ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Θεσσαλονίκη, 5-10-2009
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
-----------
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996957
Οικ. 2310-342938
Προς
την Ιερά Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14
115 21 Αθήνα
Κοινοποίηση: Σε όλους τους Ιεράρχες
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,
Με την από 10-9-2009 επιστολή μου αναφέρθηκα σε Σας, σύμφωνα με την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας μας, για να εκθέσω ως έσχατο μέλος της την άποψή μου για τον επικείμενο Διμερή Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους.
Με έκπληξη όμως διαπίστωσα..........
ότι ορισμένα εκκλησιαστικά πρόσωπα, που δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και ηγούνται της Επιτροπής του παραπάνω Θεολογικού Διαλόγου, δυσανασχέτησαν ιδιαίτερα και ένα από αυτά προχώρησε αναιτίως σε διαστροφή της αλήθειας που εξέφρασα. Συγκεκριμένα, το εύλογο και αυτονόητο αίτημά μου, να αποφανθεί Συνοδικώς η Ελλαδική Εκκλησία για το θέμα που θα συζητηθεί στην Κύπρο, παρουσιάστηκε διεστραμμένα. Ισχυρίστηκε πως δήθεν «κραυγάζω ότι η Ορθοδοξία κινδυνεύει, διότι οι διαποιμαίνοντες αυτήν Προκαθήμενοι δεν συμμερίζονται την γνώμη μου». Είναι ασφαλώς κατατεθειμένα γραπτώς ενώπιόν Σας όσα υπεστήριξα τότε, καθώς και όσα υποστηρίζει ο δυσφορών. Θα μπορούσα βεβαίως να εκθέσω τις απόψεις μου σε εφημερίδες, σε περιοδικά και στα Μ.Μ.Ε. Αλλά για καθαρά εκκλησιολογικούς λόγους θέλησα να απευθυνθώ προς Σας, όπως ορίζει η εκκλησιαστική τάξη.
Έχοντας απόλυτη υιική εμπιστοσύνη στο Πνεύμα διακρίσεως από το οποίο εμφορείσθε, αφήνω στην αγάπη Σας να διακρίνετε ποιά είναι τελικά η Αλήθεια. Για να αποφευχθούν όμως ενδεχόμενες παρερμηνείες, οφείλω για μια ακόμη φορά να δώσω ταπεινά τις παρακάτω εύλογες διευκρινίσεις, εστιάζοντας στην ουσία του θέματος:
1ον. Αιτία της αποστολής της επιστολής μου με ημερομηνία 10-9-2009.
Στην παραπάνω επιστολή μου εξηγούσα γιατί Σας την έστειλα. Επικοινωνώντας δηλαδή με κάποιους Αρχιερείς προκειμένου να ενημερωθώ «αν η Εκκλησία της Ελλάδος συζήτησε εν Συνόδω και έλαβε θέση έναντι του επικειμένου Διμερούς Θεολογικού Διαλόγου για το παπικό πρωτείο, μου απάντησαν ότι αγνοούσαν το όλο ζήτημα. Έτσι, έκρινα σκόπιμο να Σας γράψω», μια και οι ίδιοι με προέτρεψαν να απευθυνθώ προς Σας, αλλά και εγώ προσωπικά το αισθάνηκα ως χρέος μου.
Είναι αλήθεια ότι μου προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια το γεγονός, ότι οι Ιεράρχες μας δεν γνώριζαν τα τεκταινόμενα. Διερωτήθηκα, λοιπόν, γιατί κρατούν τους Αρχιερείς κάποιοι σε άγνοια και γιατί δεν ζητούν την Συνοδική ενημέρωση και απόφανσή τους για τόσο σοβαρά θέματα της σύνολης Εκκλησίας.
2ον. Το αίτημά μου.
Όπως διαπιστώσατε, το αίτημά μου, που κατατέθηκε σε Σας, ήταν πολύ συγκεκριμένο. Με άλλα λόγια, εν όψει της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, ουσιαστικά, υπενθύμισα ότι η Κανονική τάξη της Εκκλησίας επιβάλλει: α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα στους σεπτούς Ιεράρχες μας. β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση. Και τέλος γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος.
Αυτό ήταν το μοναδικό αίτημά μου αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Εκκλησιολογία και την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας μας. Διαπίστωσα όμως με έκπληξη ότι οι γνωστοί «κύκλοι», που ηγούνται του Θεολογικού Διαλόγου και δεν ανήκουν στην Ελλαδική Εκκλησία, αντί να χαρούν και να επαινέσουν έναν απλό πιστό που σέβεται την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας και ζητά να εφαρμοστεί αυτή με την Συνοδική τοποθέτηση της Ελλαδικής Εκκλησίας, αναλώθηκαν σε έναν αγώνα αποτροπής της πραγματοποιήσεως αυτού του αιτήματος. Παρενέβησαν στα εσωτερικά της Ελλαδικής Εκκλησίας χρησιμοποιώντας ψευδείς ισχυρισμούς με συκοφαντική διάθεση εναντίον μου, υποστηρίζοντας ότι δήθεν αδιαφορώ και -κατά συνέπεια- δεν εμπιστεύομαι τις συνοδικές ενέργειες (υπογραφές) των Προκαθημένων των Εκκλησιών, η πως δήθεν κραυγάζω ότι κινδυνεύει η Ορθοδοξία, διότι οι διαποιμαίνοντες αυτήν Προκαθήμενοι δεν συμμερίζονται την γνώμη μου. Και όλα αυτά τα λέγουν, ατυχώς, τη στιγμή που ζητώ να αποφανθούν Συνοδικώς οι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Εύλογα λοιπόν διερωτώμαι για τη στάση τους: Όσοι με κατηγορούν έχουν στηρίξει τη μεθόδευση του Θεολογικού Διαλόγου μόνο σε επίπεδο Προκαθημένων; Γι’ αυτό δείχνουν τέτοια αντίδραση στο αίτημα και μόνον ενός απλού πιστού, που ζητά να εκφραστεί η Εκκλησία συνοδικώς; Αυτοί που μιλούν περί Εκκλησιολογίας και θέτουν ως θέμα του Θεολογικού Διαλόγου την Εκκλησιολογία, μέμφονται τον πιστό που ενεργεί εκκλησιολογικώς και που ζητά την εφαρμογή στην πράξη αυτής της Εκκλησιολογίας από την Εκκλησία του, επειδή θέλει να λάβουν γνώση οι Αρχιερείς και να αποφανθούν στη συνέχεια Συνοδικώς; Πως εξηγείται ο τόσος φόβος για την πλήρη εφαρμογή και λειτουργία του Συνοδικού Θεσμού της Εκκλησίας; Μήπως επιθυμούν αντ’ αυτού κάποιο σύστημα «Προκαθημένων»;
Μέχρι σήμερα έγιναν δέκα Συνελεύσεις της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής (Μ.Δ.Ε.) για το Θεολογικό Διάλογο (στην Πάτμο-Ρόδο, στο Μόναχο, στα Χανιά, στο Βαri, στο Νέο Βάλαμο, στο Freissing, στο Balamand, στη Βαλτιμόρη, στο Βελιγράδι και στη Ραβέννα). Πότε τα θέματα αυτών των Συνελεύσεων της Μ.Δ.Ε. τέθηκαν υπόψη του σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να πάρουν θέση σ’ αυτά Συνοδικώς; Πότε ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας συμμετείχε στις Συνελεύσεις της Μ.Δ.Ε. έχοντας στο νου και στα χέρια του την Συνοδική απόφαση της Εκκλησίας του, την οποία υποστήριζε και κατέθετε; Αλλά, αν για καμιά από τις Συνελεύσεις αυτές δεν υπήρχε Συνοδική απόφαση, ποιά απόφαση εκπροσώπησε και κατέθεσε ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας; Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα και οι Αρχιερείς μας βρίσκονται σε άγνοια για όσα έγιναν, πως διακηρύσσεται ότι ο Διάλογος διενεργείται όχι με τις ενέργειες ορισμένων προσώπων η Εκκλησιών, αλλά με αποφάσεις όλων ανεξαιρέτως των αυτοκεφάλων και αυτονόμων Εκκλησιών;
Μακαριώτατε Άγιε Προκαθήμενε της Εκκλησίας μας,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Ως ταπεινό μέλος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε μέμφομαι κανένα, ούτε πολύ περισσότερο θέλω να επιβάλω την όποια προσωπική μου γνώμη. Το μόνο, για το οποίο ενδιαφέρομαι, είναι η Συνοδική απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας για τη Συνέλευση της Μ.Δ.Ε. στην Κύπρο. Για μένα αυτό είναι το ουσιαστικά ζητούμενο. Οι γνώμες των προσώπων που ηγούνται του Διαλόγου, αλλά και Προκαθημένων Εκκλησιών, μου είναι σεβαστές ως προσωπικές μόνον απόψεις τους και όχι ως γνώμες που εκφράζουν οπωσδήποτε το σύνολο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και θα περιμένω ταπεινά να εκφραστεί η Εκκλησίας μας εν Πνεύματι Αγίω Συνοδικά και ελεύθερα, σχετικώς με τη Συνέλευση της Κύπρου, και όχι κάτω από εκβιαστικές καταστάσεις που δημιουργούν ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι δεν ανήκουν στην τοπική Εκκλησία μας. Οι παράγοντες αυτοί, ενώ δείχνουν από τη μια ότι ενοχλούνται, όταν επικαλούμαστε την λήψη Συνοδικής αποφάσεως, από την άλλη, έμμεσα πλην σαφώς, μας δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να επιβάλουν την κατευθυντήρια γραμμή τους.
Επιτρέψτε μου να κλείσω την επιστολή μου με την αυτονόητη εκκλησιολογική αλήθεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτή που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ως η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Η Ελλαδική Εκκλησία είναι αυτοκέφαλη και θα πρέπει ελεύθερα και ανεπηρέαστα να εκφραστεί Συνοδικώς.
Με βαθύτατο σεβασμό
ασπάζομαι την δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Υ.Γ. Είμαι στη διάθεση της σεπτής Ιεραρχίας για κάθε διευκρίνιση.
_________________________________________
την Ιερά Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14
115 21 Αθήνα
Κοινοποίηση: Σε όλους τους Ιεράρχες
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,
Με την από 10-9-2009 επιστολή μου αναφέρθηκα σε Σας, σύμφωνα με την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας μας, για να εκθέσω ως έσχατο μέλος της την άποψή μου για τον επικείμενο Διμερή Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους.
Με έκπληξη όμως διαπίστωσα..........
ότι ορισμένα εκκλησιαστικά πρόσωπα, που δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και ηγούνται της Επιτροπής του παραπάνω Θεολογικού Διαλόγου, δυσανασχέτησαν ιδιαίτερα και ένα από αυτά προχώρησε αναιτίως σε διαστροφή της αλήθειας που εξέφρασα. Συγκεκριμένα, το εύλογο και αυτονόητο αίτημά μου, να αποφανθεί Συνοδικώς η Ελλαδική Εκκλησία για το θέμα που θα συζητηθεί στην Κύπρο, παρουσιάστηκε διεστραμμένα. Ισχυρίστηκε πως δήθεν «κραυγάζω ότι η Ορθοδοξία κινδυνεύει, διότι οι διαποιμαίνοντες αυτήν Προκαθήμενοι δεν συμμερίζονται την γνώμη μου». Είναι ασφαλώς κατατεθειμένα γραπτώς ενώπιόν Σας όσα υπεστήριξα τότε, καθώς και όσα υποστηρίζει ο δυσφορών. Θα μπορούσα βεβαίως να εκθέσω τις απόψεις μου σε εφημερίδες, σε περιοδικά και στα Μ.Μ.Ε. Αλλά για καθαρά εκκλησιολογικούς λόγους θέλησα να απευθυνθώ προς Σας, όπως ορίζει η εκκλησιαστική τάξη.
Έχοντας απόλυτη υιική εμπιστοσύνη στο Πνεύμα διακρίσεως από το οποίο εμφορείσθε, αφήνω στην αγάπη Σας να διακρίνετε ποιά είναι τελικά η Αλήθεια. Για να αποφευχθούν όμως ενδεχόμενες παρερμηνείες, οφείλω για μια ακόμη φορά να δώσω ταπεινά τις παρακάτω εύλογες διευκρινίσεις, εστιάζοντας στην ουσία του θέματος:
1ον. Αιτία της αποστολής της επιστολής μου με ημερομηνία 10-9-2009.
Στην παραπάνω επιστολή μου εξηγούσα γιατί Σας την έστειλα. Επικοινωνώντας δηλαδή με κάποιους Αρχιερείς προκειμένου να ενημερωθώ «αν η Εκκλησία της Ελλάδος συζήτησε εν Συνόδω και έλαβε θέση έναντι του επικειμένου Διμερούς Θεολογικού Διαλόγου για το παπικό πρωτείο, μου απάντησαν ότι αγνοούσαν το όλο ζήτημα. Έτσι, έκρινα σκόπιμο να Σας γράψω», μια και οι ίδιοι με προέτρεψαν να απευθυνθώ προς Σας, αλλά και εγώ προσωπικά το αισθάνηκα ως χρέος μου.
Είναι αλήθεια ότι μου προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια το γεγονός, ότι οι Ιεράρχες μας δεν γνώριζαν τα τεκταινόμενα. Διερωτήθηκα, λοιπόν, γιατί κρατούν τους Αρχιερείς κάποιοι σε άγνοια και γιατί δεν ζητούν την Συνοδική ενημέρωση και απόφανσή τους για τόσο σοβαρά θέματα της σύνολης Εκκλησίας.
2ον. Το αίτημά μου.
Όπως διαπιστώσατε, το αίτημά μου, που κατατέθηκε σε Σας, ήταν πολύ συγκεκριμένο. Με άλλα λόγια, εν όψει της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, ουσιαστικά, υπενθύμισα ότι η Κανονική τάξη της Εκκλησίας επιβάλλει: α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα στους σεπτούς Ιεράρχες μας. β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση. Και τέλος γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος.
Αυτό ήταν το μοναδικό αίτημά μου αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Εκκλησιολογία και την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας μας. Διαπίστωσα όμως με έκπληξη ότι οι γνωστοί «κύκλοι», που ηγούνται του Θεολογικού Διαλόγου και δεν ανήκουν στην Ελλαδική Εκκλησία, αντί να χαρούν και να επαινέσουν έναν απλό πιστό που σέβεται την Κανονική Τάξη της Εκκλησίας και ζητά να εφαρμοστεί αυτή με την Συνοδική τοποθέτηση της Ελλαδικής Εκκλησίας, αναλώθηκαν σε έναν αγώνα αποτροπής της πραγματοποιήσεως αυτού του αιτήματος. Παρενέβησαν στα εσωτερικά της Ελλαδικής Εκκλησίας χρησιμοποιώντας ψευδείς ισχυρισμούς με συκοφαντική διάθεση εναντίον μου, υποστηρίζοντας ότι δήθεν αδιαφορώ και -κατά συνέπεια- δεν εμπιστεύομαι τις συνοδικές ενέργειες (υπογραφές) των Προκαθημένων των Εκκλησιών, η πως δήθεν κραυγάζω ότι κινδυνεύει η Ορθοδοξία, διότι οι διαποιμαίνοντες αυτήν Προκαθήμενοι δεν συμμερίζονται την γνώμη μου. Και όλα αυτά τα λέγουν, ατυχώς, τη στιγμή που ζητώ να αποφανθούν Συνοδικώς οι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Εύλογα λοιπόν διερωτώμαι για τη στάση τους: Όσοι με κατηγορούν έχουν στηρίξει τη μεθόδευση του Θεολογικού Διαλόγου μόνο σε επίπεδο Προκαθημένων; Γι’ αυτό δείχνουν τέτοια αντίδραση στο αίτημα και μόνον ενός απλού πιστού, που ζητά να εκφραστεί η Εκκλησία συνοδικώς; Αυτοί που μιλούν περί Εκκλησιολογίας και θέτουν ως θέμα του Θεολογικού Διαλόγου την Εκκλησιολογία, μέμφονται τον πιστό που ενεργεί εκκλησιολογικώς και που ζητά την εφαρμογή στην πράξη αυτής της Εκκλησιολογίας από την Εκκλησία του, επειδή θέλει να λάβουν γνώση οι Αρχιερείς και να αποφανθούν στη συνέχεια Συνοδικώς; Πως εξηγείται ο τόσος φόβος για την πλήρη εφαρμογή και λειτουργία του Συνοδικού Θεσμού της Εκκλησίας; Μήπως επιθυμούν αντ’ αυτού κάποιο σύστημα «Προκαθημένων»;
Μέχρι σήμερα έγιναν δέκα Συνελεύσεις της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής (Μ.Δ.Ε.) για το Θεολογικό Διάλογο (στην Πάτμο-Ρόδο, στο Μόναχο, στα Χανιά, στο Βαri, στο Νέο Βάλαμο, στο Freissing, στο Balamand, στη Βαλτιμόρη, στο Βελιγράδι και στη Ραβέννα). Πότε τα θέματα αυτών των Συνελεύσεων της Μ.Δ.Ε. τέθηκαν υπόψη του σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να πάρουν θέση σ’ αυτά Συνοδικώς; Πότε ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας συμμετείχε στις Συνελεύσεις της Μ.Δ.Ε. έχοντας στο νου και στα χέρια του την Συνοδική απόφαση της Εκκλησίας του, την οποία υποστήριζε και κατέθετε; Αλλά, αν για καμιά από τις Συνελεύσεις αυτές δεν υπήρχε Συνοδική απόφαση, ποιά απόφαση εκπροσώπησε και κατέθεσε ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας; Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα και οι Αρχιερείς μας βρίσκονται σε άγνοια για όσα έγιναν, πως διακηρύσσεται ότι ο Διάλογος διενεργείται όχι με τις ενέργειες ορισμένων προσώπων η Εκκλησιών, αλλά με αποφάσεις όλων ανεξαιρέτως των αυτοκεφάλων και αυτονόμων Εκκλησιών;
Μακαριώτατε Άγιε Προκαθήμενε της Εκκλησίας μας,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Ως ταπεινό μέλος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε μέμφομαι κανένα, ούτε πολύ περισσότερο θέλω να επιβάλω την όποια προσωπική μου γνώμη. Το μόνο, για το οποίο ενδιαφέρομαι, είναι η Συνοδική απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας για τη Συνέλευση της Μ.Δ.Ε. στην Κύπρο. Για μένα αυτό είναι το ουσιαστικά ζητούμενο. Οι γνώμες των προσώπων που ηγούνται του Διαλόγου, αλλά και Προκαθημένων Εκκλησιών, μου είναι σεβαστές ως προσωπικές μόνον απόψεις τους και όχι ως γνώμες που εκφράζουν οπωσδήποτε το σύνολο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και θα περιμένω ταπεινά να εκφραστεί η Εκκλησίας μας εν Πνεύματι Αγίω Συνοδικά και ελεύθερα, σχετικώς με τη Συνέλευση της Κύπρου, και όχι κάτω από εκβιαστικές καταστάσεις που δημιουργούν ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι δεν ανήκουν στην τοπική Εκκλησία μας. Οι παράγοντες αυτοί, ενώ δείχνουν από τη μια ότι ενοχλούνται, όταν επικαλούμαστε την λήψη Συνοδικής αποφάσεως, από την άλλη, έμμεσα πλην σαφώς, μας δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να επιβάλουν την κατευθυντήρια γραμμή τους.
Επιτρέψτε μου να κλείσω την επιστολή μου με την αυτονόητη εκκλησιολογική αλήθεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτή που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ως η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Η Ελλαδική Εκκλησία είναι αυτοκέφαλη και θα πρέπει ελεύθερα και ανεπηρέαστα να εκφραστεί Συνοδικώς.
Με βαθύτατο σεβασμό
ασπάζομαι την δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Υ.Γ. Είμαι στη διάθεση της σεπτής Ιεραρχίας για κάθε διευκρίνιση.
_________________________________________
A DOUA SCRISOARE A PROFESORULUI TSELENGHIDIS CĂTRE SFÂNTUL SINOD
(UN RĂSPUNS INDIRECT LA SCRISOAREA MITROPOLITULUI DE PERGAM[1] )
(UN RĂSPUNS INDIRECT LA SCRISOAREA MITROPOLITULUI DE PERGAM[1] )
UNIVERSITATEA ARISTOTELICĂ
DIN TESALONIC
FACULTATEA DE TEOLOGIE
SECTORUL: TEOLOGIE
TESALONIC, 05.10.2009
CATEDRA DE TEOLOGIE
DOGMATICĂ
PROFESOR:
DIMITRIOS TSELENGHIDIS
54124 TESALONIC
TELEFON BIROU: 2310-996957
TELEFON DOMICILIU: 2310-342938
Către Sfântul Sinod al Bisericii Greciei
Ι. Γενναδίου 14
115 21 Αθήνα
Notificare: Către toţi ierarhii Bisericii Greciei
Preafericite Sfinte Preşedinte,
Înalt Preasfinţiţilor Arhierei,
Prin scrisoarea din 10.09.2009, m-am adresat Dumneavoastră, conform rânduielii canonice a Bisericii noastre, pentru a Vă expune ca ultim membru al ei punctul meu de vedere asupra Dialogului Teologic Bilateral în discuţie, ce va avea loc între ortodocşi şi romano-catolici în Cipru, în octombrie anul curent.
Cu uimire însă m-am încredinţat că anumite persoane ecleziastice, care nu aparţin Bisericii Greciei şi conduc Comisia Dialogului Teologic mai sus numit, s-au resimţit în mod deosebit şi una dintre ele a trecut în mod inutil la distorsionarea adevărului pe care l-am exprimat. Mai precis, cererea mea rezonabilă şi evidentă de a hotărî sinodal Biserica Greciei asupra temei care se va dezbate în Cipru, a fost prezentată distorsionat. S-a susţinut cum că eu –chipurile - „strig că Ortodoxia este în pericol, deoarece Întâistătătorii care o păstoresc nu împărtăşesc părerea mea”. Cu siguranţă cele pe care le-am susţinut atunci sunt expuse în scris înaintea Voastră, precum şi toate câte susţine reclamantul. Aş fi putut desigur să-mi expun opiniile în ziare, în periodice şi în mijloacele de comunicare în masă. Dar evident din motive ecleziologice am dorit să mă adresez Dumneavoastră, după cum prevede rânduiala ecleziastică.
Având desăvârşită încredere fiască în Duhul discernământului care vă însufleţeşte, las iubirii Voastre să distingeţi care este în ultimă instanţă adevărul. Însă pentru a evita unele posibile răstălmăciri, sunt dator pentru încă o dată să ofer smerit explicaţiile plauzibile de mai jos concentrându-mă pe esenţa temei:
1. Cauza trimiterii scrisorii mele din 10.09.2009.
În scrisoarea amintită mai sus explicam de ce v-am trimis-o. Adică: luând legătura cu unii arhierei pentru a afla „dacă Biserica Greciei a dezbătut sinodal şi a luat o poziţie vizavi de Dialogul Teologic Bilateral în discuţie referitor la primatul papal, mi-au răspuns că nu cunoşteau întreaga problematică. Astfel, am considerat util să vă scriu”, pe de-o parte, şi ei înşişi mi-au propus să mă adresez Dumneavoastră, dar şi eu personal am simţit-o ca pe o datorie ce-mi revine.
Este adevărat că mi-a provocat o profundă neplăcere acest fapt, că ierarhii noştri nu cunoşteau cele ce se întâmplă. Aşadar m-am întrebat de ce unii îi ţin pe arhierei în ignoranţă şi de ce nu revendică informarea sinodului şi hotărârea lui în teme atât de serioase ale Bisericii întregi.
2. Cererea mea.
După cum V-aţi încredinţat, cererea mea, care a fost depusă înaintea Dumneavoastră, era foarte precisă. Cu alte cuvinte, în legătură cu Comisia Mixtă Internaţională asupra Dialogului Teologic dintre ortodocşi şi romano-catolici în Cipru, în mod esenţial, am amintit că rânduiala canonică a Bisericii impune:
a) tema să fie adusă la cunoştinţă respectabililor noştri ierarhi.
b) tema să fie supusă dezbaterii Sfântului Sinod al Ierarhiei Bisericii Greciei, pentru a fi discutată; în baza planului (proiect) existent al Comisiei, Ierarhia să ia o poziţie şi să emită propunerea sa sinodală.
Şi, în final
c) reprezentantul Bisericii Greciei să ducă în Cipru poziţia ei sinodală, iar el însuşi să se mişte în cadrele hotărârilor acesteia.
Aceasta a fost unica mea cerere mai elaborată, conform cu ecleziologia şi rânduiala canonică a Bisericii noastre. M-am încredinţat însă cu uimire că „cercurile” cunoscute, care conduc Dialogul Teologic, dar nu aparţin Bisericii Greciei, în loc să se bucure şi să laude un simplu credincios care respectă rânduiala canonică a Bisericii şi cere ca aceasta să fie pusă în aplicare printr-o poziţie sinodală a Bisericii Greciei, s-au dedat la o luptă de descurajare a împlinirii acestei cereri. Au intervenit în treburile interne ale Bisericii Greciei folosind argumente mincinoase cu o dispoziţie calomniatoare la adresa mea, susţinând că – chipurile, sunt indiferent şi – în consecinţă – nu mă supun actelor sinodale (semnate) ale Întâistătătorilor Bisericilor, sau că – chipurile - strig că Ortodoxia este în pericol, deoarece Întâistătătorii ce o păstoresc nu împărtăşesc opinia mea. Din nefericire, toate acestea ei le spun în clipa în care eu cer ca ierarhii Bisericii noastre să hotărască în mod sinodal.
Aşadar, în mod rezonabil mă întreb referitor la poziţia lor: toţi aceia care mă judecă au limitat metodologia Dialogului Teologic doar la nivelul Întâistătătorilor? De aceea arată o astfel de reacţie doar la cererea unui simplu credincios, care cere ca Biserica să se exprime sinodal? Aceia care vorbesc despre ecleziologie şi pun ca temă a dialogului teologic ecleziologia, învinovăţesc credinciosul care acţionează ecleziologic şi care cere punerea în practică a acestei ecleziologii de către Biserica sa, deoarece doreşte ca arhiereii să fie informaţi şi să hotărască în consecinţă în mod sinodal? Cum se explică atâta frică pentru deplina punere în aplicare şi funcţionare a instituţiei sinodale a Bisericii? Doresc cumva în locul acestuia (a Sinodului) vreun oarecare „sistem al Întâistătătorilor”?
Până în prezent au avut loc zece întruniri ale Comisiei Mixte Internaţionale pentru Dialog Teologic (în Patmos-Rodos, în Monaho, în Hania, la Bari, la Noul Valaam, la Freissing, la Balamand, la Baltimore, la Belgrad şi la Ravenna). Când temele acestor întruniri ale Comisiei Mixte Internaţionale au fost puse în atenţia Corpului Ierarhiei Bisericii Greciei, pentru a lua o poziţie faţă de ele în mod sinodal? Când reprezentantul Bisericii Greciei a participat la întrunirile Comisiei Mixte Internaţionale având în minte şi în mâinile sale hotărârea sinodală a Bisericii sale, pe care a reprezentat-o şi a expus-o? Dar, dacă pentru vreuna din aceste întruniri nu a existat o hotărâre sinodală, care hotărâre a reprezentat-o şi a expus-o reprezentantul Bisericii Greciei? Dacă însă astfel stau lucrurile şi arhiereii noştri se află în necunoştinţă de toate câte s-au întâmplat, cum se mai susţine că dialogul se desfăşoară nu prin acţiunile anumitor persoane sau Biserici, ci prin hotărârile - fără excepţie - ale tuturor Bisericilor Autocefale şi Autonome?
Preafericite Sfinte Întâistătător al Bisericii noastre,
Înalt Preasfinţiţilor Arhierei,
Ca un smerit membru al Bisericii Greciei, nici nu învinovăţesc pe nimeni, nici mult mai mult nu vreau să-mi impun opinia mea personală. Singurul lucru, asupra căruia arăt interes, este hotărârea sinodală a Ierarhiei Bisericii noastre asupra întrunirii Comisiei Mixte Internaţionale în Cipru. Pentru mine aceasta este în mod esenţial ceea ce cer. Părerile persoanelor care conduc Dialogul, dar şi ale Întâistătătorilor Bisericilor, îmi sunt respectabile doar ca păreri personale şi nu ca păreri care sunt împărtăşite de întregul Bisericii. De aceea, voi şi aştepta smerit ca Biserica noastră să se exprime în Duhul Sfânt, sinodal şi liber, referitor la întrunirea din Cipru, şi nu sub stări de presiune pe care le creează anumiţi factori, care nu aparţin Bisericii noastre Locale. Aceşti factori, în timp ce pe de-o parte arată că sunt deranjaţi, când reclamăm luarea unei hotărâri sinodale, pe de altă parte, indirect, dar evident, ne dau impresia că vor să impună linia lor directoare.
Permiteţi-mi să închid scrisoarea mea cu adevărul ecleziologic subînţeles. Biserica Ortodoxă este aceea pe care o mărturisim în Simbolul Credinţei drept „Una, Sfântă, Sobornicească şi Apostolească Biserică”. Biserica Greciei este autocefală şi va trebui în mod liber şi neinfluenţată să se exprime sinodal.
Cu profund respect,
sărut dreapta Dumneavoastră,
Dimitrios Tselenghidis,
Profesor al Facultăţii de Teologie
din cadrul Universităţii Aristotelice
P.S.: Sunt la dispoziţia respectabilei Ierarhii pentru orice explicaţie.
[1]Mitropolitul Ioan Zizioulas de Pergam nu aparţine Bisericii Greciei, ci Tronului Ecumenic de la Constantinopol, deci scrisoarea nu i se adresează. În ea însă profesorul de dogmatică face trimitere la distorsionarea adevărului şi calomniile sus-numitului mitropolit (n.tr.).
(traducere din greacă: ierom. Fotie; sursa: http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/)
8 σχόλια:
Συγχαρητήρια στον σεβαστό Καθηγητή της Θεολογίας κ.Δημήτριο Τσελεγγίδη!
Ένας πιστός
Ο κ.Τσελεγγίδης αποτελεί κεφάλαιο για τη σύγχρονη δογματική θεολογία.Ο Θεός να τον έχει καλά,ώστε να συνεχίζει να δογματίζει για πολύ καιρό προς δόξαν Του...
Πέρα από το περιεχόμενο της επιστολής, το οποίο είναι το δέον για την περίπτωση, ας παραδειγματιστούμε όλοι από το ύφος της.
Ενας θαυμάσιος άνθρωπος, ένας υπέροχος χριστιανός και ένας θεολόγος με σπάνια κατάρτιση που δίνει την ορθόδοξη μαρτυρία με ταπείνωση και ήθος.
Να κάνω ένα ερώτημα;
Γιατί ο καλός κ.Τσελεγγίδης δεν έχει υπογράψει την ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ;
Να κάνω μια υπόθεση για το ερώτημα του Αν.7:35 μμ
Για τον ίδιο λόγο με τον Καθηγητή Κορναράκη ο κ.Τσελεγγίδης δεν έχει υπογράψει την ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ.
Ας μην κάνουμε υποθέσεις χωρίς να γνωρίζουμε τους λόγους μίας στάσης.
Ούτε εμείς -ως ιστολόγιο- γνωρίζουμε τους λόγους που ο καθηγητής Τσελεγγίδης δεν υπέγραψε την Ομολογία. Επισημαίνουμε ωστόσο ότι οι μετέχοντες στον αντι-οικουμενιστικό αγώνα έχουν πολλές φορές και κάποιες διαφορετικές προσεγγίσεις σε κάποια θέματα. Αυτό είναι σεβαστό. Ωστόσο ο ίδιος ο καθηγητής Τσελεγγίδης δεν έχει αναφερθεί μέχρι στιγμής ποτέ στην Ομολογία Πίστεως και μάλλον είναι λίγο αυθαίρετο να θεωρούμε ότι δεν υπέγραψε επειδή ζητά πιο αυστηρή στάση (όπως ο καθηγητής Κορναράκης).
@thriskeftika
Ο καθηγητής Τσελεγγίδης ανήκει στους μετέχοντες στον αντι-οικουμενιστικό αγώνα.
Η αξία του οπωροφόρου δέντρου φαίνεται από τους καρπούς και όχι από το φύλλωμα.
Συμφωνώ με το σχόλιο σας και απλώς επισημαίνω ότι ο καθηγητής Τσελεγγίδης έχει προσφέρει περισσότερα από αρκετούς υπογράφοντες την Ομολογία Πίστεως, της οποίας το κείμενο είναι άριστο.
Μπορεί ο καθηγητής να υπογράψει στο μέλλον και θα επιθυμούσα να το πράξει, όπως υπέγραψαν και άλλοι καθηγητές (π.Ζήσης, π.Μεταλληνός).
Σε κάθε περίπτωση αξίζει το σεβασμό μου και την ευγνωμοσύνη μου για τα μεστά περιεχομένου, γνήσια Ορθόδοξα θεολογικά κείμενα του. Ακόμη και αν δεν υπογράψει την Ομολογία, όπως επιθυμώ.
Δημοσίευση σχολίου