Στο περιοδικό Εκκλησία, τεύχος Δεκεμβρίου 2008 δημοσιεύτηκαν τα πορίσματα της Ημερίδας για το μάθημα των Θρησκευτικών που είχε διοργανώσει η Θεολογική Σχολή Αθηνών (5/11/2008)
Το μάθημα των Θρησκευτικών συνενώνει την παράδοση, την πνευματικότητα και προκαλεί την κριτική σκέψη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη διαμόρφωση του ήθους, αλλά και στην εξοικείωση του μαθητή με την ιδιοσυγκρασία της ελληνικής πραγματικότητας.
Το σημερινό σχολείο πού λειτουργεί μέσα στις σύγχρονες ανοικτές και πλουραλιστικές κοινωνίες, αντιστέκεται στην μετατροπή του σε εκπαιδευτήριο και γι’ αυτό ίσως ποτέ η αγωγή άξιων και η παιδεία ελευθερίας να μην αποτελούσαν τέτοια ζωτική ανάγκη. Σ' αυτό το σύγχρονο παιδαγωγικό τοπίο, οπού απειλείται άμεσα η ανθρωπιστική διάσταση του σχολείου, καλείται και το μάθημα των Θρησκευτικών να επιτελέσει το δύσκολο, αλλά καθοριστικής σημασίας έργο του.
Η σχολική θρησκευτική διδακτική πράξη και στην Ελλάδα κατά τον εικοστό αιώνα διακρίθηκε για τη συστηματική-ακαδημαϊκή, αφηρημένη δομή και τον έντονο ηθικό χαρακτήρα και προσανατολισμό της. Έτσι δε θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ότι συνδεόταν οργανικά με τη μυστηριακή ζωή και την πνευματικότητα του Ορθόδοξου χριστιανισμού. Και σήμερα, η σχολική θρησκευτική αγωγή έχει διπλό σκοπό: α) να μεταδίδει τις βιβλικές, ιστορικές, δογματικές και. ηθικές αλήθειες του Ορθόδοξου χριστιανισμού και β) να καταστήσει τους παιδαγωγούμενους ενεργά και δραστήρια μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο επιδεικνύεται ασυγχώρητη άγνοια των σύγχρονων πορισμάτων της παιδαγωγικής ψυχολογίας και των συναφών επιστήμων δημιουργώντας παράπονα σχετικά με το περιεχόμενο και ιδιαίτερα με τις μεθόδους διδασκαλίας και τα σχολικά εγχειρίδια της θρησκευτικής αγωγής.
Η μελέτη τής Ορθόδοξης παράδοσης αποκαλύπτει έναν αδαπάνητο θησαυρό, μία ανεξάντλητη πηγή κεντρικών αληθειών για τον άνθρωπο και την ελευθερία του. Μας ανοίγει τα μάτια να δούμε την ομορφιά και το βάθος των όντων και παράλληλα μας κινητοποιεί να αντιστεκόμαστε στη χρησιμοθηρία. Η Ορθοδοξία απηχεί αναζητήσεις μιας μοναδικής ποιότητας ζωής και πνευματικότητας. Ίσως ένα σωστά οργανωμένο μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία τής Ελλάδας να μην ήταν ποτέ τόσο απαραίτητο όσο σήμερα.
Αναμφισβήτητα τις τελευταίες δεκαετίες το μάθημα των Θρησκευτικών άλλαξε πρόσωπο. Δεν είναι ένα νεκρό, απολιθωμένο κομμάτι τής σχολικής πραγματικότητας. Καθιστά δυνατή την πρόσβαση στο πανανθρώπινο φαινόμενο της θρησκείας και εφικτή μία κριτική αξιολόγηση του. Μαθαίνει τα παιδιά να μην ταυτίζουν τη θρησκεία με συντηρητισμό. Βοηθά τα παιδιά να αντιμετωπίζουν, να διακρίνουν τη γνήσια πίστη από το θρησκευτικό φανατισμό. Προωθεί την ανάπτυξη του πνεύματος της διαπολιτισμικότητας.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επένδυσαν και εξακολουθούν να επενδύουν σε ένα καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης και προόδου. Ο παράγοντας αυτός είναι η γνώση, όπως αυτή διαμορφώνεται και υλοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία τής πληροφορίας. Σκοπός αυτής της εναρμόνισης και προσαρμογής είναι να βοηθούν οι παιδαγωγούμενοι μέσω της σχολικής θρησκευτικής αγωγής να συνειδητοποιήσουν πρώτιστα ότι είναι άνθρωποι πού οφείλουν να αντιμετωπίζουν τη ζωή, τον εαυτό τους, το συνάνθρωπο και τη φύση με αγάπη, ανοχή, δέος, θαυμασμό και ευαισθησία. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται διά του σχολείου η απόκτηση εκ μέρους των παιδαγωγούμενων της απαραίτητης θρησκευτικής γνώσης και της ικανότητας για κρίση, σεβασμό, διακριτικότητα και ανοχή απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων.
Με αυτόν τον τρόπο συσχετίζεται το διδασκόμενο θρησκευτικό υλικό με τα σύγχρονα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν, όπως η πνευματική αναζήτηση, ο ανθρώπινος πόνος, η φτώχεια, η κοινοτική αδικία, η εκμετάλλευση και ο βιασμός της φύσης και του περιβάλλοντος κ.ά., τα οποία εξετάζονται και υπό το φως της διδασκαλίας και παράδοσης των διαφόρων θρησκειών, τόσο από άποψη διαχρονική όσο και συγχρονική.
Η ελληνική σχολική θρησκευτική αγωγή οφείλει να επανεξετάσει τους σκοπούς της και εν μέρει το περιεχόμενο της. Δεν αρκεί η θρησκευτική αγωγή να σκοπεύει μόνο στη μετάδοση θρησκευτικής γνώσης, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν της τις ποικίλες διαστάσεις πού συνθέτουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι μάθημα «πολιτισμού τής ανθρωπότητας και ειρήνης». Τονίζει τη συμβολή των θρησκειών για τη θεμελίωση του «παγκόσμιου ήθους», το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την προάσπιση των δικαιωμάτων του άνθρωπου. Βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν αισθητήριο για τα ουσιώδη της ζωής, για την ομορφιά, το μυστήριο, για τη διάσταση του βάθους. Προάγει την κριτική σκέψη. Μαθαίνει τα παιδιά να μην υποκύπτουν στους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς. Δίνει απαντήσεις στα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα. Προβάλλει το ρόλο τής θρησκείας ευρύτερα για τη διαμόρφωση του πολιτισμού. Βοηθά το μαθητή να ανακαλύψει και να αγαπήσει την πολιτιστική του κληρονομιά. Βοηθά τους νέους να κατανοήσουν τη σημασία του δικού τους προσωπικού αγώνα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.
Είναι γεγονός ότι δύσκολα μπορούμε να αγνοήσουμε τις αλλαγές στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, την προϊούσα πολυπολιτισμική σύνθεση, ωστόσο είναι παράλογο στη σύγχρονη κοινωνία οι μαθητές να μην παρακολουθούν υποχρεωτικά μάθημα θρησκευτικών με εμφανές ανθρωπιστικό και μορφωτικό περιεχόμενο.
Η σχολική θρησκευτική αγωγή θα πρέπει να διευρύνει τους σκοπούς της, έτσι ώστε η έως τώρα μεμονωμένα προσφερόμενη βιβλική, ιστορική, δογματική, λειτουργική και ηθική Ορθόδοξη χριστιανική γνώση να ενσωματωθεί σε νέες διδακτικές ενότητες. Οι ενότητες αυτές θα υπογραμμίζουν, ανάλογα με την ηλικία των παιδαγωγούμενων προς τους όποιους απευθύνονται, το δογματικό, αφηγηματικό, εμπειρικό, ηθικό, τελετουργικό, αισθητικό και κοινωνικό περιεχόμενο του Ορθόδοξου χριστιανισμού. Ο μαθητής οφείλει να έχει κατάλληλη ενημέρωση για το τι και πώς πιστεύουν οι συμπολίτες του στην «Ευρώπη χωρίς σύνορα», στην «Ευρώπη των πολιτών». Την ενημέρωση αυτή οφείλει να τη λάβει στο σχολείο και μάλιστα μέσω της θρησκευτικής αγωγής, Θα πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο και οι άλλες θρησκευτικές παραδόσεις. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι η διδασκαλία των άλλων θρησκειών στη δημόσια εκπαίδευση δεν σημαίνει υποτίμηση ή απόρριψη της παραδεδομένης θρησκευτικής πίστης και παράδοσης του τόπου μας. Η διδασκαλία των άλλων θρησκειών, μαζί ασφαλώς με τη χριστιανική διδαχή, συντελεί στην ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση τους από τους παιδαγωγουμένους της. Ακόμη, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες πολίτες, οι οποίοι θα είναι συνειδητοί γνώστες της πλούσιας Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, θα μπορούν να την προβάλλουν οποτεδήποτε σε κάθε ενδιαφερόμενο, χωρίς φανατισμό, ηττοπάθεια ή μισαλλοδοξία.
Έχουν προβληθεί τρία μοντέλα θρησκευτικοί μαθήματος, τα όποια όμως πρέπει να συζητηθούν σε βάθος από τους αρμόδιους για το ζήτημα αυτό (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, θεολογικές σχολές) με τη διακριτική συμβολή της Εκκλησίας. Τα μοντέλα αυτά, με θετικά σημεία άλλα και αδυναμίες, είναι το ομολογιακό μάθημα, το θρησκειολογικό μάθημα και το πολιτιστικό μάθημα, υπό την έννοια ότι το μάθημα πρέπει να διευρύνεται και να εμπλουτίζεται συνεχώς, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα νέα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα, εμπλουτιζόμενο με θρησκειολογική ύλη και φιλοσοφική θεώρηση και αναφορές στη συμβολή της Θρησκείας και ιδιαίτερα της Ορθοδοξίας στον πολιτισμό.
Οπωσδήποτε πρέπει να ληφθεί μέριμνα διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα Π.Τ.Δ.Ε., διότι χιλιάδες νέων δασκάλων αποφοίτων οι οποίοι αναλαμβάνουν τη σχολική θρησκευτική αγωγή των παιδιών μας, δεν έχουν ασχοληθεί καν με τον θεολογικό γνωστικό χώρο και τη Διδακτική του μαθήματος των θρησκευτικών.
Ως πρόταση σε αυτήν την παρατεινόμενη αδιαφορία θα μπορούσε να προβληθεί η λύση του διορισμού θεολόγων ως δασκάλων ειδικότητας. Η Ελληνική κοινωνία έχει στενούς και άρρηκτους δεσμούς με τη Θεολογία, αλλά και την Ορθόδοξη πνευματικότητα. Οι Θεολογικές Σχολές της χώρας εγγυώνται την επιστημονική κατάρτιση των φοιτούντων σε αυτές και την επιστημονικώς κατοχυρωμένη προσφορά γνώσεων. Δεν δυνάμεθα, λοιπόν, να αποκλείσουμε τους χιλιάδες αποφοίτους αυτών από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Εξάλλου θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι ευκαιρίες πού ανοίγονται από τις σύγχρονες τεχνολογίες για τη σύγχρονη παιδευτική διαδικασία. Βάσει αυτών μπορούμε να αναπτύξουμε ανοιχτούς ορίζοντες, θεολογική και παιδαγωγική φαντασία για να προσεγγίσουμε τον σύγχρονο μαθητή και τις ευαισθησίες του.
Σε κάθε περίπτωση το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων χρειάζεται να λειτουργήσει ως αρωγός στην αγωνία που εκφράζει η θεολογική οικογένεια και όχι να λαμβάνει αποφάσεις ερήμην της. Υπό την έννοια αυτή οφείλει να εκδώσει τέταρτη διευκρινιστική εγκύκλιο, όπου θα διασαφηνίζονται όλες οι ασάφειες πού δημιουργήθηκαν από τις τρεις προηγούμενες εγκυκλίους με τη ρητή και σαφή επισήμανση περί του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος.
Το μάθημα των Θρησκευτικών συνενώνει την παράδοση, την πνευματικότητα και προκαλεί την κριτική σκέψη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη διαμόρφωση του ήθους, αλλά και στην εξοικείωση του μαθητή με την ιδιοσυγκρασία της ελληνικής πραγματικότητας.
Το σημερινό σχολείο πού λειτουργεί μέσα στις σύγχρονες ανοικτές και πλουραλιστικές κοινωνίες, αντιστέκεται στην μετατροπή του σε εκπαιδευτήριο και γι’ αυτό ίσως ποτέ η αγωγή άξιων και η παιδεία ελευθερίας να μην αποτελούσαν τέτοια ζωτική ανάγκη. Σ' αυτό το σύγχρονο παιδαγωγικό τοπίο, οπού απειλείται άμεσα η ανθρωπιστική διάσταση του σχολείου, καλείται και το μάθημα των Θρησκευτικών να επιτελέσει το δύσκολο, αλλά καθοριστικής σημασίας έργο του.
Η σχολική θρησκευτική διδακτική πράξη και στην Ελλάδα κατά τον εικοστό αιώνα διακρίθηκε για τη συστηματική-ακαδημαϊκή, αφηρημένη δομή και τον έντονο ηθικό χαρακτήρα και προσανατολισμό της. Έτσι δε θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ότι συνδεόταν οργανικά με τη μυστηριακή ζωή και την πνευματικότητα του Ορθόδοξου χριστιανισμού. Και σήμερα, η σχολική θρησκευτική αγωγή έχει διπλό σκοπό: α) να μεταδίδει τις βιβλικές, ιστορικές, δογματικές και. ηθικές αλήθειες του Ορθόδοξου χριστιανισμού και β) να καταστήσει τους παιδαγωγούμενους ενεργά και δραστήρια μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο επιδεικνύεται ασυγχώρητη άγνοια των σύγχρονων πορισμάτων της παιδαγωγικής ψυχολογίας και των συναφών επιστήμων δημιουργώντας παράπονα σχετικά με το περιεχόμενο και ιδιαίτερα με τις μεθόδους διδασκαλίας και τα σχολικά εγχειρίδια της θρησκευτικής αγωγής.
Η μελέτη τής Ορθόδοξης παράδοσης αποκαλύπτει έναν αδαπάνητο θησαυρό, μία ανεξάντλητη πηγή κεντρικών αληθειών για τον άνθρωπο και την ελευθερία του. Μας ανοίγει τα μάτια να δούμε την ομορφιά και το βάθος των όντων και παράλληλα μας κινητοποιεί να αντιστεκόμαστε στη χρησιμοθηρία. Η Ορθοδοξία απηχεί αναζητήσεις μιας μοναδικής ποιότητας ζωής και πνευματικότητας. Ίσως ένα σωστά οργανωμένο μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία τής Ελλάδας να μην ήταν ποτέ τόσο απαραίτητο όσο σήμερα.
Αναμφισβήτητα τις τελευταίες δεκαετίες το μάθημα των Θρησκευτικών άλλαξε πρόσωπο. Δεν είναι ένα νεκρό, απολιθωμένο κομμάτι τής σχολικής πραγματικότητας. Καθιστά δυνατή την πρόσβαση στο πανανθρώπινο φαινόμενο της θρησκείας και εφικτή μία κριτική αξιολόγηση του. Μαθαίνει τα παιδιά να μην ταυτίζουν τη θρησκεία με συντηρητισμό. Βοηθά τα παιδιά να αντιμετωπίζουν, να διακρίνουν τη γνήσια πίστη από το θρησκευτικό φανατισμό. Προωθεί την ανάπτυξη του πνεύματος της διαπολιτισμικότητας.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επένδυσαν και εξακολουθούν να επενδύουν σε ένα καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης και προόδου. Ο παράγοντας αυτός είναι η γνώση, όπως αυτή διαμορφώνεται και υλοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία τής πληροφορίας. Σκοπός αυτής της εναρμόνισης και προσαρμογής είναι να βοηθούν οι παιδαγωγούμενοι μέσω της σχολικής θρησκευτικής αγωγής να συνειδητοποιήσουν πρώτιστα ότι είναι άνθρωποι πού οφείλουν να αντιμετωπίζουν τη ζωή, τον εαυτό τους, το συνάνθρωπο και τη φύση με αγάπη, ανοχή, δέος, θαυμασμό και ευαισθησία. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται διά του σχολείου η απόκτηση εκ μέρους των παιδαγωγούμενων της απαραίτητης θρησκευτικής γνώσης και της ικανότητας για κρίση, σεβασμό, διακριτικότητα και ανοχή απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων.
Με αυτόν τον τρόπο συσχετίζεται το διδασκόμενο θρησκευτικό υλικό με τα σύγχρονα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν, όπως η πνευματική αναζήτηση, ο ανθρώπινος πόνος, η φτώχεια, η κοινοτική αδικία, η εκμετάλλευση και ο βιασμός της φύσης και του περιβάλλοντος κ.ά., τα οποία εξετάζονται και υπό το φως της διδασκαλίας και παράδοσης των διαφόρων θρησκειών, τόσο από άποψη διαχρονική όσο και συγχρονική.
Η ελληνική σχολική θρησκευτική αγωγή οφείλει να επανεξετάσει τους σκοπούς της και εν μέρει το περιεχόμενο της. Δεν αρκεί η θρησκευτική αγωγή να σκοπεύει μόνο στη μετάδοση θρησκευτικής γνώσης, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν της τις ποικίλες διαστάσεις πού συνθέτουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι μάθημα «πολιτισμού τής ανθρωπότητας και ειρήνης». Τονίζει τη συμβολή των θρησκειών για τη θεμελίωση του «παγκόσμιου ήθους», το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την προάσπιση των δικαιωμάτων του άνθρωπου. Βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν αισθητήριο για τα ουσιώδη της ζωής, για την ομορφιά, το μυστήριο, για τη διάσταση του βάθους. Προάγει την κριτική σκέψη. Μαθαίνει τα παιδιά να μην υποκύπτουν στους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς. Δίνει απαντήσεις στα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα. Προβάλλει το ρόλο τής θρησκείας ευρύτερα για τη διαμόρφωση του πολιτισμού. Βοηθά το μαθητή να ανακαλύψει και να αγαπήσει την πολιτιστική του κληρονομιά. Βοηθά τους νέους να κατανοήσουν τη σημασία του δικού τους προσωπικού αγώνα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.
Είναι γεγονός ότι δύσκολα μπορούμε να αγνοήσουμε τις αλλαγές στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, την προϊούσα πολυπολιτισμική σύνθεση, ωστόσο είναι παράλογο στη σύγχρονη κοινωνία οι μαθητές να μην παρακολουθούν υποχρεωτικά μάθημα θρησκευτικών με εμφανές ανθρωπιστικό και μορφωτικό περιεχόμενο.
Η σχολική θρησκευτική αγωγή θα πρέπει να διευρύνει τους σκοπούς της, έτσι ώστε η έως τώρα μεμονωμένα προσφερόμενη βιβλική, ιστορική, δογματική, λειτουργική και ηθική Ορθόδοξη χριστιανική γνώση να ενσωματωθεί σε νέες διδακτικές ενότητες. Οι ενότητες αυτές θα υπογραμμίζουν, ανάλογα με την ηλικία των παιδαγωγούμενων προς τους όποιους απευθύνονται, το δογματικό, αφηγηματικό, εμπειρικό, ηθικό, τελετουργικό, αισθητικό και κοινωνικό περιεχόμενο του Ορθόδοξου χριστιανισμού. Ο μαθητής οφείλει να έχει κατάλληλη ενημέρωση για το τι και πώς πιστεύουν οι συμπολίτες του στην «Ευρώπη χωρίς σύνορα», στην «Ευρώπη των πολιτών». Την ενημέρωση αυτή οφείλει να τη λάβει στο σχολείο και μάλιστα μέσω της θρησκευτικής αγωγής, Θα πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο και οι άλλες θρησκευτικές παραδόσεις. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι η διδασκαλία των άλλων θρησκειών στη δημόσια εκπαίδευση δεν σημαίνει υποτίμηση ή απόρριψη της παραδεδομένης θρησκευτικής πίστης και παράδοσης του τόπου μας. Η διδασκαλία των άλλων θρησκειών, μαζί ασφαλώς με τη χριστιανική διδαχή, συντελεί στην ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση τους από τους παιδαγωγουμένους της. Ακόμη, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες πολίτες, οι οποίοι θα είναι συνειδητοί γνώστες της πλούσιας Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, θα μπορούν να την προβάλλουν οποτεδήποτε σε κάθε ενδιαφερόμενο, χωρίς φανατισμό, ηττοπάθεια ή μισαλλοδοξία.
Έχουν προβληθεί τρία μοντέλα θρησκευτικοί μαθήματος, τα όποια όμως πρέπει να συζητηθούν σε βάθος από τους αρμόδιους για το ζήτημα αυτό (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, θεολογικές σχολές) με τη διακριτική συμβολή της Εκκλησίας. Τα μοντέλα αυτά, με θετικά σημεία άλλα και αδυναμίες, είναι το ομολογιακό μάθημα, το θρησκειολογικό μάθημα και το πολιτιστικό μάθημα, υπό την έννοια ότι το μάθημα πρέπει να διευρύνεται και να εμπλουτίζεται συνεχώς, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα νέα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα, εμπλουτιζόμενο με θρησκειολογική ύλη και φιλοσοφική θεώρηση και αναφορές στη συμβολή της Θρησκείας και ιδιαίτερα της Ορθοδοξίας στον πολιτισμό.
Οπωσδήποτε πρέπει να ληφθεί μέριμνα διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα Π.Τ.Δ.Ε., διότι χιλιάδες νέων δασκάλων αποφοίτων οι οποίοι αναλαμβάνουν τη σχολική θρησκευτική αγωγή των παιδιών μας, δεν έχουν ασχοληθεί καν με τον θεολογικό γνωστικό χώρο και τη Διδακτική του μαθήματος των θρησκευτικών.
Ως πρόταση σε αυτήν την παρατεινόμενη αδιαφορία θα μπορούσε να προβληθεί η λύση του διορισμού θεολόγων ως δασκάλων ειδικότητας. Η Ελληνική κοινωνία έχει στενούς και άρρηκτους δεσμούς με τη Θεολογία, αλλά και την Ορθόδοξη πνευματικότητα. Οι Θεολογικές Σχολές της χώρας εγγυώνται την επιστημονική κατάρτιση των φοιτούντων σε αυτές και την επιστημονικώς κατοχυρωμένη προσφορά γνώσεων. Δεν δυνάμεθα, λοιπόν, να αποκλείσουμε τους χιλιάδες αποφοίτους αυτών από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Εξάλλου θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι ευκαιρίες πού ανοίγονται από τις σύγχρονες τεχνολογίες για τη σύγχρονη παιδευτική διαδικασία. Βάσει αυτών μπορούμε να αναπτύξουμε ανοιχτούς ορίζοντες, θεολογική και παιδαγωγική φαντασία για να προσεγγίσουμε τον σύγχρονο μαθητή και τις ευαισθησίες του.
Σε κάθε περίπτωση το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων χρειάζεται να λειτουργήσει ως αρωγός στην αγωνία που εκφράζει η θεολογική οικογένεια και όχι να λαμβάνει αποφάσεις ερήμην της. Υπό την έννοια αυτή οφείλει να εκδώσει τέταρτη διευκρινιστική εγκύκλιο, όπου θα διασαφηνίζονται όλες οι ασάφειες πού δημιουργήθηκαν από τις τρεις προηγούμενες εγκυκλίους με τη ρητή και σαφή επισήμανση περί του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου