11/2/15

Εγκύκλιοι Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ για την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και την Κυριακή της Ορθοδοξίας

Πειραιεύς 11 Φεβρουαρίου 2015
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε τάς κάτωθι Ποιμαντορικάς Ἐγκυκλίους πρός τόν εὐαγῆ κλῆρο καί τόν φιλόχριστο λαό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς γιά νά ἀναγνωσθοῦν τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς καί τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΚΑΙ  ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2015
* * * * *
       
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Εἰσερχόμενοι στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ οἱ ὕμνοι τοῦ Τριωδίου, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου, προβάλλουν τὴ νηστεία ὡς τὸν πλέον κατάλληλο τρόπο γιὰ νὰ ἐνστερνιστεῖ καὶ νὰ βιώσει ὁ πιστὸς τὴν ποθητὴ μετάνοια.

Ζώντας ὅμως σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ἡ ἄνεση καὶ ἡ εὐκολία ἔχουν καταστεῖ μέτρα ἀπόλυτά του βίου μας, τὸ αἴτημα τῆς νηστείας συχνὰ προκαλεῖ ἀμηχανία ἀκόμα καὶ στοὺς ἴδιους τους χριστιανούς. Ἀκούει κανεὶς ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ καταφάσκουν στὴ πίστη, πὼς «ἐγὼ δὲν τὰ καταφέρνω μὲ τὴν νηστεία», πὼς «ἀποφάσισα νὰ νηστεύσω μόνο ἀπὸ αὐτὸ τὸ εἶδος ἢ μόνο ἀπὸ τὸ ἄλλο», πὼς «δὲν νηστεύω ἀκριβῶς, ἀλλὰ κάνω μία αὐστηρὴ δίαιτα καὶ εἶναι τὸ ἴδιο» ἢ τελικὰ πὼς «ἀποφάσισα σὲ τούτη τὴν Σαρακοστὴ νὰ μὴ νηστεύσω». Ὅλη τούτη ἡ σύγχυση φανερώνει πὼς καθόλου δὲν ἔχουμε κατανοήσει τὸ τί εἶναι ἡ νηστεία καὶ σὲ τί ἀποσκοπεῖ.

Ἡ νηστεία γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἠθικὸ πρόσταγμα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ μία ὀντολογικὴ λειτουργία. Τοῦτο σημαίνει πὼς τὸ νὰ νηστεύσω δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀφορᾶ μόνο ἐμένα, δὲν εἶναι μία ἀτομικὴ ἐπιλογή, ἀλλὰ εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ὑπάρχω ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς τὸ ἐξηγήσουμε λίγο αὐτό:

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε πὼς εἶναι ἡ προετοιμασία μας γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο θὰ διαδεχθεῖ ἡ λαμπροφόρος Ἀνάστασή του. Ἡ δική μας ἀποχὴ ἀπὸ τροφὲς ἀποτελεῖ τὴν μετοχή μας στὸ Πάθος αὐτό, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὡς μέλη ἀληθινά του Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οἱ χριστιανοὶ διὰ τῆς νηστείας βιώνουμε τοὺς κολαφισμούς, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὸ σταυρό· μετέχουμε στὸν πόνο, στὴν πείνα καὶ στὴν δίψα τοῦ Θεανθρώπου κατὰ τὸ Πάθος. Μὰ συνάμα βιώνουμε καὶ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ Ἅδου, καὶ τὴν ἐν ἑτέρα μορφὴ σωματικὴ παρουσία, καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐξαναγκασμό, καὶ τὴν χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ Θανάτου, ὅπως βιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο κατὰ τὴν Ἀνάσταση. Νηστεύουμε λοιπὸν γιατί ὁ Χριστός, ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε. Καὶ ἐμεῖς θέλουμε καὶ λαχταροῦμε νὰ γίνουμε μέλη τοῦ δικοῦ Του Σώματος διὰ τῆς νηστείας.

Ὅπως λοιπὸν σὲ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα τὰ μέλη δὲν αὐτονομοῦνται, ἀλλὰ ὅλα μὲ τὸν τρόπο τους μετέχουν σὲ κάθε λειτουργία του, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία κανείς μας δὲν αὐτονομεῖται, ἀλλὰ ὅλοι μετέχουμε σὲ κάθε λειτουργία τούτου τοῦ Θεανθρώπινου σώματος. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὅλα τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νηστεύουμε ὅποτε καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ἀκριβὴς νηστεία ποῦ ἔχουν καθορίσει οἱ Πατέρες γιὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς;

 Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, μᾶς προσκαλεῖ κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Σαρακοστῆς, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθεῖ, σὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρέας, ἀπὸ τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία. Τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡ τράπεζα ἀπαιτεῖ ψάρι, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε ὄχι μόνο πνευματικὰ μὰ καὶ σωματικὰ μὲ τὸ προοίμιο τῆς σωτηρίας μας, ἐνῶ ὑπάρχουν καὶ κάποιες ἄλλες μεγάλες ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἔχουμε κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου, ὅπως ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς θὰ βροῦμε στὴν μοναστικὴ παράδοση καὶ μία ἀκόμα αὐστηρότερη μορφὴ νηστείας (ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ δύο αὐτὲς μέρες συνδέονται μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἄσκηση καθ’ ὅλο τὸ ἔτος). Ἡ νηστεία αὐτὴ καλεῖται ἐνάτη. Τούτη δὲν ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς πολλούς. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ τυπικὸ οἱ χριστιανοὶ παραμένουν ἀπὸ τὴ δωδεκάτη τῆς νυκτὸς μέχρι καὶ τὴν τρίτη μεσημβρινὴ ὥρα (ἐνάτη κατὰ τὸν βυζαντινὸ τρόπο μετρήσεως τοῦ νυχθημέρου) σὲ πλήρη ἀποχὴ ἀπὸ τροφὴ καὶ νερό. Ἡ Ἑσπερινὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων συνδέεται μὲ τούτη τὴν μορφὴ νηστείας.

Τούτη μὲ δυὸ λόγια εἶναι ἡ καθορισμένη νηστεία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν Σαρακοστή. Ἂς μὴ βιαστοῦμε νὰ τὴν ἀπορρίψουμε ὡς ἀκατόρθωτη. Ἂς μὴν ἀπογοητευτοῦμε ἐπειδὴ γνωρίζουμε τὶς ἀδυναμίες μας. Ἂς μὴ ποῦμε τὸ «δὲν νηστεύω» ἢ τὸ «θὰ νηστεύσω ὅπως καταλαβαίνω». Ἂν πράξουμε κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχουμε ἀπολέσει τὸ πρῶτο δῶρο τῆς νηστείας, τὸ ὁποῖο μας τὸ χορηγεῖ χωρὶς νὰ κοπιάσουμε καθόλου. Τοῦτο εἶναι τὸ δώρημα τῆς ταπείνωσης. Γιατί ὅταν συνειδητοποιεῖ κάποιος μὲ εἰλικρίνεια καὶ χωρὶς προφάσεις, πὼς οἱ δυνάμεις του δὲν εἶναι πολλὲς καὶ πὼς δὲν δύναται νὰ στερηθεῖ γιὰ λίγο κάποια πράγματα ἁπλά, τότε ταπεινώνεται.

Τοῦτο τὸ πρῶτο σκίρτημα ταπείνωσης μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως γιὰ νὰ καταθέσουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ λάβουμε συγχώρεση, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ λάβουμε παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Ἐκεῖ ὁ πνευματικὸς θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μάθουμε πῶς νὰ νηστεύσουμε, πῶς νὰ προσευχηθοῦμε, πῶς νὰ ἀσκήσουμε τὴν φιλανθρωπία, πῶς νὰ παραστοῦμε στὶς ἀκολουθίες. Θὰ μᾶς καλέσει νὰ ἀγωνιστοῦμε σ’ αὐτὰ ποὺ πρέπει, μὰ καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ μποροῦμε. Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἐξουθενώσει, δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπορρίψει. Ἂν ἡ ἀδυναμία μᾶς ἀπαιτεῖ λάδι, τοῦτο δὲν θὰ λείψει ἀπὸ τὴ διατροφή μας· ἂν ἡ ὑγεία μᾶς ἀπαιτεῖ γαλακτοκομικὰ κι αὐτὰ θὰ ὑπάρξουν στὸ τραπέζι μας ὅταν χρειαστοῦν· ἂν τὸ κρέας εἶναι ἀπαραίτητο κι αὐτὸ δὲν θὰ τὸ στερηθοῦμε ὅταν πρέπει. Γιατί εἶναι ἄλλο νὰ βάλει κανεὶς στὸ πιάτο τοῦ μία ἀρτήσιμη τροφὴ ὡς φάρμακο, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του, καὶ ἄλλο νὰ καταλύει τὴ νηστεία.

Ἡ πρακτική της Ἐκκλησίας νὰ ἐξατομικεύει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν καταθέτει προσωπικὰ σὲ κάθε πιστὸ ἀποσκοπώντας στὴ σωτηρία του, ὀνομάζεται Οἰκονομία. Ὑπάρχουν φυσικὰ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοὶ εἶναι πλήρεις καὶ ἀληθεῖς. Ἀφοροῦν κάθε ἄνθρωπο σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε συγκυρία. Εἶναι λόγοι θεραπευτικοὶ καὶ παραμυθητικοὶ γιὰ ὅλους μας. Ἀποτελοῦν τὴ βίωση τῆς ἀλήθειας στὴ καθημερινή μας ζωή. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία διαφυλάττει μὲ προσοχὴ μεγάλη τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, καὶ τοῦτο καλεῖται στὴν θεολογικὴ γλώσσα Ἀκρίβεια. Ἡ Οἰκονομία θεραπαινίδα τούτης ἀκριβῶς τῆς Ἀκρίβειας εἶναι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν συγκρούεται μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ στὸ πνεῦμα αὐτῶν κινεῖται καὶ τὴν ἀλήθεια τοὺς ὑπηρετεῖ.

Ὑπάρχει λοιπὸν ὁ κανόνας τῆς νηστείας ὡς ροῦχο κοινὸ γιὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως τὸ ροῦχο αὐτό, ἔρχεται ὁ πνευματικὸς μὲ τὴ βελόνα καὶ τὴ κλωστὴ τῆς γνώσεως τῶν Κανόνων καὶ τῆς ἀρετῆς τῆς διακρίσεως, νὰ τὸ φέρει στὰ μέτρα τοῦ καθενὸς γιὰ νὰ τὸν ζεστάνει καὶ νὰ τὸν καλλωπίσει. Γι’ αὐτὸ δὲν βιαζόμαστε νὰ ἀπορρίψουμε τὸ ροῦχο τῆς νηστείας, μόλις τὸ ἀντικρύσουμε γιατί τάχα δὲν εἶναι στὸ νούμερό μας· μὰ οὔτε τὸ φοροῦμε ἄτσαλα καὶ ἄκομψα ἀπὸ συνήθεια ἢ ἀπὸ ἀδιαφορία, μίας καὶ τοῦτο εἶναι πολύτιμο καὶ σπουδαῖο. Τὸ δεχόμαστε ὅπως ἡ μάνα μας ἡ Ἐκκλησία, μᾶς τὸ ἔχει ἑτοιμάσει καὶ μᾶς τὸ ἔχει δωρίσει καὶ τότε αὐτὸ εὐπρεπίζει καὶ θερμαίνει τὸν ταλαίπωρο ἑαυτό μας.

Ὅμως ἴσως κάποιοι ἀναρωτηθοῦν: εἶναι ἀρκετὴ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφὲς γιὰ νὰ πεῖ κανεὶς πῶς νηστεύει; Ἡ παρατήρηση αὐτὴ εἶναι σημαντική. Στὴν ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου θὰ συναντήσουμε τὸ παρακάτω ἰδιόμελο τὸ ὁποῖο ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα:

Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ, ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος.

Ἡ ἀληθινὴ νηστεία, μᾶς διδάσκει ὁ ὕμνος, πὼς δὲν περιορίζεται στὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφές. Νηστεία εἶναι καὶ «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις», ἡ ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς καταδυναστεύουν, ἀπὸ τὰ νοερὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς καταστοῦν ἀνελεύθερους καὶ πνευματικὰ ἀκινήτους.

Νηστεία εἶναι καὶ ἡ «ἐγκράτεια γλώσσης», ἡ προσπάθεια ὁ λόγος μας νὰ μὴν εἶναι κενὸς νοήματος, οἱ λέξεις νὰ μὴν εἶναι περιττές, οἱ κουβέντες μας νὰ μὴν πληγώνουν ἀλλὰ νὰ διακονοῦν τὴν ἀλήθεια.

Νηστεία εἶναι καὶ ἡ «θυμοῦ ἀποχή», ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ταραχώδη βίο, ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ εὐπρέπεια τῆς ὕπαρξης.

Νηστεία εἶναι καὶ ὁ «ἐπιθυμιών χωρισμός», ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, ἡ ὑπέρβαση τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ἡ ἀνόρθωση τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως.

Νηστεία εἶναι καὶ ὁ «καταλαλιᾶς χωρισμός», ἡ ἀποφυγὴ τῶν πικρῶν λόγων, ἡ ἄρνηση τῶν εὔκολων κρίσεων, ἡ νέκρωση τῆς σκληρῆς κατακρίσεως.

Νηστεία εἶναι καὶ «ψεύδους καὶ ἐπιορκίας χωρισμός», ἔχθρα πρὸς τὴν ἀναλήθεια, ἀποστροφὴ τῆς διαβολῆς, πόλεμος πρὸς τὸ κίβδηλο, ἄρνηση νὰ θεμελιωθοῦν οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ Θεὸ στὸ ψέμα.

συνόλος αὐτὸς ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος καὶ τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, καθολικὴ αὐτὴ δοκιμασία τῆς ὕπαρξης μὲ κριτήριο τὴν ἀλήθεια ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μᾶς νηστεία. Σὲ αὐτὴ μας καλεῖ καὶ σὲ τούτη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιὰ νὰ ἀθληθοῦμε καὶ νὰ στεφανωθοῦμε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς καταδυναστεύουν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ συναντήσουμε τὸν δὶ’ ἠμᾶς πάσχοντα Χριστό, τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.

Εὐχόμαστε Πανάγιος Τριαδικὸς Θεὸς διὰ τῶν ἐνεργειῶν του νὰ στηρίζει, νὰ περικραττεῖ καὶ νὰ ἐνισχύει ὅλους ὅσους εἰσέρχονται σήμερα στὸν στάδιο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὥστε ὁμοθυμαδὸν νὰ ὁμολογοῦμε: «Ἔλαμψεν χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας…».

Καλὴ δύναμη, καλὸ αγώνα, καλὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2015
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ὄντως «ἡμέρα χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως» ἀνέτειλε σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων συνίσταται στό γεγονός ὅτι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἀπέφυγε τόν κίνδυνο τοῦ ἐξανατολισμοῦ, δηλ. τῶν αἱρέσεων ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό ἰουδαϊκές καί ἰσλαμικές ἐπιρροές. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας εἶχε τίς ρίζες της στόν Ἰσλαμισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνεικονικές θρησκεῖες, δέν ἔχουν εἰκόνες. Οἱ εἰκονομάχοι προσπάθησαν νά περάσουν τό μένος τους ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων μέσα στήν πίστη μας, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων, τό ἀπέτρεψαν αὐτό καί ἔτσι ἀποφεύχθηκε ὁ ἐξανατολισμός τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. τό νά μᾶς παρασύρει ἡ Ἀνατολή, οἱ Μουσουλμάνοι καί οἱ Ἑβραῖοι.
Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων δικαιολογεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι σήμερα ἐπιβεβαιώνεται τό γεγονός ὅτι τό ψεῦδος δέν ἐπεκράτησε καί δέν πρόκειται νά κυριαρχήσει ὁριστικά ἐπί τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἔστω καί ἄν ταλαιπώρησε καί ταλαιπωρεῖ ἀκόμη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί μακρό χρονικό διάστημα, ὅπως συνέβη παλαιά, τόν 8ο καί 9ο αἰώ., μέ τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅπως συμβαίνει καί σήμερα, τόν 20ο καί 21ο αἰώ., μέ τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ φαιδρότης τῶν ἀληθεστάτων δογμάτων τῆς πίστεως πάντοτε φανερώνεται, μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἀστράπτει καί νά λάμπει μέσα στό φῶς τῆς Ἀληθείας.
Ὁ σκοπός τῆς καθιερώσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς τότε ὁμολογητές ἐπισκόπους καί μοναχούς, ὅπως μᾶς λέει τό Συναξάρι τῆς ἑορτῆς[1], ἦταν τό νά ἀνακηρυχθοῦν ὀνομαστικά καί νά ἐπαινεθοῦν οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἀσεβεῖς καί κακόδοξοι νά κατακριθοῦν καί νά ἀναθεματιστοῦν ὀνομαστικά, ὄχι βεβαίως ἀπό κακία, ἐμπάθεια καί μίσος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά ἀπό παιδαγωγική καί ποιμαντική φροντίδα καί ἀγάπη, ὥστε οἱ μέν αἱρετικοί, ἐλεγχόμενοι, νά μετανοήσουν καί νά ἀποκηρύξουν τήν πλάνη τους, νά προφυλαχθοῦν δέ κυρίως οἱ ὑπόλοιποι πιστοί ἀπό τό νά ἀκολουθήσουν τήν πλάνη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶχαν πραγματική καί εἰλικρινή ἀγάπη, καί ὄχι τήν ψευδοειρήνη καί τήν ψευδοαγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν, πού ἐνοχλοῦνται ἀπό τά ἀναθέματα καί παρουσιάζονται ἔτσι δῆθεν «καλύτεροι» ἀπό τους Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἀγάπη ἐλέγχουν καί παιδαγωγοῦν[2].
Αὐτήν τήν ἀνακήρυξη καί τόν ἔπαινο τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων ἀπό τή μιά, καί τήν κατάκριση μαζί μέ τόν ἀναθεματισμό τῶν ἀσεβῶν, τῶν κακοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ἄλλη, τόν βλέπουμε πολύ παραστατικά στό ἐξαίσιο κείμενο ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού λέγεται «Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀποσπάσματα τοῦ ὁποίου διαβάζονται κατά τή διάρκεια τῆς λιτανεύσεως τῶν ἁγίων καί ἱερῶν εἰκόνων, σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.  
Τί εἶναι, ὅμως, τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας;
Λέγοντας Συνοδικό[3] ἐννοοῦμε τήν ἀπόφαση μιᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κυρίως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία περιλαμβάνονται, ἐκτός ἀπό τούς κανόνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί οἱ θεολογικές ἀλήθειες, πού καθορίζουν τά ὅρια τῆς πίστεως, τά δόγματα δηλ. τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί καταδικάζουν τίς αἱρέσεις, τόσο ὡς πρός τή στρεβλή διδασκαλία τους, ὅσο καί ὡς πρός τά ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι συνταράσσουν τήν Ἐκκλησία μέ τήν παρανόηση καί διαστρέβλωση τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά καί γενικότερα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας περιέχεται στό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ὀνομάζεται Τριώδιο[4]. Στό κυριότερο μέρος του περιλαμβάνει τίς ἀποφάσεις τῆς ἐνδημούσης ἐν Κων/λει Συνόδου τοῦ 843, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες καί στηρίχθηκε στήν Ζ΄ ἐν Νικαία Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 787. Περιέχει, ἐπίσης, καί ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων, μετά τήν Σύνοδο τοῦ 843, κατά πασῶν ἐν γένει τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἰδιαίτερα κατά τῆς εἰκονομαχίας[5].
Πιθανός συντάκτης τῆς ἀρχικῆς μορφῆς του εἶναι ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος. Πρώτη φορά ἀναγνώσθηκε κατά τήν παννυχίδα καί τήν ὁριστική ἀναστήλωση,  τιμητική προσκύνηση καί λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, γεγονός πού συνέπεσε τότε μέ τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν (11-3-843), ἡ ὁποία γι’αὐτό ὀνομάσθηκε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας[6].
Οἱ μετέπειτα συμπληρώσεις καί προσθήκες στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουν γίνει σέ διάφορα στάδια τῆς ἱστορίας, σύμφωνα μέ τήν πορεία τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν μετά τήν εἰκονομαχία μέχρι καί τό κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στά τέλη τοῦ 14ου αἰώ.
Στό Προοίμιο τοῦ Συνοδικοῦ γίνεται λόγος γιά χειμώνα, ὁ ὁποῖος ἐνέσκηψε στήν Ἐκκλησία, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖται σαφῶς ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καί ὡς «κάκωσις». Ἐπιπλέον, ἀναφέρονται τά ὀνόματα μεγάλων Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν πρόμαχοι τῆς ἀληθείας καί στή συνέχεια διακηρύττεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ ἁγιότητά τους : «Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου, Μεθοδίου…, Ἰγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου, Ἀντωνίου καί Νικολάου». Παράλληλα, ἀναφέρονται καί ὀνόματα ἄλλων ἀρχιερέων, ἱερομονάχων καί μοναχῶν, ὅπως τῶν ὁσίων Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί Συμεών τοῦ Στυλίτου, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ὅλοι μαζί καί ἀναδείχθηκαν ὁμολογητές τῆς Πίστεως, συντελώντας στό νά συγληθεῖ ἡ Ζ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, ἡ ὁποία μνημονεύεται στό τέλος τοῦ Συνοδικοῦ μαζί μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπερμάχησαν για τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπου παρέχεται μάλιστα ἡ πληροφορία ὅτι ἔλαβε καί τό μοναχικό σχῆμα.
Ἰδιαιτέρως μνημονεύονται στό Συνοδικό οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι, ὅπως καί οἱ Ἐπίσκοποι, πού συνετέλεσαν στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν λεγομένων Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, μεταξύ τῶν ὁποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης, ὁ θεατής τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί κήρυξ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος.
Στό Συνοδικό περιέχονται καί ὀνόματα διαφόρων αἱρεσιαρχῶν, πού εἶχαν προηγηθεῖ τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅλων τῶν ἄλλων μεταγενεστέρων αἱρέσεων : «Ἀρείω τῶ πρώτω θεομάχω καί ἀρχηγῶ τῶν αἱρέσεων…, Νεστορίω τῶ θεηλάτω…, Διοσκόρω Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί Σεβήρω τῶ δυσσεβεῖ…, ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καί Μονοθελίταις καί Ἰακωβίταις καί Ἀρτζιβουρίταις καί ἁπλῶς πάσιν αἱρετικοῖς, Ἀνάθεμα».
Αὐτή ἡ ἀναφορά ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὀνομάτων, ὅπως καί τῶν αἱρέσων, πού φαινομενικά δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν εἰκονομαχία, δέν γίνεται τυχαῖα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζεται συνολικά καί ὄχι ἀποσπασματικά. Κάθε νέα αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα μία διαφορετική ἔκφραση καί ἔκφανση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς αἱρέσεως καί λανθασμένης διδασκαλίας, δηλ. τῆς μή ὀρθῆς κατανοήσεως τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πείθει ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν ὡς ἀρχή τους τήν αἵρεση τῆς ἀρνήσεως τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν συνέπειά της. Γι’αυτό τό Συνοδικό ὁριοθετεῖ μέ σαφήνεια τήν Ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τήν Πίστη ἀπό τήν ἀπιστία καί τήν Θεολογία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία.
Ὡς πρός τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό Συνοδικό διακηρύσσει  ὅτι ἡ τιμή τους ἀποτελεῖ συνέχεια καί συνέπεια τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τιμή στό ἴδιο τό γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως. Ἀντίθετα, ἡ ἄρνηση τιμῆς στίς ἱερές εἰκόνες συνεπάγεται στήν πραγματικότητα ἄρνηση τῆς σωτηρίας.
Τό Συνοδικό, ὅμως, ἐνῶ ἀφορμᾶται ἀπό τήν ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προχωρᾶ καί στήν ἐπαναδιατύπωση τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, περί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, περί τῆς Θείας Λατρείας γενικότερα καί περί τῆς Ἀναστάσεως, τά ὁποία προσπάθησαν νά στρεβλώσουν οἱ διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καί κατονομάζονται.
Τέλος, διατυπώνει μέ σαφήνεια στά «κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια» τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, στίς ὁποῖες μετέχει ὁ ἄνθρωπος καί τίς ὁποῖες διακρίνει ἀπό τήν ἄκτιστη Θεία οὐσία, τήν ὁποία ὀνομάζει καί θεωρεῖ «ἄληπτον καί ἀμέθεκτον», ἐνῶ κάνει λόγο καί γιά τό Θεῖο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὀνομάζοντάς το «ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν».
Τά μηνύματα τοῦ Συνοδικοῦ ἐκφέρονται μέ ἀναφωνήσεις τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, ὅπως εἶναι οἱ μακαρισμοί τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων, Πατριαρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν ὀνομαστικά, μέ τήν ἀναφώνηση «αἰωνία ἡ μνήμη», ἀλλά καί ὁ  ἀναθεματισμός τῶν ἀπ'αἰῶνος αἱρετικῶν, μέ τήν ἀναφώνηση «ἀνάθεμα».
Τί εἶναι, ὅμως, τό ἀνάθεμα;
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἀνάθεμα λέγεται ἐκεῖνο, πού χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, καί ἀφιερώνεται στόν διάβολο. Κανένας δέν τολμᾶ νά συναναστραφεῖ καί νά συγκοινωνήσει μέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί ἔχει γίνει ἀνάθεμα στόν διάβολο, ἀλλά ὅλοι οἱ πιστοί χωρίζονται ἀπ’αὐτόν[7]. Τό ἀνάθεμα παντελῶς χωρίζει καί ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κων/λεως, στόν ἀπολογητικό τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει : «Δεινόν εἶναι τό ἀνάθεμα, ἐπειδή μακράν τοῦ Θεοῦ ποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει καί πέμπει αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον»[8].
Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει : «εἰ τίς οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, εἴτω ἀνάθεμα»[9]. Ὅλοι ὅσοι πολιτεύονται ἔξω ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία καί παράδοση τοῦ θείου Παύλου, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ παράδοση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθεία τόν Κύριο. Ὅσοι δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθεία τόν Κύριο, αὐτοί εἶναι ἀνάθεμα, δηλ. χωρισμένοι ἀπό τόν Κύριο[10].
Ὁ ὅρος ἀνάθεμα ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐαγγελίζονται ἔξω ἀπό τά παραδεδομένα : «ἀλλά καί ἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[11].
Τά ἀναθέματα στήν Ἐκκλησία δέν ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ὀργῆς ἤ κατάρας ἤ ὕβρεως, ἀλλά πανηγυρικές διακηρύξεις ὅτι οἱ ἀναθεματισμένοι δέν ἀνήκουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καλεῖται νά ἐπιτείνει τήν προσοχή του σ' αὐτό καί νά μήν συμφύρεται μέ τούς ἀναθεματιζομένους, γιά νά μήν ἀπολέσει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, χωρίς τήν ὁποία δέν ὑφίσταται σωτηρία. Ἑπομένως, τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν, εἰδικότερα στήν σημερινή ἐποχή τῆς ὁμογενοποιήσεως καί τοῦ συγκρητισμοῦ, ἔξοχο ἀμυντικό μηχανισμό καί παιδαγωγικό τρόπο γιά τήν  διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας…»[12]. Τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν ποιμαντικό μέτρο ἀγάπης καί διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν στίς Συνόδους ἀναθεμάτιζαν τούς αἱρετικούς, δέν τό ἔκαμαν ἀπό μίσος πρός αὐτούς, ἀλλά μέ πόνο ψυχῆς ἀπέκοπταν αὐτούς, «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας», ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ χειροῦργος ἀποκόπτει τό σεσηπός καί νεκρό μέλος τοῦ σώματος, γιά νά μήν μεταδοθεῖ ἡ σῆψη καί στό ὑπόλοιπο σῶμα. Ἑπομένως, ἀνάθεμα ἔχουμε κυρίως ὅταν ὑπάρχει αἵρεση. Ὁ ἀναθεματισμός εἶναι ὁ ἀποχωρισμός, ἡ ἀποκοπή μέ δυσμενεῖς ἐκφράσεις ἀπό τό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἡ αἵρεση εἶναι ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς Θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καταδικάζεται καί ἀναθεματίζεται ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Πολλές φορές, ὅταν λέγονται αὐτά τά πράγματα, ἀλλά καί ὅταν διαβάζονται – ἄν διαβάζονται – τά ἀναθέματα τήν Κυριακή τῆς  Ὀρθοδοξίας, οἱ πιό αὐθόρμητοι σοκάρονται καί λένε : «Ε, τώρα, ποῦ ζοῦμε; Στόν Μεσαίωνα; Μιλᾶμε γιά ἀναθεματισμούς καί ἀφορισμούς; Αὐτά δέν εἶναι πράγματα, πού ἁρμόζουν στήν Ἐκκλησία». Δυστυχῶς, αὐτή ἡ νοοτροπία ἔχει ἐπηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνεχῶς καί μόνο ἀγάπη. Αὐτοί, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄγευστοι. Δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί δέν ἔχουν κατανοήσει ὅτι αὐτό τό Σῶμα εἶναι ἀγαπητικό. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»[13], τότε ἡ ἔλλειψη ἀγάπης σημαίνει τήν ἀποστασιοποίηση. Γιατί, ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ πολύ κάτι, ἔρχεται σέ ἀγαπητική σχέση μ’αὐτό. Ὅταν, ὅμως, ἀποστασιοποιεῖται, ὄχι μόνο περιστασιακῶς, ἀλλά καί θεσμικῶς, τότε ἡ Ἐκκλησία τοῦ βεβαιώνει, μ’ἕνα θεσμικό τρόπο, αὐτό, πού ἔχει πάθει. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὅταν λέει σέ κάποιον «ἀνάθεμα», οὐσιαστικά τοῦ πιστοποιεῖ, τοῦ δίνει τήν ληξιαρχική πράξη, τήν πιστοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πού ἔχει ὑποστεῖ. Αὐτό, ὅμως, σήμερα δέν γίνεται κατανοητό, ἐπειδή δέν βιώνεται καί ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς καθαρότητος, τήν ὁποία οἱ πολλοί ὑστεροῦνται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ζωντανή πραγματικότητα. Ὅταν ὁ πιστός ἔχει καθαρότητα, τότε ἔχει σχέση μέ τήν  Ἐκκλησία, νιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκφράζει. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως βιωματικῆς ἐμπειρίας φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά λέγεται ὅτι «τά ἀναθέματα καί οἱ ἀφορισμοί δέν ἰσχύουν σήμερα. Θά τ’ἀλλάξουμε. Ζοῦμε σέ ἄλλη ἐποχή». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ὁ Χριστός μία φορά ἐκπλήρωσε τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριο γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αιώνας»[14]. Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι, ὅταν παραβιάζεται ἡ ἀγαπητική σχέση, τότε ὑπάρχει ὁ ἀφορισμός, μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει τήν προϋπάρχουσα κατάσταση.
Ὀλ’ αὐτά, τά ὁποία σήμερα ἠχοῦν φονταμενταλιστικά, γιά τούς πιστούς μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι σημεῖα, τά ὁποῖα συμπυκνώνουν τήν ἀγάπη, ὁριοθετοῦν καί σημειώνουν ὅτι ἡ ἀγαπητική σχέση μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάτι τό δευτερεῦον ἤ τό τριτεῦον, ἀλλά εἶναι τό οὐσιῶδες συστατικό της. Αὐτά τά πράγματα τά ἐξέφρασε ἡ Ἐκκλησία μέ τόν ἴδιο δυναμισμό, ὅταν θέλησε νά ἐκφράσσει τήν ἀκοινωνησία, μέ τήν ὁποία δίνει τήν ληξιαρχική πράξη ὅτι κάποιος ἔχει πεθάνει ἀπό πλευρᾶς ἀγαπητικῆς. Αὐτό τό Σῶμα, μέσα στό ὁποῖο ἀνήκουμε εἶναι μυστηριακό μέν, ἀγαπητικό δέ. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγαπητική σχέση καί αὐτός ὁ ἀγαπητικός πόθος, πού νά ἐκφράζεται καί στήν πράξη, τότε διαψεύδεται.
Τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας, ὅταν γράφτηκε γιά πρώτη φορά τό 843 ἀπό τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετά τό τέλος τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας, περιελάμβανε ἀναθέματα γιά ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰώ. κι ἔπειτα, ἐπειδή ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰώ. νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ καί ‘Ακινδύνου», μέ τά ὁποία ἀναθεματίζεται, στά πρόσωπα τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ καί τοῦ Γρηγορίου Ακινδύνου, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπό τήν παραπάνω τακτική διαπιστώνουμε ὅτι τό Συνοδικό τῆς Όρθοδοξίας εἷναι ἀναπροσαρμοζόμενο καί ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά κατηγοροῦν κάποιοι τούς ἁγίους Πατέρες ὅτι δῆθεν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα.
Ἄλλωστε, τό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ ἕνα σημεῖο του˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»[15], ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σ΄αὐτούς πού ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας αἰώνων.  Ἡ ἀνωτέρω τακτική δέν ἀποτελεῖ οὔτε πρωτοτυπία, οὔτε καινοτομία, οὔτε πρόταξη ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ταπεινή ἀκολουθία τῆς συνήθους ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς, καί τήρηση τῆς τάξεως τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως ἰσχύει μέχρι καί σήμερα. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος της ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων εἶναι διφυής, διττός : Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις, παλαιές καί νέες,  οἱ ὁποῖες στερροῦν τήν σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι, δέν πρέπει νά σπεύσουν νά ἐκτοξεύσουν μομφές καί κατηγορίες οἱ Οἰκουμενιστές, πού, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό, ἐπιδεικνύεται ἐπαγρύπνηση καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνονται οἱ λύκοι νά καταφᾶνε καί νά κατασπαράξουν τά πρόβατα.
Ἀντιθέτως, οἱ Οἰκουμενιστές πρέπει νά κατηγοροῦνται, ἐπειδή ἀφήνουν τά πρόβατα νά γίνονται βορά στά στόματα τῶν λύκων τῶν βαρέων[16], τῶν ποικίλων αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική καί παιδαγωγική ὀρθότητα τῶν μέτρων τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἀντέχουν τήν δύναμη τῶν ἀναθεμάτων, δέν ἀντέχουν, ἐλεγχόμενοι, τήν ἀντιαιρετική καί ἐπικριτική διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν ἀντέχουν κἄν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἀνάγνωση τῶν ἀναθεμάτων συνοδικῶς ἀπό τό 2005. Γι'αὐτό παραμερίζουν μέ τήν μεταπατερική, νεοπατερική, συναφειακή καί μετακανονική αἵρεση τούς Ἁγίους Πατέρες, πού καταγγέλλουν ὀνομαστικά καί ἀποκαλύπτουν τούς αἱρετικούς. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως, δεχόμενοι ὡς «ἰσότιμες, ἰσάξιες καί ἀδελφές ἐκκλησίες» τίς σύγχρονες μεγάλες αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλά καί τήν παλαιά, ἀρχαῖα αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ[17].
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο διατυπώνει καί ἐκφράζει τήν καθολική πίστη καί τό δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Περιέχει δηλ. τήν διδαχή της γιά τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς της. Τό δόγμα διασώζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πληροφορεῖ τόν κόσμο γι'αὐτή τή ζωή, ἐνῶ παράλληλα καταγράφει καί τήν ἱστορική μαρτυρία καί συνείδηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Γι’αὐτό καί ἡ  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐνέταξε τό Συνοδικό στήν λατρεία της σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά διαβάζεται σέ στάση προσοχῆς καί προσευχῆς ὡς ἱερό δογματικό κείμενο. Ἀμήν.
Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ


[1] Τριώδιον, ἐκδ. «Φῶς Χ.Ε.Ε.Ν.», Ἀθήνα  2010, σ. 618.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στόν Πειραιά γιορτάσθηκε αὐθεντικά ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 3-4.
[3] Σχ. βλ. ΑΡΧΙΜ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὁμιλία στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό στήν Φλώρινα τήν Κυριακή 9-3-2014 (Α΄ Νηστειῶν).
[4] Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Φῶς ΧΕΕΝ, Ἀθήνα 2001, σσ. 618-635.
[5] Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Μτφρ. Ἠ.Γ.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἐπιμέλεια-σχόλια ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2006, σ. 11.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Πηγές Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθήνα 19982, σ. 118.
[7] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 396-398.
[8] Β΄ Τόμος Συνοδικῶν, σ. 724.
[9] Α΄ Κορ. 16, 22.
[10] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989, σ. 697.
[11] Γαλ. 1, 8. Ἔνθ'ἀνωτ., τ. Β΄, Θεσ/κη 1990, σσ. 248-249.
[12] Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ θέμα «Διευκρινήσεις γιά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», 14-3-2012, http://www.impantokratoros.gr/64EFF01C.el.aspx
[13] Ρωμ. 5, 5.
[14] Εβρ. 13, 8.
[15] Τριώδιον, ἐκδ. «Φῶς Χ.Ε.Ε.Ν.», Ἀθήνα 2010, σ. 628.
[16] Πράξ. 20, 29.
[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, ἔνθ'ἀνωτ., σ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)