Επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο απέστειλλε ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σερραφείμ, όσον αφορά την πρόσκληση του να συμμετάσχει στο Β Βάθμιο δι΄ Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο.
Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ στην επιστολή του τονίζει, τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση να συμμετάσχει στο Β βάθμιο δι΄ Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο αύριο Τρίτη 2 Μαρτίου 2010.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Επί τής Υμετέρας υπ’ αριθμ. 664/372/22.2.2010 Προσκλήσεως προς συμμετοχήν μου ως αναπληρωματικού μέλους.....
εν τη συνθέσει του υπό την Υμετέραν Προεδρίαν συγκληθησομένου Β βαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου την Δευτέραν προσεχούς μηνός Μαρτίου ημέραν Τρίτην και ώραν 10ηνπρωϊνην προκειμένου ίνα τούτο κρίνη και δικάση την από 29/1/2010 έφεσιν του τέως Μητροπολίτου Αττικής και νυν Μοναχού κ. Παντελεήμονος Μπεζενίτου κατά της υπ’ αριθ. 1/2009 Αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου, δι’ ης κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», καθηρέθη ούτος εκ του Αρχιερατικού Υπουργήματος και επανήλθε εις την τάξιν των Μοναχών επάγομαι τα κάτωθι:
1. Ο Μητροπολίτης πρ. Αττικής κ. Παντελεήμων καθηρέθη όχι κατά τήν τακτικήν κανονικήν διαδικασίαν, την οποίαν προβλέπει ο προρρηθείς Νόμος 5383/1932, αλλά κατά την ειδικήν διαδικασίαν την οποίαν προβλέπει το άρθρον 160 του Νόμου αυτού. Όπως είναι διατυπωμένη η ειρημένη διάταξις προκύπτουν εξ αυτής, ότι η καθαίρεσις είναι υποχρεωτική δηλ. δεν έχει το Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον εξουσίαν ίνα απαλλάξη τον παραπεμφθέντα εις αυτό Κληρικόν η να του επιβάλη μικροτέραν ποινήν. Αυτή είναι η έννοια της φράσεως του Νόμου: «... προκαλεί την καθαίρεσιν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
Επομένως πρόκειται περί δεσμίας νομικής ενεργείας και εν ταυτώ η Απόφασις περί καθαιρέσεως εκδίδεται μεν από Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, εις την ουσίαν όμως δεν είναι δικαστική Απόφασις, ως αι λοιπαί αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, αλλά ειδικόν και υποχρεωτικόν διοικητικόν μέτρον, το οποίον αποτελεί έννομον συνέπειαν της αμετακλήτου καταστάσης ποινικής Αποφάσεως του Πολιτειακού Ποινικού Δικαστηρίου.
Ο Πολιτειακός Νομοθέτης δια της διατάξεως 160 του Ν. 5383/1932, την οποίαν καλώς η κακώς, ηθελημένως η αθελήτως απεδέχθησαν, τόσον το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όσον και η καθ’ ημάς Αγιωτάτη Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος, κατά την ψήφισιν του Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», δεν θέλει να παραμείνη εις το ιερατικόν Υπούργημα Κληρικός, ο οποίος διέπραξε τοσούτον σοβαρόν ποινικόν αδίκημα, ώστε να του επιβληθή «εγκληματική ποινή» και δη αμετακλήτως.
Επειδή όμως δεν έχει εξουσίαν να αναθέση την αρμοδιότητα καθαιρέσεως εις το Πολιτειακόν Δικαστήριον, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτον κατά το Σύνταγμα επέμβασιν της Πολιτείας εις τα interna της Εκκλησίας, αναθέτει την αρμοδιότητα αυτήν εις το αρμόδιον Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, η Απόφασις του οποίου λαμβανομένη «άνευ ετέρας τινός διαδικασίας» είναι οριστική και τελεσίδικος και δεν υπόκειται εις ένδικον μέσον δηλ. εις έφεσιν ενώπιον του αρμοδίου Ββαθμίου Εκλησιαστικού Δικαστηρίου ούτε προκειμένου περί Μητροπολιτών εις έκκλητον ενώπιον του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου.
2. Η έφεσις και το έκκλητον εν γένει προϋποθέτουν την ύπαρξιν νομικού λόγου εφέσεως ο οποίος εν προκειμένω δεν υφίσταται η την ύπαρξιν σφάλματος εις την Απόφασιν του αποφανθέντος Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου το οποίον ωσαύτως δεν υφίσταται διότι το αποφασίσαν την καθαίρεσιν Πρωτοβάθμιον δι’ Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον δεν έκρινε κατ’ουσίαν την υπόθεσιν ούτε εξέδωκε κρίσιν επί σχηματισθείσης Κανονικής δικογραφίας, ούτε ηρμήνευσεν Νόμον τινα κατά τρόπον λανθασμένον, αλλά διέταξε την καθαίρεσιν «άνευ ετέρας τινός διαδικασίας» διότι δεν ηδύνατο να αποφασίση διαφορετικώς. Συνεπώς επαναλαμβάνω και αύθις, ούτε έφεσις ενώπιον του Ββαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου χωρεί ούτε έκκλητον ενώπιον του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου.
3. Εν όψει τών προεκτεθέντων το αίτημα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου ως και προφορικώς έχω αναφέρει εις Υμάς θα έδει να ερμηνευθή ως απλή υπόδειξις μη λαμβάνουσα υπ’ όψιν αυτής τα ανωτέρω και όχι ασφαλώς ως εντολή πρός Αυτοκέφαλον, ανεξάρτητον και Αυτοδιοίκητον Εκκλησίαν διότι ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης τοιαύτην αρμοδιότητα και δυνατότητα και κατά το Κανονικόν δικαιϊκόν πλαίσιον και κατά το Νομικόν σύστημα ρυθμίσεως σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας εν Ελλάδι δεν κέκτηται.
Θα ηδύνατο όμως αντί όλης αυτής της εμπλοκής να κάμη χρήσιν της εκκλήτου αυτού δικαιοδοσίας, την οποίαν πάντες αποδεχόμεθα ομοφώνως, απορρίπτων ως απαραδέκτως ασκηθείσας τας ενώπιον Αυτού υποβληθείσας εκκλήτους προσφυγάς του πρώην Μητροπολίτου Αττικής.
4. Κατόπιν τών προεκτεθέντων η σύγκλησις του Β βαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου τη Υμετέρα Προσκλήσει παρίσταται ως μία μη σύννομος ενέργεια και μη ερειδομένη επί Νομικής προβλέψεως και προϋποθέσεως και φυσικά ως μία πλήρως αλυσιτελής διαδικασία που δυστυχώς θα εμπλέξη τόσον την Υμετέραν Γεραράν Μακαριότητα όσον και τους αποδεχθησομένους την Υμετέραν πρόσκλησιν και συμμετέχοντας εις την ως άνω παράνομον διαδικασίαν εις ενδεχομένους ποινικάς ευθύνας δια παράβασιν καθήκοντος και απιστίαν περί την υπηρεσίαν.
Κ Α Τ Α Τ Α Υ Τ Α
Αδυνατώ ίνα συμπράξω εις μίαν τοιαύτην έκνομον ενέργειαν και δια τον λόγον αυτόν δεν αποδέχομαι την υπ’ αριθ. 664/372/22.2.2010 Υμετέραν Πρόσκλησιν.
Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ στην επιστολή του τονίζει, τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση να συμμετάσχει στο Β βάθμιο δι΄ Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο αύριο Τρίτη 2 Μαρτίου 2010.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Επί τής Υμετέρας υπ’ αριθμ. 664/372/22.2.2010 Προσκλήσεως προς συμμετοχήν μου ως αναπληρωματικού μέλους.....
εν τη συνθέσει του υπό την Υμετέραν Προεδρίαν συγκληθησομένου Β βαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου την Δευτέραν προσεχούς μηνός Μαρτίου ημέραν Τρίτην και ώραν 10ηνπρωϊνην προκειμένου ίνα τούτο κρίνη και δικάση την από 29/1/2010 έφεσιν του τέως Μητροπολίτου Αττικής και νυν Μοναχού κ. Παντελεήμονος Μπεζενίτου κατά της υπ’ αριθ. 1/2009 Αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου, δι’ ης κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», καθηρέθη ούτος εκ του Αρχιερατικού Υπουργήματος και επανήλθε εις την τάξιν των Μοναχών επάγομαι τα κάτωθι:
1. Ο Μητροπολίτης πρ. Αττικής κ. Παντελεήμων καθηρέθη όχι κατά τήν τακτικήν κανονικήν διαδικασίαν, την οποίαν προβλέπει ο προρρηθείς Νόμος 5383/1932, αλλά κατά την ειδικήν διαδικασίαν την οποίαν προβλέπει το άρθρον 160 του Νόμου αυτού. Όπως είναι διατυπωμένη η ειρημένη διάταξις προκύπτουν εξ αυτής, ότι η καθαίρεσις είναι υποχρεωτική δηλ. δεν έχει το Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον εξουσίαν ίνα απαλλάξη τον παραπεμφθέντα εις αυτό Κληρικόν η να του επιβάλη μικροτέραν ποινήν. Αυτή είναι η έννοια της φράσεως του Νόμου: «... προκαλεί την καθαίρεσιν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
Επομένως πρόκειται περί δεσμίας νομικής ενεργείας και εν ταυτώ η Απόφασις περί καθαιρέσεως εκδίδεται μεν από Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, εις την ουσίαν όμως δεν είναι δικαστική Απόφασις, ως αι λοιπαί αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, αλλά ειδικόν και υποχρεωτικόν διοικητικόν μέτρον, το οποίον αποτελεί έννομον συνέπειαν της αμετακλήτου καταστάσης ποινικής Αποφάσεως του Πολιτειακού Ποινικού Δικαστηρίου.
Ο Πολιτειακός Νομοθέτης δια της διατάξεως 160 του Ν. 5383/1932, την οποίαν καλώς η κακώς, ηθελημένως η αθελήτως απεδέχθησαν, τόσον το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όσον και η καθ’ ημάς Αγιωτάτη Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος, κατά την ψήφισιν του Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», δεν θέλει να παραμείνη εις το ιερατικόν Υπούργημα Κληρικός, ο οποίος διέπραξε τοσούτον σοβαρόν ποινικόν αδίκημα, ώστε να του επιβληθή «εγκληματική ποινή» και δη αμετακλήτως.
Επειδή όμως δεν έχει εξουσίαν να αναθέση την αρμοδιότητα καθαιρέσεως εις το Πολιτειακόν Δικαστήριον, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτον κατά το Σύνταγμα επέμβασιν της Πολιτείας εις τα interna της Εκκλησίας, αναθέτει την αρμοδιότητα αυτήν εις το αρμόδιον Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, η Απόφασις του οποίου λαμβανομένη «άνευ ετέρας τινός διαδικασίας» είναι οριστική και τελεσίδικος και δεν υπόκειται εις ένδικον μέσον δηλ. εις έφεσιν ενώπιον του αρμοδίου Ββαθμίου Εκλησιαστικού Δικαστηρίου ούτε προκειμένου περί Μητροπολιτών εις έκκλητον ενώπιον του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου.
2. Η έφεσις και το έκκλητον εν γένει προϋποθέτουν την ύπαρξιν νομικού λόγου εφέσεως ο οποίος εν προκειμένω δεν υφίσταται η την ύπαρξιν σφάλματος εις την Απόφασιν του αποφανθέντος Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου το οποίον ωσαύτως δεν υφίσταται διότι το αποφασίσαν την καθαίρεσιν Πρωτοβάθμιον δι’ Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον δεν έκρινε κατ’ουσίαν την υπόθεσιν ούτε εξέδωκε κρίσιν επί σχηματισθείσης Κανονικής δικογραφίας, ούτε ηρμήνευσεν Νόμον τινα κατά τρόπον λανθασμένον, αλλά διέταξε την καθαίρεσιν «άνευ ετέρας τινός διαδικασίας» διότι δεν ηδύνατο να αποφασίση διαφορετικώς. Συνεπώς επαναλαμβάνω και αύθις, ούτε έφεσις ενώπιον του Ββαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου χωρεί ούτε έκκλητον ενώπιον του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου.
3. Εν όψει τών προεκτεθέντων το αίτημα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου ως και προφορικώς έχω αναφέρει εις Υμάς θα έδει να ερμηνευθή ως απλή υπόδειξις μη λαμβάνουσα υπ’ όψιν αυτής τα ανωτέρω και όχι ασφαλώς ως εντολή πρός Αυτοκέφαλον, ανεξάρτητον και Αυτοδιοίκητον Εκκλησίαν διότι ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης τοιαύτην αρμοδιότητα και δυνατότητα και κατά το Κανονικόν δικαιϊκόν πλαίσιον και κατά το Νομικόν σύστημα ρυθμίσεως σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας εν Ελλάδι δεν κέκτηται.
Θα ηδύνατο όμως αντί όλης αυτής της εμπλοκής να κάμη χρήσιν της εκκλήτου αυτού δικαιοδοσίας, την οποίαν πάντες αποδεχόμεθα ομοφώνως, απορρίπτων ως απαραδέκτως ασκηθείσας τας ενώπιον Αυτού υποβληθείσας εκκλήτους προσφυγάς του πρώην Μητροπολίτου Αττικής.
4. Κατόπιν τών προεκτεθέντων η σύγκλησις του Β βαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου τη Υμετέρα Προσκλήσει παρίσταται ως μία μη σύννομος ενέργεια και μη ερειδομένη επί Νομικής προβλέψεως και προϋποθέσεως και φυσικά ως μία πλήρως αλυσιτελής διαδικασία που δυστυχώς θα εμπλέξη τόσον την Υμετέραν Γεραράν Μακαριότητα όσον και τους αποδεχθησομένους την Υμετέραν πρόσκλησιν και συμμετέχοντας εις την ως άνω παράνομον διαδικασίαν εις ενδεχομένους ποινικάς ευθύνας δια παράβασιν καθήκοντος και απιστίαν περί την υπηρεσίαν.
Κ Α Τ Α Τ Α Υ Τ Α
Αδυνατώ ίνα συμπράξω εις μίαν τοιαύτην έκνομον ενέργειαν και δια τον λόγον αυτόν δεν αποδέχομαι την υπ’ αριθ. 664/372/22.2.2010 Υμετέραν Πρόσκλησιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου