15/1/10

Νικήτας Αλιμπράντης, Θρησκευτική ελευθερία και ιεραί εικόνες εις τας ορθοδόξους χώρας

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 15/1/2010

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΙΣ ΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΩΡΑΣ [1]
Γράφει ὁ κ. Νικήτας Ἀλιπράντης,
Καθηγητής Νομικῆς Πανεπ. Θράκης καί Στρασβούργου
O μεγάλος γάλλος νομικός Jean Carbonnier ἔγραψε πρὸ ἐτῶν τὴν ὄχι ἄμεσα κατανοητὴ φράση «Μετὰ τοὺς δύο Παγκοσμίους Πολέμους τὸ τρίτο δράμα τοῦ 20οῦ αἰώνα εἶναι ἡ Εὐρώπη». Εἰσηγητὴς τῆς κοινωνιολογίας τοῦ δικαίου στὴ Γαλλία καί βαθὺς γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς πραγματικότητας ἤθελε νὰ ἐπισημάνει ὅτι ἡ ἱστορία, ἡ πολιτιστικὴ ταυτότητα καὶ νοοτροπία τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν εἶναι τόσο πολυσύνθετη, ὥστε ἡ οἰκοδόμηση μιᾶς ἑνιαίας Εὐρώπης εἶναι ἐγχείρημα ἐξόχως δυσχερὲς, ποὺ περικλείει πολλαπλοὺς σκοπέλους καὶ ὑφάλους.......
Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ τοῦ Carbonnier βρίσκει τὴν πιὸ καίρια ἔκφρασή της στὸν χῶρο τῶν κοσμοθεωριακῶν καὶ ὑπαρξιακῶν ἀντιλήψεων καὶ εἰδικὰ αὐτῶν, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ θρησκεία. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, οἱ ἐξελίξεις ποὺ σημάδεψαν τὴν δυτικὴ Εὐρώπη ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα μέχρι σήμερα τὴν διαφοροποιοῦν θεμελιακὰ ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ δὴ τὶς ὀρθόδοξες, ὅσο κι ἂν αὐτὸ δὲν τονίζεται ὅσο πρέπει συχνά.
Α´. Θρησκευτικὲς διαφοροποιήσεις δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς (ὀρθόδοξης) Εὐρώπης
Οἱ λαοὶ τῆς δυτικῆς καὶ βόρειας Εὐρώπης ἔζησαν ἐπὶ αἰῶνες τὴν πνευματικὴ ἀπολυταρχία τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ποὺ μετέτρεψε τὴν χριστιανικὴ πίστη σὲ κοσμοθεωρία, σὲ πολιτικὴ ἐξουσία καὶ ἰδεολογία καὶ σὲ ἕνα νομικὸ-ἠθικιστικὸ οἰκοδόμημα μὲ ψευδοϊδεαλιστικὴ ὑποτίμηση τῆς σεξουαλικότητας.
Οἱ τραγικὲς αὐτὲς ἀλλοιώσεις τῆς χριστιανικῆς πίστης δημιούργησαν μοιραία ἀντιδράσεις, ἀρχικὰ ἔμμεσες μὲ τὴν Ἀναγέννηση, ἀργότερα ἄμεσες μὲ τὴν προτεσταντικὴ μεταρρύθμιση καὶ τελικὰ ὁδήγησαν στὸν Διαφωτισμὸ καὶ προοδευτικά τό μεγαλύτερο μέρος τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν λαῶν στὴν ἄρνηση κάθε σχέσης μὲ τὴν ἐκδοχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ποὺ τοὺς ἦταν γνωστή, στὴν ἀθεΐα ἢ ἀδιαφορία καὶ τὸ πολὺ σὲ ἕνα ἀόριστο θεϊσμὸ ἢ κάποια ἠθική. Ὅλα αὐτὰ πέρασαν, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπὸ φοβερὰ διχαστικὰ μίση, αἱματηρὲς συρράξεις καὶ διώξεις καὶ πρωτοφανεῖς ἀρνήσεις τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅπως ἡ ἀρχὴ cujus regio, ejus religio (ποὺ ὑποχρέωνε ὁλόκληρους πληθυσμοὺς μιᾶς περιοχῆς νὰ ἀκολουθοῦν τὴν «πίστη» τοῦ ἄρχοντά τους!).
Στὸν ἀντίποδα τῶν ἐξελίξεων αὐτῶν βρίσκεται ἡ ὀρθόδοξη ἀνατολή. Μετὰ τὴν διαμάχη τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ ἔληξε τὸν 9° αἰώνα, ἑδραιώθηκε ὁμοιογενῶς ἡ χριστιανικὴ πίστη χωρὶς τὶς δυτικές, θεσμικὲς καί θεολογικές, ἀλλοιώσεις καὶ βιώθηκε ἔκτοτε εἰρηνικὰ ὡς ἑνοποιητικὸ στοιχεῖο, κοινῆς κατὰ βάση ἀποδοχῆς, ὁλοκλήρων λαῶν. Οἱ καίριες αὐτὲς διαφορὲς προεκτείνονται στὸ σήμερα καὶ ἔχουν ἄμεσες κοινωνιολογικὲς καὶ νομικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἀντίληψη τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ στὶς ἐπὶ μέρους ἐκδηλώσεις καὶ διαστάσεις της.
Ἡ πρόσφατη ἀπόφαση Lautsi ἐναντίον Ἰταλίας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (στὸ ἑξῆς, ΕΔΔΑ)[2] δίνει μιὰ ἐξαίρετη εὐκαιρία νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ ἐπισημανθεῖσες διαφορὲς καὶ οἱ ἐπιπτώσεις τους, ἀλλὰ καὶ νὰ φανεῖ ἡ δυσκολία (ἢ ἀδυναμία;) νὰ γίνουν ὅλες σεβαστὲς ὑποτασσόμενες σὲ ἕνα ἀφηρημένο καὶ γενικὸ κανόνα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Β´. Νομικὲς διαφοροποιήσεις, ἰδίως σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπόφαση γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο
1. Ἡ πρώτη βασικὴ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι στὴν Ἰταλία ὑπάρχει ἐκ τοῦ νομοῦ ὑποχρέωση νὰ ἐκτίθεται ὁ Ἐσταυρωμένος στὶς σχολικὲς τάξεις. Αὐτὴ ἐπιβλήθηκε μὲ κρατικὴ πράξη ἤδη ἀπὸ τὸ 19° αἰώνα. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ρωμαιοκαθολικὴἘκκλησία ἔχει ἀπὸ αἰώνων καὶ κρατικὴ ὑπόσταση, τὸ ζήτημα συνδέθηκε μὲ τὶς σχέσεις της μὲ τὸ Ἰταλικὸ κράτος, ποὺ τὴν ἀναγνώρισε ὡς τὴ μόνη ἐπίσημη θρησκεία.
Μετὰ τὴν ἐπέμβαση τῶν Ἰταλῶν ἐπαναστατῶν ἔγινε ἕνα διάλειμμα (1871-1929), ἀλλ᾽ ἐπὶ φασισμοῦ ὁ ἐπίσημος χαρακτήρας της ἀνανεώθηκε καὶ διατηρήθηκε μέχρι τὸ κονκορδάτο τοῦ 1984 ποὺ τὸν κατήργησε, χωρὶς πάντως νὰ καταργήσει τοὺς κρατικοὺς κανόνες, ποὺ ἐπέβαλλαν τὴν σχετικὴ ὑποχρέωση.Ἑπομένως τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ νομικὸ στοιχεῖο στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε ἡ ἀπόφαση ἦταν ἡ προβλεπόμενη ἀπὸ κρατικοὺς κανόνες ὑποχρεωτικὴ ἔκθεση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὶς σχολικὲς τάξεις.
Ἀντιθέτως στὴν Ἑλλάδα, ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε διανοήθηκε νὰ αὐτοανακηρυχθεῖ σὲ κρατικὴ ἐξουσία, οὐδέποτε χρειάσθηκε νὰ ἀξιώσει ἀπὸ τὸ Κράτος τὴν ὑποχρεωτική ἀνάρτηση εἰκόνων ὁπουδήποτε. Ἡ ὕπαρξη τῶν εἰκόνων σὲ κάθε εἴδους ἐσωτερικοὺς χώρους καὶ γραφεῖα, δημόσια καὶ ἰδιωτικά, δὲν ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὸ Κράτος. Πρόκειται γιὰ ἔθιμο, ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἀπὸ τὸν σεβασμὸ πρὸς τίς εἰκόνες τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδος. Ὅπως εἶναι γνωστὸ γιὰ κάθε ἔθιμο[3] ἀρκεῖ - καὶ εἶναι ἀναγκαῖο - νὰ ἔχει μετάσχει στὴ διαμόρφωσή του ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν ἀτόμων, ποὺ διέπονται ἀπὸ αὐτὸ μετὰ τὴ δημιουργία του. Εἶναι λοιπὸν δημιούργημα τῆς κοινωνίας καὶ ὄχι τοῦ Κράτους. Μὲ τὴν βούληση τῆς κοινωνίας τέθηκαν οἱ εἰκόνες στοὺς δημόσιους χώρους τῆς Ἑλλάδας καὶ ἄλλων ὀρθοδόξων χωρῶν καὶ ὄχι μὲ κρατικὴ ἐπιταγή. Ἄρα δὲν θρησκεύεται τὸ ἑλληνικὸ κράτος μὲ τὴν ἔκθεση τῶν εἰκόνων. Ἡ κοινωνία θρησκεύεται καί, ὅπως γράφει καὶ ὁ καθηγητὴς Μ. Σταθόπουλος, ἡ κοινωνία δικαιοῦται νὰ ἔχει θρησκευτικὲς ἀπόψεις.[4]
2. Ἕνα δεύτερο διαφοροποιητικὸ στοιχεῖο σὲ σχέση μὲ τὴ δυτικὴ Εὐρώπη εἶναι ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀναρτῶνται εἰκόνες, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἢ ἁγίων, καὶ ὄχι ὁ Ἐσταυρωμένος[5] ἢ κάποιο ἄλλο θρησκευτικὸ σύμβολο. Ἡ ἀπόφαση κάνει λόγο γιὰ θρησκευτικὰ σύμβολα. Ὅμως οἱ εἰκόνες δὲν εἶναι σύμβολα, διότι δὲν παραπέμπουν, ὅπως κάθε σύμβολο, σὲ κάτι ἀφηρημένο, ἀλλὰ παριστάνουν συγκεκριμένα ἱστορικὰ πρόσωπα, ἁπλῶς καὶ μόνο. Ἄρα καὶ ἀπ᾽ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἡ ἀπόφαση δὲν «ἀφορᾶ» τὴν Ἑλλάδα. Ὡς ἁπλή ἔκφραση εὐλάβειας, ἡ ὕπαρξη εἰκόνων στὰ σχολεῖα δὲν ὑποβάλλει οὔτε ἔμμεσα, στοὺς μαθητὲς ὁποιαδήποτε ὑποκίνηση ἀποδοχῆς τῆς χριστιανικῆς πίστης ἢ ὁποιαδήποτε ἰδέα προτίμησής της ἔναντι ἄλλων θρησκειῶν ἢ ἔναντι ἔλλειψης θρησκευτικῆς πίστης. Ἔτσι, γενικά, καὶ οἱ μὴ χριστιανοὶ ἢ ἀδιάφοροι γονεῖς καὶ μαθητὲς οὔτε ἐνοχλοῦνται οὔτε θεωροῦν ὅτι προσβάλλεται ἡ ἐλευθερία συνείδησής τους ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη πίστη τους, πράγμα ποὺ θὰ συνέβαινε καὶ θὰ προκαλοῦσε τὴν ἀντίδραση καὶ ὀργὴ μεγάλου μέρους τοῦ πληθυσμοῦ σὲ χῶρες ὅπως ἡ Γαλλία. Ἂν ὑπάρξουν κάποιοι στὴν Ἑλλάδα ποὺ ἐνοχλοῦνται ἰδιαίτερα ἢ ὀργίζονται ἀπὸ τὴ θέα τῶν εἰκόνων, ἁπλῶς δείχνουν ὅτι ἐμφοροῦνται ἀπὸ ἕνα εἶδος μισαλλοδοξίας, ἀντίστοιχης μὲ ἐκείνης ὁρισμένων φανατικῶν θρησκευόμενων, στάση ποὺ, γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν προστατεύεται ἀπὸ τὴ ἐσωτερικὴ ἢ τὴ διεθνῆ ἔννομη τάξη. Καὶ ναὶ μὲν προστατεύεται καὶ ἡ ἀρνητικὴ - θρησκευτικὴ καὶ κάθε ἄλλη - ἐλευθερία ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι ὑπὸ ποιὲς προϋποθέσεις αὐτὴ προσβάλλεται.
Γ. Προϋποθέσεις προσβολῆς τῆς ἀρνητικῆς(θρησκευτικῆς καὶ ἄλλης) ἐλευθερίας
Δύο στοιχεῖα πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπόψη, προκειμένου νὰ προσδιορισθοῦν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀρνητικῆς πλευρᾶς κάθε ἐλευθερίας (τῆς ἐλευθερίας νὰ μὴ πράττει κάποιος κάτι).
1. Ἐν πρώτοις – καὶ αὐτὸ δὲν ἐπισημαίνεται ὅσο πρέπει συχνὰ– δὲν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀντιστοιχία μεταξύ τῆς θετικῆς καὶ τῆς ἀρνητικῆς πλευρᾶς μιᾶς ἐλευθερίας. Ἡ πρώτη (ἡ ἐλευθερία τοῦ πράττειν) ἔχει κατὰ κανόνα μεγαλύτερο νομικὸ βάρος ἀπὸ τὴν ἀρνητική της διάσταση. Στὴν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης π.χ. τὸ κέντρο βάρους βρίσκεται στὸ δικαίωμα ἐλεύθερης ἔκφρασης ἐνῶ τὸ δικαίωμα νὰ μη ἐκφρασθεῖ κανεὶς προσβάλλεται ὑπὸ αὐστηρότερες προϋποθέσεις, δηλαδὴ μόνον ὅταν θίγεται ὁ πυρήνας τῆς ἐλευθερίας. Χαρακτηριστικὴ ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς νομικῆς διαπίστωσης ἔχει κάνει τὸ ΕΔΔΑ στὴν ἀρνητικὴ συνδικαλιστικὴ ἐλευθερία. Στὴν ἀπόφαση Young, James καίWebster [6]τὸ Δικαστήριο τοῦ Στρασβούργου εἶχε ἀπαιτήσει νὰ ἀσκεῖται σοβαρὴ ἐξαναγκαστικὴ πίεση (contrainte grave) στοὺς ἐργαζομένους, προκειμένου νὰ συνδικαλιστοῦν. Μόνο ὑπ’ αὐτὴν τὴν προϋπόθεση ἔκρινε - καὶ ἔκτοτε θεωρεῖται - ὅτι θίγεται ὁ πυρήνας τῆς συνδικαλιστικῆς ἐλευθερίας καὶ ἑπομένως ὅτι ὑπάρχει προσβολὴ τῆς ἀρνητικῆς της διάστασης[7].
2. Ἕνας δεύτερος παράγων, ποὺ ἐπηρεάζει τὴ συγκριτικὴ θέση τῆς μιᾶς πλευρᾶς τῆς ἐλευθερίας ἔναντι τῆς ἄλλης εἶναι τὸ νομικὸ καθεστὼς, ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τήν καθιέρωση τῆς κάθε ἐλευθερίας. Ἂν τὸ προϊσχύον καθεστὼς ἀπαγόρευε τὴν ἄσκησή της, τὸ κέντρο βάρους της θὰ βρίσκεται στὴν ἐλευθερία ἄσκησής της (στὴ θετική της πλευρά). Ἂν ἀντιθέτως τὸ προϊσχύον καθεστὼς ὑποχρέωνε σὲ κάποια ἐκδήλωση (ὅπως στὶς περιβόητες συλλογικὲς «ὁμολογίες πίστεως» μετὰ τὴν ἐπικράτηση μιᾶς χριστιανικῆς ὁμολογίας ἢ στὴν ὑποχρεωτικὴ ἐγγραφὴ στὸ μοναδικὸ ἐπίσημο συνδικάτο τὴν περίοδο τοῦ ἰταλικοῦ ἢ ἱσπανικοῦ φασισμοῦ), εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ ἀντιμετωπισθεῖ, καὶ ἑρμηνευτικά, μὲ ἰδιαίτερη εὐαισθησία καὶ βαρύτητα ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τῆς ἐλευθερίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει, mutalis mutandis, καὶ μὲ τὴν κρατοῦσα στὴ δυ-
τικὴ Εὐρώπη στάση ἀθεΐας, ἀγνωστικισμοῦ ἢ θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας: οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς δὲν ἀποκλείεται νὰ ὁδηγοῦν, μέσω τῆς ἑρμηνείας τοῦ δικαίου, στὸ νὰ γίνεται δεκτὴ προσβολὴ τῆς ἀρνητικῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας χωρὶς τὶς γενικὰ ἀπαιτούμενες αὐστηρὲς προϋποθέσεις,
Δ. Νομικὰ δυνατὴ ἡ κατάργηση τῶν εἰκόνων μετὰ τὴν ἀπόφαση γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο;

Ὅπως ἤδη σημειώθηκε, ἡ ἴδια ἡ ἀπόφαση αὐτή παραπέμπει στὴν ὑπόθεση Young, James καί Webster. Μὲ βάση τὶς ἐπισημανθεῖσες αὐστηρὲς προϋποθέσεις προσβολῆς τῆς ἀρνητικῆς ἐλευθερίας, πού ἔχουν νομολογηθεῖ, ἐρωτᾶται: ἀσκεῖται στοὺς μαθητὲς τῶν ἰταλικῶν σχολείων σοβαρὴ ἐξαναγκαστικὴ πίεση οὕτως ὥστε νὰ προσβάλλεται ἡ ἀρνητικὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία; Εἶναι φανερὸ ὅτι μόνο ρητορικὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐρώτηση γιατί εἶναι πλέον ἢ βέβαιο ὅτι ἰδιαίτερα στὴν Ἑλλάδα αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Ἄρα ἡ ἀπόφαση αὐτοϋπονομεύεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν θεμελίωσή της. Ἄσχετα ἀπ᾽ αὐτό, δὲν πρέπει νὰ παραβλέπεται ὅτι, ὅπως ἔλεγε ὁ καθηγητὴς Ἀ. Μάνεσης, οἱ συνταγματικοὶ ἢ οἱ διεθνεῖς κανόνες, ποὺ θεσπίζουν τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἑρμηνεύονται ἐρήμην τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας. Αὐτὸ ἰσχύει ἄλλωστε γιὰ ὅλα τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου[8]. Ἐπιπλέον, στὴν Ἑλλάδα ἡ ὕπαρξη εἰκόνων σὲ δημόσιους χώρους δὲν συνδέθηκε ποτὲ οὔτε συνδέεται μὲ τὸ σύστημα σχέσεων Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας.
Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ συγκεκριμενοποιηθεῖ ἡ λεγόμενη ἀρχὴ τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τοῦ Κράτους. Ἔχει σωστὰ ἐπισημάνει τὸ ἰταλικὸ Συνταγματικὸ Δικαστήριο[9]ὅτι «ἡ ἴση προστασία τῆς συνείδησης κάθε προσώπου... δὲν ἀντιφάσκει μὲ τὴν δυνατότητα μὶας διαφορετικῆς νομικῆς ρύθμισης τῶν σχέσεων μεταξὺ Κράτους καὶ τῶν διαφόρων θρησκειῶν». Ὅπως τονίζει ὁ πρώην Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου καὶ Πρόεδρος τῆς Νομικῆς Ὑπηρεσίας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ε.Ε. J.P Jacque, ἡ κρατικὴ οὐδετερότητα–καὶ βέβαια, πολὺ περισσότερο, ὁ κρατικὸς θρησκευτικὸς ἀποχρωματισμὸς γαλλικοῦ «λαϊκοῦ» τύπου–«δὲν πρέπει νὰ ἐπιδιώκει νὰ διαγράψει τὸ παρελθὸν καί, ἂν τὸ κάνει, θὰ προσβάλει τὴν ἐλευθερία συνείδηση τῶν πολιτῶν»[10]. Ἡ σημαντικὴ αὐτὴ ἐπισήμανση ἰσχύει κατ᾽ ἐξοχὴν γιὰ χῶρες, ὅπως ἡ Ἑλλάδα, μὲ θεμελιακὰ διαφορετικὴ θρησκευτικὴ ἱστορία ἀπ᾽ αὐτὴν τῆς Δύσης καὶ σημαίνει ὅτι οὔτε ἐσωτερικὸς νόμος, οὔτε διεθνὴς κανόνας θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιβάλει τήν ἀπομάκρυνση τῶν εἰκόνων, δηλαδὴ τὴν κατάργηση ἑνὸς ἐθίμου αἰώνων, διότι θὰ ἐπιδίωκε νὰ διαγράψει τὸ παρελθὸν καὶ ἑπομένως θὰ προσέβαλε τήν ἐλευθερία συνείδησης τῶν πολιτῶν. Ἰδού τά ὅρια τῆς ἰσοπεδωτικῆς ἀντιμετώπισης τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στὴν Εὐρώπη. Καὶ ἄς μὴ λησμονεῖται ὅτι στὸ Ἰσραήλ, ποὺ βέβαια ἀνήκει στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτιστικὸ κύκλο, θρησκευτικὴ ἐλευθερία μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἀντίληψη δὲν ὑπάρχει[11]. Πρόκειται γιὰ σκάνδαλο; Ἀντὶ νὰ ἀπαντήσουμε καταφατικὰ, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη μας αὐτὸ ποὺ ἡ Ἄννα Ἄρεντ τονίζει στὶς «Ἀπαρχὲς τοῦ Ὁλοκληρωτισμοῦ»[12], δηλαδὴ τὸν τοπικὸ χαρακτήρα προστασίας τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Συμπερασματικά, ἡ ἀπομάκρυνση τῶν εἰκόνων ἀπὸ τοὺς δημόσιους χώρους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι συνέπεια ὁποιασδήποτε σχετικῆς ἀπόφασης τοῦ ΕΔΔΑ. Θὰ εἶχε τὸν χαρακτήρα ἀθεμελίωτης εὐθυγράμμισης μὲ ἀλλότρια πρότυπα καὶ ἐπιβολῆς ἑνὸς μέτρου ἐνάντια στὴ θέληση τῶν πολλῶν χωρὶς αὐτὸ νὰ δικαιολογεῖται ἀπὸ ὁποιαδήποτε προσβολὴ τῆς ἐλευθερίας τῶν ὀλίγων.

____________________________________
Παραπομπές:
1. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸν τιμητικὸ τόμο τοῦ Καθηγητοῦ Μαριάνου Καράση.
2. Δεύτερο Τμῆμα (7 δικαστές), ἀπόφαση 3 Νοεμβρίου 2009, ὑπόθεση ἀριθ. 30814/06.
3. βλ. π.χ. Η.Kelsen, Reine Rechtslehre, Βιέννη 1960, σ. 235.
4. ἐφημερίδα «Ἀπογευματινή», 10 Νοεμβρίου 2009.
5. Αὐτὸ ἤδη σημαίνει ὅτι ἀποκλείεται ἡ εἰκόνα νὰ προκαλέσει φόβο ἢ ἀποστροφὴ στὰ παιδιά.
6. Young, James and Webster, United Kingdom, 13 Αὐγούστου 1981. Βλ. σχόλιό μας στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπιθεώρηση Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου, 3/1983, σ. 589-598• βλ. ἀνάλογες ἀναπτύξεις στὴ διδακτορικὴ διατριβὴ μας (Ν. Aliprantis, La place de la convention collective dans la hierarchie des normes, Παρίσι,
1980, ἰδίως σ. 125).
7. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ἀπόφαση Lautsi γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο παραπέμπει γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς
ἀρνητικῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στὴν ἀπόφαση Young, James and Webster (παρ. 47, e). Βλ. παρακάτω.
8. βλ.W. Hassemer / W. Hoffmann- Riem / J. Limbach, Grundrechte und soziale Wirklichkeit, 1981, ἰδίως σελ. 39-76.
9. Ἀπόφαση ἀρ. 508/ 20 Νοεμβρίου 2000 (βλ. καί ἀναφορά στήν ἀπόφαση Lautsi, παρ. 24).
10. J.P. Jacque, «A propos de deux arrets de la Cour Supreme des Etats-Unis sur les relations entre l’Etat et la religion», L’Europe des libertes, revue d’actualite juridique, no 17, 2005, σ.1 ἐπ., σ.4 κάτω σ.5 ἐπάνω.
11. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ishak Englard, καθηγητής τοῦ ἑβραϊκοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἱερουσαλήμ (βλ. εἰσήγηση «La liberte religieuse» στό Les droits de l’homme: Droits collectifs ou droits individuels, Faculte de Droit et des Sciences Politiques de Strasbourg 13-14 mars 1979.
12. Hanna Arendt, The origins of Totalitarianism, 1979, σ.300. Ἀνάλυση τῆς ἐπισήμανσης αὐτῆς θά ἐξερχόταν ἀπό τό πλαίσιο τῆς παρούσης μελέτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)