ΠΑΡΑΔΟΞΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
῞Οπως εἶναι γνωστόν, ὁ πρώην Μητροπολίτης Παντελεήμων (Μπεζενίτης) καταδικάσθηκε μὲ τὴν 778/2009 ἀπόφαση τοῦ ποινικοῦ Τμήματος τοῦ ᾿Αρείου Πάγου ἀμετάκλητα (μετὰ δυὸ οὐσιαστικὲς καταδίκες) σὲ κάθειρξη ἕξι ἐτῶν, γιὰ τὸ κακούργημα τῆς ὑπεξαίρεσης μεγάλου χρηματικοῦ ποσοῦ ἀπὸ Ι. Μ. τῆς δικαιοδοσίας του......
῾Η ποινικὴ αὐτὴ ἀπόφαση στάλθηκε στὴν Ι. Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀκολούθως παρέπεμψε τὸ φάκελλο στὸ Πρωτοβάθμιο ᾿Εκκλησιαστικὸ Δικαστήριο, τὸ ὁποῖο καὶ ἀπήγγειλε ἁπλῶς τήν καθαίρεση τοῦ Μητροπολίτη, ὅπως αὐτό, κατὰ δέσμια ἐνέργεια, ἐπιβάλλονταν ἀπὸ τή ρητὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Νόμου 5383/1932 «Περὶ ᾿Εκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων». ῾Ο πρώην Μητροπολίτης ἄσκησε στὸ Πατριαρχεῖο «τὸ δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου» μὲ αἴτημα τὴν ἐπανεξέταση τῆς ὑπόθεσής του. Τὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ γνώμη εἰδικῶς συσταθείσης ᾿Επιτροπῆς, ἐπιλήφθηκε τῆς ὑπόθεσης καὶ ἐγνώρισε τὸ ἀποτέλεσμα μὲ ἐπιστολή, τὴν ὁποία ἀπέστειλε πρόσφατα ὁ Πατριάρχης στὸν ἐδῶ ᾿Αρχιεπίσκοπο.
Μεταφέρουμε ἀποσπάσματα τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς, ὅπως αὐτὴ δημοσιεύθηκε στὸν ἡμερήσιο ἀθηναϊκὸ τύπο.
«Στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ὑπογράφει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, καὶ δημοσίευσε τὸ ἐκκλησιαστικὸ πρακτορεῖο εἰδήσεων “Amen.gr”, τονίζεται πὼς ὁ φάκελος τῆς ὑπόθεσης μελετήθηκε ἐνδελεχῶς καὶ διαπιστώθηκε πὼς ”τὸ Δευτεροβάθμιον δι’ ᾿Αρχιερεῖς Συνοδικὸν Δικαστήριον τῆς καθ᾿ ῾Υμᾶς ᾿Εκκλησίας δὲν ἐξεδίκασεν εἰσέτι τὴν περίπτωσιν τοῦ ἐν λόγῳ πρωτοβαθμίως κριθέντος ᾿Ιεράρχου”. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ῾Αγία καὶ ῾Ιερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκφράζει τὴν ἄποψη ὅτι πρὸ τῆς ἐξετάσεως ἐπὶ τῆς οὐσίας τῆς ἐκκλήτου δέον ὅπως ὁλοκληρωθῆ ἡ παρὰ τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καὶ τοῦ ἐν ἰσχύι Νόμου 5383/1932 περὶ ᾿Εκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης προβλεπομένη διαδικασία δευτεροβαθμίου κρίσεως, μεθ᾿ ἥν ἡ Μήτηρ ᾿Εκκλησία ἐπιληφθήσεται ταύτης τελεσιδίκως καὶ ὀριστικῶς». Στὸ παραπάνω κείμενο τοῦ Πατριαρχικοῦ Γράμματος ἐπισημαίνουμε δυὸ διαπιστώσεις.
Η ΠΡΩΤΗ· ῞Οτι «τὸ ἔκκλητον» ἀσκεῖται παραδεκτῶς (κατὰ νομικὴ ὁρολογία), μόνο σὲ ἐκεῖνες τὶς περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὑπάρχει ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ Δευτεροβάθμιου ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου ἐπὶ τῶν δικαζομένων κανονικῶν παραπτωμάτων τῶν κληρικῶν. ᾿Απόφαση δηλαδὴὴΔευτεροβαθμίου Ε.Δ., τὸ ὁποῖο, κατὰ τοὺς σαφεῖς ὁρισμοὺς τῆς παραγ. 1 τοῦ ἄρθρ. 44 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ᾿Εκκλησίας (Κ.Χ.Ε.Ε.) καὶ μετὰ ἀπὸ αὐστηρὴὴτήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαδικασίας, ἐξετάζει σὲ δεύτερο βαθμὸ τὴν ὑπόθεση κατὰ τὴν κανονική, νομικὴὴκαὶ οὐσιαστικὴ βάση καί, ἀξιολογώντας τὰ στοιχεῖα τοῦ φακέλλου, ὅπως αὐτὰ πρωτοδίκως καὶ κατ᾿ ἔφεση προσκομίζονται, καταλήγει κατὰ δικαιοδοτικὴ κρίση σὲ τελεσίδικη καταδίκη τοῦ Μητροπολίτη.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ· ῞Οτι τὸ Πατριαρχεῖο μνημονεύει ρητῶς καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἰσχύ τοῦ Ν. 5383/1932 «Περὶ Ε.Δ.». Καὶ συνεπῶς, μνημονεύοντας ρητῶς τὸ νόμο αὐτό, ἀναφέρεται προδήλως σὲ ὅλες τὶς διατάξεις του, ἑπομένως καὶ στὴν ἐπίμαχη διάταξη τοῦ ἄρθρου 160. Πρέπει δὲ νὰ τονισθεῖ ἐπὶ πλέον ὅτι ὁ νόμος 5383/1932 τῶν Ε.Δ. εἰδικὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ θεωρεῖται ὡς ἰσχύων καὶ μὲ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε. (νόμος 590/ 1977), ὁ ὁποῖος μάλιστα, πρὸ τῆς προώθησής του στὴ Βουλὴ πρὸς ψήφιση, στάλθηκε ἀπὸ τὴ διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας στὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἔτυχε τῆς ἔγκρισής του.
Εἶναι ἐξάλλου γνωστό, καὶ ἀπὸ τὴ νομικὴ θεωρία καὶ ἀπὸ τὴ δικαστηριακὴ νομολογία, καὶ θεωροῦμε περιττὸ νὰ τὸ ὑπομνήσουμε, ὅτι ὅλοι οἱ νόμοι τῆς ῾Ελληνικῆς Πολιτείας εἶναι ἰσχυροὶ καὶ ἐφαρμοστέοι ὡς ἔχουν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄργανα τῆς διοίκησης εἴτε αὐτὰ εἶναι ὄργανα τοῦ δημοσίου εἴτε αὐτὰ ἀνήκουν σὲ Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), ὅπως εἶναι καὶ ἡ ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ἔτσι τὸ θέλησε ἡ ἴδια καὶ ρητῶς τὸ διατύπωσε στὴν παράγ. 4 τοῦ ἄρθ. 1 τοῦ Καταστατικοῦ τῆς Χάρτου. Σὲ μία μόνο περίπτωση ὁ νόμος ἢ ὁρισμένες διατάξεις αὐτοῦ δὲν ἰσχύουν, ὅταν κριθοῦν ὡς ἀντισυνταγματικῶς ἀνίσχυροι καὶ τοῦτο μετὰ δικαστικὴ ἀπόφαση, γιατί μόνο τὰ συντεταγμένα δικαστήρια τῆς Πολιτείας ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐξουσία καὶ κανένα ἄλλο ὄργανο. ῎Αλλως ἡ διοίκηση καὶ συνεπῶς καὶ ἡ ᾿Εκκλησία ὡς Ν.Π.Δ.Δ. εἶναι ὑποχρεωμένες νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν τοὺς νόμους, ὡς αὐτοὶ ἔχουν.
Εἰδικότερα· Στὴν περίπτωση τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Ν. 5383/1932 (Ε.Δ.) ἡ ἀπαγγελία τῆς καθαίρεσης ἀπὸ τὸ Ε.Δ. σὲ καταδικασθέντα γιὰ κακούργημα κληρικό (βλ. καὶ Μητροπολίτη) ἀμετάκλητα ἀπὸ τὸ ποινικὸ δικαστήριο εἶναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ, ἀμέσως ἐκτελεστὴ καὶ ἐπιβάλλεται κατὰ δέσμια ἐνέργεια. Στὴν περίπτωση αὐτὴ (ἄρθρ. 160) τὸ ᾿Εκκλησιαστικὸ Δικαστήριο δὲν ἀσκεῖ δικαιοδοτικὴ κρίση κατὰ τὸ ἄρθρ. 44 Κ.Χ.Ε.Ε. καὶ οὐδόλως ἐνεργεῖ ὡς δικαστήριο, ἀλλά, ὄντας, κατὰ πάγια νομολογία τῶν Διοικητικῶν Δικαστηρίων (ΣτΕ), συλλογικὸ διοικητικὸ ὄργανο, ἐκδίδει ὑποχρεωτικῶς διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη, χωρὶς αὐτὴ νὰ ἀποτελεῖ ἀπόφαση ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου, ἀφοῦ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὴν ὅλη διαδικασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης.
Μὲ ἄλλα λόγια ἡ πράξη αὐτὴ τῆς καθαίρεσης, ποὺ εἰδικὰ προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἰσχῦον ἄρθ. 160 τοῦ Ν. 5383/ 1932 γιὰ τὸν καταδικασθέντα ἀμετάκλητα γιὰ κακούργημα ᾿Αρχιερέα, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα δικαιοδοτικῆς κρίσης, μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ ἔρευνα κανονικὴ, νομικὴ καὶ οὐσιαστική, ἀφοῦ κάτι τέτοιο ρητῶς τὸ ἀποκλείει καὶ κατηγορηματικὰ τὸ ἀπαγορεύει τὸ ἴδιο τὸ ἄρθρο 160 μὲ τὴ ρητὴ διατύπωση καὶ ἐπιταγή· «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας».
᾿Αποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἀναντίρρητων νομικῶν διαπιστώσεων, ποὺ προπαρατέθηκαν, εἶναι καὶ τοῦτο, ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ τῆς καθαίρεσης μὲ τὴν παραπάνω εἰδικὴ διαδικασία ποὺ ἐκδίδεται, δὲν ἀποτελεῖ ἀπόφαση Ε.Δ., μὲ συνέπεια, ἀφοῦ δὲν ἀποτελεῖ ἀπόφαση δικαστηρίου, νὰ μὴν ὑπόκειται οὔτε καὶ στὸ ἔνδικο μέσο τῆς ἔφεσης ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Ε.Δ., ἡ ὁποία προϋποθέτει ὁπωσδήποτε πρωτοβάθμια οὐσιαστικὴ ἀπόφαση καὶ πάλι Ε.Δ. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως τονίσθηκε, ἡ πράξη αὐτή, τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας ὁ νομοθέτης ἀνέθεσε ἁπλῶς στὸ ᾿Εκκλησιαστικὸ Δικαστήριο, ὡς συλλογικὸ διοικητικὸ ὄργανο τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκδίδεται μὲ μόνη τὴν διαπίστωση ὅτι ἡ ποινικὴ καταδίκη τοῦ Μητροπολίτη γιὰ κακούργημα κατέστη ἀμετάκλητη, «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας», χωρὶς καμμιὰ περαιτέρω οὐσιαστικὴ ἔρευνα, χωρὶς νέα δίκη καὶ χωρὶς καμμιὰ ἄλλη διαδικασία.
῾Ως ἀναγκαῖο συμπέρασμα ὅλων αὐτῶν ἐξάγεται ἀβίαστα τοῦτο. ῾Η ὑποχρεωτικῶς ἐκδοθεῖσα, κατὰ ρητὴ καὶ σαφῆ ἐπιταγὴ τοῦ ἄρθ. 160, διαπιστωτικὴ ἁπλῶς διοικητικὴ πράξη τῆς καθαίρεσης δὲν ἀποτελεῖ ἀπόφαση Ε.Δ. κατὰ τὴ διαδικασία τοῦ ἄρθρου 44 Κ.Χ.Ε.Ε. καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ κατ᾿ αὐτῆς ἔφεση ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Ε.Δ. γιὰ τὴν ἐπανεξέταση σὲ δεύτερο βαθμὸ τῆς ὑπόθεσης. Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἐγνώριζε καὶ ὁ καταδικασθεὶς Μητροπολίτης, ἀφοῦ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἄσκησε ἔφεση, ὡς ὁ μόνος νομιμοποιούμενος, μέσα στὴν ἀποκλειστικὴ προθεσμία ποὺ ὁρίζεται στὸ νόμο των Ε.Δ. ᾿Αλλά, εἶναι ἐπίσης βέβαιο, ὅτι οὔτε καὶ κάποιο ἄλλο συνοδικὸ ὄργανο εἶχε (καὶ ἔχει καὶ σήμερα) τὴν ἐξουσία νὰ παραπέμψει αὐτὴ τὴν ὑπόθεση σὲ Δευτεροβάθμιο Ε.Δ. ῾Επόμενο τοῦτο εἶναι, ὅτι, ἀφοῦ ἡ πράξη τῆς καθαίρεσης κατὰ τὸ ἄρθ. 160 ἀναντίρρητα δὲν ὑπόκειται σὲ ἔφεση, δὲν μπορεῖ ἐξ ἀντικειμένου νὰ ἔχουμε καὶ τελεσίδικη κρίση Δευτεροβαθμίου Ε.Δ., ὅπως αὐτὸ προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἄρθρ. 44 Κ.Χ.Ε.Ε., μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν εἶναι οὔτε νομικῶς παραδεκτὴ ἡ ἄσκηση τῆς προσφυγῆς τοῦ ἐκκλήτου ἐνώπιον τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο τὸ δέχθηκε.
Καὶ ἐπισφραγίζουμε τὸ σχόλιο μὲ τὴν ἀναντίρρητη διαπίστωση, ὅτι στὴν περίπτωση τῆς προκειμένης καθαίρεσης, ἡ ὁποία ἀπαγγέλθηκε ἁπλῶς μὲ διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη δέσμιας ἐνέργειάς του Ε.Δ. ὡς συλλογικοὺ διοικητικοῦ ὀργάνου καὶ «ἄνευ ἑτέρας διαδικασίας», δὲν ὑπῆρξε, οὔτε ἄλλωστε μποροῦσε ἐξ ἀντικειμένου νὰ ὑπάρξει, τελεσίδικη ἀπόφαση Δευτεροβαθμίου Ε.Δ., ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐκκλήτου στὸ Πατριαρχεῖο. Κάθε ἀντίθετη ἄποψη εἶναι παντελῶς ἀβάσιμη καὶ ἀντιβαίνει προδήλως καὶ στὸν Κ.Χ.Ε.Ε. καὶ στὸ νόμο 5383/1932 Περὶ Ε.Δ. Θὰ ἦταν ἐπὶ πλέον καὶ ἐπικίνδυνο, γιατί θὰ ἀποτελοῦσε ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Πατριαρχείου στὶς λειτουργίες τῆς ῾Ελληνικῆς Πολιτείας (Δικαστική, Νομοθετική, ᾿Εκτελεστική).
ΕΠΙΜΥΘΙΟ· Διαβάζοντας κανεὶς καὶ βλέποντας ὅλες αὐτὲς τὶς διεργασίες ποὺ γίνονται ἐπὶ πολλὰ συνεχῆ ἔτη καὶ ἀπὸ τὴν ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία καὶ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο ἑνὸς Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ἀμετάκλητα καταδικάσθηκε, καὶ κατὰ τὰ τρία στάδια τῆς ποινικῆς διαδικασίας, στὴ βαρειὰ ποινὴ τῆς κάθειρξης γιὰ σοβαρότατο κακούργημα, καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀπογοήτευση. Καὶ ἡ ἀπογοήτευσή του αὐτὴ διευρύνεται, ὅταν ἀντιπαραβάλει ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς συνεχεῖς, ἄδικες καὶ ἀντικανονικὲς διώξεις, ποὺ ὑπέστησαν καὶ ὑφίστανται ἐπὶ 35 καὶ πλέον χρόνια οἱ ἀρχικὰ δώδεκα καὶ στὴ συνέχεια οἱ τρεῖς ἄξιοι καὶ ἀνεπίληπτοι ῾Ιεράρχες, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς ἀποδοθεῖ κάποιο κανονικὸ παράπτωμα κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, χωρὶς ἀνακρίσεις, χωρὶς δίκη, χωρὶς ἀπολογία οὔτε κἄν ἀκρόαση καὶ μάλιστα μετὰ τὴν πλήρη δικαίωσή τους ἀπὸ τὴν ῾Ελληνικὴ Δικαιοσύνη μὲ τριάντα καὶ πλέον ἀποφάσεις. Καὶ μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόδηλη καταπάτηση καὶ συνεχῆ παραβίαση τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μὲ τὶς ἀρχικὰ δικτατορικὲς καὶ ἀντικανονικὲς ἐκπτώσεις καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὰ ἀνυπόστατα καὶ ἀντικανονικὰ ἐπιτίμια, δὲν εἴδαμε κάποια παρέμβαση, κάποια ἀντίδραση ἢ κάποια εἰλικρινῆ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες, οὔτε τῆς δικῆς μας ᾿Εκκλησίας οὔτε τοῦ Πατριαρχείου, γιὰ νὰ σταματήσουν κάποτε αὐτές, οἱ ἐκτροπὲς καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἐπιτέλους ἡ κανονικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ τάξη, ποὺ τόσο πολὺ ταλαιπωρήθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια καὶ τόσο πολὺ πλήγωσε καὶ ἀπογοήτευσε τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα. Καὶ νὰ τώρα βλέπουμε, γιὰ ἕνα Μητροπολίτη, καταδικασθέντα ἀμετάκλητα ἀπὸ τὴν ῾ΕλληνικὴὴΔικαιοσύνη σὲ βαρειὰ ποινὴ γιὰ σοβαρὸ κακούργημα, νὰ ἀπασχολοῦνται χωρὶς ἀποτέλεσμα τόσοι καὶ τόσοι ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες, ἀκόμη καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἠγεσίες, ἐπὶ δέκα καὶ πλέον ἔτη.
Καὶ κλείνουμε ἐπισημαίνοντας μὲ θλίψη πολλὴ τὴν ἔντονη καὶ κραυγαλέα αὐτὴ ἀντίθεση, τὴν ὁποία καὶ τὴν διαπιστώνει καὶ τὴ ζεῖ μὲ πόνο καὶ ἀπογοήτευση ὁ πιστὸς λαός μας.
῾Ο Σχολιαστὴς
῾Η ποινικὴ αὐτὴ ἀπόφαση στάλθηκε στὴν Ι. Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀκολούθως παρέπεμψε τὸ φάκελλο στὸ Πρωτοβάθμιο ᾿Εκκλησιαστικὸ Δικαστήριο, τὸ ὁποῖο καὶ ἀπήγγειλε ἁπλῶς τήν καθαίρεση τοῦ Μητροπολίτη, ὅπως αὐτό, κατὰ δέσμια ἐνέργεια, ἐπιβάλλονταν ἀπὸ τή ρητὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Νόμου 5383/1932 «Περὶ ᾿Εκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων». ῾Ο πρώην Μητροπολίτης ἄσκησε στὸ Πατριαρχεῖο «τὸ δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου» μὲ αἴτημα τὴν ἐπανεξέταση τῆς ὑπόθεσής του. Τὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ γνώμη εἰδικῶς συσταθείσης ᾿Επιτροπῆς, ἐπιλήφθηκε τῆς ὑπόθεσης καὶ ἐγνώρισε τὸ ἀποτέλεσμα μὲ ἐπιστολή, τὴν ὁποία ἀπέστειλε πρόσφατα ὁ Πατριάρχης στὸν ἐδῶ ᾿Αρχιεπίσκοπο.
Μεταφέρουμε ἀποσπάσματα τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς, ὅπως αὐτὴ δημοσιεύθηκε στὸν ἡμερήσιο ἀθηναϊκὸ τύπο.
«Στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ὑπογράφει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, καὶ δημοσίευσε τὸ ἐκκλησιαστικὸ πρακτορεῖο εἰδήσεων “Amen.gr”, τονίζεται πὼς ὁ φάκελος τῆς ὑπόθεσης μελετήθηκε ἐνδελεχῶς καὶ διαπιστώθηκε πὼς ”τὸ Δευτεροβάθμιον δι’ ᾿Αρχιερεῖς Συνοδικὸν Δικαστήριον τῆς καθ᾿ ῾Υμᾶς ᾿Εκκλησίας δὲν ἐξεδίκασεν εἰσέτι τὴν περίπτωσιν τοῦ ἐν λόγῳ πρωτοβαθμίως κριθέντος ᾿Ιεράρχου”. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ῾Αγία καὶ ῾Ιερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκφράζει τὴν ἄποψη ὅτι πρὸ τῆς ἐξετάσεως ἐπὶ τῆς οὐσίας τῆς ἐκκλήτου δέον ὅπως ὁλοκληρωθῆ ἡ παρὰ τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων καὶ τοῦ ἐν ἰσχύι Νόμου 5383/1932 περὶ ᾿Εκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης προβλεπομένη διαδικασία δευτεροβαθμίου κρίσεως, μεθ᾿ ἥν ἡ Μήτηρ ᾿Εκκλησία ἐπιληφθήσεται ταύτης τελεσιδίκως καὶ ὀριστικῶς». Στὸ παραπάνω κείμενο τοῦ Πατριαρχικοῦ Γράμματος ἐπισημαίνουμε δυὸ διαπιστώσεις.
Η ΠΡΩΤΗ· ῞Οτι «τὸ ἔκκλητον» ἀσκεῖται παραδεκτῶς (κατὰ νομικὴ ὁρολογία), μόνο σὲ ἐκεῖνες τὶς περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὑπάρχει ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ Δευτεροβάθμιου ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου ἐπὶ τῶν δικαζομένων κανονικῶν παραπτωμάτων τῶν κληρικῶν. ᾿Απόφαση δηλαδὴὴΔευτεροβαθμίου Ε.Δ., τὸ ὁποῖο, κατὰ τοὺς σαφεῖς ὁρισμοὺς τῆς παραγ. 1 τοῦ ἄρθρ. 44 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ᾿Εκκλησίας (Κ.Χ.Ε.Ε.) καὶ μετὰ ἀπὸ αὐστηρὴὴτήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαδικασίας, ἐξετάζει σὲ δεύτερο βαθμὸ τὴν ὑπόθεση κατὰ τὴν κανονική, νομικὴὴκαὶ οὐσιαστικὴ βάση καί, ἀξιολογώντας τὰ στοιχεῖα τοῦ φακέλλου, ὅπως αὐτὰ πρωτοδίκως καὶ κατ᾿ ἔφεση προσκομίζονται, καταλήγει κατὰ δικαιοδοτικὴ κρίση σὲ τελεσίδικη καταδίκη τοῦ Μητροπολίτη.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ· ῞Οτι τὸ Πατριαρχεῖο μνημονεύει ρητῶς καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἰσχύ τοῦ Ν. 5383/1932 «Περὶ Ε.Δ.». Καὶ συνεπῶς, μνημονεύοντας ρητῶς τὸ νόμο αὐτό, ἀναφέρεται προδήλως σὲ ὅλες τὶς διατάξεις του, ἑπομένως καὶ στὴν ἐπίμαχη διάταξη τοῦ ἄρθρου 160. Πρέπει δὲ νὰ τονισθεῖ ἐπὶ πλέον ὅτι ὁ νόμος 5383/1932 τῶν Ε.Δ. εἰδικὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ θεωρεῖται ὡς ἰσχύων καὶ μὲ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 44 τοῦ Κ.Χ.Ε.Ε. (νόμος 590/ 1977), ὁ ὁποῖος μάλιστα, πρὸ τῆς προώθησής του στὴ Βουλὴ πρὸς ψήφιση, στάλθηκε ἀπὸ τὴ διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας στὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἔτυχε τῆς ἔγκρισής του.
Εἶναι ἐξάλλου γνωστό, καὶ ἀπὸ τὴ νομικὴ θεωρία καὶ ἀπὸ τὴ δικαστηριακὴ νομολογία, καὶ θεωροῦμε περιττὸ νὰ τὸ ὑπομνήσουμε, ὅτι ὅλοι οἱ νόμοι τῆς ῾Ελληνικῆς Πολιτείας εἶναι ἰσχυροὶ καὶ ἐφαρμοστέοι ὡς ἔχουν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄργανα τῆς διοίκησης εἴτε αὐτὰ εἶναι ὄργανα τοῦ δημοσίου εἴτε αὐτὰ ἀνήκουν σὲ Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), ὅπως εἶναι καὶ ἡ ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ἔτσι τὸ θέλησε ἡ ἴδια καὶ ρητῶς τὸ διατύπωσε στὴν παράγ. 4 τοῦ ἄρθ. 1 τοῦ Καταστατικοῦ τῆς Χάρτου. Σὲ μία μόνο περίπτωση ὁ νόμος ἢ ὁρισμένες διατάξεις αὐτοῦ δὲν ἰσχύουν, ὅταν κριθοῦν ὡς ἀντισυνταγματικῶς ἀνίσχυροι καὶ τοῦτο μετὰ δικαστικὴ ἀπόφαση, γιατί μόνο τὰ συντεταγμένα δικαστήρια τῆς Πολιτείας ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐξουσία καὶ κανένα ἄλλο ὄργανο. ῎Αλλως ἡ διοίκηση καὶ συνεπῶς καὶ ἡ ᾿Εκκλησία ὡς Ν.Π.Δ.Δ. εἶναι ὑποχρεωμένες νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν τοὺς νόμους, ὡς αὐτοὶ ἔχουν.
Εἰδικότερα· Στὴν περίπτωση τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Ν. 5383/1932 (Ε.Δ.) ἡ ἀπαγγελία τῆς καθαίρεσης ἀπὸ τὸ Ε.Δ. σὲ καταδικασθέντα γιὰ κακούργημα κληρικό (βλ. καὶ Μητροπολίτη) ἀμετάκλητα ἀπὸ τὸ ποινικὸ δικαστήριο εἶναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ, ἀμέσως ἐκτελεστὴ καὶ ἐπιβάλλεται κατὰ δέσμια ἐνέργεια. Στὴν περίπτωση αὐτὴ (ἄρθρ. 160) τὸ ᾿Εκκλησιαστικὸ Δικαστήριο δὲν ἀσκεῖ δικαιοδοτικὴ κρίση κατὰ τὸ ἄρθρ. 44 Κ.Χ.Ε.Ε. καὶ οὐδόλως ἐνεργεῖ ὡς δικαστήριο, ἀλλά, ὄντας, κατὰ πάγια νομολογία τῶν Διοικητικῶν Δικαστηρίων (ΣτΕ), συλλογικὸ διοικητικὸ ὄργανο, ἐκδίδει ὑποχρεωτικῶς διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη, χωρὶς αὐτὴ νὰ ἀποτελεῖ ἀπόφαση ᾿Εκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου, ἀφοῦ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὴν ὅλη διαδικασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς δίκης.
Μὲ ἄλλα λόγια ἡ πράξη αὐτὴ τῆς καθαίρεσης, ποὺ εἰδικὰ προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἰσχῦον ἄρθ. 160 τοῦ Ν. 5383/ 1932 γιὰ τὸν καταδικασθέντα ἀμετάκλητα γιὰ κακούργημα ᾿Αρχιερέα, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα δικαιοδοτικῆς κρίσης, μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ ἔρευνα κανονικὴ, νομικὴ καὶ οὐσιαστική, ἀφοῦ κάτι τέτοιο ρητῶς τὸ ἀποκλείει καὶ κατηγορηματικὰ τὸ ἀπαγορεύει τὸ ἴδιο τὸ ἄρθρο 160 μὲ τὴ ρητὴ διατύπωση καὶ ἐπιταγή· «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας».
᾿Αποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἀναντίρρητων νομικῶν διαπιστώσεων, ποὺ προπαρατέθηκαν, εἶναι καὶ τοῦτο, ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ τῆς καθαίρεσης μὲ τὴν παραπάνω εἰδικὴ διαδικασία ποὺ ἐκδίδεται, δὲν ἀποτελεῖ ἀπόφαση Ε.Δ., μὲ συνέπεια, ἀφοῦ δὲν ἀποτελεῖ ἀπόφαση δικαστηρίου, νὰ μὴν ὑπόκειται οὔτε καὶ στὸ ἔνδικο μέσο τῆς ἔφεσης ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Ε.Δ., ἡ ὁποία προϋποθέτει ὁπωσδήποτε πρωτοβάθμια οὐσιαστικὴ ἀπόφαση καὶ πάλι Ε.Δ. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως τονίσθηκε, ἡ πράξη αὐτή, τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας ὁ νομοθέτης ἀνέθεσε ἁπλῶς στὸ ᾿Εκκλησιαστικὸ Δικαστήριο, ὡς συλλογικὸ διοικητικὸ ὄργανο τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκδίδεται μὲ μόνη τὴν διαπίστωση ὅτι ἡ ποινικὴ καταδίκη τοῦ Μητροπολίτη γιὰ κακούργημα κατέστη ἀμετάκλητη, «ἄνευ ἑτέρας τινὸς διαδικασίας», χωρὶς καμμιὰ περαιτέρω οὐσιαστικὴ ἔρευνα, χωρὶς νέα δίκη καὶ χωρὶς καμμιὰ ἄλλη διαδικασία.
῾Ως ἀναγκαῖο συμπέρασμα ὅλων αὐτῶν ἐξάγεται ἀβίαστα τοῦτο. ῾Η ὑποχρεωτικῶς ἐκδοθεῖσα, κατὰ ρητὴ καὶ σαφῆ ἐπιταγὴ τοῦ ἄρθ. 160, διαπιστωτικὴ ἁπλῶς διοικητικὴ πράξη τῆς καθαίρεσης δὲν ἀποτελεῖ ἀπόφαση Ε.Δ. κατὰ τὴ διαδικασία τοῦ ἄρθρου 44 Κ.Χ.Ε.Ε. καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ κατ᾿ αὐτῆς ἔφεση ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Ε.Δ. γιὰ τὴν ἐπανεξέταση σὲ δεύτερο βαθμὸ τῆς ὑπόθεσης. Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἐγνώριζε καὶ ὁ καταδικασθεὶς Μητροπολίτης, ἀφοῦ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἄσκησε ἔφεση, ὡς ὁ μόνος νομιμοποιούμενος, μέσα στὴν ἀποκλειστικὴ προθεσμία ποὺ ὁρίζεται στὸ νόμο των Ε.Δ. ᾿Αλλά, εἶναι ἐπίσης βέβαιο, ὅτι οὔτε καὶ κάποιο ἄλλο συνοδικὸ ὄργανο εἶχε (καὶ ἔχει καὶ σήμερα) τὴν ἐξουσία νὰ παραπέμψει αὐτὴ τὴν ὑπόθεση σὲ Δευτεροβάθμιο Ε.Δ. ῾Επόμενο τοῦτο εἶναι, ὅτι, ἀφοῦ ἡ πράξη τῆς καθαίρεσης κατὰ τὸ ἄρθ. 160 ἀναντίρρητα δὲν ὑπόκειται σὲ ἔφεση, δὲν μπορεῖ ἐξ ἀντικειμένου νὰ ἔχουμε καὶ τελεσίδικη κρίση Δευτεροβαθμίου Ε.Δ., ὅπως αὐτὸ προβλέπεται ἀπὸ τὸ ἄρθρ. 44 Κ.Χ.Ε.Ε., μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν εἶναι οὔτε νομικῶς παραδεκτὴ ἡ ἄσκηση τῆς προσφυγῆς τοῦ ἐκκλήτου ἐνώπιον τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο τὸ δέχθηκε.
Καὶ ἐπισφραγίζουμε τὸ σχόλιο μὲ τὴν ἀναντίρρητη διαπίστωση, ὅτι στὴν περίπτωση τῆς προκειμένης καθαίρεσης, ἡ ὁποία ἀπαγγέλθηκε ἁπλῶς μὲ διαπιστωτικὴ διοικητικὴ πράξη δέσμιας ἐνέργειάς του Ε.Δ. ὡς συλλογικοὺ διοικητικοῦ ὀργάνου καὶ «ἄνευ ἑτέρας διαδικασίας», δὲν ὑπῆρξε, οὔτε ἄλλωστε μποροῦσε ἐξ ἀντικειμένου νὰ ὑπάρξει, τελεσίδικη ἀπόφαση Δευτεροβαθμίου Ε.Δ., ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐκκλήτου στὸ Πατριαρχεῖο. Κάθε ἀντίθετη ἄποψη εἶναι παντελῶς ἀβάσιμη καὶ ἀντιβαίνει προδήλως καὶ στὸν Κ.Χ.Ε.Ε. καὶ στὸ νόμο 5383/1932 Περὶ Ε.Δ. Θὰ ἦταν ἐπὶ πλέον καὶ ἐπικίνδυνο, γιατί θὰ ἀποτελοῦσε ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Πατριαρχείου στὶς λειτουργίες τῆς ῾Ελληνικῆς Πολιτείας (Δικαστική, Νομοθετική, ᾿Εκτελεστική).
ΕΠΙΜΥΘΙΟ· Διαβάζοντας κανεὶς καὶ βλέποντας ὅλες αὐτὲς τὶς διεργασίες ποὺ γίνονται ἐπὶ πολλὰ συνεχῆ ἔτη καὶ ἀπὸ τὴν ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία καὶ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο ἑνὸς Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ἀμετάκλητα καταδικάσθηκε, καὶ κατὰ τὰ τρία στάδια τῆς ποινικῆς διαδικασίας, στὴ βαρειὰ ποινὴ τῆς κάθειρξης γιὰ σοβαρότατο κακούργημα, καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀπογοήτευση. Καὶ ἡ ἀπογοήτευσή του αὐτὴ διευρύνεται, ὅταν ἀντιπαραβάλει ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς συνεχεῖς, ἄδικες καὶ ἀντικανονικὲς διώξεις, ποὺ ὑπέστησαν καὶ ὑφίστανται ἐπὶ 35 καὶ πλέον χρόνια οἱ ἀρχικὰ δώδεκα καὶ στὴ συνέχεια οἱ τρεῖς ἄξιοι καὶ ἀνεπίληπτοι ῾Ιεράρχες, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς ἀποδοθεῖ κάποιο κανονικὸ παράπτωμα κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, χωρὶς ἀνακρίσεις, χωρὶς δίκη, χωρὶς ἀπολογία οὔτε κἄν ἀκρόαση καὶ μάλιστα μετὰ τὴν πλήρη δικαίωσή τους ἀπὸ τὴν ῾Ελληνικὴ Δικαιοσύνη μὲ τριάντα καὶ πλέον ἀποφάσεις. Καὶ μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόδηλη καταπάτηση καὶ συνεχῆ παραβίαση τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μὲ τὶς ἀρχικὰ δικτατορικὲς καὶ ἀντικανονικὲς ἐκπτώσεις καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὰ ἀνυπόστατα καὶ ἀντικανονικὰ ἐπιτίμια, δὲν εἴδαμε κάποια παρέμβαση, κάποια ἀντίδραση ἢ κάποια εἰλικρινῆ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες, οὔτε τῆς δικῆς μας ᾿Εκκλησίας οὔτε τοῦ Πατριαρχείου, γιὰ νὰ σταματήσουν κάποτε αὐτές, οἱ ἐκτροπὲς καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἐπιτέλους ἡ κανονικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ τάξη, ποὺ τόσο πολὺ ταλαιπωρήθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια καὶ τόσο πολὺ πλήγωσε καὶ ἀπογοήτευσε τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα. Καὶ νὰ τώρα βλέπουμε, γιὰ ἕνα Μητροπολίτη, καταδικασθέντα ἀμετάκλητα ἀπὸ τὴν ῾ΕλληνικὴὴΔικαιοσύνη σὲ βαρειὰ ποινὴ γιὰ σοβαρὸ κακούργημα, νὰ ἀπασχολοῦνται χωρὶς ἀποτέλεσμα τόσοι καὶ τόσοι ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες, ἀκόμη καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἠγεσίες, ἐπὶ δέκα καὶ πλέον ἔτη.
Καὶ κλείνουμε ἐπισημαίνοντας μὲ θλίψη πολλὴ τὴν ἔντονη καὶ κραυγαλέα αὐτὴ ἀντίθεση, τὴν ὁποία καὶ τὴν διαπιστώνει καὶ τὴ ζεῖ μὲ πόνο καὶ ἀπογοήτευση ὁ πιστὸς λαός μας.
῾Ο Σχολιαστὴς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου