Ἡ ἐνοχή τῆς γενιᾶς μου
’Αναπάντεχα βρέθηκα συνομιλητής μέ ἕνα ἐπαναστατημένο ἔφηβο τῆς ἐποχῆς μου. Γιά νά εἶμαι ἀκριβέστερος καί σαφέστερος, βρέθηκα στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορούμενου. Ἐκπρόσωπος ἐγώ τῆς γενιᾶς, πού κατηφορίζει στήν ἀνημποριά καί στή σκοτεινιά τῆς μεγάλης νύχτας, ἀντιμετωπίστηκα, σά νά ἤμουνα φορτωμένος μέ τά πολλά καί ἀδικαίωτα ἐγκλήματα τοῦ αἰώνα, πού ἔκλεισε καί τίς ἀσήκωτες ἐνοχές τῶν διαφθαρμένων παραγόντων τοῦ αἰώνα, πού ἀνάτειλε......
Μοῦ ζητήθηκε λόγος, ὄχι μόνο γιά τίς δικές μου λαθεμένες ἐπιλογές, πού εἶναι ἐπενδύσεις τῶν προσωπικῶν, ὑπαρξιακῶν μου λοξοδρομήσεων, ἀλλά καί γιά τό ἀπεριόριστο φάσμα τῶν φάλτσων ἐπιλογῶν, πού κυριάρχησαν καί ἐξακολουθοῦν νά κυριαρχοῦν στήν παγκόσμια ἀρένα καί, ἀντί γιά πνευματική καλλιέργεια καί πολιτιστική ἀναβάθμιση, διαμορφώνουν τίς κοινότητες τῆς φονικῆς ἀντιπαλότητας καί τῆς πνικτικῆς διαφθορᾶς.
Τό βλέμμα του, σκοτεινό. Οἱ χειρονομίες του, ἐκφραστικές ἀλύγιστου πείσματος. Ὁ λόγος του, ἄλλοτε μανιακός καί ἄλλοτε πνιγμένος στό κύμα τῆς ἀπόγνωσης. Χωρίς νά ἀνοίξει τήν καρδιά του σέ μιά-ἔστω πνιγμένη-ἱστόρηση τῶν προσωπικῶν του περιπετειῶν, πυροβολοῦσε ἀσταμάτητα, δῶθε καί κεῖθε. Σά νά ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ ἤ καί νά ἐξοντώσει ὅλους ἐκείνους, πού μεταποίησαν τίς ἐκπολιτισμένες κοινωνίες μας σέ ζούγκλα, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις σέ ἀκαταλόγιστη ἀνθρωποφαγία, τίς καλοστολισμένες πολιτεῖες μας, μέ τά πανύψηλα χτίσματα καί τίς ἀσυναγώνιστες ἀνέσεις τους, σέ καταφύγια ἀφόρητης μοναξιᾶς.
Ἔμεινα νά τόν ἀκούω, δίχως νά βρίσκω πρόσβαση στόν ἐπαναστατημένο λογισμό του καί μήνυμα ἀνακούφισης στήν πληγωμένη καρδιά του. Τόν ἄφησα, γιά ὥρα πολλή, νά μιλάει, νά χτυπιέται καί νά ὠρύεται, νά ἀπειλεῖ τούς πάντες καί τά πάντα, νά δικαιώνει τούς τρομοκράτες, πού ἐκδικοῦνται τήν καλοβολεμένη μειονότητα καί κάνουν αἰσθητές τίς ἀγωνίες καί τούς προβληματισμούς καί τίς πίκρες τῶν νέων ἀνθρώπων, πού σαπίζουν καί πεθαίνουν στά πεζοδρόμια τῆς περιφρόνησης καί τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀνεργίας καί τῶν καταστροφικῶν οὐσιῶν, πού καταρρακώνουν καί τό κορμί καί τή συνείδηση.
Ὅταν τόν εἶδα νά βάζει μιά παύση στόν ἀναβρασμό τῆς ψυχῆς του, ἐπιχείρησα νά τοῦ ἀναπλάσω, μέ λιτό, διστακτικό λόγο, τήν ἀξία τῆς ὕπαρξης καί νά τοῦ πῶ, πώς μέσα σ’ αὐτό τό ἀφρισμένο πέλαγος τῶν χρεωκοπημένων συστημάτων, τῶν ἀκυβέρνητων παθῶν καί τῆς παρορμητικῆς ἐξαθλίωσης, ταξιδεύουν, παράλληλα καί ἀνταγωνιστικά, κάποια πλεούμενα, πού προσανατολίζονται σέ ἄλλον ὁρίζοντα καί ἐπιμένουν νά διατηροῦν στήν καρδιά τους, ἄλλα ὄνειρα καί ἄλλες ἐμπειρίες. Τούς θλίβει καί τούς ἀνησυχεῖ καί τούς καταπιέζει τό ὁλοσκότεινο κλίμα καί ἡ ἐπικίνδυνη φουσκοθαλασσιά. Ἀλλά, προσπαθοῦν νά κρατοῦν, σταθερά, στήν ψυχή τους τήν ἐλπίδα, «ἥν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καί βεβαίαν καί εἰσερχομένην εἰς τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπέρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ. στ΄ 19).
Ὁ συνομιλητής μου, δέν κατάλαβε τίποτα ἀπό τήν τελευταία μου πρόταση. Καί τό ἔδειξε. Μέ κύτταξε περίεργα. Καί σιώπησε. Τότε θεώρησα χρέος μου, νά τοῦ ἐξηγήσω μέ σαφήνεια τήν ἀνεκτίμητη ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Τήν κοινωνία τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης, πού βιώνουν, ὅσοι ἐλεύθερα καί ὁλόψυχα ἐντάσσονται στήν Ἱερή παρεμβολή τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί συνοδοιποροῦν, μέ ἀλληλοκατανόηση καί ἀλληλοβοήθεια, στή χαρά καί στόν πόνο.
Γιά κάμποση ὥρα μέ παρακολουθοῦσε μέ πυκνή ἐναλλαγή τῶν σκιρτημάτων τῆς ἔκφρασής του. Κάποτε ἔδειχνε νά τόν ἐνδιαφέρει ἡ κατάθεση τῆς δικῆς μου ἐμπειρίας. Καί κάποτε μέ κάρφωνε μέ μιά γκριμάτσα ἀμφισβήτησης ἤ πλέριας ἀπόρριψης. Δίχως νά μοῦ ἀραδιάσει τή διαλεκτική καί τά ἐπιχειρήματα τῆς ἐποχῆς του καί τῆς γενιᾶς του, ἄφηνε νά προβληθεῖ στό προσωπό του τό ἀρνητικό φόντο τῆς ψυχῆς του. Ὡστόσο, ὅταν προχώρησα στήν ἐκδίπλωση τῆς δικῆς μου ἐμπειρίας, ὅταν προσπάθησα νά τοῦ ἀναλύσω, ὅτι ἡ Εὐχαριστιακή μας Σύναξη, ἡ Θεία Λειτουργία μας καί ἡ μετοχή μας στό Κοινό Ποτήριο τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν ἄντεξε τή σιωπηλή παρακολούθηση τῶν στοχασμῶν μου καί τῶν ἐμπειριῶν μου. Πετάχτηκε, σά νά ἐκτοξεύτηκε ἀπό ἐφαλτήριο δρομέα καί-κυριολεκτικά-μοῦ ἐπιτέθηκε. Μονομιᾶς ἔγινα ἐγώ ὁ ἀντίπαλός του. Καί, μαζί μου, ὅλοι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι, πού συναποτελοῦμε τό Σῶμα τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας.
Σά νά εἶχε ἀρχειοθετήσει μεθοδικά στό μυαλό του ὅλη τήν καταιγιστική, ἀντιεκκλησιαστική, δημοσιογραφική ἤ ἠλεκτρονική ἐνημέρωση, ἔπιασε νά μοῦ ἀραδιάζει τίς ἀσυνέπειες καί τίς ἀπρέπειες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας διοίκησης, τά δεσποτικά σκάνδαλα, πού καταλερώνουν τήν ἐπικαιρότητα, τήν ἐσωστρέφεια καί τόν ἐγωκεντρισμό τῶν ἐπίσημων καί τῶν ἀνεπίσημων, τῶν ποιμένων καί τῶν ποιμενόμενων, πού ἀντί νά συνθέτουν καί νά ἀναδεικνύουν τήν κοινωνία τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης, μαρτυροῦν καί προσυπογράφουν τήν πλήρη ταύτιση μέ τή σύγχρονη, ἐκκοσμικευμένη καί ἀλλοτριωμένη ἀνθρώπινη μάζα, τήν προσχώρηση στά ὁράματα καί στά ἀγωνιστικά συνθήματα τοῦ «κόσμου τούτου» καί (τρομερό αὐτό) στήν προδοσία τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ θησαυρίσματος, τῆς ἀποκάλυψης καί, ταυτόχρονα, ἐντολῆς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. ιγ΄ 35).
Τόν ἄκουσα καί φιμώθηκα. Ἡ παθιασμένη ἀντίδρασή του ἦταν στέρεη καί δικαιολογημένη ἀπόρριψη τῆς προκλητικῆς αὐθυπόταξής μας στά ὁράματα καί στά ἀνοίγματα τῆς ἀνερμάτιστης ἐποχῆς μας. Ἡ διαλεκτική του ἄγγιζε τίς πληγές τῆς ἐποχῆς καί στιγμάτιζε τίς πολλαπλές ἐνοχές μας. Ὅλοι ἐμεῖς, πού σηκώνουμε τό χέρι καί σηματοδοτοῦμε τήν ὁμολογία τοῦ σταυροῦ, ὅλοι πού συχνάζουμε στήν Ἱερή Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ὁλόψυχα ἀποδεχόμαστε τό πρόσταγμα «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον», ἔχουμε προδώσει τίς ὑποσχέσεις μας καί τούς ὅρκους μας καί ἔχουμε προσχωρήσει στήν πλαδαρότητα τῆς εὐμάρειας καί στό πολικό ψῦχος τοῦ ἀτομισμοῦ. Δέν φλογίζει τίς καρδιές μας ἡ ἀγάπη. Καί δέν ἐγγράφει ἡρωϊκές σελίδες ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ πνεύματος τῆς σταυρικῆς θυσίας.
Ὅλες οἱ συμπεριφορές μας, ἀνάδελφες καί ἀπωθητικές, δέν ἐμπνέουν, δέ συγκινοῦν, δέ φωτίζουν τόν ὁρίζοντα τοῦ Γολγοθά, δέ μεταποιοῦν τήν ὀργισμένη ἀνθρώπινη μάζα σέ «Ἐκκλησία» Ἰησοῦ Χριστοῦ, σέ οἰκογένεια ἀγάπης καί περιχώρησης. Ἄν προσμετρήσουμε καί συνειδητοποιήσουμε τίς ἐκτροπές μας καί τίς ἐνοχές μας, ἄν κλάψουμε γιά τήν πνευματική ἀλλοτρίωσή μας καί γιά τήν προδοσία τῶν θησαυρῶν, πού κληρονομήσαμε, ἄν ἀποφασίσουμε τή μεγάλη στροφή τῆς μετάνοιας καί τήν ἀνασύνταξη τῶν πνευματικῶν μας δυνάμεων, τότε θά νομιμοποιηθοῦμε καί θά μπορέσουμε νά ἁπλώσουμε χέρι στούς ἀδελφούς μας καί νά τούς καλέσουμε στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφικῆς συνεργασίας, τῆς ἐγκάρδιας συναντίληψης καί τῆς κοινῆς διατύπωσης τῆς προσευχῆς: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...».
Μοῦ ζητήθηκε λόγος, ὄχι μόνο γιά τίς δικές μου λαθεμένες ἐπιλογές, πού εἶναι ἐπενδύσεις τῶν προσωπικῶν, ὑπαρξιακῶν μου λοξοδρομήσεων, ἀλλά καί γιά τό ἀπεριόριστο φάσμα τῶν φάλτσων ἐπιλογῶν, πού κυριάρχησαν καί ἐξακολουθοῦν νά κυριαρχοῦν στήν παγκόσμια ἀρένα καί, ἀντί γιά πνευματική καλλιέργεια καί πολιτιστική ἀναβάθμιση, διαμορφώνουν τίς κοινότητες τῆς φονικῆς ἀντιπαλότητας καί τῆς πνικτικῆς διαφθορᾶς.
Τό βλέμμα του, σκοτεινό. Οἱ χειρονομίες του, ἐκφραστικές ἀλύγιστου πείσματος. Ὁ λόγος του, ἄλλοτε μανιακός καί ἄλλοτε πνιγμένος στό κύμα τῆς ἀπόγνωσης. Χωρίς νά ἀνοίξει τήν καρδιά του σέ μιά-ἔστω πνιγμένη-ἱστόρηση τῶν προσωπικῶν του περιπετειῶν, πυροβολοῦσε ἀσταμάτητα, δῶθε καί κεῖθε. Σά νά ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ ἤ καί νά ἐξοντώσει ὅλους ἐκείνους, πού μεταποίησαν τίς ἐκπολιτισμένες κοινωνίες μας σέ ζούγκλα, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις σέ ἀκαταλόγιστη ἀνθρωποφαγία, τίς καλοστολισμένες πολιτεῖες μας, μέ τά πανύψηλα χτίσματα καί τίς ἀσυναγώνιστες ἀνέσεις τους, σέ καταφύγια ἀφόρητης μοναξιᾶς.
Ἔμεινα νά τόν ἀκούω, δίχως νά βρίσκω πρόσβαση στόν ἐπαναστατημένο λογισμό του καί μήνυμα ἀνακούφισης στήν πληγωμένη καρδιά του. Τόν ἄφησα, γιά ὥρα πολλή, νά μιλάει, νά χτυπιέται καί νά ὠρύεται, νά ἀπειλεῖ τούς πάντες καί τά πάντα, νά δικαιώνει τούς τρομοκράτες, πού ἐκδικοῦνται τήν καλοβολεμένη μειονότητα καί κάνουν αἰσθητές τίς ἀγωνίες καί τούς προβληματισμούς καί τίς πίκρες τῶν νέων ἀνθρώπων, πού σαπίζουν καί πεθαίνουν στά πεζοδρόμια τῆς περιφρόνησης καί τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀνεργίας καί τῶν καταστροφικῶν οὐσιῶν, πού καταρρακώνουν καί τό κορμί καί τή συνείδηση.
Ὅταν τόν εἶδα νά βάζει μιά παύση στόν ἀναβρασμό τῆς ψυχῆς του, ἐπιχείρησα νά τοῦ ἀναπλάσω, μέ λιτό, διστακτικό λόγο, τήν ἀξία τῆς ὕπαρξης καί νά τοῦ πῶ, πώς μέσα σ’ αὐτό τό ἀφρισμένο πέλαγος τῶν χρεωκοπημένων συστημάτων, τῶν ἀκυβέρνητων παθῶν καί τῆς παρορμητικῆς ἐξαθλίωσης, ταξιδεύουν, παράλληλα καί ἀνταγωνιστικά, κάποια πλεούμενα, πού προσανατολίζονται σέ ἄλλον ὁρίζοντα καί ἐπιμένουν νά διατηροῦν στήν καρδιά τους, ἄλλα ὄνειρα καί ἄλλες ἐμπειρίες. Τούς θλίβει καί τούς ἀνησυχεῖ καί τούς καταπιέζει τό ὁλοσκότεινο κλίμα καί ἡ ἐπικίνδυνη φουσκοθαλασσιά. Ἀλλά, προσπαθοῦν νά κρατοῦν, σταθερά, στήν ψυχή τους τήν ἐλπίδα, «ἥν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καί βεβαίαν καί εἰσερχομένην εἰς τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπέρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ. στ΄ 19).
Ὁ συνομιλητής μου, δέν κατάλαβε τίποτα ἀπό τήν τελευταία μου πρόταση. Καί τό ἔδειξε. Μέ κύτταξε περίεργα. Καί σιώπησε. Τότε θεώρησα χρέος μου, νά τοῦ ἐξηγήσω μέ σαφήνεια τήν ἀνεκτίμητη ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Τήν κοινωνία τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης, πού βιώνουν, ὅσοι ἐλεύθερα καί ὁλόψυχα ἐντάσσονται στήν Ἱερή παρεμβολή τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί συνοδοιποροῦν, μέ ἀλληλοκατανόηση καί ἀλληλοβοήθεια, στή χαρά καί στόν πόνο.
Γιά κάμποση ὥρα μέ παρακολουθοῦσε μέ πυκνή ἐναλλαγή τῶν σκιρτημάτων τῆς ἔκφρασής του. Κάποτε ἔδειχνε νά τόν ἐνδιαφέρει ἡ κατάθεση τῆς δικῆς μου ἐμπειρίας. Καί κάποτε μέ κάρφωνε μέ μιά γκριμάτσα ἀμφισβήτησης ἤ πλέριας ἀπόρριψης. Δίχως νά μοῦ ἀραδιάσει τή διαλεκτική καί τά ἐπιχειρήματα τῆς ἐποχῆς του καί τῆς γενιᾶς του, ἄφηνε νά προβληθεῖ στό προσωπό του τό ἀρνητικό φόντο τῆς ψυχῆς του. Ὡστόσο, ὅταν προχώρησα στήν ἐκδίπλωση τῆς δικῆς μου ἐμπειρίας, ὅταν προσπάθησα νά τοῦ ἀναλύσω, ὅτι ἡ Εὐχαριστιακή μας Σύναξη, ἡ Θεία Λειτουργία μας καί ἡ μετοχή μας στό Κοινό Ποτήριο τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν ἄντεξε τή σιωπηλή παρακολούθηση τῶν στοχασμῶν μου καί τῶν ἐμπειριῶν μου. Πετάχτηκε, σά νά ἐκτοξεύτηκε ἀπό ἐφαλτήριο δρομέα καί-κυριολεκτικά-μοῦ ἐπιτέθηκε. Μονομιᾶς ἔγινα ἐγώ ὁ ἀντίπαλός του. Καί, μαζί μου, ὅλοι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι, πού συναποτελοῦμε τό Σῶμα τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας.
Σά νά εἶχε ἀρχειοθετήσει μεθοδικά στό μυαλό του ὅλη τήν καταιγιστική, ἀντιεκκλησιαστική, δημοσιογραφική ἤ ἠλεκτρονική ἐνημέρωση, ἔπιασε νά μοῦ ἀραδιάζει τίς ἀσυνέπειες καί τίς ἀπρέπειες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας διοίκησης, τά δεσποτικά σκάνδαλα, πού καταλερώνουν τήν ἐπικαιρότητα, τήν ἐσωστρέφεια καί τόν ἐγωκεντρισμό τῶν ἐπίσημων καί τῶν ἀνεπίσημων, τῶν ποιμένων καί τῶν ποιμενόμενων, πού ἀντί νά συνθέτουν καί νά ἀναδεικνύουν τήν κοινωνία τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης, μαρτυροῦν καί προσυπογράφουν τήν πλήρη ταύτιση μέ τή σύγχρονη, ἐκκοσμικευμένη καί ἀλλοτριωμένη ἀνθρώπινη μάζα, τήν προσχώρηση στά ὁράματα καί στά ἀγωνιστικά συνθήματα τοῦ «κόσμου τούτου» καί (τρομερό αὐτό) στήν προδοσία τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ θησαυρίσματος, τῆς ἀποκάλυψης καί, ταυτόχρονα, ἐντολῆς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. ιγ΄ 35).
Τόν ἄκουσα καί φιμώθηκα. Ἡ παθιασμένη ἀντίδρασή του ἦταν στέρεη καί δικαιολογημένη ἀπόρριψη τῆς προκλητικῆς αὐθυπόταξής μας στά ὁράματα καί στά ἀνοίγματα τῆς ἀνερμάτιστης ἐποχῆς μας. Ἡ διαλεκτική του ἄγγιζε τίς πληγές τῆς ἐποχῆς καί στιγμάτιζε τίς πολλαπλές ἐνοχές μας. Ὅλοι ἐμεῖς, πού σηκώνουμε τό χέρι καί σηματοδοτοῦμε τήν ὁμολογία τοῦ σταυροῦ, ὅλοι πού συχνάζουμε στήν Ἱερή Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ὁλόψυχα ἀποδεχόμαστε τό πρόσταγμα «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον», ἔχουμε προδώσει τίς ὑποσχέσεις μας καί τούς ὅρκους μας καί ἔχουμε προσχωρήσει στήν πλαδαρότητα τῆς εὐμάρειας καί στό πολικό ψῦχος τοῦ ἀτομισμοῦ. Δέν φλογίζει τίς καρδιές μας ἡ ἀγάπη. Καί δέν ἐγγράφει ἡρωϊκές σελίδες ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ πνεύματος τῆς σταυρικῆς θυσίας.
Ὅλες οἱ συμπεριφορές μας, ἀνάδελφες καί ἀπωθητικές, δέν ἐμπνέουν, δέ συγκινοῦν, δέ φωτίζουν τόν ὁρίζοντα τοῦ Γολγοθά, δέ μεταποιοῦν τήν ὀργισμένη ἀνθρώπινη μάζα σέ «Ἐκκλησία» Ἰησοῦ Χριστοῦ, σέ οἰκογένεια ἀγάπης καί περιχώρησης. Ἄν προσμετρήσουμε καί συνειδητοποιήσουμε τίς ἐκτροπές μας καί τίς ἐνοχές μας, ἄν κλάψουμε γιά τήν πνευματική ἀλλοτρίωσή μας καί γιά τήν προδοσία τῶν θησαυρῶν, πού κληρονομήσαμε, ἄν ἀποφασίσουμε τή μεγάλη στροφή τῆς μετάνοιας καί τήν ἀνασύνταξη τῶν πνευματικῶν μας δυνάμεων, τότε θά νομιμοποιηθοῦμε καί θά μπορέσουμε νά ἁπλώσουμε χέρι στούς ἀδελφούς μας καί νά τούς καλέσουμε στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφικῆς συνεργασίας, τῆς ἐγκάρδιας συναντίληψης καί τῆς κοινῆς διατύπωσης τῆς προσευχῆς: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου