Δεν συμμορφώνομαι προς τας υποδείξεις
του Παναγιώτη Ν. Γκουρβέλου, Θεολόγου
από το περιοδικό της ΠΕΘ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009
Πρώτα ήρθαν οι οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Στη συνέχεια, αυτό πού αύξησε την αγανάκτηση μου ήταν ένα σεμινάριο πού διοργάνωσε κάποια ομάδα θεολόγων στην Πάτρα, και το όποιο απεφθέγξατο εν σοφία πολλή υπέρ της κατάργησης του ομολογιακού-κατηχητικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, δηλ. υπέρ της καθιέρωσης ενός μαθήματος Θρησκευτικών απροσδιόριστου, μη ομολογιακού, νεφελώδους, ερμαφρόδιτου, εν τέλει υπέρ ενός μαθήματος θρησκειολογικού. Όμως εκείνο πού ξεχείλισε το ποτήρι της οργής και κίνησε το χέρι μου στη χάραξη των σκέψεων πού ακλουθούν, ήταν ένα άρθρο στο Διαδίκτυο του κ. Παντελή Καλαϊτζίδη, Διευθυντή της Θεολογικής Ακαδημίας Βόλου, το όποιο άρθρο συνηγορούσε υπέρ του νομικού («κοσμικού ») συμβολαίου ελεύθερης συμβίωσης........
Επίσης είναι δίκαιο να σημειωθεί, ότι θετικά με ώθησε και με παρότρυνε στη σύνταξη του παρόντος κειμένου το θαρραλέο δοκίμιο του συναδέλφου κ. Δημητρίου Βογιατζή («Κοινωνία», τ. Ιουλίου- Σεπτεμβρίου 2008) πού περιέχει συντριπτικά και αναντίλεκτα επιχειρήματα υπέρ του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος, καθώς και όλα τα κείμενα διαμαρτυρίας του ίδιου (τελευταίου) τεύχους της «Κοινωνίας», πού, νηφάλια, κόσμια και με πολλή αγάπη και σεβασμό προς την διαφορετικότητα («ετερότητα»), προς τους ετερόδοξους δηλαδή και αλλόθρησκους και άθεους αδελφούς μας, υπεραμύνονται του ομολογιακού χαρακτήρα του θεολογικού μαθήματος.
Είναι βέβαια ασαφής και ακαθόριστος αυτός ο περιβόητος μη ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος, όμως είναι απολύτως εντοπισμένη και συγκεκριμένη η προέλευση αυτού του αντιπαραδοσιακού και αντιχριστιανικού εγχειρήματος: Ο πολιτικός χώρος της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς και της φωτισμένης Δεξιάς είναι εξίσου η διπλή μήτρα η οποία κυοφόρησε αυτό το αλλόκοτο τέρας («το μη ομολογιακό - θρησκειολογικό, απροσδιορίστου περιεχομένου μάθημα»). Επανέρχομαι τώρα στις οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, οπού ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω τα εξής και να προβάλω τρεις ενστάσεις.
Στις οδηγίες για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στη Β' Λυκείου, αναφέρεται ότι «ενδείκνυται η συμπαράθεση, η σύγκριση, ο διάλογος και ο συσχετισμός των άλλων θρησκευμάτων με το Χριστιανισμό, όχι όμως και η αντιπαράθεση τους». Διερωτώμαι όμως πώς είναι δυνατόν να αποφευχθεί η φανερή αντιπαράθεση της Χριστιανικής εντολής της άνευ ορών αγάπης ακόμα και προς τους εχθρούς μας (Ματθ. 5,38- 48), με την εντολή του Κορανίου που κηρύσσει ιερό πόλεμο κατά των απίστων (των μη μουσουλμάνων). Ή πώς μπορεί να αποσιωπηθεί η εν τοις πράγμασιν αντίθεση ανάμεσα στη Χριστιανική σωτηρία- θέωση ως ζωντανή προσωπική σχέση του άνθρωπου με τον Τριαδικό Θεό, και στη νιρβάνα («λύτρωση») των Απωανατολικών θρησκειών πού νοείται ως απορρόφηση - διάλυση του ανθρώπινου εγώ μέσα στην απρόσωπη θεότητα.
Η αγάπη προς τους άλλους, τους διαφορετικούς από εμάς δεν πρέπει να οδηγεί στην απεμπόληση του χριστιανικού μας Πιστεύω, όπως πρεσβεύει η εκσυγχρονιστική («φωτισμένη») Αριστερά, αλλά και το αντίστροφο: η υπεράσπιση της Ορθόδοξης πίστης μας είναι ανεπίτρεπτο να συνοδεύται από φανατισμό και μισαλλοδοξία, όπως κηρύσσει η άκρα η ρατσιστική Δεξιά. Η σύζευξη της αγάπης με την εν Χριστώ αποκαλυμμένη αλήθεια, της φιλανθρωπίας και του ελέους προς τον αμαρτωλό με την ασυμβίβαστη στηλίτευση της αμαρτίας, της περίθαλψης του ασθενούντος αμαρτωλού από τη μια μεριά, με τον αγώνα κατά των αιρέσεων από την άλλη, αποτελεί πάγια και ορθότατη πρακτική της Εκκλησίας.
Τον κίνδυνο εκτροπής είτε προς την άνευ αγάπης («σκληρή») αλήθεια πού χαρακτηρίζει την άκρα Δεξιά, είτε προς την χωρίς την αλήθεια («ψευδή») αγάπη πού διέπει από κοινού την εκσυγχρονιστική Αριστερά και την φωτισμένη Δεξιά, υπογραμμίζουν και οι σύμβουλοι του Π. Ι. Νομίζω όμως ότι αστοχούν όταν γράφουν πώς «η αλήθεια δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως δογματισμός και αποκλειστικότητα». Η εν Χριστώ αποκάλυψη δεν επιτρέπεται ασφαλώς να κατανοείται ως αφηρημένος, νοησιαρχικός δογματισμός, αναμφίβολα όμως πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποκλειστικότητα, καθολικότητα και μοναδικότητα στην αλήθεια. Μόνον η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού πού ζωοποιείται από το Άγιο Πνεύμα, «το Πνεύμα της αληθείας», κατέχει το πλήρωμα της αλήθειας (Ιωάν. 1.4, 6, ΙΙωάν. 14,16- 17, Ιωάν. 16,13, Α' Τιμ. 3,15).
Σωστά οι κύριοι Σύμβουλοι εφιστούν την προσοχή των θεολόγων καθηγητών στο «να απεγκλωβίσουν τους μαθητές από τη διάχυτη αντίληψη ότι η Χριστιανική Ηθική είναι ένα νομικίστικο σύστημα πού δήθεν πρέπει να κατανοείται ηθικιστικά, ερήμην δηλαδή της θεολογίας και εμπειρίας της Εκκλησίας». Μου προκαλείται όμως η αίσθηση ενός υφέρποντος αντινομισμού (αμοραλισμού), καθώς διαβάζω ότι «η χριστιανική ηθική δεν σημαίνει έναν κατάλογο απαγορευμένων ή επιτρεπομένων πράξεων». Αύτη η αμυδρή αίσθηση αντιασκητισμού και εκκοσμίκευσης επιτείνεται και από τις ακόλουθες θέσεις του σχολικού βιβλίου της Χριστιανικής Ηθικής:
α') Την θέση ότι «στο Χριστιανισμό δεν υπάρχει κατάλογος καλών και κακών πράξεων», επαναλαμβάνει και ο συγγραφέας του σχολικού εγχειριδίου κ. Αθανάσιος Παπαθανασίου.
β') Απορρίπτεται η ιδέα της Θείας δικαιοσύνης, τουτέστιν η ακράδαντη πίστη της Εκκλησίας ότι ο Θεός ανταμείβει τους δικαίους και τιμωρεί τους σκληρόκαρδους και αμετανόητα αμαρτωλούς. Καθότι δε αμαρτωλοί είμαστε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, γι' αυτό θα κολαστούν όχι οι αμαρτωλοί διότι τότε θα κολαζόμασταν όλοι, αλλά οι μέχρι το θάνατο τους παραμένοντες αμετανόητοι.
γ') Το ιδιαίτερο, στο προηγούμενο εγχειρίδιο, μάθημα περί του μυστηρίου του Γάμου, στο εν χρήσει τώρα βιβλίο της Ηθικής, έχει ενσωματωθεί («αφομοιωθεί») στην διδακτική ενότητα τη σχετική με τα δύο φύλα. Έχει επίσης απαλειφθεί, από το σημερινό βιβλίο, η ερμηνεία του συμβολισμού της στέψης των νυμφευομένων με λευκά στέφανα αλλά και η ερμηνεία του ύμνου: «Άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες...», πού προσδίδει στο μυστήριο μαρτυρική διάσταση, ενώ εμμέσως πλην σαφώς καθιερώνονται οι προγαμιαίες σαρκικές σχέσεις.
δ') Στην ενότητα του βιβλίου τη σχετική με την ελευθερία του ανθρώπου, τονίζεται μόνον η ελευθερία από τα δεσμά της μοναξιάς, του πόνου και του θανάτου, αλλά υποβαθμίζεται και αποσιωπάται η πνευματική ελευθερία πού διακηρύσσει ο Χριστιανισμός ως απελευθέρωση του άνθρωπου από τα δεσμά της αμαρτίας και του πνευματικού θανάτου (Γαλ. 5,1 και 13). Και στο θέμα αυτό, η διαφορά από το προηγούμενο βιβλίο είναι εμφανής. Δεν μπορεί η οντολογία (η αμαρτία νοούμενη ως υπαρξιακή πτώχευση και θάνατος) να παραγκωνίζει την ηθική (την αμαρτία ως επιλογή του αυτεξουσίου ανθρωπίνου προσώπου), δεδομένου ότι η πρώτη (οντολογία) είναι ο πικρός καρπός της δεύτερης (ηθικής).
ε') Γράφεται, τέλος, στο βιβλίο: «Αν αφαιρεθεί από τον άνθρωπο η ελευθερία επιλογής, τότε αυτό πού απομένει δεν είναι άνθρωπος. Η πιο αντίθετη προς τον Χριστιανισμό επιθυμία θα ήταν να καταστήσει ο Θεός τον άνθρωπο ανίκανο να αμαρτήσει!» Φρονώ ότι πρόκειται για ένα σχήμα υπερβολής του συγγραφέα προκειμένου να δηλώσει τη μεγάλη αξία της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά το όποιο ασυναίσθητα οδηγεί σε μια υποτίμηση της ολέθριας συνέπειας της αμαρτίας, πού είναι ο πνευματικός και αιώνιος θάνατος (η κόλαση). Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε για τον προδότη μαθητή του Ιούδα ότι: «συνέφερε τω ανθρώπφ εκείνω, εί ουκ εγεννήθη»; (Ματθ. 26, 24). Όμως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός απαντά ως έξης στο ερώτημα «τίνος ένεκεν προγινώσκων ο Θεός τους αμαρτάνειν και μη μετανοείν μέλλοντας έκτισεν»:
«Ποιεί τοιγαρούν ο Θεός αγαθά απαντά, α ποιεί έκαστος δε εξ οικείας προαιρέσεως καλός τε και κακός γίνεται. Ει και τοίνυν εφη ο Κύριος. "Συνέφερε τω ανθρώπω εκείνω, εί ουκ εγεννήθη", ου την οικείαν κτίσιν κακίζων έλεγεν, αλλά την εξ οικείας προαιρέσεως και ραθυμίας επιγενομένην τω κτίσματι αυτού κακίαν. Η γαρ της οικείας γνώμης ραθυμία άχρηστον αυτώ την του δημιουργού ευεργεσίαν εποίησεν, ώσπερ αν, ει τις πλούτον και αρχήν παρά βασιλέως εγχειρισθείς τυραννήσει τον ευεργέτην, ον αξίως χειρωσάμενος τιμωρήσεται, εί μέχρι τέλους τη τυραννίδι κατίδοι τούτον εναπομένοντα» (Ιω. Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 21 (94), μετάφρ.- σχόλια Νίκου Ματσούκα, εκδόσεις Π. Πουρναρα, Θεσ\νίκη 1989, σ. 420- 421). Νομίζω λοιπόν ότι το παραπάνω απόσπασμα θα έπρεπε να συμπληρωθεί με τα λόγια: «Εξίσου αντίθετη, ή έστω λιγότερη αντίθετη σε σχέση με την προαναφερθείσα, αλλά πάντως αντίθετη προς τον Χριστιανισμό επιθυμία θα ήταν ο άνθρωπος δικαίως να κολαστεί επειδή εκούσια επιλέγει την αμαρτία και επιμένει μέχρι τέλους σ΄ αυτήν».
Παληότερα ήταν οι κομμουνιστές («μαρξιστές»), σήμερα είναι οι εκσυγχρονιστές: Πράγματι, ο Συνασπισμός της ψευδώνυμης αριστεράς και της δήθεν προόδου, και οι προβολές του Συνασπισμού στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ εκφραζόμενες αντίστοιχα ως φωτισμένη Δεξιά και ως εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ ενορχηστρώνουν και κατευθύνουν τη λυσσαλέα επίθεση τους εναντίον της Αγίας μας Εκκλησίας. Θυμήθηκα γι' αυτό το παληό αντάρτικο τραγούδι του μεγάλου μουσικοσυνθέτη μας Μίκη Θεοδωράκη, το όποιο και έθεσα ως προμετωπίδα στο παρόν κείμενο. Ο αγώνας πραγματικά συνεχίζεται, ο διμέτωπος αγώνας: ο εσωτερικός- πνευματικός και ο εξωτερικός-πολιτικοκοινωνικός. Και συνεχίζεται και θα κρατεί με ανυποχώρητο φρόνημα μέχρι να έλθει η ποθεινή και ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
από το περιοδικό της ΠΕΘ «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009
Πρώτα ήρθαν οι οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Στη συνέχεια, αυτό πού αύξησε την αγανάκτηση μου ήταν ένα σεμινάριο πού διοργάνωσε κάποια ομάδα θεολόγων στην Πάτρα, και το όποιο απεφθέγξατο εν σοφία πολλή υπέρ της κατάργησης του ομολογιακού-κατηχητικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, δηλ. υπέρ της καθιέρωσης ενός μαθήματος Θρησκευτικών απροσδιόριστου, μη ομολογιακού, νεφελώδους, ερμαφρόδιτου, εν τέλει υπέρ ενός μαθήματος θρησκειολογικού. Όμως εκείνο πού ξεχείλισε το ποτήρι της οργής και κίνησε το χέρι μου στη χάραξη των σκέψεων πού ακλουθούν, ήταν ένα άρθρο στο Διαδίκτυο του κ. Παντελή Καλαϊτζίδη, Διευθυντή της Θεολογικής Ακαδημίας Βόλου, το όποιο άρθρο συνηγορούσε υπέρ του νομικού («κοσμικού ») συμβολαίου ελεύθερης συμβίωσης........
Επίσης είναι δίκαιο να σημειωθεί, ότι θετικά με ώθησε και με παρότρυνε στη σύνταξη του παρόντος κειμένου το θαρραλέο δοκίμιο του συναδέλφου κ. Δημητρίου Βογιατζή («Κοινωνία», τ. Ιουλίου- Σεπτεμβρίου 2008) πού περιέχει συντριπτικά και αναντίλεκτα επιχειρήματα υπέρ του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος, καθώς και όλα τα κείμενα διαμαρτυρίας του ίδιου (τελευταίου) τεύχους της «Κοινωνίας», πού, νηφάλια, κόσμια και με πολλή αγάπη και σεβασμό προς την διαφορετικότητα («ετερότητα»), προς τους ετερόδοξους δηλαδή και αλλόθρησκους και άθεους αδελφούς μας, υπεραμύνονται του ομολογιακού χαρακτήρα του θεολογικού μαθήματος.
Είναι βέβαια ασαφής και ακαθόριστος αυτός ο περιβόητος μη ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος, όμως είναι απολύτως εντοπισμένη και συγκεκριμένη η προέλευση αυτού του αντιπαραδοσιακού και αντιχριστιανικού εγχειρήματος: Ο πολιτικός χώρος της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς και της φωτισμένης Δεξιάς είναι εξίσου η διπλή μήτρα η οποία κυοφόρησε αυτό το αλλόκοτο τέρας («το μη ομολογιακό - θρησκειολογικό, απροσδιορίστου περιεχομένου μάθημα»). Επανέρχομαι τώρα στις οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, οπού ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω τα εξής και να προβάλω τρεις ενστάσεις.
Στις οδηγίες για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στη Β' Λυκείου, αναφέρεται ότι «ενδείκνυται η συμπαράθεση, η σύγκριση, ο διάλογος και ο συσχετισμός των άλλων θρησκευμάτων με το Χριστιανισμό, όχι όμως και η αντιπαράθεση τους». Διερωτώμαι όμως πώς είναι δυνατόν να αποφευχθεί η φανερή αντιπαράθεση της Χριστιανικής εντολής της άνευ ορών αγάπης ακόμα και προς τους εχθρούς μας (Ματθ. 5,38- 48), με την εντολή του Κορανίου που κηρύσσει ιερό πόλεμο κατά των απίστων (των μη μουσουλμάνων). Ή πώς μπορεί να αποσιωπηθεί η εν τοις πράγμασιν αντίθεση ανάμεσα στη Χριστιανική σωτηρία- θέωση ως ζωντανή προσωπική σχέση του άνθρωπου με τον Τριαδικό Θεό, και στη νιρβάνα («λύτρωση») των Απωανατολικών θρησκειών πού νοείται ως απορρόφηση - διάλυση του ανθρώπινου εγώ μέσα στην απρόσωπη θεότητα.
Η αγάπη προς τους άλλους, τους διαφορετικούς από εμάς δεν πρέπει να οδηγεί στην απεμπόληση του χριστιανικού μας Πιστεύω, όπως πρεσβεύει η εκσυγχρονιστική («φωτισμένη») Αριστερά, αλλά και το αντίστροφο: η υπεράσπιση της Ορθόδοξης πίστης μας είναι ανεπίτρεπτο να συνοδεύται από φανατισμό και μισαλλοδοξία, όπως κηρύσσει η άκρα η ρατσιστική Δεξιά. Η σύζευξη της αγάπης με την εν Χριστώ αποκαλυμμένη αλήθεια, της φιλανθρωπίας και του ελέους προς τον αμαρτωλό με την ασυμβίβαστη στηλίτευση της αμαρτίας, της περίθαλψης του ασθενούντος αμαρτωλού από τη μια μεριά, με τον αγώνα κατά των αιρέσεων από την άλλη, αποτελεί πάγια και ορθότατη πρακτική της Εκκλησίας.
Τον κίνδυνο εκτροπής είτε προς την άνευ αγάπης («σκληρή») αλήθεια πού χαρακτηρίζει την άκρα Δεξιά, είτε προς την χωρίς την αλήθεια («ψευδή») αγάπη πού διέπει από κοινού την εκσυγχρονιστική Αριστερά και την φωτισμένη Δεξιά, υπογραμμίζουν και οι σύμβουλοι του Π. Ι. Νομίζω όμως ότι αστοχούν όταν γράφουν πώς «η αλήθεια δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως δογματισμός και αποκλειστικότητα». Η εν Χριστώ αποκάλυψη δεν επιτρέπεται ασφαλώς να κατανοείται ως αφηρημένος, νοησιαρχικός δογματισμός, αναμφίβολα όμως πρέπει να εκλαμβάνεται ως αποκλειστικότητα, καθολικότητα και μοναδικότητα στην αλήθεια. Μόνον η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού πού ζωοποιείται από το Άγιο Πνεύμα, «το Πνεύμα της αληθείας», κατέχει το πλήρωμα της αλήθειας (Ιωάν. 1.4, 6, ΙΙωάν. 14,16- 17, Ιωάν. 16,13, Α' Τιμ. 3,15).
Σωστά οι κύριοι Σύμβουλοι εφιστούν την προσοχή των θεολόγων καθηγητών στο «να απεγκλωβίσουν τους μαθητές από τη διάχυτη αντίληψη ότι η Χριστιανική Ηθική είναι ένα νομικίστικο σύστημα πού δήθεν πρέπει να κατανοείται ηθικιστικά, ερήμην δηλαδή της θεολογίας και εμπειρίας της Εκκλησίας». Μου προκαλείται όμως η αίσθηση ενός υφέρποντος αντινομισμού (αμοραλισμού), καθώς διαβάζω ότι «η χριστιανική ηθική δεν σημαίνει έναν κατάλογο απαγορευμένων ή επιτρεπομένων πράξεων». Αύτη η αμυδρή αίσθηση αντιασκητισμού και εκκοσμίκευσης επιτείνεται και από τις ακόλουθες θέσεις του σχολικού βιβλίου της Χριστιανικής Ηθικής:
α') Την θέση ότι «στο Χριστιανισμό δεν υπάρχει κατάλογος καλών και κακών πράξεων», επαναλαμβάνει και ο συγγραφέας του σχολικού εγχειριδίου κ. Αθανάσιος Παπαθανασίου.
β') Απορρίπτεται η ιδέα της Θείας δικαιοσύνης, τουτέστιν η ακράδαντη πίστη της Εκκλησίας ότι ο Θεός ανταμείβει τους δικαίους και τιμωρεί τους σκληρόκαρδους και αμετανόητα αμαρτωλούς. Καθότι δε αμαρτωλοί είμαστε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, γι' αυτό θα κολαστούν όχι οι αμαρτωλοί διότι τότε θα κολαζόμασταν όλοι, αλλά οι μέχρι το θάνατο τους παραμένοντες αμετανόητοι.
γ') Το ιδιαίτερο, στο προηγούμενο εγχειρίδιο, μάθημα περί του μυστηρίου του Γάμου, στο εν χρήσει τώρα βιβλίο της Ηθικής, έχει ενσωματωθεί («αφομοιωθεί») στην διδακτική ενότητα τη σχετική με τα δύο φύλα. Έχει επίσης απαλειφθεί, από το σημερινό βιβλίο, η ερμηνεία του συμβολισμού της στέψης των νυμφευομένων με λευκά στέφανα αλλά και η ερμηνεία του ύμνου: «Άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες...», πού προσδίδει στο μυστήριο μαρτυρική διάσταση, ενώ εμμέσως πλην σαφώς καθιερώνονται οι προγαμιαίες σαρκικές σχέσεις.
δ') Στην ενότητα του βιβλίου τη σχετική με την ελευθερία του ανθρώπου, τονίζεται μόνον η ελευθερία από τα δεσμά της μοναξιάς, του πόνου και του θανάτου, αλλά υποβαθμίζεται και αποσιωπάται η πνευματική ελευθερία πού διακηρύσσει ο Χριστιανισμός ως απελευθέρωση του άνθρωπου από τα δεσμά της αμαρτίας και του πνευματικού θανάτου (Γαλ. 5,1 και 13). Και στο θέμα αυτό, η διαφορά από το προηγούμενο βιβλίο είναι εμφανής. Δεν μπορεί η οντολογία (η αμαρτία νοούμενη ως υπαρξιακή πτώχευση και θάνατος) να παραγκωνίζει την ηθική (την αμαρτία ως επιλογή του αυτεξουσίου ανθρωπίνου προσώπου), δεδομένου ότι η πρώτη (οντολογία) είναι ο πικρός καρπός της δεύτερης (ηθικής).
ε') Γράφεται, τέλος, στο βιβλίο: «Αν αφαιρεθεί από τον άνθρωπο η ελευθερία επιλογής, τότε αυτό πού απομένει δεν είναι άνθρωπος. Η πιο αντίθετη προς τον Χριστιανισμό επιθυμία θα ήταν να καταστήσει ο Θεός τον άνθρωπο ανίκανο να αμαρτήσει!» Φρονώ ότι πρόκειται για ένα σχήμα υπερβολής του συγγραφέα προκειμένου να δηλώσει τη μεγάλη αξία της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά το όποιο ασυναίσθητα οδηγεί σε μια υποτίμηση της ολέθριας συνέπειας της αμαρτίας, πού είναι ο πνευματικός και αιώνιος θάνατος (η κόλαση). Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε για τον προδότη μαθητή του Ιούδα ότι: «συνέφερε τω ανθρώπφ εκείνω, εί ουκ εγεννήθη»; (Ματθ. 26, 24). Όμως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός απαντά ως έξης στο ερώτημα «τίνος ένεκεν προγινώσκων ο Θεός τους αμαρτάνειν και μη μετανοείν μέλλοντας έκτισεν»:
«Ποιεί τοιγαρούν ο Θεός αγαθά απαντά, α ποιεί έκαστος δε εξ οικείας προαιρέσεως καλός τε και κακός γίνεται. Ει και τοίνυν εφη ο Κύριος. "Συνέφερε τω ανθρώπω εκείνω, εί ουκ εγεννήθη", ου την οικείαν κτίσιν κακίζων έλεγεν, αλλά την εξ οικείας προαιρέσεως και ραθυμίας επιγενομένην τω κτίσματι αυτού κακίαν. Η γαρ της οικείας γνώμης ραθυμία άχρηστον αυτώ την του δημιουργού ευεργεσίαν εποίησεν, ώσπερ αν, ει τις πλούτον και αρχήν παρά βασιλέως εγχειρισθείς τυραννήσει τον ευεργέτην, ον αξίως χειρωσάμενος τιμωρήσεται, εί μέχρι τέλους τη τυραννίδι κατίδοι τούτον εναπομένοντα» (Ιω. Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 21 (94), μετάφρ.- σχόλια Νίκου Ματσούκα, εκδόσεις Π. Πουρναρα, Θεσ\νίκη 1989, σ. 420- 421). Νομίζω λοιπόν ότι το παραπάνω απόσπασμα θα έπρεπε να συμπληρωθεί με τα λόγια: «Εξίσου αντίθετη, ή έστω λιγότερη αντίθετη σε σχέση με την προαναφερθείσα, αλλά πάντως αντίθετη προς τον Χριστιανισμό επιθυμία θα ήταν ο άνθρωπος δικαίως να κολαστεί επειδή εκούσια επιλέγει την αμαρτία και επιμένει μέχρι τέλους σ΄ αυτήν».
Παληότερα ήταν οι κομμουνιστές («μαρξιστές»), σήμερα είναι οι εκσυγχρονιστές: Πράγματι, ο Συνασπισμός της ψευδώνυμης αριστεράς και της δήθεν προόδου, και οι προβολές του Συνασπισμού στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ εκφραζόμενες αντίστοιχα ως φωτισμένη Δεξιά και ως εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ ενορχηστρώνουν και κατευθύνουν τη λυσσαλέα επίθεση τους εναντίον της Αγίας μας Εκκλησίας. Θυμήθηκα γι' αυτό το παληό αντάρτικο τραγούδι του μεγάλου μουσικοσυνθέτη μας Μίκη Θεοδωράκη, το όποιο και έθεσα ως προμετωπίδα στο παρόν κείμενο. Ο αγώνας πραγματικά συνεχίζεται, ο διμέτωπος αγώνας: ο εσωτερικός- πνευματικός και ο εξωτερικός-πολιτικοκοινωνικός. Και συνεχίζεται και θα κρατεί με ανυποχώρητο φρόνημα μέχρι να έλθει η ποθεινή και ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
2 σχόλια:
Δόξα τω θεώ. Βρέθηκε κάποιος χριστιανός να καταγγείλει τον κ. Καλαϊτζίδη και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών στο Βόλο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ακούγεται και διδάσκεται εκεί. Μόνο Ορθοδοξία δεν διδάσκεται. Η Μητρόπολη Δημητριάδος είναι κέντρο Οικουμενισμού με πρωτεργάτη τον Επίσκοπό της και τους συνεργάτες του.Έκκληση υποβάλλουμε να ασχοληθείτε κάποια στιγμή με το θέμα αυτό, γιατί οι Θεολόγοι και οι κληρικοί της Μητρόπολης αδιαφορούν και ποιούν τη νήσσαν....
Τελευταία επιχειρείται και η καθιέρωση ανάγνωσης ευχών, αναγνωσμάτων κλπ. στη Δημοτική στη Θ. Λειτουργία και στα διάφορα μυστήρια. Στον Οικουμενισμό προστίθεται και ο Νεοβαρλααμιτισμός.
Συγχαρητήρια στον κ. Παν. Γκουρβέλο.
Συγχαρητήρια θερμά στον κ.Παναγιώτη Γκουρβέλο για την ανδρεία ομολογία του αυτή!
Ένας πιστός
Δημοσίευση σχολίου