27/7/22

Η διδασκαλία του αββά Ισαάκ του Σύρου για την κάθαρση του νου

῾Η κάθαρση τοῦ νοῦ

Ὁ ἀββᾶς ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος ἀναφέρεται διεξοδικά στούς λόγους του στό ἔργο τῆς κάθαρσης τοῦ νοῦ ἀπό κάθε ἐμπαθῆ κίνηση καί ἐπιθυμία, προκειμένου νά δοθεῖ στό Θεό καθαρός μέ τήν προσευχή.

Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ εἶναι ἓνα πρῶτο στάδιο στόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου γιά τή γενική κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν τῆς ἐν Χριστῶ νέας ζωῆς[1]. Ἐξάλλου χωρίς τήν κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ὃλοι οἱ σωματικοί κόποι καί οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες εἶναι χωρίς ἀποτέλεσμα[2]. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Γέροντος τῆς Σερβίας Ἰουστίνου «ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ δέν εἶναι μία πράξη διαλεκτικοῦ, διανοητικοῦ, θεωρητικοῦ εἴδους, ἀλλά πράξη τῆς ἐν χάριτι ἐμπειρίας καί ὁλοκληρωτικά ἠθική»[3]. Γι᾿ αὐτό καί τό ἔργο τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς διανοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τή διάθεση ἐφαρμογῆς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ[4]. Μέ ἄλλα λόγια ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἄσκησης στήν ἀρετή καί ὄχι διανοητική προσπάθεια[5].

Καθαρός στό νοῦ, γράφει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, δέν εἶναι ἐκεῖνος πού δέν γνωρίζει τό κακό, διότι αὐτός θά ἦταν κτηνώδης[6]. Ἐπίσης καθαρός στό νοῦ δέν εἶναι οὔτε ἐκεῖνος πού βρίσκεται στή νηπιακή κατάσταση, οὔτε αὐτός πού ὑποκρίνεται ξένο πρόσωπο[7]. Ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ εἶναι αὐτή: «διαλογισμός ἐν θείοις γενόμενος μετά τήν πρᾶξιν τῶν ἀρετῶν»[8], δηλ. ἓνας καθαρός λογισμός πού φτάνει στά θεία καί ἀποκτᾶται μετά ἀπό πολυετῆ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Βέβαια κάθε ἄνθρωπος πολεμεῖται ἀπό τούς λογισμούς καί γιά νά φτάσει στήν κάθαρση τοῦ νοῦ, ὁπωσδήποτε περνᾶ ἀπό τήν πείρα τῶν κακῶν λογισμῶν, ἀφοῦ ἡ ψυχή πολεμεῖται μέχρι τήν ὣρα τοῦ θανάτου[9].

Ἡ κίνηση τῶν πονηρῶν λογισμῶν, πού μολύνουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ, προκαλεῖται, κατά τό Σύρο ἀσκητή, ἀπό τέσσερις αἰτίες. Πρῶτον ἀπό τό φυσικό θέλημα τῆς σάρκας, δεύτερο ἀπό τή φαντασία τῆς αἰσθήσεως τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, τρίτο ἀπό τίς προλήψεις καί παρεκκλίσεις τῆς ψυχῆς ἀπό ὃσα ἔχει στό νοῦ καί τέταρτο ἀπό τίς προσβολές τῶν δαιμόνων[10]. Καί ἐπειδή εἶναι ἀδύνατο νά καταργηθεῖ κάποια ἀπό τίς τέσσερις αὐτές αἰτίες, εἶναι ἀδύνατο καί ὁ ἄνθρωπος νά πάψει νά ἔχει λογισμούς ὃσο χρόνο ζεῖ[11].

Ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀποκοπή τῶν πονηρῶν λογισμῶν εἶναι οὐσιαστικά ἀγώνας γιά τήν κάθαρση τοῦ νοῦ[12]. Στήν πάλη αὐτή ἐναντίον τῶν λογισμῶν ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ θεωρεῖ χρήσιμο τό νά μήν ἀντιλέγουν, ἰδιαίτερα οἱ ἀρχάριοι στήν πνευματική ζωή σέ αὐτούς, ἀλλά νά τούς διώχνουν μέ τήν προσευχή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πάντοτε τή δύναμη νά ἀντιλέγει στούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα «παλεύοντας ἐναντίον τῶν λογισμῶν, παλεύει ἐναντίον τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σ᾿  αὐτό τόν πόλεμο πείρα τόσων χρόνων, ὃσοι μεσολαβοῦν ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέχρι σήμερα»[13]. Ἒτσι εἶναι προτιμότερο, γράφει ὁ ὃσιος Ἰσαάκ, νά ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος ὃλους τούς λογισμούς μέ τήν πρός τόν Θεόν ἱκεσία καί προσευχή, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄλλη καλύτερη καί πιό ἄμεση βοήθεια ἀπό τό Θεό[14]. Ἡ αὐτοσυγκέντρωση τήν ὣρα τῆς προσευχῆς, ἡ ἀγρυπνία, ἡ μελέτη τροπαρίων, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καί ἡ ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν «ταῦτα συνάγουσι τόν νοῦν καί οὐκ ἀφίασι αὐτόν ρέμβεσθαι». Τόν νοῦ ἀκόμη συγκεντρώνει ἡ «ἐν ὑπομονῇ πτωχείᾳ», καί τό «ἐν ἡσυχίᾳ πολιτεύεσθαι»[15].

Ἐπίσης ὁ ἀσκητής πού ἀγωνίζεται νά ἀποκτήσει νοῦ καθαρό πρέπει νά ἀποφεύγει τήν πολυλογία καί τήν κενοδοξία. Γιατί, γράφει ὁ ὃσιος Ἰσαάκ, «τίς ἀγαπῶν τάς φλυαρίας δύναται κτήσασθαι καθαράν διάνοιαν;» καί συνεχίζει: «τίς προσποιούμενος θηρεῦσαι τήν παρά ἀνθρώπων δόξαν, δύναται κτήσασθαι χθαμαλούς λογισμούς;»[16]. Ἀλλά καί ἡ συστολή τῶν μελῶν τοῦ σώματος βοηθᾶ στήν κάθαρση τοῦ νοῦ μέ τήν ταπείνωση πού κατοικεῖ βαθιά στήν καρδιά τοῦ ἀσκητοῦ[17]. Πραγματικά, ὃταν ὁ νοῦς σύρεται ἀπό τίς αἰσθήσεις τότε τρώει μαζί τους τήν τροφή τῶν θηρίων, ὃταν ὃμως οἱ αἰσθήσεις ἑλκύονται ἀπό τόν καθαρό νοῦ, τότε μετέχουν μαζί του στήν τροφή τὼν ἀγγέλων[18], πού εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ Χριστός[19].

Ὁ ἀσκητής τῆς προσευχῆς πρέπει βέβαια πάντοτε νά εἶναι σέ ἐγρήγορση, γιά νά διακρίνει τούς λογισμούς καί τήν κίνησή τους. Εἶναι χαρακτηριστικά καί τά ὃσα ἀναφέρει σχετικά μέ τό θέμα καί ὁ σύγχρονος Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὁ λογισμός εἶναι τό πρῶτον στάδιον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐμφάνισις αὐτοῦ εἰς τήν σφαῖραν τῆς συνειδήσεως δέν ἀποτελεῖ ἁμαρτίαν, ἀλλ΄ εἶναι μόνο ἡ πρότασις αὐτῆς. Ἡ ἀπόκρουσις τοῦ λογισμοῦ ἀποκλείει τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς ἁμαρτίας»[20].

Κατά τόν ὃσιο Ἰσαάκ, ἡ νίκη τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἦττα του, ὁ θησαυρός καί ἡ βοήθειά του ἐξαρτῶνται ἀπό τό λογισμό[21]. Ἀρκεῖ μόνο ἓνα μικρό νεῦμα γιά νά μετακινηθεῖ ὁ λογισμός καί νά πέσει ἀπό τά οὐράνια ὑψώματα στή γῆ[22]. Αὐτό, συνεχίζει ὁ ἃγιος, συνέβη καί μέ πολλούς ἁγίους μέ τήν κατά φαντασία παρουσίαση γυναικῶν, ἄλλοτε μέ πολυτελή ἐνδύματα καί ἄλλοτε μέ σχήματα γυμνῆς γυναίκας, ὣστε νά ἔλθουν στο βυθό τῆς ἀπογνώσεως καί νά χάσουν τήν ἐλπίδα στόν ἐπουράνιο πατέρα[23]. Ὃσοι ὃμως ἦταν ἄγρυπνοι καί φωτισμένοι ἀπό τή θεία χάρη, νικώντας τίς ἡδονές τοῦ σώματος βρέθηκαν δόκιμοι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ[24].

Τόν ἀγωνιζόμενο γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη μέ τά ὃπλα ὃλων τῶν ἀρετῶν καί κυρίως τήν προσευχή, πολλές φορές πολεμᾶ ὁ διάβολος μέ τό «σκοτασμό τοῦ νοῦ». Ὁ ἀββᾶς ᾿Ισαάκ χαρακτηρίζει ὡς ἑξῆς αὐτή τήν κατάσταση: «Αὓτη ἡ ὣρα πεπλήρωται ἀπογνώσεως καί φόβου καί ἐλπίς τοῦ Θεοῦ καί ἡ παράκλησις τῆς πίστης αὐτοῦ τελείως ἐκβάλλεται ἐκ τῆς ψυχῆς καί ὃλη ἐξ ὃλου πληροῦται δισταγμοῦ καί φόβου»[25]. Καί τότε ἄν κανείς διαβάσει ἓνα βιβλίο ἤ κάτι ἄλλο κάνει, δέχεται σκοτισμό πάνω στό σκοτισμό[26]. Τήν ἀμφιβολία καί τήν ὀδύνη ἀκολουθεῖ συχνά ἡ ἀπόγνωση καί ἡ βλασφημία[27]. Ὁ ἃγιος ᾿Ισαάκ συμβουλεύει κατά τόν καιρό αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ, νά κοιμηθεῖ μέχρι νά περάσει ὁ πειρασμός τῆς σκοτώσεως καί ἔπειτα νά βγεῖ ἀπό τό κελλί του[28]. Βέβαια ὃσοι δοκιμάστηκαν σέ αὐτό τόν πειρασμό, γνωρίζουν ὃτι στό τέλος ὁ Θεός δίνει πάλι τήν ἐλπίδα στόν ἀγωνιζόμενο καί δέν ἐπιτρέπει περισσότερο ἀπό μία ἡμέρα μιά τέτοια κατάσταση[29]. Μακάριος εἶναι αὐτός πού ὑπομένει τέτοιους πειρασμούς μέσα στό κελλί του, διότι ὃπως διδάσκει ὁ ὃσιος, ἀργότερα θά φτάσει στή μεγάλη οὐράνια κατοικία[30]. Βέβαια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀποκτάται εὔκολα ἀλλά βαθμιαῖα. ἄλλοτε ὁ ἀσκητής νικᾶται ἀπό τόν πειρασμό, καί ἄλλοτε δέχεται θεία παρηγοριά. Δέν πρέπει νά περιμένουμε ὃσο ζοῦμε οὔτε πλήρη ἀπαλλαγή ἀπό τούς πειρασμούς, οὔτε μόνιμη θεία παρηγοριά. Γιατί ὁ Θεός, τελειώνει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἔτσι εὐδόκησε νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μέχρι νά καταντήσουν στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν[31].

Ὁ ἀγωνιζόμενος μέ τήν προσευχή γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, εἶναι φοβερός στούς δαίμονες καί ἀγαπητός στό Θεό καί τούς ἀγγέλους[32]. Αὐτός δέ πού ἀπέκτησε τήν ἐσωτερική καθαρότητα, ἔχει μέσα του τό φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀναπνέει τήν καθαρότητα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ ζωή καί ἡ εὐφροσύνη του εἶναι ὁ Χριστός, «τό ἐκ φωτός τοῦ Πατρός φῶς»[33].

Απόσπασμα από το βιβλίο  

Ιωάννη Τάτση, Η διδασκαλία του Οσίου Ισαάκ του Σύρου για την προσευχή


[1]. Πρβλ. Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί Ἀπάθεια, σ. 132: «Δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί νά μήν ἀναφέρουμε τήν κάθαρση τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς, τό κύριο ὄργανο τῆς γνώσης ἔχει ἰδιαίτερη ἀνάγκη θεραπείας». Πρβλ. Ἀρχιμ. ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, Γνωσιολογία, σ. 13 ἑ.

[2]. Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί Ἀπάθεια, σ.132. Λόγ. νστ΄, 3, σ. 332: «Οἱ σωματικοί κόποι ἄνευ τῆς τοῦ νοῦ καθαρότητος, ὡς ἄτεκνος μήτρα καί μαστοί κατάξηροι, τῇ γάρ τοῦ Θεοῦ γνώσει προσεγγίσαι οὐ δύνανται. Καί τό μέν σῶμα κατάκοπον ποιοῦσι, ἐκριζοῦν δέ τά πάθη ἐκ τοῦ νοός οὐ φροντίζουσι, διά τοῦτο θεριοῦσι οὐδέν».

[3]. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Γνωσιολογία, σ. 14.

[4]. Βλ. Ἀν. Κεσελόπουλου, Πάθη καί ἀρετές, σσ. 143 καί 106. Τήν ἀνάγκη τῆς θείας συνέργειας στό ἔργο τῆς κάθαρσης τοῦ νοῦ τονίζει χαρακτηριστικά καί ὁ καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης: «Ἡ κάθαρσις ὃμως αὓτη τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τῶν παθῶν δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτελεσθῇ ἄνευ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρις τῶν μυστηρίων καί ἡ δύναμις τῆς διαρκοῦς προσευχῆς ἀποτελοῦν ἀπαραιτήτους προϋποθέσεις διά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἓνωσιν του μετά τοῦ Θεοῦ» (Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά, σ.221).

[5]. Δ. Καλλιντέρη, ὃπ. π.., σ. 135.

[6]. Λόγ. πγ΄, 13, σ. 208: «Καθαρός ἐστί τόν νοῦν, οὐχ ὁ μή γινώσκων τό κακόν, ἐπεί κτηνώδης ἔσται».

[7]. Αὐτόθι, σ. 208: «οὔτε ὁ ὤν τῇ φύσει ἐν τῇ τάξει νηπίων, οὔτε ὁ πρόσωπον λαμβάνων».

[8]. Λόγ. πγ΄ , 13, σ. 208.

[9]. Αὐτόθι, σ. 208: «Ἡμεῖς δέ μέχρι θανάτου μή πολεμηθῆναι τήν φύσιν ἤ μή βληθῆναι, οὐ  θαρροῦμεν λέγειν».

[10]. Λόγ. πγ΄, 14, σ. 210 καί Λόγ. κστ΄, 4, σ. 404 καί Λόγ. κζ΄, 5, σ. 16 καί Λόγ. λγ΄, 11, σ. 92 καί Λόγ. λδ΄, 8, σ. 106. Βλ. καί Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί Ἀπάθεια, σ. 132.  Πρβλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Γέρων Σιλουανός, σσ. 153 - 155 ὃπου ἀναφέρει τά εἴδη τῆς φαντασίας: α) Τό πρῶτο εἶδος «συνδέεται πρός τήν ἐνέργειαν τῶν τραχέων σαρκικῶν παθῶν... ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας τότε μόνον ἀποκτᾶ δύναμιν, ὃταν ἡ ἐσωτερικῶς γενομένη δεκτή ἐμπαθή εἰκών προσελκύσῃ πρός ἑαυτήν τόν νοῦν...». β) «...ὀνειροπόλησις - ρεμβασμός. Ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται τῆς ἀντικειμενικῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων ἐν τῷ κόσμῳ καί ζῇ εἰς τήν σφαῖραν τῆς φαντασίας. Ἐπί παραδείγματι πτωχός τις φαντάζεται ἑαυτόν βασιλέα...». γ) «Ὁ ἄνθρωπος ἐπωφελούμενος τὴς ἱκανότητος τῆς μνήμης καί παραστάσεως δύναται νά σκέπτηται διά νά εὓρῃ τήν λύσιν ἑνός προβλήματος, ἐπί παραδείγματι τεχνικοῦ...». δ) «ἓν ἀκόμη εἶδος φαντασίας εἶναι οἱ ἀπόπειραι τοῦ λογικοῦ νά εἰσδύσῃ εἰς τά μυστήρια τοῦ εἶναι καί νά συλλάβῃ τόν θεῖον κόσμον...».

[11]. Λόγ. πγ΄, 14, σ. 210.

[12]. Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καί Ἀπάθεια, σ. 134.

[13]. Δ. Καλλιντέρη, αὐτόθι, σ. 133.

[14]. Λόγ. ξη΄, 1, σ. 60: «Εἰ κατά μόνας ὑπάρχεις ἐν τῷ κελλίῳ σου... μελέτησον ἀεί ἐν τῇ μελέτῃ τῶν τροπαρίων καί τὼν καθισμάτων καί ἐν τῇ μνήμῃ τοῦ θανάτου καί ἐν τῇ ἐλπίδι τῶν μελλόντων. Ταῦτα γάρ συνάγουσι τόν νοῦν καί οὐκ ἀφίασι αὐτόν ρέμβεσθαι». Πρβλ. καί Δ. Καλλιντέρη , ὃπ. παρ., σ. 134.

[15].  Λόγ. κγ΄, 6, σ. 356 καί Λόγ. ιδ΄, 1, σ. 246. Πρβλ. Δ. Καλλιντέρη ,αὐτόθι, σ. 134.

[16]. Λόγ. κγ΄, 7, σ. 358.

[17]. Λόγ. κγ΄, 7, σ. 358: «ἤ τις ἀκολαστος καί διακεχυμένος τοῖς μέλεσι δύναται γενέσθαι καθαρός τήν διάνοιαν καί ταπεινός τήν καρδίαν;».

[18]. Αὐτόθι, σ. 358: «ὃταν μέν γάρ ὁ νοῦς ὑπό τῶν αἰσθήσεων ἀνθέλκηται, τότε μετ΄ αὐτῶν τήν τῶν θηρίων τροφήν ἔδεται, ἡνίκα δε αἱ αἰσθήσεις ὑπό τοῦ νοός ἑλκυσθῶσι, τηνικαῦτα μετ᾿  αὐτοῦ τῆς τῶν Ἀγγέλων τροφῆς μεταλαμβάνουσι».

[19]. Ἰω. 6, 32: «εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς: ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τόν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ΄ ὁ πατήρ μου δίδωσι ὑμῖν τό ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τόν ἀληθινόν».

[20]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, σσ. 38 -39.

[21] . Λόγ. νδ΄, 3, σ. 308: «ἡ νίκη τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἦττα αὐτοῦ καί ὁ θησαυρός αὐτοῦ καί πάντα τά τοῦ ἀσκητοῦ ἐν τῷ λογισμῷ συνίστανται».

[22]. Λόγ. νδ΄, 3, σ. 308: «ἐν μικρῷ νεύματι γίνεται, ἳνα μόνον ὁ λογισμός ἐκ τοῦ τόπου κινηθῇ... καί ἐξ ἐκείνου τοῦ ὓψους εἰς τήν γῆν κατέλθῃ». Βλ. καί Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, σ. 38: « Οὐχί σπανίως ὁ λογισμός πλησιάζει ἀθορύβως ὡς κλέπτης καί ἡ πρώτη λογική του μορφή δύναται νά φανῇ ὄχι μονο φυσική, ἀλλά καί σοφή, ἀκόμη καί ἁγία. Καί ὃμως ἐνίοτε ἀρκεῖ καί ἡ πλέον ἐλαφρά προσέγγισις τοιούτου λογισμοῦ, διά νά προκαλέσῃ βαθεῖαν ἀλλαγήν εἰς τήν ψυχήν».

[23]. Λόγ. νδ΄, 3, σσ. 308 - 310: «ὡς συνέβη πολλοῖς τῶν ἁγίων ἐν φαντασίαις κάλλους γυναικῶν... πότε μέν ἐν καλλωπισμῷ ἱματίων, πότε δέ ἐν σχήματι γυμνῆς γυναικός, ὣστε εἰς ἀπογνώσεως βυθόν ἐλθεῖν αὐτούς καί τῆς ἐπουρανίου ἐλπίδος ἐξέπεσον αἱ ψυχαί αὐτῶν».

[24]. Λόγ. νδ΄, 4, σ. 130: «ἄλλοι δέ ἰσχυρότεροι καί ὑπό τῆς χάρης πεφωτισμένοι, ἐπάτησαν τάς τοῦ σώματος ἡδονάς καί εὑρέθησαν δόκιμοι τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ».

[25]. Λόγ. νζ΄, 1, σ. 362. Πρβλ. ᾿  Ιω. Κορναράκη, Ἀνταύγειες τῆς πατερικῆς ἐρήμου, σ. 64ἑ.

[26]. Λόγ. νζ΄, 1, σ. 362: «καί ἐάν ἀναγνῷ τις εἰς Γραφήν καί ἐάν λειτουργήσῃ καί ἐν παντί πράγματι ὦ προσεγγίσῃ σκότωσιν ἐπί σκοτώσει λαμβάνει».

[27]. Λόγ. νζ΄, 3, σ. 364: «ὀδύνην καί κόπον  ποιεῖ ἡ ὣρα αὕτη ἐν τῷ δισταγμῷ τῆς διανοίας.   Ἀκολουθεῖ δέ αὐτῇ ἰσχυρῶς ἡ βλασφημία».

[28]. Λόγ. νζ΄, 3, σ. 364: «Σοί δέ ἐγώ ὦ ἄνθρωπε συμβουλεύω, ἐάν οὐκ ἔχεις ἰσχύν κρατῆσαι ἑαυτόν καί πεσεῖν ἐπί πρόσωπόν σου ἐν τῇ εὐχῇ, ἓλιξον τήν κεφαλήν σου καί κοιμῶ, ἓως ἄν παρέλθῃ ἡ ὣρα τῆς σκοτώσεως ἀπό σοῦ».

[29]. Λόγ. νζ΄, 2, σ. 364: «Οἱ πειρασθέντες ἐν τῷ κύματι τούτῳ τῆς ὣρας ταύτης, ἐκ τῆς πείρας γινώσκουσι... οὐκ ἐᾷ ὁ Θεός τήν ψυχήν ἐν τούτοις ἡμέραν τελείαν».

[30]. Λόγ. νζ΄, 5, σ. 366: «Μακάριος ὁ ὑπομένων τούτοις ἔσωθεν τῆς θύρας. Εἰς μονήν γάρ μεγάλην καί δύναμιν φθάσει μετά ταῦτα» δηλ. στήν κατοικία τοῦ Πατρός κατά τό Ἰω. 14, 2.23.

[31]. Λόγ. νζ΄, 5, σ. 366: «Ἐν καιρῷ πειρασμός καί ἐν καιρῷ παράκλησις..  Ἀλλοτριωθῆναι δέ τελείως μή προσδοκήσωμεν ὦδε, οὐδέ παρακληθῆναι τελείως. Οὓτω γάρ εὐδόκησεν ὁ Θεός τήν ζωήν διοικεῖσθαι ἐνταῦθα, καί ἐν τούτοις εἶναι τούς πορευομένους ἐν τῇ  ὁδῷ».

[32]. Λόγ μγ΄, 4, σ. 196: «Φοβερός ἐστι τοῖς δαίμοσι καί ποθητός τῷ Θεῷ καί τοῖς Ἀγγέλοις αὐτοῦ ὁ μετά θερμοῦ ζήλου ἐκζητῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ τόν Θεόν».

[33]. Λόγ. μγ΄, 4, σ. 196.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)