Το υλικό (κείμενα, τραγούδια, ύμνοι) για τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη που δημοσιεύουμε χρησιμοποιήθηκε στις Κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης:
ΗΜΕΡΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809)
(200 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του & 260 ἀπὸ τὴν γέννησή του)
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809)
(200 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του & 260 ἀπὸ τὴν γέννησή του)
Γεννήθηκε στὴν Νάξο τῶν Κυκλάδων τὸ 1749 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀντώνιο Καλιβούρτση καὶ τὴν Ἀναστασία (μετέπειτα μοναχὴ Ἀγάθη). Ὁ Νικόλαος (ποὺ ἦταν τὸ βαπτιστικό του ὄνομα) ἀπὸ μικρὸς ἔδειχνε τὴν κλήση του στὰ γράμματα καὶ στὴν κατὰ Θεὸν μόρφωση. Μαθήτευσε στὴ Σχολὴ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου στὴ Νάξο, ὅπου εἶχε δάσκαλο τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Ἀρχιμ. Χρύσανθο. Συμπλήρωσε τὶς γνώσεις του στὴν περίφημη Ἑλληνικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης («Εὐαγγελική»), ὅπου φοίτησε 5 χρόνια μὲ δάσκαλο τὸν διευθυντὴ τῆς Σχολῆς Ἱερόθεο Βουλισμᾶ. Ἐκεῖ ἔλαβε πλούσια μόρφωση, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη ἀπέκτησε γνώσεις φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἰατρικές, ἀστρονομικές, καὶ στρατιωτικές...........
Ἀνάμεσα στοὺς σπουδαστές τους ἦταν καὶ οἱ μετέπειτα Πατριάρχες Κων/πόλεως Νεόφυτος ὁ Ζ΄ καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ε΄. Μελετοῦσε πολὺ τὴν Ἁγ. Γραφή καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἄριστος χειριστὴς τοῦ λόγου, γνώριζε τὴν Κλασσικὴ Φιλολογία καὶ τὴν ἱαμβικὴ (ἀρχαῖα ποιητική) γλῶσσα. Μιλοῦσε θαυμάσια τὴν γαλλική, τὴν ἰταλική καὶ τὴν λατινική γλῶσσα. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δωρήσει ἰσχυρότατη μνήμη, ὥστε ὅταν κάτι τὸ μελετοῦσε ἔστω καὶ μία φορὰ μποροῦσε νὰ τὸ θυμᾶται καὶ νὰ τὸ ἀπαγγείλει ἀπ’ ἔξω. Ὁ διευθυντής του ἐκτιμώντας τὶς ἱκανότητές του θέλησε νὰ τὸν ἀφήσει ἀντικαταστάτη του στὴ Σχολή. Ὅμως τὸ 1770 κάποιες σφαγὲς τῶν Τούρκων στὴν Σμύρνη τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐπιστρέψει στὸ νησί του τὴ Νάξο. Ἐκεῖ ἐργάστηκε γιὰ μιὰ πενταετία ὡς γραμματέας τοῦ Μητροπολίτη Παροναξίας Ἀνθίμου. Καθοριστικὴ γιὰ τὴν μετέπειτα ζωή του στάθηκε ἡ γνωριμία του μὲ τοὺς «Κολλυβάδες», Ἁγιορεῖτες πατέρες, ποὺ κατέφυγαν καὶ στὴ Νάξο μετὰ τοὺς διωγμούς ποὺ ὑπέστησαν. Ἦταν οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκολουθώντας πιστὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι τὰ Μνημόσυνα πρέπει νὰ γίνονται τὸ Σάββατο (ἡμέρα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους) καὶ ὄχι τὴν Κυριακή (ἡμέρα Ἀναστάσεως καὶ χαρᾶς). Ἰδιαίτερα προέτρεπαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ μεταλαμβάνουν, ἀφοῦ ἑτοιμαστοῦν μὲ τὴν Ἐξομολόγηση καὶ τὴν νηστεία, συχνὰ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων γιὰ νὰ παίρνουν δύναμη στὸν ἀγώνα τους. Κυρίως γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγ. Μακάριο Νοταρᾶ, ἐπίσκοπο Κορίνθου, στὸν ὁποῖον τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὸν πόθο του νὰ γίνει μοναχός. Ἐκεῖνος τὸν ὁδήγησε στὸν ἔμπειρο ὁδηγὸ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς Σίλβεστρο μοναχό, ὅπου κατόπιν προετοιμασίας πέντε ἐτῶν τὸ 1775 (26 χρονῶν) πραγματοποιεῖ τὸν μυστικὸ πόθο του πηγαίνοντας στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἐκεῖ κείρεται μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Νικόδημος. Κατόπιν ἐπανειλημμένων ἀλλαγῶν παραμονῆς καταλήγει στὸ Λαυριώτικο Κελλί τῶν Σκουρταίων στὶς Καρυές (πρωτεύουσα τοῦ Ἁγ. Ὄρους).Μὲ τὴν προσευχή του πλέον, τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ τὸ ἀξεπέραστο συγγραφικό του ἔργο (ἐποικοδομητικό, ἁγιολογικό, ὑμνολογικό, ἑρμηνευτικό, ἀντιαιρετικό (κυρίως ἐναντίων τοῦ Παπισμοῦ) θὰ καταστεῖ φάρος φωτεινός γιὰ ὁλόκληρες γενεές.
Κυριότερα ἔργα του εἶναι: Πηδάλιον (περιέχονται σὲ ἕνα τόμο ὅλοι Ἱ.Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων), Ἀόρατος πόλεμος, Ἐξομολογητάριον, Περὶ Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως, Πνευματικά Γυμνάσματα, Χρηστοήθεια, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, Κῆπος Χαρίτων, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἑορτοδρόμιον, Συναξαριστής, Ἑρμηνεῖα τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου, κ.ἄ.
Παρέδωσε τὴν ὁσιακὴ ψυχή του στὶς 14 Ἰουλίου τοῦ 1809 τὸ πρωΐ, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν στὸ κελλὶ τῶν Σκουρταίων, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Τὰ τελευταῖα λόγια του ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητές του ὅταν τὸν ρώτησαν ἄν ἡσυχάζει. «Τὸν Χριστὸ ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴν ἡσυχάσω ;» Μαθαίνοντας τὴν εἴδηση τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ κάποιος χριστιανός ἀνεφώνησε: «Καλύτερα ἦταν νὰ πέθαιναν σήμερα 1.000 χριστιανοί καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, τὸν κατέταξε ἐπισήμως στὶς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου τὸ ἔτος 1955. Σύμφωνα μὲ ἱστορικοὺς καὶ λογίους ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας (Θ. Σπεράντσος) ἀλλὰ καὶ συνεχιστὴς τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (Luis Petit).
Ἀνάμεσα στοὺς σπουδαστές τους ἦταν καὶ οἱ μετέπειτα Πατριάρχες Κων/πόλεως Νεόφυτος ὁ Ζ΄ καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ε΄. Μελετοῦσε πολὺ τὴν Ἁγ. Γραφή καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἄριστος χειριστὴς τοῦ λόγου, γνώριζε τὴν Κλασσικὴ Φιλολογία καὶ τὴν ἱαμβικὴ (ἀρχαῖα ποιητική) γλῶσσα. Μιλοῦσε θαυμάσια τὴν γαλλική, τὴν ἰταλική καὶ τὴν λατινική γλῶσσα. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δωρήσει ἰσχυρότατη μνήμη, ὥστε ὅταν κάτι τὸ μελετοῦσε ἔστω καὶ μία φορὰ μποροῦσε νὰ τὸ θυμᾶται καὶ νὰ τὸ ἀπαγγείλει ἀπ’ ἔξω. Ὁ διευθυντής του ἐκτιμώντας τὶς ἱκανότητές του θέλησε νὰ τὸν ἀφήσει ἀντικαταστάτη του στὴ Σχολή. Ὅμως τὸ 1770 κάποιες σφαγὲς τῶν Τούρκων στὴν Σμύρνη τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐπιστρέψει στὸ νησί του τὴ Νάξο. Ἐκεῖ ἐργάστηκε γιὰ μιὰ πενταετία ὡς γραμματέας τοῦ Μητροπολίτη Παροναξίας Ἀνθίμου. Καθοριστικὴ γιὰ τὴν μετέπειτα ζωή του στάθηκε ἡ γνωριμία του μὲ τοὺς «Κολλυβάδες», Ἁγιορεῖτες πατέρες, ποὺ κατέφυγαν καὶ στὴ Νάξο μετὰ τοὺς διωγμούς ποὺ ὑπέστησαν. Ἦταν οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκολουθώντας πιστὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι τὰ Μνημόσυνα πρέπει νὰ γίνονται τὸ Σάββατο (ἡμέρα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους) καὶ ὄχι τὴν Κυριακή (ἡμέρα Ἀναστάσεως καὶ χαρᾶς). Ἰδιαίτερα προέτρεπαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ μεταλαμβάνουν, ἀφοῦ ἑτοιμαστοῦν μὲ τὴν Ἐξομολόγηση καὶ τὴν νηστεία, συχνὰ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων γιὰ νὰ παίρνουν δύναμη στὸν ἀγώνα τους. Κυρίως γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἅγ. Μακάριο Νοταρᾶ, ἐπίσκοπο Κορίνθου, στὸν ὁποῖον τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὸν πόθο του νὰ γίνει μοναχός. Ἐκεῖνος τὸν ὁδήγησε στὸν ἔμπειρο ὁδηγὸ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς Σίλβεστρο μοναχό, ὅπου κατόπιν προετοιμασίας πέντε ἐτῶν τὸ 1775 (26 χρονῶν) πραγματοποιεῖ τὸν μυστικὸ πόθο του πηγαίνοντας στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἐκεῖ κείρεται μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Νικόδημος. Κατόπιν ἐπανειλημμένων ἀλλαγῶν παραμονῆς καταλήγει στὸ Λαυριώτικο Κελλί τῶν Σκουρταίων στὶς Καρυές (πρωτεύουσα τοῦ Ἁγ. Ὄρους).Μὲ τὴν προσευχή του πλέον, τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ τὸ ἀξεπέραστο συγγραφικό του ἔργο (ἐποικοδομητικό, ἁγιολογικό, ὑμνολογικό, ἑρμηνευτικό, ἀντιαιρετικό (κυρίως ἐναντίων τοῦ Παπισμοῦ) θὰ καταστεῖ φάρος φωτεινός γιὰ ὁλόκληρες γενεές.
Κυριότερα ἔργα του εἶναι: Πηδάλιον (περιέχονται σὲ ἕνα τόμο ὅλοι Ἱ.Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων), Ἀόρατος πόλεμος, Ἐξομολογητάριον, Περὶ Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως, Πνευματικά Γυμνάσματα, Χρηστοήθεια, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, Κῆπος Χαρίτων, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἑορτοδρόμιον, Συναξαριστής, Ἑρμηνεῖα τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀπ. Παύλου, κ.ἄ.
Παρέδωσε τὴν ὁσιακὴ ψυχή του στὶς 14 Ἰουλίου τοῦ 1809 τὸ πρωΐ, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν στὸ κελλὶ τῶν Σκουρταίων, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Τὰ τελευταῖα λόγια του ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητές του ὅταν τὸν ρώτησαν ἄν ἡσυχάζει. «Τὸν Χριστὸ ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴν ἡσυχάσω ;» Μαθαίνοντας τὴν εἴδηση τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ κάποιος χριστιανός ἀνεφώνησε: «Καλύτερα ἦταν νὰ πέθαιναν σήμερα 1.000 χριστιανοί καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, τὸν κατέταξε ἐπισήμως στὶς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου τὸ ἔτος 1955. Σύμφωνα μὲ ἱστορικοὺς καὶ λογίους ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας (Θ. Σπεράντσος) ἀλλὰ καὶ συνεχιστὴς τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (Luis Petit).
O Ἅγιος Νικόδημος μᾶς μιλάει
γιὰ τὸν ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟ
«Ὅπως οἱ πεινασμένοι καὶ οἱ διψασμένοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ πηγαίνουν στὸ τραπέζι καὶ στὴν βρύση γιὰ νὰ χορτάσουν ἀπὸ φαγητὸ καὶ πιοτὸ καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα τους, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία πεινασμένοι γιὰ τὸ ζωοποιὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ νοητὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἁγ. Γραφή καὶ κήρυγμα). Νὰ ἐκκλησιάζονται μὲ ἐπιθυμία γιατὶ ὁ Ναὸς εἶναι τὸ κοινό σπίτι, δικό τους καὶ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ δοῦν τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα τους καὶ τοὺς πνευματικοὺς τους συγγενεῖς ποὺ εἶναι οἱ Ἅγιοι Πάντες καὶ ν’ ἀπολαύσουν τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά.
Ἀδελφοὶ, μόλις ἀκούσετε νὰ χτυπάει ἡ καμπάνα ἤ τὸ σήμαντρο τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε Ὄρθρος εἶναι εἴτε Λειτουργία εἴτε Ἑσπερινός, νὰ τρέχετε καὶ νὰ πηγαίνετε, ὅπως πηγαίνουν τὰ παιδιὰ στὴν μητέρα τους, ὅπως οἱ συγγενεῖς στὸ πνευματικό τους σπίτι καὶ οἱ θαλασσομαχοῦντες στὸ λιμάνι. Νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, γιὰ νὰ συμμετέχετε στὸ πνευματικὸ Τραπέζι τῶν Μυστηρίων καὶ τοῦ θείου λόγου. Νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία, στὸ κοινὸ ἰατρεῖο καὶ πανδοχεῖο, ὅπως οἱ πληγωμένοι καὶ οἱ ἀσθενεῖς.
Πῶς νὰ ἐπιβλέψει ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ στέκεται ἄτακτα καὶ ἀνήσυχα στὴν Ἐκκλησία ; Πῶς ν’ ἀκούσει ὁ Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ προσεύχεται ὑπερήφανα καὶ φαρισαϊκά ; Πῶς νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνου τοῦ ἄνδρα ἤ ἐκείνης τῆς γυναίκας ποὺ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία ντυμένοι μὲ πολύτιμα φορέματα, ποὺ χρησιμοποιοῦν ἀρώματα, βάζουν στολίδια καὶ καλλωπίζουν τὸ πρόσωπό τους ; Ἤ πῶς μποροῦν νὰ λάβουν κατάνυξη στὴν καρδιά τους ἐκεῖνοι ποὺ βυθίζονται μέσα στὰ στασίδια, ἔχοντας τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο ἤ ξύνονται καὶ ἁπλώνουν τὰ πόδια τους σὰν τοὺς παράλυτους ; Πῶς μποροῦν νὰ βγάλουν δάκρυα ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν τὰ μάτια τους κάτω, οὔτε βλέπουν τὶς ἅγιες εἰκόνες μὲ εὐλάβεια, προσέχοντας τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ στρέφουν τὰ μάτια τους ἐδῶ κι’ ἐκεῖ καὶ βλέπουν μὲ περιέργεια τὰ πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν ;
Ὅποιος μὲ προθυμία στὴν ψυχή του καὶ χαρὰ στὴν καρδιά του πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, τὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀκούει μ’ εὐλάβεια τὶς δοξολογίες ἀπολαμβάνει μύρια ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀγαθά».
Ἀδελφοὶ, μόλις ἀκούσετε νὰ χτυπάει ἡ καμπάνα ἤ τὸ σήμαντρο τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε Ὄρθρος εἶναι εἴτε Λειτουργία εἴτε Ἑσπερινός, νὰ τρέχετε καὶ νὰ πηγαίνετε, ὅπως πηγαίνουν τὰ παιδιὰ στὴν μητέρα τους, ὅπως οἱ συγγενεῖς στὸ πνευματικό τους σπίτι καὶ οἱ θαλασσομαχοῦντες στὸ λιμάνι. Νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, γιὰ νὰ συμμετέχετε στὸ πνευματικὸ Τραπέζι τῶν Μυστηρίων καὶ τοῦ θείου λόγου. Νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία, στὸ κοινὸ ἰατρεῖο καὶ πανδοχεῖο, ὅπως οἱ πληγωμένοι καὶ οἱ ἀσθενεῖς.
Πῶς νὰ ἐπιβλέψει ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ στέκεται ἄτακτα καὶ ἀνήσυχα στὴν Ἐκκλησία ; Πῶς ν’ ἀκούσει ὁ Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ προσεύχεται ὑπερήφανα καὶ φαρισαϊκά ; Πῶς νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνου τοῦ ἄνδρα ἤ ἐκείνης τῆς γυναίκας ποὺ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία ντυμένοι μὲ πολύτιμα φορέματα, ποὺ χρησιμοποιοῦν ἀρώματα, βάζουν στολίδια καὶ καλλωπίζουν τὸ πρόσωπό τους ; Ἤ πῶς μποροῦν νὰ λάβουν κατάνυξη στὴν καρδιά τους ἐκεῖνοι ποὺ βυθίζονται μέσα στὰ στασίδια, ἔχοντας τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο ἤ ξύνονται καὶ ἁπλώνουν τὰ πόδια τους σὰν τοὺς παράλυτους ; Πῶς μποροῦν νὰ βγάλουν δάκρυα ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν τὰ μάτια τους κάτω, οὔτε βλέπουν τὶς ἅγιες εἰκόνες μὲ εὐλάβεια, προσέχοντας τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ στρέφουν τὰ μάτια τους ἐδῶ κι’ ἐκεῖ καὶ βλέπουν μὲ περιέργεια τὰ πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν ;
Ὅποιος μὲ προθυμία στὴν ψυχή του καὶ χαρὰ στὴν καρδιά του πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, τὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀκούει μ’ εὐλάβεια τὶς δοξολογίες ἀπολαμβάνει μύρια ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀγαθά».
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ
Τὸν Κύριον ἀγάπησες μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
δὲν ἔδιωξες τὴν χάρη Του ποτὲ ἀπὸ κοντά σου.
Κι’ ἀπέδειξες στὰ πράγματα, πὼς ὅταν θέλ’ ὁ νέος,
μπορεῖ νὰ μείνει σταθερὸς καὶ πάντοτε ἑδραῖος.
Μὴ λησμονήσουμε ποτὲ πὼς εἴμαστ’ ὁμοδόξων
τέκνα κι’ ἀπόγονοι πιστοί, Πατέρων θεηγόρων.
Ποὺ σήκωσαν τοῦ τύραννου τὴν ἔκδηλη μανίαν,
καὶ χάρισαν στὸ Ἔθνος μας, Ἑλλήνων προστασίαν.
ΕΠΩΔΟΣ
Ὅσιε Πατέρα μας, Νικόδημε θεόφρων,
τῆς Νάξου θεῖον καύχημα, κανόνα Ὀρθοδόξων,
προστάτευε τὰ τέκνα σου ποὺ σὲ παρακαλοῦνε,
ἀπὸ παγίδων τοῦ ἐχθροῦ ποὺ ζάλη προκαλοῦνε.
Οὐρανοδρόμε πρέσβευε, ὅπως ἐμεῖς ῥυσθοῦμε,
μανίας οἰκουμενισμοῦ καὶ ὅλοι νὰ σωθοῦμε.
Προφύλαξον τὸ ποίμνιον δεινῆς «θεολογίας»,
καὶ πλάνης τῆς ὀδυνηρᾶς τῆς «νεορθοδοξίας».
Προστάτευε τὸν κλῆρον μας καὶ τὸν λαὸν Κυρίου,
ποὺ μένουνε εἰς Κόνιτσαν καὶ χώραν τῆς Ἠπείρου,
νὰ ζοῦνε πάντα σταθεροὶ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμον
κι’ ἀμώμητοι νὰ κρατηθοῦν ἀπ’ τοῦ κακοῦ τὸν κόσμον.
ΕΠΩΔΟΣ
Ὅσιε Πατέρα μας, Νικόδημε θεόφρων,....
δὲν ἔδιωξες τὴν χάρη Του ποτὲ ἀπὸ κοντά σου.
Κι’ ἀπέδειξες στὰ πράγματα, πὼς ὅταν θέλ’ ὁ νέος,
μπορεῖ νὰ μείνει σταθερὸς καὶ πάντοτε ἑδραῖος.
Μὴ λησμονήσουμε ποτὲ πὼς εἴμαστ’ ὁμοδόξων
τέκνα κι’ ἀπόγονοι πιστοί, Πατέρων θεηγόρων.
Ποὺ σήκωσαν τοῦ τύραννου τὴν ἔκδηλη μανίαν,
καὶ χάρισαν στὸ Ἔθνος μας, Ἑλλήνων προστασίαν.
ΕΠΩΔΟΣ
Ὅσιε Πατέρα μας, Νικόδημε θεόφρων,
τῆς Νάξου θεῖον καύχημα, κανόνα Ὀρθοδόξων,
προστάτευε τὰ τέκνα σου ποὺ σὲ παρακαλοῦνε,
ἀπὸ παγίδων τοῦ ἐχθροῦ ποὺ ζάλη προκαλοῦνε.
Οὐρανοδρόμε πρέσβευε, ὅπως ἐμεῖς ῥυσθοῦμε,
μανίας οἰκουμενισμοῦ καὶ ὅλοι νὰ σωθοῦμε.
Προφύλαξον τὸ ποίμνιον δεινῆς «θεολογίας»,
καὶ πλάνης τῆς ὀδυνηρᾶς τῆς «νεορθοδοξίας».
Προστάτευε τὸν κλῆρον μας καὶ τὸν λαὸν Κυρίου,
ποὺ μένουνε εἰς Κόνιτσαν καὶ χώραν τῆς Ἠπείρου,
νὰ ζοῦνε πάντα σταθεροὶ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμον
κι’ ἀμώμητοι νὰ κρατηθοῦν ἀπ’ τοῦ κακοῦ τὸν κόσμον.
ΕΠΩΔΟΣ
Ὅσιε Πατέρα μας, Νικόδημε θεόφρων,....
____________________________________________
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
ΗΧΟΣ Πλ.τοῦ Δ΄
Θείων Κολλυβάδων ὁ ὁδηγός,
καὶ τῶν μοναζόντων ὁ διδάσκαλος ὁ σοφός,
πάσης Ἐκκλησίας ὁ πρόμαχος ὁ μέγας,
δογμάτων τε καὶ ἤθους ὁ ἀξιάγαστος.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος Α΄
Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῶν βιβλίων τὸν πλοῦτον δαψιλῶς ἐπροσέφερας,
εἰς τῶν Ὀρθοδόξων τὰς χείρας,
πάτερ θεῖε Νικόδημε.
«Πηδάλιον» ποιμένων θησαυρόν,
«Ἀόρατον τὸν πόλεμον» νικῶν.
Καὶ τὰ θείας διδαχάς σου «Πνευματικῶν Γυμνασμάτων» τρισόλβιε,
ὅπως ἀθλήσωμεν στερρῶς, ἄθλησιν συντονότατην,
διὰ μελέτης τῶν «Ψαλμῶν» καὶ «Θείας Μεταλήψεως».
Προσόμοιον
Ἦχος Πλ. τοῦ Α΄
Χαίροις ἀσκητικῶν ἀληθῶς
Ὤφθης τῶν Κολλυβάδων Φωστήρ,
ὑφηγητὴς τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων,
διδάσκων τοὺς νεωτέρους τὰ τῶν Πατέρων σοφά
καὶ Ἁγίων Πάντων τὰ διδάγματα.
Μαρτύρων, Ὁσίων, Ἀσκητῶν καὶ Ποιμένων τε
Θείων Κηρύκων, Θεολόγων παμμέγιστων,
τὰ παλέσματα κατὰ πάντων αἱρέσεων.
Πρέσβευε, Πάτερ Ὅσιε, ὑπὲρ τῶν τιμόντων σε
καὶ ῥῦσαι πάντας τῆς πλάνης
νεορθοδόξων ἀμβλύνσεως.
ζωφερὰς παποφιλίας, οἰκουμενισμοῦ μανίας καὶ τῆς κολάσεως.
Στίχοι: Ἰ. Ἀκρίτας
Μελοποίηση : Χ.Ἱ. Ἀμαραντινός
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
ΗΧΟΣ Πλ.τοῦ Δ΄
Θείων Κολλυβάδων ὁ ὁδηγός,
καὶ τῶν μοναζόντων ὁ διδάσκαλος ὁ σοφός,
πάσης Ἐκκλησίας ὁ πρόμαχος ὁ μέγας,
δογμάτων τε καὶ ἤθους ὁ ἀξιάγαστος.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος Α΄
Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῶν βιβλίων τὸν πλοῦτον δαψιλῶς ἐπροσέφερας,
εἰς τῶν Ὀρθοδόξων τὰς χείρας,
πάτερ θεῖε Νικόδημε.
«Πηδάλιον» ποιμένων θησαυρόν,
«Ἀόρατον τὸν πόλεμον» νικῶν.
Καὶ τὰ θείας διδαχάς σου «Πνευματικῶν Γυμνασμάτων» τρισόλβιε,
ὅπως ἀθλήσωμεν στερρῶς, ἄθλησιν συντονότατην,
διὰ μελέτης τῶν «Ψαλμῶν» καὶ «Θείας Μεταλήψεως».
Προσόμοιον
Ἦχος Πλ. τοῦ Α΄
Χαίροις ἀσκητικῶν ἀληθῶς
Ὤφθης τῶν Κολλυβάδων Φωστήρ,
ὑφηγητὴς τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων,
διδάσκων τοὺς νεωτέρους τὰ τῶν Πατέρων σοφά
καὶ Ἁγίων Πάντων τὰ διδάγματα.
Μαρτύρων, Ὁσίων, Ἀσκητῶν καὶ Ποιμένων τε
Θείων Κηρύκων, Θεολόγων παμμέγιστων,
τὰ παλέσματα κατὰ πάντων αἱρέσεων.
Πρέσβευε, Πάτερ Ὅσιε, ὑπὲρ τῶν τιμόντων σε
καὶ ῥῦσαι πάντας τῆς πλάνης
νεορθοδόξων ἀμβλύνσεως.
ζωφερὰς παποφιλίας, οἰκουμενισμοῦ μανίας καὶ τῆς κολάσεως.
Στίχοι: Ἰ. Ἀκρίτας
Μελοποίηση : Χ.Ἱ. Ἀμαραντινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου