Επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, απέστειλε ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, με αφορμή την συνέλευση της Μικτής Διεθνούς
Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρ/Καθολικών με θέμα «τον ρόλον του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτην χιλιετίαν» στην Κύπρο.
Ο Μητροπολίτης Πειραιώς στην επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο σχετικά με τον ρόλο του επισκόπου Ρώμης τονίζει: «Τυγχάνει αδιαμφισβήτητος ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτην χιλιετίαν δεν ανεγνώρισεν εις τον Επίσκοπον Ρώμης πρωτείον αυθεντίας και εξουσίας εις παγκόσμιον επίπεδον. Η υπερτάτη αυθεντία εις την ανά την οικουμένην Εκκλησίαν ησκείτο πάντοτε και μόνον από τας Οικουμενικάς Συνόδους.
Ακόμη ο κ. Σεραφείμ τονίζει «Κατά ταύτα η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία δέν δέχεται το παπικόν πρωτείον ως αυτό κατενοήθη και ηρμηνεύθη υπό της Α Βατικανῆς Συνόδου, η οποία ανεκήρυξε τον Επίσκοπον Ρώμης ως δήθεν «αλάθητον εκφραστήν» της συνειδήσεως της Εκκλησίας».
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Τυγχάνετε εγνωσμένος......
εις πανορθόδοξον επίπεδον δια τήν βαθείαν Υμετέραν προσήλωσιν εις τόν ύψιστον και αποστολικοπαράδοτον θεσμόν της συνοδικότητος εν τη διοικήσει της Αγιωτάτης ημών Αδιαιρέτου Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, θεσμόν ον και υπερασπίσθητε κατά την πολυτάλαντον Υμετέραν Αρχιερατικήν διακονίαν ευθαρσώς και μετά πολλής επιγνώσεως.
Επικειμένης τόσον τής προσεχούς τακτικής συνεδριάσεως του Ιερού Σώματος της Σεπτής Ιεραρχίας της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας κατά τον αρξάμενον μήνα Οκτώβριον, όσον και της εν Κύπρω συνελεύσεως της μικτής διεθνούς Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου Ορθοδόξων και Ρ/Καθολικών με θέμα «τον ρόλον του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτην χιλιετίαν» ταπεινώς φρονώ ότι, δέον όπως συζητηθή θεολογικώς το θέμα υπό της Σεπτής Ιεραρχίας της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας και τοποθετηθή και εκφρασθή σαφώς επ’αυτού το Ιερόν Σώμα, ούτως ώστε ο ημέτερος Σεβασμιώτατος Εκπρόσωπος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος, όστις διακρίνεται δια την θεολογικήν του επάρκειαν, ευρυμάθειαν και ορθοκρισίαν, ενισχυθή εν τη τελική διαμορφώσει του κοινού κειμένου της ως είρηται Διεθνούς Συνελεύσεως.
Τυγχάνει αδιαμφισβήτητος ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτην χιλιετίαν δεν ανεγνώρισεν εις τον Επίσκοπον Ρώμης πρωτείον αυθεντίας και εξουσίας εις παγκόσμιον επίπεδον. Η υπερτάτη αυθεντία εις την ανά την οικουμένην Εκκλησίαν ησκείτο πάντοτε και μόνον από τας Οικουμενικάς Συνόδους.
Κατά ταύτα η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία δέν δέχεται το παπικόν πρωτείον ως αυτό κατενοήθη και ηρμηνεύθη υπό της Α Βατικανῆς Συνόδου, η οποία ανεκήρυξε τον Επίσκοπον Ρώμης ως δήθεν «αλάθητον εκφραστήν» της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να αντιτίθεται ακόμη και εις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου, νοσφιζόμενος ούτω με το δογματικώς κατοχυρωμένον και υπό της Β Βατικανῆς Συνόδου «αλάθητόν του» και το διεκδικούμενον πρωτείον εξουσίας εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας, αυθαιρέτως, αντιγραφικώς και αντικανονικώς την θέσιν του Ζωοποιού και Παναγίου Πνεύματος της αληθείας εν τω σώματι της Εκκλησίας ακυρώνων ούτω urbi et orbi το αποστολικοπαράδοτον συνοδικόν πολίτευμα της Εκκλησίας, αλλά και αυτήν ταύτην την παρουσίαν και δράσιν του Αγ. Πνεύματος εν Αυτή.
Ο πάνσεπτος Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/πόλεως-Νέας Ρώμης Παναγιώτατος κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ την 1ην Οκτωβρίου 1997, από του επισήμου βήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ομιλών περί της αιρέσεως του filoque εδήλωσε σχετικώς, προς το υπό κρίσιν θέμα της μικτής διεθνούς επιτροπής, τα ακόλουθα: «...Δύο λέξεις μόναι ανατρέπουν την όλην δομήν του κόσμου, δικαιολογούν το αλάθητον και την αυθεντίαν του ενός επί της γης. Η αίσθησις της ελευθερίας η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν, δεν επιτρέπει εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν να δεχθή την απόλυτον υποταγήν Αυτής εις την βούλησιν του ενός, και δι’ αυτό αρνείται την ορθότητα των δύο τούτων λέξεων, επί των οποίων αυτός ο εις προσπαθεί να στηρίξη την εξουσίαν αυτού» (Τόμος «ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΥΜΑΣ», Πατριαρχικαί Επισκέψεις εις την Συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000, εκδ. Ι. Μητρ. Θεσσαλονίκης 2000, σελ. 275).
Κατά την συνέλευσιν της διεθνούς μικτής Επιτροπής θα πρέπει ασφαλώς να τεθούν αι παθογένειαι του Ρ/Καθολικοσμού και ειδικώτερον το ανύπαρκτον «Πετρίνειο λειτούργημα» του Επισκόπου Ρώμης, αι κίβδηλαι και νόθαι αποδείξεις περί αυτού (Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, Ψευδοκλημέντια κ.ο.κ.), αι δήθεν μαρτυρίαι δια το έκκλητον των επισκόπων της Εκκλησίας προς την Ρωμαϊκήν καθέδραν και αι δήθεν μαρτυρίαι περί της ρωμαϊκής αυθεντίας εις ζητήματα πίστεως και ερμηνείας των Γραφών.
Λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι κατά το από 13/1/2005 μνημόνιον υπογεγραμμένον υπό του Υμετέρου Προκατόχου μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου και του συμπροέδρου εξ ορθοδόξων της μικτής διεθνούς Επιτροπής διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου, η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία σαφώς δι’ Αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. αυτής της 12ης Ιανουαρίου 2005 διεκήρυξεν ότι:
« 1. ... Η Ουνία αποτελεί Εκκλησιαστικήν, Δογματικήν και Νομοκανονικήν εκτροπήν και βιαίαν απόσπασιν και απόσχισιν πιστών από την Μητέρα Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να καταδικασθή και να καταργηθή.
2. Ως πρός τήν θεματολογίαν του Διαλόγου, η Εκκλησία τής Ελλάδος φρονεί, ότι πρέπει οπωσδήποτε να συνεχισθή η συζήτησις επί του θέματος τής Ουνίας, όπερ ουδόλως έχει εξαντληθή, δεδομένου, ότι συνεχίζει να υπάρχη και να δρα εις βάρος της Ορθοδοξίας.
Η συζήτησις αυτή, προς διευκόλυνσιν της πορείας του Διαλόγου, δύναται να διεξαχθή εντός των πλαισίων της εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα του πρωτείου», δέον όπως και το ειρημένον θέμα συζητηθή εξ αφορμής και της πρότριτα γενομένης εκλογής, χειροτονίας και εγκαταστάσεως εν Αθήναις του νέου Ουνίτου Επισκόπου Καρακοβίας κ. Δημητρίου Σαλάχα.
Κατακλείων τήν Υμετέραν αίτησιν, υποσημειούμαι ευπειθέστατος.
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
___________________________________________
Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρ/Καθολικών με θέμα «τον ρόλον του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτην χιλιετίαν» στην Κύπρο.
Ο Μητροπολίτης Πειραιώς στην επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο σχετικά με τον ρόλο του επισκόπου Ρώμης τονίζει: «Τυγχάνει αδιαμφισβήτητος ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτην χιλιετίαν δεν ανεγνώρισεν εις τον Επίσκοπον Ρώμης πρωτείον αυθεντίας και εξουσίας εις παγκόσμιον επίπεδον. Η υπερτάτη αυθεντία εις την ανά την οικουμένην Εκκλησίαν ησκείτο πάντοτε και μόνον από τας Οικουμενικάς Συνόδους.
Ακόμη ο κ. Σεραφείμ τονίζει «Κατά ταύτα η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία δέν δέχεται το παπικόν πρωτείον ως αυτό κατενοήθη και ηρμηνεύθη υπό της Α Βατικανῆς Συνόδου, η οποία ανεκήρυξε τον Επίσκοπον Ρώμης ως δήθεν «αλάθητον εκφραστήν» της συνειδήσεως της Εκκλησίας».
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Τυγχάνετε εγνωσμένος......
εις πανορθόδοξον επίπεδον δια τήν βαθείαν Υμετέραν προσήλωσιν εις τόν ύψιστον και αποστολικοπαράδοτον θεσμόν της συνοδικότητος εν τη διοικήσει της Αγιωτάτης ημών Αδιαιρέτου Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, θεσμόν ον και υπερασπίσθητε κατά την πολυτάλαντον Υμετέραν Αρχιερατικήν διακονίαν ευθαρσώς και μετά πολλής επιγνώσεως.
Επικειμένης τόσον τής προσεχούς τακτικής συνεδριάσεως του Ιερού Σώματος της Σεπτής Ιεραρχίας της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας κατά τον αρξάμενον μήνα Οκτώβριον, όσον και της εν Κύπρω συνελεύσεως της μικτής διεθνούς Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου Ορθοδόξων και Ρ/Καθολικών με θέμα «τον ρόλον του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτην χιλιετίαν» ταπεινώς φρονώ ότι, δέον όπως συζητηθή θεολογικώς το θέμα υπό της Σεπτής Ιεραρχίας της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας και τοποθετηθή και εκφρασθή σαφώς επ’αυτού το Ιερόν Σώμα, ούτως ώστε ο ημέτερος Σεβασμιώτατος Εκπρόσωπος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος, όστις διακρίνεται δια την θεολογικήν του επάρκειαν, ευρυμάθειαν και ορθοκρισίαν, ενισχυθή εν τη τελική διαμορφώσει του κοινού κειμένου της ως είρηται Διεθνούς Συνελεύσεως.
Τυγχάνει αδιαμφισβήτητος ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτην χιλιετίαν δεν ανεγνώρισεν εις τον Επίσκοπον Ρώμης πρωτείον αυθεντίας και εξουσίας εις παγκόσμιον επίπεδον. Η υπερτάτη αυθεντία εις την ανά την οικουμένην Εκκλησίαν ησκείτο πάντοτε και μόνον από τας Οικουμενικάς Συνόδους.
Κατά ταύτα η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία δέν δέχεται το παπικόν πρωτείον ως αυτό κατενοήθη και ηρμηνεύθη υπό της Α Βατικανῆς Συνόδου, η οποία ανεκήρυξε τον Επίσκοπον Ρώμης ως δήθεν «αλάθητον εκφραστήν» της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να αντιτίθεται ακόμη και εις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου, νοσφιζόμενος ούτω με το δογματικώς κατοχυρωμένον και υπό της Β Βατικανῆς Συνόδου «αλάθητόν του» και το διεκδικούμενον πρωτείον εξουσίας εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας, αυθαιρέτως, αντιγραφικώς και αντικανονικώς την θέσιν του Ζωοποιού και Παναγίου Πνεύματος της αληθείας εν τω σώματι της Εκκλησίας ακυρώνων ούτω urbi et orbi το αποστολικοπαράδοτον συνοδικόν πολίτευμα της Εκκλησίας, αλλά και αυτήν ταύτην την παρουσίαν και δράσιν του Αγ. Πνεύματος εν Αυτή.
Ο πάνσεπτος Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/πόλεως-Νέας Ρώμης Παναγιώτατος κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ την 1ην Οκτωβρίου 1997, από του επισήμου βήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ομιλών περί της αιρέσεως του filoque εδήλωσε σχετικώς, προς το υπό κρίσιν θέμα της μικτής διεθνούς επιτροπής, τα ακόλουθα: «...Δύο λέξεις μόναι ανατρέπουν την όλην δομήν του κόσμου, δικαιολογούν το αλάθητον και την αυθεντίαν του ενός επί της γης. Η αίσθησις της ελευθερίας η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν, δεν επιτρέπει εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν να δεχθή την απόλυτον υποταγήν Αυτής εις την βούλησιν του ενός, και δι’ αυτό αρνείται την ορθότητα των δύο τούτων λέξεων, επί των οποίων αυτός ο εις προσπαθεί να στηρίξη την εξουσίαν αυτού» (Τόμος «ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΥΜΑΣ», Πατριαρχικαί Επισκέψεις εις την Συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000, εκδ. Ι. Μητρ. Θεσσαλονίκης 2000, σελ. 275).
Κατά την συνέλευσιν της διεθνούς μικτής Επιτροπής θα πρέπει ασφαλώς να τεθούν αι παθογένειαι του Ρ/Καθολικοσμού και ειδικώτερον το ανύπαρκτον «Πετρίνειο λειτούργημα» του Επισκόπου Ρώμης, αι κίβδηλαι και νόθαι αποδείξεις περί αυτού (Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, Ψευδοκλημέντια κ.ο.κ.), αι δήθεν μαρτυρίαι δια το έκκλητον των επισκόπων της Εκκλησίας προς την Ρωμαϊκήν καθέδραν και αι δήθεν μαρτυρίαι περί της ρωμαϊκής αυθεντίας εις ζητήματα πίστεως και ερμηνείας των Γραφών.
Λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι κατά το από 13/1/2005 μνημόνιον υπογεγραμμένον υπό του Υμετέρου Προκατόχου μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου και του συμπροέδρου εξ ορθοδόξων της μικτής διεθνούς Επιτροπής διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου, η Αγιωτάτη ημών Εκκλησία σαφώς δι’ Αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. αυτής της 12ης Ιανουαρίου 2005 διεκήρυξεν ότι:
« 1. ... Η Ουνία αποτελεί Εκκλησιαστικήν, Δογματικήν και Νομοκανονικήν εκτροπήν και βιαίαν απόσπασιν και απόσχισιν πιστών από την Μητέρα Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να καταδικασθή και να καταργηθή.
2. Ως πρός τήν θεματολογίαν του Διαλόγου, η Εκκλησία τής Ελλάδος φρονεί, ότι πρέπει οπωσδήποτε να συνεχισθή η συζήτησις επί του θέματος τής Ουνίας, όπερ ουδόλως έχει εξαντληθή, δεδομένου, ότι συνεχίζει να υπάρχη και να δρα εις βάρος της Ορθοδοξίας.
Η συζήτησις αυτή, προς διευκόλυνσιν της πορείας του Διαλόγου, δύναται να διεξαχθή εντός των πλαισίων της εκκλησιολογίας υπό το πρίσμα του πρωτείου», δέον όπως και το ειρημένον θέμα συζητηθή εξ αφορμής και της πρότριτα γενομένης εκλογής, χειροτονίας και εγκαταστάσεως εν Αθήναις του νέου Ουνίτου Επισκόπου Καρακοβίας κ. Δημητρίου Σαλάχα.
Κατακλείων τήν Υμετέραν αίτησιν, υποσημειούμαι ευπειθέστατος.
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
___________________________________________
Scrisoarea Mitropolitului Serafim de Pireu
către Arhiepiscopul Greciei despre „infailibilitatea” papei
Mitropolitul Serafim de Pireu a trimis o scrisoare către Arhiepiscopul Ieronim al Atenei şi a toată Grecia cu pretextul întrunirii Comisiei Mixte Internaţionale pentru Dialogul Teologic dintre ortodocşi şi romano-catolici, cu tema „Rolul episcopului Romei în comuniunea Bisericilor primului mileniu”, ce va avea loc în Cipru.
Mitropolitul de Pireu în scrisoarea sa către Arhiepiscopul Ieronim referindu-se la rolul episcopului Romei subliniază: „Este un adevăr istoric imbatabil că niciodată Biserica în primul mileniu nu a recunoscut episcopului Romei vreun primat de autoritate şi de jurisdicţie în plan universal. Autoritatea supremă în Biserica Universală a fost exercitată întotdeauna numai de către Sinoadele Ecumenice.
Kir Serafim subliniază încă: „Conform acestora Preasfânta noastră Biserică nu acceptă primatul papal aşa cum a fost înţeles şi interpretat de către Conciliul I Vatican, care a proclamat pe episcopul Romei drept «interpret infailibil» al conştiinţei Bisericii”.
Scrisoarea Mitropolitului Serafim de Pireu:
Preafericite Părinte şi Stăpâne,
Sunteţi cunoscut pe plan panortodox pentru profundul Vostru ataşament faţă de suprema şi de către Apostoli predanisită nouă instituţie a sinodalităţii în conducerea Preasfintei noastre Biserici Ortodoxe Universale Nedespărţite, instituţie pe care aţi şi apărat-o în timpul mult-dăruitei Voastre slujiri arhiereşti cu bun curaj şi întru multă cunoştinţă.
Stându-ne înainte atât apropiata întrunire ordinară a Sfântului Corp al Respectabilei Ierarhii a Preasfintei noastre Biserici la începutul lunii octombrie, cât şi întrunirea din Cipru a Comisiei Mixte Internaţionale pentru Dialogul Teologic dintre ortodocşi şi romano-catolici cu tema „Rolul episcopului Romei în comuniunea Bisericilor din primul mileniu”, cuget smerit că este necesar ca tema să se dezbată teologic de către Respectabila Ierarhie a Preasfintei noastre Biserici şi să se formuleze o poziţie şi o exprimare clară din partea acestui Sfânt Corp, aşa încât Înaltpreasfinţitul nostru reprezentant, Mitropolitul Hrisostomos de Messinia, care se distinge prin pregătirea sa teologică, larga erudiţie şi dreapta judecată, să fie întărit pentru redactarea finală a textului comun al întrunirii internaţionale în discuţie.
Este un adevăr istoric imbatabil că niciodată Biserica în primul mileniu nu a recunoscut episcopului Romei vreun primat de autoritate şi de jurisdicţie pe plan universal. Autoritatea supremă în Biserica din întreaga lume a fost exercitată întotdeauna doar de către Sinoadele Ecumenice.
Conform acestora Preasfânta noastră Biserică nu acceptă primatul papal după cum a fost înţeles şi interpretat de către Conciliul I Vatican, care a proclamat pe episcopul Romei drept – chipurile - «interpret infailibil» al conştiinţei Bisericii cu posibilitatea de a se opune chiar şi hotărârilor unui Sinod Ecumenic, sfeterisindu-se tot aşa cu „infailibilitatea sa” consfinţită dogmatic şi de către Conciliul II Vatican şi cu primatul jurisdicţional revendicat peste întreaga Biserică, în mod arbitrar, antiscripturistic şi anticanonic ia locul de-viaţă-Făcătorului şi Preasfântului Duh al Adevărului în trupul Bisericii, anulând astfel urbi et orbi instituţia sinodală predată de Sfinţii Apostoli ai Bisericii, dar şi însăşi prezenţa şi lucrarea Sfântului Duh în Ea.
Prearespectabilul patriarh ecumenic de Constantinopol – Noua Romă, Sanctitatea Sa Kiriou Kir Bartolomeu pe 1 octombrie 1997, din catedra oficială a Universităţii Aristotelice din Tesalonic, vorbind despre erezia Filioque a declarat referitor la tema în dezbatere a Comisiei Mixte Internaţionale următoarele: „... Doar două cuvinte răstoarnă întregul edificiu al lumii, justificând infailibilitatea şi autoritatea unui singur om pe pământ. Sentimentul libertăţii cu care Hristos ne-a eliberat, nu permite Bisericii Ortodoxe Răsăritene să accepte totala Ei supunere faţă de voinţa unui singur om, de aceea neagă justeţea acestor două cuvinte, deasupra cărora acest singur om încearcă să-şi întemeieze autoritatea” (Vol. «ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΥΜΑΣ», Vizitele Patriarhale în Co-capitală, 1997-1999-2000, Ed. Sfintei Mitropolii de Tesalonic 2000, p. 275).
În cadrul întrunirii Comisiei Mixte Internaţionale va trebui cu siguranţă să se expună patogeniile romano-catolicismului şi în special inexistentul „oficiu petrin” al episcopului Romei, dovezile false şi nelegitime asupra lui (donaţiile pseudo-constantiniene, dispoziţiile pseudo-isidoriene, pseudo-clementinele ş.a.), aşa-zisele mărturii despre dreptul la apel (ekkliton) a episcopilor Bisericii către Scaunul roman şi aşa-zisele mărturii despre autoritatea romană în chestiunile credinţei şi interpretării Scripturilor.
Având în vedere că potrivit memoriului din 13 ianuarie 2005, semnat de către fericitul întru adormire predecesor al Vostru, Arhiepiscopul Atenei şi a toată Grecia Kir Hristodulos, şi de co-preşedintele din partea ortodocşilor al Comisiei Mixte Internaţionale de Dialog, Înalt Preasfinţitul Mitropolit Ioan de Pergam, Preasfânta noastră Biserică a proclamat clar prin Hotărârea Permanenţei Sfântului Ei Sinod din 12 ianuarie 2005 că:
„1. ...Uniaţia (greco-catolicismul) constituie o abatere ecleziastică, dogmatică şi nomocanonică, o violentă răpire şi despărţire a credincioşilor de Biserica-Mamă Ortodoxă, iar de aici reiese că numaidecât ea trebuie osândită şi desfiinţată.
2. În ceea ce priveşte tema dialogului, Biserica Greciei cugetă că trebuie în mod obligatoriu să se continue dezbaterea asupra temei uniaţiei, care nicidecum nu a fost epuizată, dat fiind că ea continuă încă să existe şi să acţioneze în dauna Ortodoxiei. Această dezbatere, spre uşurarea demersului dialogului, poate să fie continuată în cadrul eclesiologiei sub prisma primatului”, şi este necesar ca tema amintită să fie dezbătută pornindu-se şi de la alegerea, hirotonia şi instalarea doar cu trei zile înainte în Atena a noului episcop greco-catolic de Karakovia, domnul Dimitrios Salahas.
Încheind cererea (mea) către Preafericirea Voastră, semnez plin de bună încredinţare.
+ SERAFIM de Pireu
(traducere din limba greacă de ierom. Fotie, sursa: romfea.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου