτήν συμπεριφορά. Αλλ' ο δίκαιος Κύριος κατέκοψε και ταπείνωσε τους αυχένας των αλαζονικών αμαρτωλών αυτών» [12]. Έτσι στάθηκε και προσευχήθηκε στον Θεό, στον Οποίο είχε αναθέσει όλες τις ελπίδες του. Στάθηκε αμέσως ενώπιον του δικαστηρίου, σαν να στεκόταν ενώπιον του Ουρανίου Κριτή (έχοντας στην σκέψη του μόνο το Ουράνιο δικαστήριο και την Κρίση του Θεού).
Ο δικαστής του πρότεινε να αρνηθεί όλα όσα είπε και πίστευε, για να γλυτώσει τον θάνατο. Ο Άγιος του απάντησε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσω τις απειλές σας και δεν πρόκειται να καταφέρετε να με πείσετε με αυτές". Όταν ο Μάρτυρας είπε αυτά και άλλα παρόμοια πράγματα, πολλοί άνθρωποι τον άκουγαν με προσοχή, γιατί η γλώσσα του καθοδηγούνταν από το Άγιο Πνεύμα και έκανε πολλούς να αναρωτιούνται για το θάρρος του και τις απαντήσεις του. Η δύναμη του πήγαζε από την πίστη του και την αφοσίωση του στον Χριστό. Ο Κύριος μας λέει στο Ευαγγέλιο Του: «Ὀταν σας οδηγήσουν ενώπιων Βασιλέων και Ηγεμόνων για το όνομα μου, μην σκεφτείτε τι θα πείτε και πως θα απαντήσετε, γιατί εκείνη την ώρα θα σας δοθεί τι πρέπει να πείτε. Δεν θα είστε εσείς που θα μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του ( Ουρανίου) Πατέρα σας που θα μιλάει μέσα από εσάς» [13]. Και πάλι: « Όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου» [14]. Ενώ ο Άγιος είχε αυτά κατά νου και προσευχόταν, ο δικαστής άκουσε από τους ανθρώπους – που ήταν εκεί μαζεμένοι - να φιλονικούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη αναταραχή και ξανά παρότρυνε τον Νικόλαο να αρνηθεί όλα όσα είπε για να γλιτώσει το θάνατο. Και ο Άγιος Νικόλαος του απάντησε:
"Έμαθα από τον Χριστό μου, να μην φοβάμαι τον θάνατο του σώματος μου, αλλά να φοβάμαι περισσότερο τον θάνατο της ψυχής ! Για εμένα ώ δικαστή, ο Χριστός είναι η ζωή και ο Θάνατος για το Χριστό κέρδος [15]. Άλλα την στιγμή που ο λόγος του Θεού ολοκληρωνόταν στα χείλη του Αγίου, ένας άνδρας από το πλήθος του κατάφερε ένα μεγάλο κτύπημα με αποτέλεσμα ο Άγιος να πέσει κάτω και ήταν τόσο σφοδρό το κτύπημα ώστε έσπασε το σαγόνι του και από το βαρύ πλήγμα ξεχύθηκε το ένα μάτι του Μάρτυρος έξω! Όχι μόνο αυτό, αλλά άρπαξε το ραβδί του αμέσως και αφού – είχε πέσει κάτω - τον ποδοπάτησε ανελέητα και του κατάφερε πολλά κτυπήματα στην πλάτη και στην κοιλιά με τα πόδια του. Ένας από το πλήθος γεμάτος λύσσα , έπιασε με το ένα χέρι σταθερά το λαιμό του Μάρτυρα και με το άλλο χέρι έσυρε ένα μεγάλο μαχαίρι για να τον σκοτώσει. Και δεν θα γλίτωνε ο Άγιος αν δεν ήταν κάποιοι από το πλήθος που όρμησαν και άρπαξαν από τα χέρια του αιμοσταγούς δολοφόνου το μαχαίρι.
Το μεγαλείο της ψυχής του Νικολάου φαίνεται από το ότι υπέμεινε τόσο αφόρητο πόνο και ενώ βρισκόταν σε αυτή την επώδυνη κατάσταση δεν έπαψε να προσεύχεται στον Κύριο «Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με ποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Όλες τις ημέρας με κατέθλιψε με τον πόλεμο, που εξήγειρε εναντίον μου. Με καταπατούν οι εχθροί μου όλες τις ημέρες, διότι οιπολεμούντες με είναι ισχυροί και με πολεμούν από υψηλό, ασφαλές και απρόσβλητο μέρος. Εγώ όμως όλες αυτές τας ημέρας του πολέμου των δεν τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου». [16] Ο Νικόλαος , δεν δείλιασε στιγμή και ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να απαρνηθεί τον Χριστό και μέσα από την τόσο μεγάλη του πίστη, κέρδιζε δύναμη, αντιμετώπιζε τα βασανιστήρια, και αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους ομοθρήσκους του, οι οποίοι αντλούσαν κουράγιο και ελπίδα από αυτόν.
Κατά την διάρκεια του δικαστηρίου, ακούστηκαν βαριές κατηγορίες για τον Νικόλαο. Τον παρουσίασαν ως αρνητή της πίστης του και ανυπάκουο στο θέλημα του Αλλάχ, καθώς είχε ‘’κάνει’’ περιτομή, και τον εμφάνιζαν σαν εχθρό της πίστεως και άλλα πολλά. Όταν ρωτήθηκε τι είχε να πει ,το μόνο που απάντησε ήταν απλά: «Είμαι Χριστιανός». Ο δικαστής όταν άκουσε αυτά τα πράγματα και δεδομένου πως δεν μπορούσε να αποφύγει τις ευθύνες που απέρρεαν από την θέση του είπε: « Ας είναι». Και επειδή τον είχαν σφικτά δεμένο με βαριές αλυσίδες ο δικαστής διέταξε να τον απελευθερώσουν. ‘’Δεν μπορεί να υπάρχει σωστή αντιμετώπιση - είπε –όταν αλυσοδεμένος έρχεται κάποιος να απολογηθεί ενώπιον του δικαστηρίου".
Στην συνέχεια ο δικαστής, διέταξε το συγκεντρωμένο πλήθος να οπισθοχωρήσει και να περιμένει έξω από το δικαστήριο. Όμως πήρε μόνο του τον Άγιο και περπάτησε μαζί του στο εσωτερικό του δικαστηρίου. Ακολούθησαν διάφορες συνομιλίες μεταξύ τους, χωρίς κανείς να μπορεί να γνωρίζει τι ειπώθηκε. Ο δικαστής πήγε αμέσως προς την πόρτα και απευθυνόμενος στο πλήθος ,όπως ο Πιλάτος στους Εβραίους, τους είπε: ‘’Δεν βρήκα αυτόν τον άνθρωπο, άξιο ενοχής και θανάτου’’ και για αυτό δεν ήθελε να επιβάλει καμία ποινή εναντίον του. Ο όχλος ωστόσο δεν υπάκουσε στην ετυμηγορία του δικαστού. Ὁ Ἅγιος λιθοβολήθηκε στις 17 Μαΐου του 1555 στην περιοχή ‘’Γιούτς μπουνάρ’’ ( τρία πηγάδια), που βρισκόταν έξω από την πόλη [17]. (Στη φωτογραφία το σημείο που κατά τήν παράδοση μαρτύρησε ὁ Άγιος).
Οι εχθροί του Αγίου δεν σταματούσαν να τον φτύνουν και να τον κτυπούν. Μία γυναίκα έφερε ξύλα για να ανάψουν φωτιά, ώστε να μην μείνει τίποτα από τα Λείψανα του. Και αφού έβαλαν φωτιά, τέντωσαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου και τον έκαψαν μέχρι που τα οστά του να γίνουν στάχτη [18]. Όταν το σώμα κάηκε, πέταξαν την τέφρα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κατ’ επιταγή του Κορανίου.
Λίγο αργότερα, μετά το μαρτύριο του Αγίου Νικολάου, ο τότε Μητροπολίτης της Σόφιας Ιακώβ, ανακοίνωσε την αγιοκατάταξη του Μάρτυρα, συγκαλώντας για το σκοπό αυτό Επαρχιακή Σύνοδο. Ο τάφος του Μάρτυρα Νικολάου της Σόφιας είναι ένας από τους λίγους γνωστούς τάφους των Αγίων της Βουλγαρίας. Σήμερα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης στην συνοικία ‘’Τρία πηγάδια’’. Τριακόσια μέτρα από εκεί βρίσκεται ο περικαλλής Ναός του Αγίου Νεομάρτυρα Νικολάου, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερος Ναούς στην Σόφια και κτίσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Ναός σχεδιάστηκε και κτίσθηκε από τον Αρχιτέκτονα Αντόν Τορνίλοβ και στις 3 Δεκεμβρίου του 1901 εγκαινιάστηκε από τον Επίσκοπο Παρθένιο. Στον Ναό δόθηκε μια Λειψανοθήκη που περιέχει ελάχιστο τμήμα Λειψάνου του Αγίου που σώθηκε και φυλάσσεται εκεί.
Τα Άγια λείψανα εκτίθενται σε προσκύνημα μια φορά το χρόνο, την 16ην και 17ην Μαΐου, στην μνήμη του Αγίου. Την παραμονή της εορτής του Νεομάρτυρος Αγίου, γίνεται Μέγας Εσπερινός και ξεκινά λιτανεία με επικεφαλής τον Επίσκοπο που κρατά το τμήμα του Αγίου Λειψάνου, με προορισμό το Παρεκκλήσι του Αγίου, όπου σύμφωνα με την παράδοση είναι ο τόπος που αποτεφρώθηκε το λείψανο του Νεομάρτυρα στην περιοχή ‘’Ταρνίτσατα’’, όπου και υπάρχει το παλαιό Παρεκκλήσι του Αγίου.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν εξαιρετικά για τον Νικόλαο, ο οποίος είχε την πρόθεση να κρυφτεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Όμως η εργατικότητα και η ικανότητα του στην τέχνη του υποδηματοποιού, τον έκαναν γνωστό σε όλη την περιοχή. Σε αυτόν πήγαιναν όλοι οι πολίτες , από τους αριστοκράτες και τους προύχοντες της περιοχής, μέχρι και τους πιο απλούς και πτωχούς ανθρώπους. Ακόμα και ο ίδιος ο Βασιλιάς βλέποντάς τον τον θαύμασε, διαπίστωσε την σύνεση του και είπε στους άλλους, «νομίζω ότι ο άνθρωπος αυτός είναι πολύτιμος».
Μετά από λίγο, τον έκανε Στρατηγό της Φρουράς, έζησε στην Βασιλική Αυλή, αλλά ποτέ δεν ξέχασε την χάρη (του Θεού) και την προσευχή, αλλά πάντα με την σκέψη του προς τον Θεό προσευχόταν: «Ημέρα και νύκτα έβλεπα και βλέπω τον Κύριο μου πάντοτε εμπρός μου. Τον βλέπω ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος να με προστατεύση, για να μη ταραχθώ από οιονδήποτε φόβο η κίνδυνο» [7]. Επίσης όταν έτυχε να πάρει μέρος σε πολέμους, η πρώτη σκέψη του ήταν πως θα σταθεί στην ουράνια Βασιλεία, απέναντι στον Χριστό. Η σκληρότητα όμως τους πολέμου, τον έκανε να εγκαταλείψει την θέση του αυτή και να αποφασίσει να επιστρέψει πίσω στην γυναίκα και τα παιδιά του. Τότε ήταν 45 ετών. Ο χρόνος της απουσίας του κράτησε 3 χρόνια . Η σύζυγος και οι συγγενείς του είχαν ήδη απελπιστεί.
Από την στιγμή που επέστρεψε στο σπίτι του, όπως είπε [8] όλοι όσοι τον αγάπησαν μαζεύτηκαν γύρω του για να τον αγκαλιάσουν και να τον δεχθούν ξανά πίσω. Και στην συνέχεια έζησε στο σπίτι, μακριά από κάθε είδους σύγχυση και θλίψη, όμως η χαρά δεν κρατάει για πάντα. Ο Νικόλαος ήταν πατέρας δύο παιδιών, αλλά ο θάνατος, με το θέλημα του Θεού, τους τα παίρνει. Και αυτός ο ευσεβής δεν θρήνησε και η σύζυγος του τον παρότρυνε να μην θρηνήσουν, αλλά να πιστεύουν στην Ανάσταση. Και πράγματι αυτή η σπουδαία γυναίκα ούτε έκλαψε, ούτε χτυπήθηκε, ούτε (θρήνησε) τραβώντας τα μαλλιά της. Μίλησε με την φωνή του ευλογημένου Ιώβ, «ο Θεός έδωσε, ο Θεός πήρε, όπως ο Θεός αποφάσισε, ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου» [9].
Οι Τούρκοι θέλησαν να τον παρασύρουν και να τον κάνουν να αλλαξοπιστήσει. Τον κάλεσε ένας Τούρκος σε γεύμα Όλοι έπιναν ένα φλιτζάνι τουρκικού σερμπετιού, αλλά στο ποτό του Νικολάου είχαν ρίξει ένα βότανο και αποκοιμήθηκε με βαθύ ύπνο. Στην συνέχεια τον μετέφεραν στον Χότζα , ο οποίος του έκανε το τελετουργικό της περιτομής των Μουσουλμάνων. Όταν ξύπνησε και κατάλαβε τι του είχε συμβεί, πήγε στο σπίτι του, φώναξε, έκλαψε και για ένα χρόνο έμεινε κλεισμένος μέσα στο σπίτι σε απομόνωση, με ασταμάτητες προσευχές [10]. Μέχρι που τελικά την ημέρα της Αναλήψεως, ο Ιμάμης τον προειδοποίησε ότι από τώρα θα πρέπει να επισκέπτεται το τζαμί τους. Ενισχυμένος από την προσευχή ο Νικόλαος σταθερά απάντησε ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να αλλάξει την Χριστιανική πίστη των γονέων του. Από εκείνη την στιγμή άρχισε το μαρτύριο του.
Το μαρτύριο του Αγίου.
Τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Ενώ ο Άγιος παρέμενε στην φυλακή έψαλλε : «Ο Κύριος είναι φώτιση και λυτρωτής μου, από ποιον να φοβηθώ; Ο Κύριος είναι υπερασπιστής της ζωής μου, από ποιους θα έπρεπε να φοβάμαι; Ενώ με πλησιάζουν ορμητικοί οι κακοί άνθρωποι για να κατασπαράξουν την σάρκα μου, αυτοί που με έθλιβαν και με αυτές τις εχθρικές διαθέσεις έρχονταν εναντίων μου κλονίσθηκαν και έπεσαν κάτω. Εάν λοιπόν και παραταχθεί ολόκληρο στράτευμα εναντίων μου, δεν θα δειλιάσει καθόλου η καρδιά μου. Και εάν εξεγερθεί πόλεμος εναντίων μου, δεν θα πάψω να έχω την ελπίδα μου στον Κύριο» [11]. (Στή φωτογραφία ὁ ναός τοῦ Ἁγίου στή Σόφια). Έξω από την φυλακή είχε μαζευτεί πολύ πλήθος και ο Νικόλαος προσευχόταν για ένα θαύμα. Ο δικαστής διέταξε να φέρουν τον Άγιο από την φυλακή. Ο Νικόλαος έψαλλε συνεχώς τον ψαλμό ως εξής: "Πολλές φορές με πολέμησαν οι εχθροί μου και όμως δεν κατόρθωσαν να μου επιβληθούν και να με εξοντώσουν. Κάθισαν τυραννικά επάνω μου, σφυροκοπούσαν εις την ράχη μου οι ασεβείς και για πολύν χρόνο επεξέτειναν την παράνομο αυτήν συμπεριφορά. Αλλ' ο δίκαιος Κύριος κατέκοψε και ταπείνωσε τους αυχένας των αλαζονικών αμαρτωλών αυτών» [12]. Έτσι στάθηκε και προσευχήθηκε στον Θεό, στον Οποίο είχε αναθέσει όλες τις ελπίδες του. Στάθηκε αμέσως ενώπιον του δικαστηρίου, σαν να στεκόταν ενώπιον του Ουρανίου Κριτή (έχοντας στην σκέψη του μόνο το Ουράνιο δικαστήριο και την Κρίση του Θεού).
Ο δικαστής του πρότεινε να αρνηθεί όλα όσα είπε και πίστευε, για να γλυτώσει τον θάνατο. Ο Άγιος του απάντησε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσω τις απειλές σας και δεν πρόκειται να καταφέρετε να με πείσετε με αυτές". Όταν ο Μάρτυρας είπε αυτά και άλλα παρόμοια πράγματα, πολλοί άνθρωποι τον άκουγαν με προσοχή, γιατί η γλώσσα του καθοδηγούνταν από το Άγιο Πνεύμα και έκανε πολλούς να αναρωτιούνται για το θάρρος του και τις απαντήσεις του. Η δύναμη του πήγαζε από την πίστη του και την αφοσίωση του στον Χριστό. Ο Κύριος μας λέει στο Ευαγγέλιο Του: «Ὀταν σας οδηγήσουν ενώπιων Βασιλέων και Ηγεμόνων για το όνομα μου, μην σκεφτείτε τι θα πείτε και πως θα απαντήσετε, γιατί εκείνη την ώρα θα σας δοθεί τι πρέπει να πείτε. Δεν θα είστε εσείς που θα μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του ( Ουρανίου) Πατέρα σας που θα μιλάει μέσα από εσάς» [13]. Και πάλι: « Όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου» [14]. Ενώ ο Άγιος είχε αυτά κατά νου και προσευχόταν, ο δικαστής άκουσε από τους ανθρώπους – που ήταν εκεί μαζεμένοι - να φιλονικούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη αναταραχή και ξανά παρότρυνε τον Νικόλαο να αρνηθεί όλα όσα είπε για να γλιτώσει το θάνατο. Και ο Άγιος Νικόλαος του απάντησε:
"Έμαθα από τον Χριστό μου, να μην φοβάμαι τον θάνατο του σώματος μου, αλλά να φοβάμαι περισσότερο τον θάνατο της ψυχής ! Για εμένα ώ δικαστή, ο Χριστός είναι η ζωή και ο Θάνατος για το Χριστό κέρδος [15]. Άλλα την στιγμή που ο λόγος του Θεού ολοκληρωνόταν στα χείλη του Αγίου, ένας άνδρας από το πλήθος του κατάφερε ένα μεγάλο κτύπημα με αποτέλεσμα ο Άγιος να πέσει κάτω και ήταν τόσο σφοδρό το κτύπημα ώστε έσπασε το σαγόνι του και από το βαρύ πλήγμα ξεχύθηκε το ένα μάτι του Μάρτυρος έξω! Όχι μόνο αυτό, αλλά άρπαξε το ραβδί του αμέσως και αφού – είχε πέσει κάτω - τον ποδοπάτησε ανελέητα και του κατάφερε πολλά κτυπήματα στην πλάτη και στην κοιλιά με τα πόδια του. Ένας από το πλήθος γεμάτος λύσσα , έπιασε με το ένα χέρι σταθερά το λαιμό του Μάρτυρα και με το άλλο χέρι έσυρε ένα μεγάλο μαχαίρι για να τον σκοτώσει. Και δεν θα γλίτωνε ο Άγιος αν δεν ήταν κάποιοι από το πλήθος που όρμησαν και άρπαξαν από τα χέρια του αιμοσταγούς δολοφόνου το μαχαίρι.
Το μεγαλείο της ψυχής του Νικολάου φαίνεται από το ότι υπέμεινε τόσο αφόρητο πόνο και ενώ βρισκόταν σε αυτή την επώδυνη κατάσταση δεν έπαψε να προσεύχεται στον Κύριο «Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με ποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Όλες τις ημέρας με κατέθλιψε με τον πόλεμο, που εξήγειρε εναντίον μου. Με καταπατούν οι εχθροί μου όλες τις ημέρες, διότι οιπολεμούντες με είναι ισχυροί και με πολεμούν από υψηλό, ασφαλές και απρόσβλητο μέρος. Εγώ όμως όλες αυτές τας ημέρας του πολέμου των δεν τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου». [16] Ο Νικόλαος , δεν δείλιασε στιγμή και ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να απαρνηθεί τον Χριστό και μέσα από την τόσο μεγάλη του πίστη, κέρδιζε δύναμη, αντιμετώπιζε τα βασανιστήρια, και αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους ομοθρήσκους του, οι οποίοι αντλούσαν κουράγιο και ελπίδα από αυτόν.
Κατά την διάρκεια του δικαστηρίου, ακούστηκαν βαριές κατηγορίες για τον Νικόλαο. Τον παρουσίασαν ως αρνητή της πίστης του και ανυπάκουο στο θέλημα του Αλλάχ, καθώς είχε ‘’κάνει’’ περιτομή, και τον εμφάνιζαν σαν εχθρό της πίστεως και άλλα πολλά. Όταν ρωτήθηκε τι είχε να πει ,το μόνο που απάντησε ήταν απλά: «Είμαι Χριστιανός». Ο δικαστής όταν άκουσε αυτά τα πράγματα και δεδομένου πως δεν μπορούσε να αποφύγει τις ευθύνες που απέρρεαν από την θέση του είπε: « Ας είναι». Και επειδή τον είχαν σφικτά δεμένο με βαριές αλυσίδες ο δικαστής διέταξε να τον απελευθερώσουν. ‘’Δεν μπορεί να υπάρχει σωστή αντιμετώπιση - είπε –όταν αλυσοδεμένος έρχεται κάποιος να απολογηθεί ενώπιον του δικαστηρίου".
Στην συνέχεια ο δικαστής, διέταξε το συγκεντρωμένο πλήθος να οπισθοχωρήσει και να περιμένει έξω από το δικαστήριο. Όμως πήρε μόνο του τον Άγιο και περπάτησε μαζί του στο εσωτερικό του δικαστηρίου. Ακολούθησαν διάφορες συνομιλίες μεταξύ τους, χωρίς κανείς να μπορεί να γνωρίζει τι ειπώθηκε. Ο δικαστής πήγε αμέσως προς την πόρτα και απευθυνόμενος στο πλήθος ,όπως ο Πιλάτος στους Εβραίους, τους είπε: ‘’Δεν βρήκα αυτόν τον άνθρωπο, άξιο ενοχής και θανάτου’’ και για αυτό δεν ήθελε να επιβάλει καμία ποινή εναντίον του. Ο όχλος ωστόσο δεν υπάκουσε στην ετυμηγορία του δικαστού. Ὁ Ἅγιος λιθοβολήθηκε στις 17 Μαΐου του 1555 στην περιοχή ‘’Γιούτς μπουνάρ’’ ( τρία πηγάδια), που βρισκόταν έξω από την πόλη [17]. (Στη φωτογραφία το σημείο που κατά τήν παράδοση μαρτύρησε ὁ Άγιος).
Οι εχθροί του Αγίου δεν σταματούσαν να τον φτύνουν και να τον κτυπούν. Μία γυναίκα έφερε ξύλα για να ανάψουν φωτιά, ώστε να μην μείνει τίποτα από τα Λείψανα του. Και αφού έβαλαν φωτιά, τέντωσαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου και τον έκαψαν μέχρι που τα οστά του να γίνουν στάχτη [18]. Όταν το σώμα κάηκε, πέταξαν την τέφρα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κατ’ επιταγή του Κορανίου.
Λίγο αργότερα, μετά το μαρτύριο του Αγίου Νικολάου, ο τότε Μητροπολίτης της Σόφιας Ιακώβ, ανακοίνωσε την αγιοκατάταξη του Μάρτυρα, συγκαλώντας για το σκοπό αυτό Επαρχιακή Σύνοδο. Ο τάφος του Μάρτυρα Νικολάου της Σόφιας είναι ένας από τους λίγους γνωστούς τάφους των Αγίων της Βουλγαρίας. Σήμερα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης στην συνοικία ‘’Τρία πηγάδια’’. Τριακόσια μέτρα από εκεί βρίσκεται ο περικαλλής Ναός του Αγίου Νεομάρτυρα Νικολάου, ο οποίος είναι ένας από τους μεγαλύτερος Ναούς στην Σόφια και κτίσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Ναός σχεδιάστηκε και κτίσθηκε από τον Αρχιτέκτονα Αντόν Τορνίλοβ και στις 3 Δεκεμβρίου του 1901 εγκαινιάστηκε από τον Επίσκοπο Παρθένιο. Στον Ναό δόθηκε μια Λειψανοθήκη που περιέχει ελάχιστο τμήμα Λειψάνου του Αγίου που σώθηκε και φυλάσσεται εκεί.
Τα Άγια λείψανα εκτίθενται σε προσκύνημα μια φορά το χρόνο, την 16ην και 17ην Μαΐου, στην μνήμη του Αγίου. Την παραμονή της εορτής του Νεομάρτυρος Αγίου, γίνεται Μέγας Εσπερινός και ξεκινά λιτανεία με επικεφαλής τον Επίσκοπο που κρατά το τμήμα του Αγίου Λειψάνου, με προορισμό το Παρεκκλήσι του Αγίου, όπου σύμφωνα με την παράδοση είναι ο τόπος που αποτεφρώθηκε το λείψανο του Νεομάρτυρα στην περιοχή ‘’Ταρνίτσατα’’, όπου και υπάρχει το παλαιό Παρεκκλήσι του Αγίου.
Παραπομπές:[1] Δημητρίου Γόνη, ‘’Ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας ‘’,εκδ. Αρμός, Αθήνα 2001, σελ.111.[2] ПЛАМЕН ПАВЛОВ-ХРИСТО ТЕМЕЛСКИ, ‘’БЪЛГАРИ СВЕТЦИ ‘’ ,СОФИЯ, ТАНГРА, 2010 σελ. 158.[3] Με βάση το πρωτότυπο χειρόγραφο του Ματθαίου Γραμματικού κατέγραψα τον βίο του Νεομάρτυρα Νικολάου, διότι αυτό είναι η αρχαιότερη βιβλιογραφική πηγή. Ευχαριστώ την κα. Γκένκα Παπαδοπούλου, δασκάλα μου στην Βουλγαρική γλώσσα, για την πολύτιμη βοήθεια της και συμβολή της στην επιμέρους μετάφραση του κειμένου.[4] Λουκ.4-24, ’’οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ’’.[5] Γεν. 12-1:’’Καὶ εἶπε Κύριος τῷ ¨Αβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω’’ .[6] ПЛАМЕН ПАВЛОВ-ХРИСТО ТЕМЕЛСКИ, ‘’БЪЛГАРИ СВЕТЦИ ‘’ ,СОФИЯ, ТАНГРА, 2010 σελ. 158.[7] Ψαλ. 15,8 :"Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ".[8] Πάντα κατά το χειρόγραφο του Ματθαίου Γραμματικού.[9] Ιώβ 1-21: «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο, ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο, είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον».[10] ПЛАМЕН ПАВЛОВ-ХРИСТО ТЕМЕЛСКИ, ‘’БЪЛГАРИ СВЕТЦИ ‘’ ,СОФИЯ, ТАНГРА, 2010 σελ. 158 .[11]Ψαλμός.26: ‘’Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω; Εν τω εγγίζειν επ΄εμέ κακούντας, του φαγείν τας σάρκας μου. Οι θλίβοντες με και οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν και έπεσον. Εάν παρατάξηται επ΄εμέ παρεμβολή, ού φοβηθήσεται η καρδία μου· εάν επαναστή επ΄εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω’’.[12] Ψαλ. 128,2: ‘’Πλεονάκις ἐπολέμησάν με ἐκ νεότητός μου, καὶ γὰρ οὐκ ἠδυνήθησάν μοι. ἐπὶ τὸν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί, ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν. Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αὐχένας ἁμαρτωλῶν.’’[13] Μτθ: 10-19: ’’Ὀταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν’’.[14] Μτθ. 10-32: ’’Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς’’.[15]Φιλιπ. 1-21: ’’ Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος’’ .[16] Ψαλμὸς 55: ‘’Ἐλέησόν με Κύριε ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντές με ἀπὸ ὕψους ἡμέρας φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἐλπιῶ".[17] ПЛАМЕН ПАВЛОВ-ХРИСТО ТЕМЕЛСКИ, ‘’БЪЛГАРИ СВЕТЦИ ‘’ , СОФИЯ, ТАНГРА, 2010 σελ. 158 .[18] Διεσώθη ελάχιστο τμήμα από το Άγιο Λείψανο του Νεομάρτυρα, το οποίο φυλάσσεται στον ομώνυμο Ναό του στην Σόφια. Ο Ματθαίος Γραμματικός στην εκτενή βιογραφία του για τον Άγιο, αναφέρει ότι το ελάχιστο τμήμα του Λειψάνου του Αγίου το διέσωσε κάποιο αγόρι που παρευρισκόταν στο μαρτύριο του Νεομάρτυρα, πριν το σώμα του παραδοθεί στην πυρά.
πηγή: ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
πηγή: ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
2 σχόλια:
Εορτασμός Αγίου Νικολάου Νεομάρτυρος εξ Ιωαννίνων-16 & 17 Μαϊου 2012
http://tosalesi.blogspot.gr/2012/05/16-17-2012.html
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ π.ΘΩΜΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
http://tosalesi.blogspot.gr/2011_05_01_archive.html
Δημοσίευση σχολίου