Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Κατά την τελευταία διετία κορυφώθηκε η πνευματική τραγωδία της Πατρίδος μας με την μάχη για την ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Η μάχη αυτή, όπως και όλες οι προηγούμενες, που αφορούν στην πνευματική ιδιοπροσωπία του λαού μας, δίδεται μέχρι στιγμής –κατά την άποψή μας– με πνεύμα ηττοπαθείας, συμβιβασμού και εξαιρετικά μειωμένης Ορθοδόξου αυτοεκτιμήσεως, συνάμα δε, μακρυά από το κέντρο βάρους του όλου ζητήματος.
Γι’ αυτό στο παρόν άρθρο μας δεν θα ασχοληθούμε με αυτήν καθ’ εαυτήν την διδακτέα ύλη του μαθήματος, αλλά θεωρούμε αναγκαίο να προτάξουμε ορισμένες σκέψεις, που, όπως ελπίζουμε, ίσως φανούν χρήσιμες για την σωστή αξιολόγηση του ζητήματος και για την πνευματική αυτοκριτική μας.
Πρωταρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στο οπτικό μας πεδίο ποιό είναι το «κινδυνευόμενον» και από ποιούς κινδυνεύει.
Σε μια μάχη πρέπει να γνωρίζης πολύ καλά τι υπερασπίζεσαι και ποιό είναι το εχθρικό στρατόπεδο που πρέπει να αντιμετωπίσης. Αυτό είναι στοιχειώδες για εκείνους που αρμοδιότητά τους είναι να «φυλάττουν Θερμοπύλες».
Αν αυτή την στοιχειώδη προϋπόθεση την εφαρμόσουμε στο μάθημα των Θρησκευτικών, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τις μέχρι σήμερα μάχες που δόθηκαν γι’ αυτό το θέμα, δεν έχουμε ακόμη καταστήσει σαφές στον λαό μας ούτε ποιό είναι «το κινδυνευόμενον» ούτε ποιοί είναι οι πολέμιοί του.
Είναι, λοιπόν, καιρός να αντιληφθούμε ότι «το κινδυνευόμενον» δεν είναι ένα μάθημα και η διδακτέα του ύλη, ούτε το τι θα απογίνουν οι καθηγηταί της Θεολογίας από την συρρίκνωση των ωρών διδασκαλίας τους, αλλά είναι η απόλυτη εξίσωση του Μόνου Αληθινού και Ιστορικά αποδεδειγμένου Τριαδικού Θεού της Ορθοδοξίας με τις ψεύτικες θεότητες-κατασκευάσματα ανθρώπων «τη διδασκαλία του διαβόλου».
Αυτό στην πράξη σημαίνει όχι μόνο την έτι περαιτέρω υπονόμευση της Ορθοδοξίας των νεαρών μαθητών αλλά και την επίσημη Κρατική αποδοχή ότι ο Χριστός και η Θεολογία Του είναι ένα ακόμη παραμύθι δίπλα σε όλα τα απ’ αιώνων παραμύθια, που κάθε “σοβαρός” και “πολιτισμένος” άνθρωπος δεν μπορεί να εξακολουθήση να το πιστεύη, ούτε, βεβαίως, να αγωνισθή για την πραγμάτωση των οδηγιών του! Αυτό είναι το διάχυτο συμπέρασμα που εισπράττει ο λαός μας από την Κρατική συμπεριφορά και σ’ αυτό οφείλεται, εν πολλοίς, η καλπάζουσα μετατροπή του ευσεβούς Έθνους μας, σε Έθνος «δυσσεβές και παράνομον»!
Αυτή η μετατροπή του έθνους δεν γίνεται, βεβαίως, αθέλητα, λόγω της επιπολαιότητος των κρατούντων να μη δίδουν σημασία στα σημαντικά, αλλά μεθοδεύεται σκόπιμα και επιδιώκεται πυρετωδώς ο αποχριστιανισμός της Πατρίδος μας, με την ύπουλη πρόφαση του τονισμού της Ανεξιθρησκείας που κηρύσσει η Ορθοδοξία, και με την επίκληση ευλογοφανών επιχειρημάτων για τον τάχα εκσυγχρονισμό των Θρησκευτικών!
Απαραίτητη για την επίτευξη του ανίερου αυτού έργου είναι η προδοτική σύμπραξη κομπλεξικών πτυχιούχων της Θεολογίας, οι οποίοι δεν είναι εις θέσιν να καταλάβουν ότι η Ορθόδοξη Θεολογία είναι η μόνη Αλήθεια –γι’ αυτό και είναι «Τέχνη Τεχνών και Επιστήμη Επιστημών» –και προσπαθούν να την κάνουν …πιο επιστήμη(!), μετακινούντες την προς τις τάχα επιστήμες του κόσμου τούτου, για να γίνη …αξιόπιστη!
Αυτού του είδους θεολόγοι επιλέγονται σε όλες τις εποχές από τους εκάστοτε κρατούντες, για να συνεργασθούν στην προώθηση του συγκρητισμού, που υπηρετεί η θρησκεία της Μασωνίας, με απώτερο σκοπό την κατάργηση όλων των θρησκειών –κυρίως δε της Αληθινής Πίστεως– και την επικράτηση του Μασωνικού Μ.Α.Τ.Σ. (Μεγάλου Αρχιτέκτονος του Σύμπαντος), του Lucifer, δηλαδή του Εωσφόρου! Η κομματική απόχρωση των κατά καιρούς κρατούντων, που κάνουν την επιλογή θεολόγων-συζητητών τους, έχει πολύ μικρή σημασία, εφ’ όσον ολόκληρο το Πολιτικό φάσμα της Πατρίδος μας Μασωνοκρατείται, οπότε, όποιοι και να είναι οι επιλέγοντες, ίδιο αποτέλεσμα θα προκύψη, γιατί ίδιος πάντοτε είναι ο σκοπός: Επιλέγονται οι θεολόγοι που είναι οι ιδανικοί συμπαίκτες της Πολιτείας (ήγουν της Εξουσίας), για να θολώνουν την Αλήθεια και να διευκολύνουν τους πολιτικούς στην εξαπάτηση του λαού, ώστε να μη αντιληφθή ο κόσμος ότι συντελείται αθόρυβα ο αποχριστιανισμός του, αλλά να νομίση ότι ο θόρυβος γίνεται μόνο και μόνο για την στενοκεφαλιά κάποιων “απολιθωμένων” αντιδραστικών θεολόγων, που δεν μπορούν να καταλάβουν την εξέλιξη(!) της …Θεολογίας!
Καθημερινά επιβεβαιώνεται ότι το πολιτικό σχέδιο είναι πολύ καλά οργανωμένο και γι’αυτό δεν επιτρέπεται να εξακολουθούμε να φορούμε παρωπίδες και να μη θέλουμε να παραδεχθούμε ότι οι πολιτικοί μας (όλων των πολιτικών αποχρώσεων) –ως Μασωνικοί Τέκτονες– είναι οι μόνοι και οι μόνιμοι Αρχιτέκτονες του αποχριστιανισμού της Πατρίδος μας και, κατά συνέπειαν, οι κυρίως εχθροί της Ορθοδοξίας του λαού μας.
Ως εξειδικευμένο στρατηγείο και «πολιορκητικόν κριον» της ανίερης προσπάθειάς τους, χρησιμοποιούν συστηματικά το κατ’ ευφημισμόν «Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων»! Το Υπουργείο αυτό, από του έτους 1917, με την επιβολή από τον μασωνοκίνητον Ελευθέριον Βενιζέλον, της ιδεολογοποιημένης και τεχνητής δημοτικής της τριανδρίας Γληνού, Δελμούζου και Τριανταφυλλίδη, δεν επιδιώκει απλώς μια απλοποίηση της γλωσσικής εκφράσεως των μαθητών, αλλά απερίφραστα επιδιώκει την αλλαγή ιδεολογίας του Έθνους, με την αποκοπή των μαθητών από την Εκκλησιαστική γλώσσα των Ευαγγελίων και, κατ’ επέκτασιν, την συρρίκνωση του πνευματικού ορίζοντος του λαού, ιδίως δε της Νεολαίας, ώστε εύκολα να γίνεται βορά του οποθενδήποτε προερχομένου αμοραλισμού.
Την «αλλαγή ιδεολογίας», με την ταφή της καθαρευούσης και της αρχαίας διαλέκτου, αποκαλύπτει ο ίδιος ο Δελμούζος: «Επικράτηση του δημοτικισμού -και με τη στενή ακόμα έννοια- στην Παιδεία μας, σημαίνει ριζική αλλαγή ιδεολογίας. Η γλωσσική μορφή της δημοτικής, δηλαδή τελεσίδικα η γραμματική και το σύστημα των κανόνων της, συμπυκνώνουν και εκφράζουν μια νέα ιδεολογία»!
Έτσι, δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι, ενώ «το πείραμα του Αλ. Δελμούζου στο Σχολείο του Βόλου (1908-1911) κατέληξε στη Δίκη του Ναυπλίου (1914), όπου οι κατηγορίες για αθεΐα, έλλειψη πατριωτισμού και ανηθικότητα ενορχήστρωναν την αντίδραση των παραδοσιακών δυνάμεων» (βλ.: «Γλωσσικός διχασμός και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», Χριστίνας Κουλούρη, Καθηγήτριας Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο), η πρακτική αυτή έγινε τελικά, νόμος του Βενιζελικού Κράτους! Βεβαίως, αργότερα υποχρεώθηκε ο Βενιζέλος από τις αντιδράσεις του λαού να ψηφίση Σύνταγμα με επίσημη γλώσσα την Καθαρεύουσα!
Μετά από τέτοιας μορφής αλλεπάλληλες κατά καιρούς σφυγμομετρήσεις της «Κοινής γνώμης», για το αν, δηλαδή, αντέχη σε πνευματικούς κλυδωνισμούς, το «πείραμα» επανελήφθη με περισσότερες επιδιώξεις το έτος 1964, από τον Πρωθυπουργό Γεώργιον Παπανδρέου, ο οποίος έλαβε εντολή από τα ίδια αντιεκκλησιαστικά Κέντρα, να συνεχίση το διακοπέν έργο της μεταρρυθμίσεως του 1929, που του είχε αναθέσει κατά την δευτέρα περίοδο της Πρωθυπουργίας του ο Ελ. Βενιζέλος. Τότε ως Υπουργός Παιδείας δεν πρόλαβε, τώρα ως Πρωθυπουργός, ο Γεώργιος Παπανδρέου (τυχαία, άραγε η σύμπτωση; Όχι, βέβαια!), με την ειδεχθή «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση» του διαβοήτου Υπουργού του Ευαγγέλου Παπανούτσου, μετέβαλε απροκάλυπτα το πάλαι ποτέ «Υπουργείο Παιδείας και Εκκλησιαστικών» του Μεγάλου Κυβερνήτου της Πατρίδος μας, Ιωάννου Καποδίστρια, σε «Υπουργείο Αθρησκείας και Αθεΐας», κατά την προσφυά έκφραση του «Λέοντος της Ορθοδοξίας», μακαριστού π. Αυγουστίνου Καντιώτη! Είναι, άραγε, τυχαίο, ότι στο Υπουργείο αυτό από της εποχής της δολοφονίας του Καποδίστρια μέχρι σήμερα, δεν διατηρήθηκαν ως Υπουργοί του, περισσότερο από λίγους μήνες, άνδρες έστω και στοιχειωδώς ευσεβείς; Η μήπως είναι τυχαία η τοποθέτηση του εγγονού Γιώργου Παπανδρέου στο Υπουργείο Παιδείας πριν γίνη Πρωθυπουργός;
Επίσης, για να διατηρήσουμε ολοκληρωμένη την εικόνα της πνευματικής καταστροφής που προξένησαν και προξενούν οι Πολιτικοί μας, αλλά και για να μη θεωρηθή συκοφαντικός ο αρχικός ισχυρισμός μας, ότι, «ολόκληρο το Πολιτικό φάσμα της Πατρίδος μας Μασωνοκρατείται», δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ο Νεοδημοκράτης Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης (κορυφαίου Μασωνικού βαθμού), ήταν εκείνος που «προέδραμε τάχιον» του Γιώργου Παπανδρέου και «έθαψε» (όπως ο ίδιος διεσάλπιζε με σαδιστική χαιρεκακία) την Αρχαία και την Καθαρεύουσα διάλεκτό μας(!) και κατέστρεψε με την καθιέρωση του μονοτονικού τη γλώσσα μας, αφήνοντάς την άτονη, χωρίς πνεύματα και …χωρίς πνευματικότητα!
Η τακτική του Υπουργείου Παιδείας, όπως διαπιστώνουμε από τα ανωτέρω, δεν περιορίζεται μόνο στο μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά επεκτείνεται και στην κατακρεούργηση της Ελληνικής γλώσσης, η οποία είναι η μόνη χωρητική της υπερφυούς Αποκεκαλυμμένης Θεολογίας και εκείνη που με την μοναδική ποικιλία και ευρύτητά της, διευρύνει και πλουτίζει τις πνευματικές και διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και τον καταρτίζει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Σ’ αυτές τις δύο επιδιώξεις του “αμαρτωλού” Υπουργείου πρέπει να προστεθή και μία τρίτη, απαραίτητη και αυτή για την αποχριστιανοποίηση του λαού: Η παραχάραξη της Ιστορίας του Γένους μας από της Επαναστάσεώς του και της Παλιγγενεσίας του! Η παραχάραξη αυτή αποσκοπεί στο να εξαφανίση την παρουσία της Εκκλησίας μας από την Ελληνική Ιστορία και να εκμηδενίση την αποφασιστική συμβολή της –κατά την Τουρκοκρατία– στην διατήρηση του Γένους μας, της γλώσσης μας και του εν γένει πνευματικού Πολιτισμού μας.
Η επιδίωξη αυτή δεν είναι καινούργια, όπως νομίζουν οι περισσότεροι Νεοέλληνες, αλλά συνδέεται άμεσα με τον Όμιλο των δημοτικιστών του 1917 και συγκεκριμένα με τον Αλέξανδρο Δελμούζο, ο οποίος το 1924 διόρισε –ως Δ/ντης του Μαρασλείου Διδασκαλείου– καθηγήτρια Ιστορίας την Ρόζα Ιμβριώτη (το γένος Ιωάννου), μόλις αυτή επανήλθε στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Βερολίνο και στο Παρίσι, δηλαδή στα τότε σφαγεία του Ελληνισμού, της Ελληνικής Ιστορίας και της Ορθοδοξίας!
Οι ιστορικοί ορίζοντες της Ιμβριώτη και η ιδεολογία της (ως πνευματική ομοτράπεζος του παραχαράκτου της Ιστορίας Κορδάτου) δεν της επέτρεπαν να διδάξη την Ελληνική Επανάσταση όπως αυτή έγινε, αλλά όπως ήθελαν να την παρουσιάσουν οι εθνικές Ευρωπαϊκές ιδεολογίες του 19ου αιώνα! Χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο της «ΕΣΤΙΑΣ», που δημοσιεύθηκε μέσα σε θύελλα αντιδράσεων για την διαστροφή της ιστορικής πραγματικότητος από την Ιμβριώτη, στο οποίο άρθρο, μεταξύ των άλλων, εγράφετο: «Μέσα εις δύο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία. Εκεί υπονομεύονται τα τιμιώτατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται “σάπια” τα ιδανικά της Πατρίδος, “κουρελόπανο” η σημαία μας! Εκεί υβρίζεται η Παναγία!». Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι σύζυγος της Ιμβριώτου υπήρξε ο φανατικός Μαρξιστής φιλόσοφος Γιάννης Ιμβριώτης!
Το Υπουργείο Παιδείας, «για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά (τον χαβά του) τραβά»! Επί των ημερών μας, επί Υπουργού Παιδείας Γιώργου Παπανδρέου (τυχαίο πάλι;), ανασύρθηκαν στο εκπαιδευτικό προσκήνιο οι διάδοχες της Ιμβριώτη:Η τριπλέτα Διαμαντοπούλου, Δραγώνα, Ρεπούση και «αι συν αυταίς», για να συνεχίσουν απτόητες την πνευματική κατεδάφιση του λαού μας!
Από αυτήν την πολύ σύντομη υπενθύμιση της ιστορικής διαδρομής του Υπουργείου Παιδείας προκύπτει αβίαστα, νομίζω, το συμπέρασμα ότι αποκλειστικός πλέον σκοπός του είναι –ποδηγετούμενο από σκοτεινά και σαφώς αντιεκκλησιαστικά Κέντρα– να ολοκληρώση τον αποχριστιανισμό της Πατρίδος μας. Κανένα εκπαιδευτικό θέμα δεν προώθησε στην σωστή και εποικοδομητική λύση του, ιδίως από της μεταπολιτεύσεως μέχρι σήμερα. Απολύτως κανένα! Μόνο αναταραχές δημιουργεί στην εκπαιδευτική Κοινότητα και συνεχώς κατακρημνίζει το ήθος μαθητών, φοιτητών και οικογενειών με την αμοραλιστική πολιτική του και το απροκάλυπτο αντιεκκλησιαστικό του μένος.
Η σωστή απάντηση στην επί δεκαετίες συνεχιζομένη πρόκληση του επικινδύνου πλέον Υπουργείου, είναι η σύσσωμη εναντίωση και πνευματική αντίδρασή μας με κάθε ηθικό και πνευματικό μέσον. Να αφυπνισθούμε και να αφυπνίσουμε! Δεν είναι καιρός για κομματικές προτιμήσεις και συμπάθειες, όταν εκδιώκεται ο Θεός από την καρδιά του λαού και από την ζωή της Πατρίδος μας!
Γι’ αυτό ταπεινά και με βαθύτατον σεβασμόν παρακαλούμε και ικετεύουμε την Ιεραρχία μας να μη εντραπή να διατρανώση προς πάσαν κατεύθυνσιν, ιδίως προς τους Κυβερνώντες, ότι δεν διαπραγματεύεται τα Θρησκευτικά, διότι ο Χριστός είναι ο Μόνος Αληθινός Θεός και ότι δεν προτίθεται ο Ορθόδοξος Ελληνικός λαός να διαπραγματευθή την Μοναδικότητά Του και να δεχθή να διδάσκεται η Αλήθειά Του παράλληλα με τα ψεύδη των κατασκευασμένων θεών, σαν μια απλή εγκυκλοπαιδική γνώση!
Αυτή είναι η μόνη Ομολογία και η πεποίθηση κάθε αληθινού Πιστού, που δεν εκάμφθη από το πνευμα πλάνης της εποχής μας, αλλά εξακολουθεί να έχη την βεβαιότητα ότι σύντομα θα έλθη η ημέρα, όπου ενώπιον του Χριστού μας και όχι ενώπιον των ψευδοθεών, «παν γόνυ κάμψη, επιγείων, και επουρανίων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις Δόξαν Θεού Πατρός»!
Μπορεί η Κυβέρνηση να εμπαίζη και να εξαπατά τον λαό μας, διακηρύσσοντάς του ότι είναι Κυβέρνηση ουδετερόθρησκη, για να εκφράζη όλους τους Έλληνες, αλλά στην πραγματικότητα εκφράζει την ασήμαντη μειοψηφία των αθρήσκων, γιατί ουδετερόθρησκος Άρχων, σημαίνει άθεος Άρχων! Πόσο περισσότερο αυτό ισχύει όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δηλώνει συνεχώς την αθεΐα του!
Η Ιεραρχία μας, όμως, επειδή πρέπει να αληθεύη εν παντί, δεν εμπαίζει τον λαό μας. Γι’αυτό έχει χρέος να διακηρύξη στα πέρατα της Πατρίδος μας ότι το απόλυτο χρέος της δεν είναι να εκφράζη όλους τους Έλληνες αλλά ΜΟΝΟ τους Ορθοδόξους Έλληνες, επακολουθούσα τοις ίχνεσι του Χριστού μας, Ο Οποίος είπε στον Ουράνιο Πατέρα Του, για να το ακούσουμε όλοι και ιδίως οι Ιερείς και οι Ιεράρχες Του: «ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι»!
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας είναι Ιεραρχία ΜΟΝΟ των Ορθοδόξων Ελλήνων. Αυτό πρέπει κάποτε να το συνειδητοποιήσουμε όλοι μας. Εξ άλλου, οι Ορθόδοξοι Έλληνες είναι και οι ΜΟΝΟΙ που πραγματικά ανήκουν στον Ελληνισμό, όπως ρητώς ανεγνώρισε και διεκήρυξε το Πρώτο Σύνταγμα της Ελευθέρας Πατρίδος μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου