ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν
Πειραιεί τη 21η Σεπτεμβρίου 2017
ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΙ
ΔΙΑΛΟΓΟΙ: ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝ ΠΙΣΤΕΙ ΕΝΟΤΗΤΑ Ή ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΥΣ;
Όπως είναι γνωστόν οι θεολογικοί Διάλογοι
μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών συνεχίζονται εδώ και 37 χρόνια, από το 1980. Πριν
από ένα χρόνο περίπου, (16 έως 21 Σεπτεμβρίου 2016),
πραγματοποιήθηκε η 14η
Γενική Συνέλευση της Ολομέλειας της Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού
Διαλόγου στο Κιέτι της Ιταλίας, στην οποία εγκρίθηκε κείμενο με τίτλο «Συνοδικότητα
και πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία: στην πορεία προς κοινή κατανόηση, στην
υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας». Το κείμενο αυτό είναι συνέχεια
του κειμένου της Ραβέννας, αφού τόσον αυτό, όσο και το της Ραβέννας ασχολείται
με το θέμα του Πρωτείου σε σχέση με την Συνοδικότητα. Το κείμενο του Κιέτι, το
οποίο περιλαμβάνει 21 παραγράφους, υπέγραψαν οι εκπρόσωποι του Πάπα και όλων
των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, πλην του πατριαρχείου Βουλγαρίας, με την
έκφραση επιφυλάξεων μόνο από τους εκπροσώπους του Πατριαρχείου της Γεωργίας επί
ορισμένων παραγράφων του.
Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, πριν
από μερικές ημέρες «ολοκλήρωσε τις εργασίες του στις
8 Σεπτεμβρίου 2017 στη Λέρο η Συντονιστική Επιτροπή της Μικτής Επιτροπής επί
του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπου συμμετείχε και ο
Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών
Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας.
Κατόπιν συζητήσεως οι εκπρόσωποι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και
της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποφάσισαν την προετοιμασία κειμένου με τίτλο
‘Στην οδό προς την εν πίστει
ενότητα: θεολογικά και κανονικά ζητήματα’. Το κείμενο, του οποίου την κατάρτιση
θα αναλάβει Ειδική Συντακτική Επιτροπή εκ των μελών της Επιτροπής, προβλέπεται
ότι θα συνοψίσει τα αποτελέσματα της εργασίας των 37 ετών του Διαλόγου
Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και θα σημειώσει τα πλέον βασικά προβλήματα, τα
οποία χρήζουν συζητήσεως στις επόμενες φάσεις του». Επί
πλέον σύμφωνα με την ειδησεογραφία, «το νέο κείμενο θα πρέπει να ασχοληθεί με
τις εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν στη διακοπή κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου
και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον 11ον
αιώνα καθώς και τις επιπτώσεις της προαναφερθείσης διακοπής για τους
χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στο θέμα της
Ουνίας, το οποίο συζητήθηκε στα πλαίσια
του Διαλόγου κατά το διάστημα 1991–2000, αλλά μέχρι σήμερα παραμένει επίκαιρο».
Επίσης η Συντονιστική Επιτροπή έκρινε σκόπιμο, να προχωρήσει στη μελέτη του
θέματος με τίτλο «Πρωτείο και Συνοδικότητα κατά τη δεύτερη χιλιετία και στην εποχή μας».
Το εν λόγω θέμα αποτελεί την φυσική
συνέχεια του θέματος «Συνοδικότητα και Πρωτείο κατά την πρώτη
χιλιετία», το οποίο αναπτύχθηκε στην προηγούμενη φάση του διαλόγου, στο
κείμενο του Κιέτι.
Κάνοντας μια πρώτη αξιολόγηση των τελευταίων
εξελίξεων του Διαλόγου, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τα εξής: Κατ’ αρχήν το
πρώτο που πρέπει να τονίσουμε, και μάλιστα με έμφαση, είναι ότι ο Διάλογος
προχωρεί με τις προδιαγραφές της «Συνόδου» της Κρήτης. Ως γνωστόν η «Σύνοδος»
αυτή κατοχύρωσε «συνοδικά» τους Θεολογικούς Διαλόγους με τους αιρετικούς
παπικούς, ως «μαρτυρία της Ορθοδοξίας στους εγγύς και στους μακράν ευρισκομένους»,
με τελικό στόχο την άρση της «απολεσθείσης χριστιανικής ενότητος»:
«Η
Ορθόδοξος Εκκλησία, αδιαλείπτως προσευχομένη ‘υπέρ της των πάντων ενώσεως’,
εκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά των εξ’ αυτής διεστώτων, των εγγύς και των
μακράν, επρωτοστάτησε μάλιστα εις την σύγχρονον αναζήτησιν οδών και τρόπων της
αποκαταστάσεως της ενότητος των εις Χριστόν πιστευόντων…Η Ορθόδοξος συμμετοχή
εις την κίνησιν προς αποκατάστασιν της ενότητος μετά των άλλων Χριστιανών εν τη
Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ουδόλως τυγχάνει ξένη προς την
φύσιν και την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλ’ αποτελεί συνεπή έκφρασιν
της αποστολικής πίστεως και παραδόσεως, εντός νέων ιστορικών συνθηκών», (παραγρ.
4). Οι συνοδικοί εξέφρασαν μεν τον θερμό ζήλο τους για την συνέχιση του
Διαλόγου, κατά παράδοξο όμως τρόπο, (που δημιουργεί εύλογες απορίες), δεν
θέλησαν να εξετάσουν, όπως όφειλαν, την μέχρι σήμερα πορεία των Θεολογικών
Διαλόγων σε όλες τις επί μέρους φάσεις του και να αξιολογήσουν τα αποτελέσματά
τους. Απέφυγαν να εξετάσουν και να αξιολογήσουν τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου
δογματικής απόψεως κείμενα του Balamand,
(1993) και της Ραβέννας, (2007), πράγμα που σημαίνει ότι, έστω και
σιωπηρώς, τα αποδέχθηκαν. Δεν θέλησαν να ερευνήσουν, πως συνέβη κατά την 7η
Γενική Συνέλευση του Balamand αυτό
το παράδοξο: Παπικοί και Ορθόδοξοι,
κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του
Παπισμού, (Filioque,
κτιστή Χάρις, άζυμα, καθαρτήριον πυρ, άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου, κ.λ.π.), να
φθάνουν ξαφνικά στο σημείο, να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές
Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική
διαδοχή και δια τούτο «από κοινού υπευθύνους δια την τήρησιν της
Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την Θείαν Οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς
την ενότητα», (παράγρ.13 και 14), χωρίς προηγουμένως οι παπικοί να
έχουν απορρίψει τις αιρετικές διδασκαλίες τους. Δεν θέλησαν να ερευνήσουν, ποια
ήταν τα αίτια, που ναυάγησε ο διάλογος κατά την 8η Γενική Συνέλευση της
Βαλτιμόρης των Η.Π.Α το 2000, η οποία ασχολήθηκε και πάλι με το
πρόβλημα της Ουνίας. Ως γνωστόν το
Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο
του 1992 Σύναξη Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στη Σύναξη αυτή
οι Προκαθήμενοι συζήτησαν εν εκτάσει τα προβλήματα, που δημιουργήθηκαν μετά την
έξαρση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και συνέταξαν «Μήνυμα»,
στο οποίο «καταδικάζεται ρητά η Ουνία και ο δι’ αυτής προσηλυτισμός και
τονίζεται, ότι δεν μπορεί να προχωρήσει ο Θεολογικός Διάλογος με την
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν δεν επέλθει συμφωνία επί του ζητήματος της Ουνίας».
Η συνέχεια όμως των γεγονότων απέδειξε ότι οι Προκαθήμενοι αθέτησαν το
«Μήνυμά» τους και τελικά δέχθηκαν να προχωρήσει ο Διάλογος με άλλη θεματολογία,
παρά το γεγονός ότι δεν επιλύθηκε το πρόβλημα της Ουνίας στη Βαλτιμόρη. Θα
έπρεπε λοιπόν τώρα η «Σύνοδος» της Κρήτης, να ερευνήσει, για ποιο λόγο οι
Προκαθήμενοι αθέτησαν το «Μήνυμά» τους και να καταλογίσει ευθύνες στους
υπευθύνους.
Όλα τα παρά πάνω, τι άλλο μπορούν να σημαίνουν,
παρά το ότι ο μέχρι σήμερα γενόμενος Διάλογος παρεξέκκλινε από την Ορθόδοξη
Πίστη και Παράδοση και ακολούθησε μια στρεβλή πορεία; Μια πορεία την οποία η
«Σύνοδος» της Κρήτης δεν μπόρεσε δυστυχώς να επισημάνει και στη συνέχεια να
επαναφέρει τον Διάλογο στην ορθή του τροχιά και πορεία; Ή μάλλον, για να
μιλήσουμε ορθότερα, θα έπρεπε η «Σύνοδος», εκτιμώντας την αμετανοησία των
παπικών να τερματίσει οριστικά τον Διάλογο λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον θεόπνευστο
λόγο του Παύλου «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού»,
(Τιτ.3,10).
Ο τίτλος του θέματος: «Στην οδό προς την εν πίστει
ενότητα: θεολογικά και κανονικά ζητήματα» είναι παράλογος αφού σύμφωνα
με τις αποφάσεις που έλαβε η Μικτή Θεολογική Επιτροπή επί του Θεολογικού
Διαλόγου στο Balamand, η «εν
πίστει ενότητα» έχει ήδη αποκατασταθεί. Όπως διατυπώνεται στο κείμενο: «Εκατέρωθεν
αναγνωρίζεται ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησία του, (ομολογία της
αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην
την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων),
δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιας των ημετέρων
Εκκλησιών». Εδώ πλέον γίνεται ολοφάνερο ότι οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων
Εκκλησιών ουσιαστικά αρνούνται ότι μόνον
η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως
δηλαδή ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά δέχονται ότι συναποτελεί με την
Ρωμαιοκαθολική την Μία Εκκλησία. Επομένως δεν βρισκόμαστε καθ’ οδόν, αλλά
έχουμε φθάσει στο τέρμα του δρόμου. Το μόνο που υπολείπεται είναι το
κοινό ποτήριο, στο οποίο, κατά ανεξήγητο τρόπο, διστάζουν να προχωρήσουν με
πανηγυρικό και επίσημο τρόπο, παρ’ όλο που θα έπρεπε να προχωρήσουν, αν θα
ήθελαν να είναι συνεπείς με την οικουμενιστική εκκλησιολογία.
Επίσης η
Συντονιστική Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει στην επόμενη φάση του
Διαλόγου περί του Πρωτείου, στη μελέτη δηλαδή του θέματος «Πρωτείο και Συνοδικότητα κατά τη
δεύτερη χιλιετία και στην εποχή μας», χωρίς όμως προηγουμένως να έχει
αξιολογηθεί συνοδικά από δογματικής απόψεως το κείμενο του Κιέτι από τις κατά
τόπους ιεραρχίες των τοπικών Εκκλησιών. Ουσιαστικά ο Διάλογος προχωρεί χωρίς να
λαμβάνονται υπ’ όψιν, όχι μόνον ο κλήρος και ο πιστός λαός, αλλά και αυτοί οι
ιεράρχες των τοπικών Εκκλησιών. Το κείμενο του Κιέτι, (όπως και το
κείμενο της Ραβέννας), πάσχουν σοβαρά από δογματικής απόψεως και έχουν ανάγκη
λεπτομερούς συνοδικής μελέτης και εξετάσεως. Περιέχουν εκκλησιολογικές θέσεις,
που αποκλίνουν σοβαρά από την Ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Πιο
συγκεκριμένα:
Στο κείμενο αναπτύσσεται μια καινοφανής
θεωρία περί Εκκλησίας, που για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον Μητροπολίτη
Περγάμου Ι. Ζιζιούλα, σύμφωνα με την οποία παρουσιάζεται η Εκκλησία ως Εικόνα της Αγίας
Τριάδος. Γίνεται επίσης λόγος στο πασίγνωστο από την αρχιερατική
προσευχή του Χριστού χωρίο: «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιω.17:11),
στο οποίο δίδεται οικουμενιστική ερμηνεία. Η Ορθόδοξη ερμηνεία της παρά πάνω
φράσεως έχει ήδη αναπτυχθεί από κείμενα της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών, από
τον καθηγητή της δογματικής κ. Δ. Τσελλεγίδη, από τον Μητροπολίτη
Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο κ.α. Γίνεται ακόμη λόγος για «Ενότητα
στην ποικιλομορφία». Πρόκειται για μια καθαρά προτεσταντικής
προελεύσεως αιρετική διδασκαλία, η οποία έχει τις ρίζες της στην οικουμενιστική
«θεωρία
της περιεκτικότητος». Επιχειρείται μάλιστα και η βιβλική θεμελίωσή της
πάνω στην περικοπή από την Α' προς
Κορινθίους επιστολή του Παύλου, (στ.12,4-11). Όπως είναι γνωστό ένας από τους
βασικούς στόχους της «Νέας Εποχής» είναι η ενότητα στην
ποικιλομορφία, η ενοποίηση όλων των πίστεων και των θρησκειών παρά τις
υπάρχουσες δογματικές και άλλες θρησκειολογικές διαφορές. Παρά κάτω γίνεται μια
προσέγγιση της Συνοδικότητος σε σχέση με το Πρωτείο, το οποίο μάλιστα
παρουσιάζεται υπό την μορφή της διακονίας. Επιχειρείται παπική ερμηνεία του Πρωτείου
και παραθεωρείται η συνοδική αρχή των πρεσβειών τιμής, (και όχι εξουσίας), όπως
και η συνοδική εξέλιξη και διαμόρφωση της Πενταρχίας των αρχαίων Πρεσβυγενών
Πατριαρχείων. Μια προσεκτική μελέτη της Συνοδικής
μας Παραδόσεως αποδεικνύει ότι η ανώτατη αυθεντία εν τη Εκκλησία σε κτιστό
επίπεδο είναι η Οικουμενική Σύνοδος και όχι το πρόσωπο του Οικουμενικού
Πατριάρχου, η του Πάπα.
Στο σημείο αυτό σημειώνουμε εν είδει παρενθέσεως,
ότι σχετικά με την ερμηνεία του Πρωτείου επιχειρήθηκε
τα τελευταία χρόνια από τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ι. Ζιζιούλα
και άλλους
Ορθοδόξους θεολόγους και κληρικούς, η δογματική θεμελίωσή του πάνω στις
ενδοτριαδικές σχέσεις, και πιο συγκεκριμένα στην μοναρχία του Πατρός. Σύμφωνα
με την θεωρία αυτή ο Πατήρ, ως πηγή της Θεότητος, έχει ένα είδος Πρωτείου σε
σχέση με τα άλλα δύο πρόσωπα της αγίας Τριάδος, είναι ο πρώτος στην κοινωνία
των προσώπων
της Αγίας Τριάδος.Επικαλούνται
δύο μαρτυρίες από τους θεολογικούς λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τον
τρίτοκαι τον πέμπτο για να καταλήξουν στο εσφαλμένο, όπως θα δούμε στη συνέχεια,
συμπέρασμά ότι δήθεν «ο
Θεολόγος των Πατέρων ομιλεί περί μοναρχίας και πρωτείου του Θεού και Πατρός». Το
κείμενο λέγει επί λέξει: «Ημίν δε μοναρχία το τιμώμενον. Μοναρχία δε,
ουχ ην εν περιγράφει πρόσωπον (έστι γαρ και το εν στασιάζον προς εαυτό πολλά καθίστασθαι),
αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και
προς το εν των εξ’ αυτού σύννευσις (όπερ αμήχανον επί της γεννητής φύσεως),
ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι». Εδώ ο άγιος δεν
ομιλεί περί μοναρχίας ενός προσώπου, του Πατρός, («Μοναρχία δε, ουχ ην εν
περιγράφει πρόσωπον»), όπως θέλουν οι οικουμενιστές, αλλά περί της μοναρχίας
της (μιας) φύσεως και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος («αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία
συνίστησι»). Αυτή δε η ομοτιμία της φύσεως γεννά την ομοτιμία των
προσώπων, αφού και τα τρία πρόσωπα μετέχουν της αυτής φύσεως. Περί αυτής δε της
ομοτιμίας των προσώπων μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «ίνα πάντες τιμώσι τον Υιόν καθώς
τιμώσι τον Πατέρα» (Ιω.5,23). Εφ’ όσον, σύμφωνα με τον λόγον του
Κυρίου, η ίδια τιμή που ανήκει στον Πατέρα, ανήκει και στον Υιόν, τότε δεν
είναι δυνατόν να νοήσουμε προβάδισμα Πρωτείου στον Πατέρα σε σχέση προς τον
Υιόν. Επίσης εάν αποδώσουμε στον Πατέρα Πρωτείο, κατά το γεγονός ότι αποτελεί
πηγή της Θεότητος και της Πατρότητος, τότε αναγκαίως θα πρέπει να θεωρήσουμε
τον Υιόν ως δεύτερον Θεόν, κατώτερον προς τον Πατέρα. Στην περίπτωση αυτή
καταλήγουμε στις ωριγενιστικές αιρετικές θεωρίες σχετικά με το δόγμα της Αγίας
Τριάδος, τις οποίες κατεδίκασε η Εκκλησία κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο: «ο μεν Θεός και Πατήρ, συνέχων τα
πάντα φθάνει εις έκαστον των όντων, μεταδιδούς εκάστω από του ιδίου το είναι
(ων γαρ εστίν). Ελάττων δε προς τον Πατέρα ο Υιός, φθάνων επί μόνα τα λογικά
(δεύτερος γαρ εστί του Πατρός), έτι δε ήττον το Πνεύμα το άγιον, επί μόνους
τους αγίους διικνούμενον».
Περαίνοντας και πάλι με θλίψη διαπιστώνουμε, ότι
τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, Θεολογικών Διαλόγων, δυστυχώς, δεν οδήγησαν τον
Παπισμό σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου