Γράφει ο Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ της Ι. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Αρκετοί είναι αυτοί που τους απασχολεί το ερώτημα: «Αφού ένας είναι ο Θεός, τότε γιατί υπάρχουν στον κόσμο τόσες θρησκείες; Γιατί τόσες πολλές θρησκείες που δυσκολευόμαστε ίσως και να τις αριθμήσουμε ακόμα ή να εντάξουμε την καθεμιά στην ιδιαίτερη ομάδα στην οποία ανήκει;
Οπωσδήποτε το ερώτημα είναι πολύ σπουδαίο και χρήζει απαντήσεως, και μάλιστα σοβαρής και ικανοποιητικής.
Πριν όμως δοθεί απάντηση, είναι ανάγκη, εισαγωγικώς, να τονίσουμε κάποιες αλήθειες οι οποίες ισχύουν πάντοτε, και που θα μας βοηθήσουν να περάσουμε στο καθαυτό θέμα μας που, όπως ήδη είπαμε, είναι οι διάφορες θρησκείες......
Να επισημάνουμε λοιπόν, ευθύς εξαρχής, ότι το θρησκευτικό συναίσθημα υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και οδηγεί τον άνθρωπο προς το Θείον.
Είναι, θα λέγαμε, η ζωντανή επικοινωνία του ανθρώπου με τον προσωπικό Θεό. Τον Πάνσοφο και Πανάγαθο Δημιουργό όλων, από τον οποίο εξαρτάται η ανθρώπινη ψυχή που τείνει και στρέφεται προς Αυτόν. Όπως τα άνθη στρέφονται προς τον ζωογόνο ήλιο, έτσι και η ψυχή στρέφεται προς τον Δημιουργό της, διότι ο Θεός είναι για αυτήν το ύψιστο αγαθό και η πηγή της ζωής και της ευτυχίας. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό το περιστατικό με τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό. Κάποια ημέρα που ο Σολωμός έκανε τον περίπατό του σε ένα πάρκο, ένας για να τον πειράξει στο πλέον ευαίσθητο σημείο του, δηλαδή στην πίστη του στον Θεό, στάθηκε μπροστά του και τον ρώτησε: «Πιστεύεις στον Θεό. Και τι λοιπόν σου προσφέρει ο Θεός;» Και ο πιστός ποιητής, η μεγάλη αυτή καρδιά, αντί άλλης απαντήσεως, σκύβει, παίρνει στο χέρι του ένα μικρό αγριολούλουδο, το υψώνει και του απαντά: «Τι μου προσφέρει ο Θεός; Ό, τι και ο ήλιος σ’ αυτό το λουλουδάκι!»
Φίλοι μου, δεν θα μπορούσε να δοθεί περισσότερο θεολογική, υπαρξιακή και ποιητική απάντηση! Ναι, όπως τα άνθη όταν είναι ζωντανά και ανθισμένα, στρέφονται προς το ηλιακό φως για να συνεχίσουν να υπάρχουν, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να στρέφεται προς τον Δημιουργό του, μέσω αυτού ακριβώς του θρησκευτικού λεγομένου συναισθήματος, το οποίο ο ίδιος ο κατασκευαστής του τού φύτεψε στα βάθη της υπάρξεώς του.
Και ότι έτσι έχουν τα πράγματα, και προφανώς παραλογίζονται όσοι υποστηρίζουν τα αντίθετα, το ότι δηλαδή το θρησκευτικό συναίσθημα είναι πανανθρώπινο και απ` αρχής της εμφανίσεως του ανθρώπου στο μεγάλο σπίτι που ονομάζεται πλανήτης γη, τούτο το βλέπουμε σε πλείστες όσες περιπτώσεις και μας το επιβεβαιώνει αυτή η ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Με κλασσικό τρόπο έχει συνοψίσει την αλήθεια αυτή για την καθολικότητα της θρησκείας ο Πλούταρχος: «Εύροις δ’ αν επί ων πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος με δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμναστηρίων. Ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς, μη δ’ όρκοις, μηδέ μαντείαις, μηδέ θυσίαις επ’ αγαθοίς, μη δ’ αποτροπαίς κακών ουδείς έστι, ουδ’ έσται γεγονώς θεατής…» (Προς Κωλώτην, 1126bcd – e).
Και επειδή έχουμε την ευλογία να ανήκουμε στο Ελληνικό Έθνος που τόσα πρόσφερε, ως γνωστόν, σε όλη την ανθρωπότητα, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Έλληνας, όσο είναι γνωστά τα ίχνη του στην Ιστορία, έχει θεοκεντρική ύπαρξη. Αθεϊα στον αρχαίο Έλληνα είναι άγνωστη. Τούτο το αλλοπρόσαλλο στην κυριολεξία φαινόμενο θα μας εισαχθεί τους τελευταίους αιώνες από την Δυτική Ευρώπη. Τα αρχαιότερα ελληνικά γραπτά κείμενα, δηλαδή τα Ομηρικά Έπη, είναι θριαμβευτική καταξίωση του διαλόγου θεού – ανθρώπου, κάτι που μέσα στη διεργασία της φιλοσοφικής σκέψης, αργότερα, θα αναχθεί σε λυτρωτική ζήτηση…
Να θυμηθούμε ακόμα, στην παράγραφο αυτή, ότι ο Απόστολος Παύλος, στην επίσκεψή του στην Αθήνα, θα χαρακτηρίσει τους προγόνους μας Αθηναίους – Έλληνες ως «Δεισιδαιμονεστέρους» (Πραξ. Απ. 17,22), δηλαδή, «Ευσεβεστάτους», διότι τα πάντα στην Αθήνα μαρτυρούσαν αυτήν ακριβώς την απεγνωσμένη αναζήτηση του Αληθινού Θεού (του «Αγνώστου Θεού»), που στη συνέχεια ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος τους τον κατέστησε γνωστό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Οπωσδήποτε, το θρησκευτικό φαινόμενο ή σε περισσότερο ανεπτυγμένη μορφή ή θρησκεία, αποτελεί βασικότατο γνώρισμα του ανθρώπου, διότι αυτός είναι εκ φύσεως ον θρησκευτικόν. Και αυτοί ακόμα που πολεμούν την θρησκεία και την πίστη, με κύριο στόχο τους τον Χριστιανισμό, και μάλιστα την Ορθοδοξία, και διατείνονται urbi et orbi (στην πόλη και στην οικουμένη) ότι δεν πιστεύουν σε τίποτε, και αυτοί ακόμα κατά βάθος έχουν θρησκευτικότητα και, όταν παρουσιάζεται η κατάλληλη αφορμή, καταφεύγουν στον προσωπικό θεό, τον οποίο μέχρι πριν πεισματικώς αρνιόντουσαν.
Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα ανθρώπων, απίστων και αθέων, οι οποίοι μετά από ένα συγκλονιστικό γεγονός της ζωής τους, όχι απλώς επανήλθαν στην πίστη, αλλά έγιναν και συνειδητά μέλη της εκκλησίας μας. Και αυτό που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι σε εποχές αναστατώσεων και επαναστάσεων, όταν θέλησαν κάποιοι να εκριζώσουν την πίστη από την ψυχή των λαών, διότι δήθεν η πίστη και η χριστιανική εκκλησία παρακωλύουν την πρόοδο και τον πολιτισμό, αυτό που κατόρθωσαν, ήταν, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια, οι άνθρωποι να αυξάνουν έτι πλέον μέσα στην καρδιά τους την ζωντανή πίστη στον Θεό. Τόσο η Γαλλική Επανάσταση το 1789, όσο και η Μπολσεβικική στη Ρωσία το 1917, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Και επειδή αναφερθήκαμε στη Ρωσία, θα κλείσουμε το πρώτο αυτό μέρος με μια ιστορία (ανέκδοτο) που επιβεβαιώνει τα όσα είπαμε. Ότι δηλαδή η πίστη είναι ριζωμένη μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου και είναι αδύνατον να εξαφανιστεί.
Ρωσία, προ Γκορμπατσώφ εποχή:
«Οι φοιτητές είχανε δώσει τις πτυχιακές τους εξετάσεις και ως τελευταίο μάθημα, για να λάβουν τα πτυχία τους, διαγωνίστηκαν στο μάθημα της «αθεϊας» (αναγκαίο τούτο). Μια φοιτήτρια που δεν το περίμενε κανείς, στο μάθημα αυτό αρίστευσε προς έκπληξη των πανεπιστημιακών καθηγητών της.
Ας παρακολουθήσουμε τον διάλογο:
Καθ. : «Παιδί μου συγχαρητήρια, αρίστευσες».
Φοιτήτρια : (Συγκινημένη) «Σοβαρά; Αχ, δεν το περίμενα. Σας ευχαριστώ πολύ.»
Καθ. : «Ναι, αλήθεια, πώς μπόρεσες να το κατορθώσεις αυτό; Είναι σπάνιο πράγμα να αριστεύει κανείς στο μάθημα αυτό. Προφανώς θα εργάστηκες και θα μελέτησες πάρα πολύ».
Φοιτήτρια: «Μπα, όχι…»
Καθ. : «Μα, δεν μπορεί, πώς όχι; Εσύ ξεπέρασες κάθε προσδοκία. Τι έκανες;»
Φοιτήτρια: «Τι έκανα; Α, πολύ απλά, το πρωί πριν έρθω να γράψω πέρασα από ένα μισοκατεστραμμένο εκκλησάκι και άναψα ένα κεράκι για να γράψω στο μάθημα καλά».
-Κόκκαλο οι καθηγητές!»
Λοιπόν φίλοι μου, πράγματι, όπως έλεγε και ένας πρώην άθεος, το να ομολογεί κανείς σήμερα ότι πιστεύει στον Θεό, αυτό είναι πολύ «in».
Ιεροκήρυξ της Ι. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Αρκετοί είναι αυτοί που τους απασχολεί το ερώτημα: «Αφού ένας είναι ο Θεός, τότε γιατί υπάρχουν στον κόσμο τόσες θρησκείες; Γιατί τόσες πολλές θρησκείες που δυσκολευόμαστε ίσως και να τις αριθμήσουμε ακόμα ή να εντάξουμε την καθεμιά στην ιδιαίτερη ομάδα στην οποία ανήκει;
Οπωσδήποτε το ερώτημα είναι πολύ σπουδαίο και χρήζει απαντήσεως, και μάλιστα σοβαρής και ικανοποιητικής.
Πριν όμως δοθεί απάντηση, είναι ανάγκη, εισαγωγικώς, να τονίσουμε κάποιες αλήθειες οι οποίες ισχύουν πάντοτε, και που θα μας βοηθήσουν να περάσουμε στο καθαυτό θέμα μας που, όπως ήδη είπαμε, είναι οι διάφορες θρησκείες......
Να επισημάνουμε λοιπόν, ευθύς εξαρχής, ότι το θρησκευτικό συναίσθημα υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και οδηγεί τον άνθρωπο προς το Θείον.
Είναι, θα λέγαμε, η ζωντανή επικοινωνία του ανθρώπου με τον προσωπικό Θεό. Τον Πάνσοφο και Πανάγαθο Δημιουργό όλων, από τον οποίο εξαρτάται η ανθρώπινη ψυχή που τείνει και στρέφεται προς Αυτόν. Όπως τα άνθη στρέφονται προς τον ζωογόνο ήλιο, έτσι και η ψυχή στρέφεται προς τον Δημιουργό της, διότι ο Θεός είναι για αυτήν το ύψιστο αγαθό και η πηγή της ζωής και της ευτυχίας. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό το περιστατικό με τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό. Κάποια ημέρα που ο Σολωμός έκανε τον περίπατό του σε ένα πάρκο, ένας για να τον πειράξει στο πλέον ευαίσθητο σημείο του, δηλαδή στην πίστη του στον Θεό, στάθηκε μπροστά του και τον ρώτησε: «Πιστεύεις στον Θεό. Και τι λοιπόν σου προσφέρει ο Θεός;» Και ο πιστός ποιητής, η μεγάλη αυτή καρδιά, αντί άλλης απαντήσεως, σκύβει, παίρνει στο χέρι του ένα μικρό αγριολούλουδο, το υψώνει και του απαντά: «Τι μου προσφέρει ο Θεός; Ό, τι και ο ήλιος σ’ αυτό το λουλουδάκι!»
Φίλοι μου, δεν θα μπορούσε να δοθεί περισσότερο θεολογική, υπαρξιακή και ποιητική απάντηση! Ναι, όπως τα άνθη όταν είναι ζωντανά και ανθισμένα, στρέφονται προς το ηλιακό φως για να συνεχίσουν να υπάρχουν, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να στρέφεται προς τον Δημιουργό του, μέσω αυτού ακριβώς του θρησκευτικού λεγομένου συναισθήματος, το οποίο ο ίδιος ο κατασκευαστής του τού φύτεψε στα βάθη της υπάρξεώς του.
Και ότι έτσι έχουν τα πράγματα, και προφανώς παραλογίζονται όσοι υποστηρίζουν τα αντίθετα, το ότι δηλαδή το θρησκευτικό συναίσθημα είναι πανανθρώπινο και απ` αρχής της εμφανίσεως του ανθρώπου στο μεγάλο σπίτι που ονομάζεται πλανήτης γη, τούτο το βλέπουμε σε πλείστες όσες περιπτώσεις και μας το επιβεβαιώνει αυτή η ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Με κλασσικό τρόπο έχει συνοψίσει την αλήθεια αυτή για την καθολικότητα της θρησκείας ο Πλούταρχος: «Εύροις δ’ αν επί ων πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος με δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμναστηρίων. Ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς, μη δ’ όρκοις, μηδέ μαντείαις, μηδέ θυσίαις επ’ αγαθοίς, μη δ’ αποτροπαίς κακών ουδείς έστι, ουδ’ έσται γεγονώς θεατής…» (Προς Κωλώτην, 1126bcd – e).
Και επειδή έχουμε την ευλογία να ανήκουμε στο Ελληνικό Έθνος που τόσα πρόσφερε, ως γνωστόν, σε όλη την ανθρωπότητα, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Έλληνας, όσο είναι γνωστά τα ίχνη του στην Ιστορία, έχει θεοκεντρική ύπαρξη. Αθεϊα στον αρχαίο Έλληνα είναι άγνωστη. Τούτο το αλλοπρόσαλλο στην κυριολεξία φαινόμενο θα μας εισαχθεί τους τελευταίους αιώνες από την Δυτική Ευρώπη. Τα αρχαιότερα ελληνικά γραπτά κείμενα, δηλαδή τα Ομηρικά Έπη, είναι θριαμβευτική καταξίωση του διαλόγου θεού – ανθρώπου, κάτι που μέσα στη διεργασία της φιλοσοφικής σκέψης, αργότερα, θα αναχθεί σε λυτρωτική ζήτηση…
Να θυμηθούμε ακόμα, στην παράγραφο αυτή, ότι ο Απόστολος Παύλος, στην επίσκεψή του στην Αθήνα, θα χαρακτηρίσει τους προγόνους μας Αθηναίους – Έλληνες ως «Δεισιδαιμονεστέρους» (Πραξ. Απ. 17,22), δηλαδή, «Ευσεβεστάτους», διότι τα πάντα στην Αθήνα μαρτυρούσαν αυτήν ακριβώς την απεγνωσμένη αναζήτηση του Αληθινού Θεού (του «Αγνώστου Θεού»), που στη συνέχεια ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος τους τον κατέστησε γνωστό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Οπωσδήποτε, το θρησκευτικό φαινόμενο ή σε περισσότερο ανεπτυγμένη μορφή ή θρησκεία, αποτελεί βασικότατο γνώρισμα του ανθρώπου, διότι αυτός είναι εκ φύσεως ον θρησκευτικόν. Και αυτοί ακόμα που πολεμούν την θρησκεία και την πίστη, με κύριο στόχο τους τον Χριστιανισμό, και μάλιστα την Ορθοδοξία, και διατείνονται urbi et orbi (στην πόλη και στην οικουμένη) ότι δεν πιστεύουν σε τίποτε, και αυτοί ακόμα κατά βάθος έχουν θρησκευτικότητα και, όταν παρουσιάζεται η κατάλληλη αφορμή, καταφεύγουν στον προσωπικό θεό, τον οποίο μέχρι πριν πεισματικώς αρνιόντουσαν.
Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα ανθρώπων, απίστων και αθέων, οι οποίοι μετά από ένα συγκλονιστικό γεγονός της ζωής τους, όχι απλώς επανήλθαν στην πίστη, αλλά έγιναν και συνειδητά μέλη της εκκλησίας μας. Και αυτό που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι σε εποχές αναστατώσεων και επαναστάσεων, όταν θέλησαν κάποιοι να εκριζώσουν την πίστη από την ψυχή των λαών, διότι δήθεν η πίστη και η χριστιανική εκκλησία παρακωλύουν την πρόοδο και τον πολιτισμό, αυτό που κατόρθωσαν, ήταν, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια, οι άνθρωποι να αυξάνουν έτι πλέον μέσα στην καρδιά τους την ζωντανή πίστη στον Θεό. Τόσο η Γαλλική Επανάσταση το 1789, όσο και η Μπολσεβικική στη Ρωσία το 1917, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Και επειδή αναφερθήκαμε στη Ρωσία, θα κλείσουμε το πρώτο αυτό μέρος με μια ιστορία (ανέκδοτο) που επιβεβαιώνει τα όσα είπαμε. Ότι δηλαδή η πίστη είναι ριζωμένη μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου και είναι αδύνατον να εξαφανιστεί.
Ρωσία, προ Γκορμπατσώφ εποχή:
«Οι φοιτητές είχανε δώσει τις πτυχιακές τους εξετάσεις και ως τελευταίο μάθημα, για να λάβουν τα πτυχία τους, διαγωνίστηκαν στο μάθημα της «αθεϊας» (αναγκαίο τούτο). Μια φοιτήτρια που δεν το περίμενε κανείς, στο μάθημα αυτό αρίστευσε προς έκπληξη των πανεπιστημιακών καθηγητών της.
Ας παρακολουθήσουμε τον διάλογο:
Καθ. : «Παιδί μου συγχαρητήρια, αρίστευσες».
Φοιτήτρια : (Συγκινημένη) «Σοβαρά; Αχ, δεν το περίμενα. Σας ευχαριστώ πολύ.»
Καθ. : «Ναι, αλήθεια, πώς μπόρεσες να το κατορθώσεις αυτό; Είναι σπάνιο πράγμα να αριστεύει κανείς στο μάθημα αυτό. Προφανώς θα εργάστηκες και θα μελέτησες πάρα πολύ».
Φοιτήτρια: «Μπα, όχι…»
Καθ. : «Μα, δεν μπορεί, πώς όχι; Εσύ ξεπέρασες κάθε προσδοκία. Τι έκανες;»
Φοιτήτρια: «Τι έκανα; Α, πολύ απλά, το πρωί πριν έρθω να γράψω πέρασα από ένα μισοκατεστραμμένο εκκλησάκι και άναψα ένα κεράκι για να γράψω στο μάθημα καλά».
-Κόκκαλο οι καθηγητές!»
Λοιπόν φίλοι μου, πράγματι, όπως έλεγε και ένας πρώην άθεος, το να ομολογεί κανείς σήμερα ότι πιστεύει στον Θεό, αυτό είναι πολύ «in».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου