Εν Πειραιεί τη 16η Απριλίου 2015
Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική
περικοπή της Κυριακής του Πάσχα
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
(2ον)
Συνεχίζοντες τον ερμηνευτικό σχολιασμό
της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής του Πάσχα και σαν συνέχεια των όσων
εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων
στίχων της περικοπής.
«Και
το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»( 1,5).
Ο Θεός Λόγος, το Φως το αληθινό, η πηγή
του πνευματικού φωτός, έχει την δύναμη να διαλύει το πνευματικό σκότος, που
είναι η αμαρτία, η πλάνη, ο θάνατος, όπως ακριβώς το αισθητό φως διαλύει με την
παρουσία του το αισθητό σκοτάδι. Όταν εσαρκώθη, ήρθε σαν Φως στον κόσμο. Ήρθε
και εφώτισε τούς «εν σκότει...εν χώρα και σκιά θανάτου» καθημένους ανθρώπους. Με τον Σταυρό και την
ταφή Του κατέβηκε και διέλυσε το σκότος του άδου, με την ανάστασή Του δε,
ενίκησε το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Το φως της αληθινής θεογνωσίας
εξαπλώθηκε με το κήρυγμα των αποστόλων και των Πατέρων και διέλυσε την πλάνη
της ειδωλολατρικής και ηθικής σήψεως και διαφθοράς. Ενώ όμως το φως της
αλήθειας και της ζωής, ο σαρκωμένος Λόγος, φωτίζει τούς δεκτικούς θείου
φωτισμού, δεν εγκολπώνονται δυστυχώς όλοι αυτό το Φως, όσοι δηλαδή είναι
ανεπίδεκτοι, επειδή αγαπούν την αμαρτία και το ψεύδος. Και όχι
απλώς δεν το δέχονται, αλλά το αποστρέφονται, το μισούν και το πολεμούν
και ζητούν να το συγκαλύψουν και εξουδετερώσουν, διότι ελέγχει τα σκοτεινά τους
έργα. Από τότε που ήλθε στον κόσμο το Φως της αληθείας, ο Χριστός, αμέτρητοι
ήταν αυτοί που επολέμησαν, Αυτόν και την Εκκλησία του. Γραμματείς και
φαρισαίοι, ρωμαίοι και βυζαντινοί αυτοκράτορες, αιρετικοί, μαρξιστές, άθεοι,
μασώνοι και πολλοί άλλοι. Όλες αυτές οι δυνάμεις του σκότους δεν κατώρθωσαν
τελικά να νικήσουν το Φως, τον Χριστό και την Εκκλησία του, όπως αποδεικνύει η
ιστορία. Ήδη από τον στίχο αυτό ο ευαγγελιστής υπαινίσσεται την σάρκωση του
Λόγου και παρουσιάζει το έργο του σαν μια πάλη του φωτός προς το σκότος.
«Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα
αυτώ Ιωάννης» (1,6).
Αφού μέχρις εδώ ομίλησε για την προαιώνια
ύπαρξη και Θεότητα του Λόγου εν είδει εισαγωγής, στη συνέχεια, θέλοντας να
ομιλήσει σαφέστερα για την σάρκωσή Του και την φανέρωσή Του μέσα στον χρόνο και
την ιστορία, στρέφει τον λόγο στον Πρόδρομό Του. Στο εκλεκτό εκείνο σκεύος της
εκλογής που προανήγγειλε την έλευσή Του στον κόσμο, που προετοίμασε και
προπαρασκεύασε τον λαό του Θεού για να τον υποδεχθή και πιστεύση σ’ Αυτόν.
Μάλιστα η έλευσή Του είχε προφητευθεί από τον προφήτη Μαλαχία. Αποστέλλεται από
τον Θεό ως πλήρες όργανο του Θεού και
επομένως τίποτε δεν λέγει και τίποτε δεν πράττει από μόνος του, αλλ’ όσα το
Άγιο Πνεύμα τον πληροφορήσει.
«Ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί
του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού» (1,7).
Ήλθε να μαρτυρήσει, να φανερώσει το Φως, τον
Χριστό. Ο Δεσπότης φανερώνεται και συσταίνεται από τον δούλο. Αν και ο ίδιος
δεν είχε την ανάγκη της μαρτυρίας του δούλου, καταδέχεται να μαρτυρηθή από
αυτόν, από πολλή ταπείνωση, μόνο και μόνο για να οδηγηθούν οι άνθρωποι στην
πίστη ευκολώτερα προς αυτόν. Βέβαια το φως με το να φωτίζει, μαρτυρεί από μόνο του την παρουσία του, χωρίς να έχει ανάγκη
μάρτυρος. Ο Θεός όμως εξ’ αιτίας της σκληροκαρδίας και απιστίας των Ιουδαίων
συγκαταβαίνει μέχρις αυτού του σημείου, ώστε να μη έχουν καμιά δικαιολογία την
ημέρα της κρίσεως, για την απιστία τους. Ο Θεός θέλει όλοι να πιστεύσουν και
όλοι να σωθούν. Ούτε όμως τότε επίστευσαν όλοι, παρά ένα μικρό μόνο μέρος, ούτε
αργότερα και μέχρι σήμερα δέχονται όλοι το Φως της αληθείας, τον Χριστό. Ο
άνθρωπος επλάσθη ελεύθερος και αυτεξούσιος. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία
της προαιρέσεώς του. Τελικά αυτοί που μένουν στο σκότος της πλάνης, μένουν όχι
εξ αιτίας της ελλείψεως του φωτός, αλλά γιατί αγαπούν την αμαρτία και το ψεύδος
μάλλον, παρά το Φως και την αλήθεια.
«Ουκ ην εκείνος το φως, αλλ’ ίνα μαρτυρήση περί
του φωτός» (1,8).
Φαίνεται σαν περιττή επανάληψη ο στίχος
αυτός, διότι αφού ήρθε να μαρτυρήσει, δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτός το Φως,
χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι ο Πρόδρομος δεν είχε μέσα του θείον φως, αφού όλοι
οι άγιοι αναδείχθηκαν «φως του κόσμου». Το Φως όμως αυτό το
είχαν κατά μετοχήν. Ο ευαγγελιστής τοποθετώντας το άρθρο, το αντιδιαστέλλει από
το κατά μετοχήν Φως, εννοώντας το προαιώνιον Φως, την πηγήν του φωτός. Εκτός
αυτού επειδή πολλοί από τον λαό εταύτιζαν τον Ιωάννη με τον Μεσσία και υπήρχε
φόβος να γίνει σύγχυση, ο ευαγγελιστής θέλοντας να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, επαναλαμβάνει και τονίζει, ότι δεν ήταν εκείνος το Φως. Εξ άλλου
αυτήν την υπόνοια του λαού την προλαμβάνει και ο ίδιος ο Πρόδρομος, όπως θα
δούμε παρά κάτω στο στίχο 20.
«Ήν το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον
ερχόμενον εις τον κόσμον» (1, 9).
Αυτό το Φως, για το οποίο ήρθε να
μαρτυρήσει ο Ιωάννης, υπήρχε προαιωνίως και ανάρχως ως Θεός Λόγος και προτού να
σαρκωθή. Το ονομάζει «αληθινόν» για να το ξεχωρίσει από το
άλλο, το αισθητό, που είναι κτιστό, ενώ αυτό είναι άκτιστο. Με τη φράση «ο
φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» ο ευαγγελιστής εννοεί,
ότι ο Θεός δίδει σε κάθε άνθρωπο τις προϋποθέσεις για την μέθεξη του Θείου
Φωτός. Τελικά όμως φωτίζονται, μόνον όσοι θέλουν να δεχθούν αυτόν τον φωτισμό,
καθώς εσημειώσαμε προηγουμένως στο στίχο 5. Όσοι επομένως με τη θέλησή τους
κλείνουν τα μάτια της ψυχής των και μένουν στο πνευματικό σκοτάδι, δεν είναι η
αιτία του σκοτισμού τους η έλλειψη φωτός, αλλά η κακή τους προαίρεση. Αυτό το αληθινό Φως, που καταυγάζει την ψυχή,
λαμβάνει ο κάθε πιστός κατά το άγιον βάπτισμα. Δυστυχώς όμως και μετά το
βάπτισμα ο Χριστιανός επανέρχεται και πάλι στην αμαρτία, που σκοτίζει την ψυχή.
Τώρα πλέον δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η μετάνοια, δια της οποίας και
μόνον καθαίρεται και φωτίζεται η ψυχή, όπως διατυπώνει πολύ ωραία ένα τροπάριο
του αναστασίμου κανόνος: «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω
απροσίτω φωτί της αναστάσεως». Οι άγιοι Πατέρες με την αδιάλειπτη νοερά
προσευχή και την λοιπή ασκητική αγωγή έφθαναν τελικά στη μέθεξη του Θείου
Φωτός. Ο Άγιος Γρηγόριος, ο Παλαμάς, εμπόνως προσευχόμενος στο άγιον Όρος
έλεγε: «φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος».
«Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο,
και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (1,10 ).
Ήταν παρών αοράτως μέσα στον κόσμο και προτού
να σαρκωθή. Ήταν στον κόσμο χωρίς να περιορίζεται απ’ αυτόν, διότι ως άπειρο
πνεύμα δεν περιορίζεται από τον φθαρτό και πεπερασμένο κόσμο. Αντίθετα πληροί
αυτόν, τον κυβερνά, συντηρεί και προνοεί γι’ αυτόν, αφού άλλωστε είναι εκείνος
που τον εδημιούργησε εκ του μηδενός.
Όταν εσαρκώθη, ο κόσμος των διεφθαρμένων από την αμαρτία ανθρώπων, δεν
τον ανεγνώρισε, ούτε τον εδέχθη, ούτε τον επίστευσε, αλλά τον απέρριψε. Με την
λέξη: «κόσμος» υπονοούνται οι άνθρωποι εκείνοι, που ζουν προσκολλημένοι
στην αμαρτία και την ματαιότητα αυτής της ζωής. Και προτού να σαρκωθή βρισκόταν
στον κόσμο κυβερνώντας και συντηρώντας αυτόν, αλλά και μετά την ανάληψή του
βρίσκεται παρών μέσα σ’ αυτόν διά του μυστικού σώματός Του, της Εκκλησίας, της
οποίας είναι κεφαλή και αρχηγός. Είναι ακόμη και μυστηριακώς παρών, κάτω από τα
είδη του άρτου και του οίνου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θα συνεχίζει
να παραμένει μέσα στις ψυχές των πιστών μαθητών του, που αποτελούν το σώμα της
Εκκλησίας, μέχρι της συντελείας των αιώνων: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας
τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28.20). Γιατί όμως οι διεφθαρμένοι από την αμαρτία
άνθρωποι δεν τον ανεγνώρισαν; Διότι τούς ετύφλωσε η αγάπη και η προσκόλληση
στις ηδονές και στη δόξα της παρούσης ζωής. Οι δίκαιοι και οι προφήτες και όσοι
γενικά ήσαν άξιοι, τον ανεγνώρισαν και προτού ακόμη σαρκωθή, όσοι έζησαν στα
χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης. Η αγάπη
προς τον κόσμο και η προσκόλληση σ’ αὐτόν μας αποξενώνει από
τον Θεό, τυφλώνει τους ψυχικούς οφθαλμούς μας.
«Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου
παρέλαβον» (1,11).
Ως ιδικοί του μπορούν να θεωρηθούν και
όλη η ανθρωπότης, διότι είναι δημιούργημά του, αλλά και ειδικώτερα οι Εβραίοι
ως περιούσιος λαός του, τον οποίον αυτός εδιάλεξε από όλους τούς λαούς και μόνο
αυτοί επίστευαν στον αληθινό Θεό. Σ’
αυτόν εμπιστεύθηκε την Διαθήκη του, τον νόμο του και τις επαγγελίες του για την
έλευση του Μεσσία. Αυτοί όμως τον απέρριψαν και τον απέκρουσαν, διότι θέλησαν
να επιτύχουν την δικαίωση και την σωτηρία, όχι διά μέσου της πίστεως στον
Χριστό, αλλά από την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου.
Εφθόνησαν τους εθνικούς, όταν είδαν ότι σώζωνται και αυτοί εξ’ ίσου
δωρεάν διά της Χάριτος, όπως και εκείνοι, χωρίς να υπερέχουν σε τίποτε απέναντί
τους. Μέχρι τότε υπερηφανεύονταν
απέναντι στούς εθνικούς και τούς
αποστρέφονταν ως ακαθάρτους και εσκοτισμένους. Πόσο ολέθριο κακό η υπερηφάνεια!
Αδύνατο να δεχθεί ο πιστός μέσα του τον Χριστό, χωρίς το ταπεινό φρόνημα. Διότι
Εκείνος «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου