24/9/10

Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Ἐγχειρίδιον Βατικανουργιῶν καὶ Παποηθείας»

Μιὰ ἀδιάσειστη ἱστορικὴ τεκμηρίωση δεδομένων ποὺ μεθοδικὰ ἀποσιωπῶνται καὶ συστηματικῶς παρακάμπτονται. Ἕνα ἠχηρότατο ντοκουμέντο ἱστορικῆς ἀληθείας καὶ ἕνα ἰσχυρότατο στήριγμα αὐτοσυνειδησίας.
«Τό βιβλίο αὐτό, τὸ προϊὸν μιᾶς παραδόξου ἐπὶ τῷ αὐτῷ “συναντήσεως” τῶν συγγραφικῶν ἱκανοτήτων δύο ὅλως ἀντικρὺ περὶ τὰ µεταφυσικὰ καὶ θεῖα ἱσταµένων καὶ φρονούντων ὀξυνουστάτων ἀνδρῶν, [τοῦ Βολταίρου καὶ τοῦ Εὐγ. Βουλγάρεως] ἀποτελεῖ, ὡς ἡ γνώµη τῆς ἐλαχιστότητος µου, πέρα ἀπὸ ἕνα ἄρτιο καὶ συστηµατικῶς συγκεκροτηµένο θεολογικό-ἱστορικὸ σύγγραµµα, καὶ µία τεκµηριωµένη κατάστρωσι τῶν ἐνδοβατικανίων ἀσχηµιῶν καὶ µιαροτήτων τῶν … ἀλαθήτων καὶ ἰσοθέων τῆς Ρώµης παπῶν, καθὼς καὶ τῶν ad extra καὶ εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξως πιστευσάντων καὶ πιστευόντων προσώπων, λαῶν καὶ τῶν κατὰ χώρας καὶ τόπους Ἐκκλησιῶν τῶν παγκακίστων µεθοδειῶν καὶ παλαµναίων βαναυσουργιῶν καὶ ἐγκληµατουργιῶν των, ἅτε …. δικαιολογουµένων ἐκ τῆς κυριαρχικοµανοῦς ἐπιδιώξεώς των, τῆς ἀπορρεούσης ἐκ τῆς Χριστεντάλτου, ὡς ᾽πίστευαν καὶ πιστεύουν, κοσµοκρατορικῆς ἀποστολῆς των», γράφεται στὸ Εἱσοδικόν (Πρόλογος).......
Τὸ πρῶτο Μέρος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ «Περὶ τῶν διχονοιῶν τῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Πολωνίας δοκίμιον ἱστορικὸν καὶ κριτικόν (1768)», γραμμένο (ἀνωνύμως) ἀπὸ τὸν πασίγνωστο Βολταῖρο καὶ μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν πολὺ Εὐγένιο Βούλγαρη, μαζὶ καὶ ἀπὸ τὸ συνημμένο «Σχεδίασμα περὶ ἀνεξιθρησκείας» τοῦ Εὐγενίου.
Τὸ δεύτερο Μέρος, ὀνομαζόμενο Προσάρτημα, περιλαμβάνει, ἐπιλεγμένες ἀπὸ τὸν ἅγιο Ροδοστόλου, μαρτυρίες καὶ τεκμηριώσεις ἐπὶ τοῦ θέματος τῶν αἱρέσεων, τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν σχέσεων μὲ αὐτούς, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν δεδομένων τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἐπίσης κείμενα ἀποδεικτικά-ἱστορικὰ τῆς «ἀνακυκλώσεως τοῦ Παπισμοῦ» καὶ φιλενωτικὰ-ἀντιφιλενωτικά κείμενα. Ὅλα ἀξιοπρόσεκτα καὶ ἀξιομνημόνευτα. Ντοκουμέντα ἀσφαλῆ, ἀδιαμφισβήτητα, ἀπαρασάλευτα καὶ διαφανῆ.
Ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ ΚΑΙ ΕΞΟΧΩΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ἀπόσπασμα: «Μία ἐστὶν ἡ τοῦ Χριστοῦ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, οὐ πλείους οὐδὲ δύο·[σημ. «Χ.Β.»: οὔτε μιάμιση, οὔτε δυόμιση, οὔτε διῃρημένη, οὔτε ἀφῃρημένη, οὔτε κομμένη, οὔτε μειωμένη, οὔτε ἐλλειμματική] συναγωγαὶ πονηρευομένων εἰσὶ τὰ περὶ ταύτην συνέδρια καὶ σύνοδος ἀθετούντων· οὕτω φρονοῦμεν οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί, οὕτω πιστεύομεν, οὕτω κηρύττομεν (Μ. Φωτίου, Κατὰ θεοπασχιτῶν, ἐπιστ. 284, στιχ. 375. B. Laurdas et L. Cr. Westerinck, Epistolae et Amfilochia, Λειψία, 1985, σελ. 14)»
Στὸ Εἰσοδικὸν (Πρόλογο) ὁ ἐπιμελητὴς τοῦ Τόμου θεοφ. Ἐπίσκοπος Ῥοδοστόλου Χρυσόστομος, ἐν τῷ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Λαυριωτικὸν Κελλίον τῶν Ἁγίων Πάντων ἐφησυχάζων, σημειώνει μὲ λεπτότητα, πολλὴ διακριτικότητα ἀλλὰ καὶ μεγάλη εἰλικρίνεια τὰ ἑξῆς:
«Ὡς τοιοῦτο λοιπόν, καὶ µετὰ ἀπὸ 240 ὁλόκληρα χρόνια, παίρνουµε τὴν µεγάλως εὐφραίνουσα τὴν ψυχή µας πρωτοβουλία, νὰ προσιτοποιήσουµε στὸ ὀρθόδοξό µας κυρίως πλήρωµα καὶ ἔτσι πασίδηλες νὰ καταστήσουµε τοῦτες τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐµπεριέχονται στό, ὅπως προλαβόντως εἴπαµε, τῶν Φ. Βολταίρου καὶ Εὐγενίου Βουλγάρεως τοιουτοτρόπως συντεθὲν καὶ οὕτως ἀποβὰν βιβλίο. (…)
Ἐνθαρρυνθήκαμε καὶ πάλι πρὸς τοῦτο [δηλ. γιὰ τὴν ἔκδοση] ἀπ᾽ τὴν ἐπίσημη διακήρυξι τῆς Α. Θ. Π., τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὅτι ὁ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διάλογος νοεῖται πραγματούμενος “ὄχι μόνον μεταξὺ τῶν μελῶν τῶν μετεχόντων εἰς τὰς ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπείας τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾽ ὡς γινόμενος μεταξὺ τοῦ συνόλου τῶν μελῶν ἑκάστης Ἐκκλησίας” (χαιρετιστήριος προσλαλιὰ πρὸς τὴν στὸν πατριαρχικὸ ἱερὸ ναὸ παρισταμένη ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία τοῦ Πάπα γιὰ τὸν συνεoρτασμὸ τῆς Θρονικῆς ἑορτῆς, 30-11-2001).
Καί ᾽θελήσαμε νά καταβάλουμε προσπάθεια, ὥστε ἡ εὐαισθησία περὶ τὰ δογματικὰ καὶ ἱεροκανονικὰ μὴ ἀφεθῆ στὴν “προνομιακὴ” ἀποκλειστικότητα τῶν περιφήμων ἑκάστοτε ἀκροφρόνων “ταγῶν” τῶν ποικιλωνύμων καὶ ἐπιτηδείως ὑπ’ αὐτῶν ἰθυνουμένων καὶ κινουμένων κομμάτων, -τῶν ἀποτελεσματικῶς ὅμως εἰς ἀποσκιρτήσεις καὶ ἀποσχίσεις πειθόντων, παρασυρόντων καὶ ἐξωθούντων τοὺς ἀσθενοῦντας τή πίστει καὶ ὑστεροῦντας τῇ γνώσει περὶ τὰ ἱεροκανονικα φιλτάτους συναγιορείτας μας, (…) ἀλλὰ νὰ διατυπωθῆ ἐπὶ ψυχικῇ των ὠφελείᾳ μία μακρὰν ἐξάψεως, ὀργῆς, πεισμονῆς καὶ ἐμπαθείας ἀγαθοπροαίρετος θεώρησις τῶν θεμάτων καὶ πραγμάτων, (…) ἐξαγόρευσις ἀνθομολογήσεως (…) ὅτι ἀρκετοὶ τῶν ἐπισκόπων μας πράγματι -ἐπ᾽ ἐσχάτων τούτων τῶν χρόνων- περὶ τὰ Ἱερά, ὅσια καὶ ἀπαράβατα ἀνέτως διάκεινται, μετ᾽ ἀδείας (σημ.: ἀφοβίας) ἀσχολοῦνται, μετὰ σκανδαλιζούσης εὐχερείας ἐκφράζονται, καί, κατ᾽ ἐνώπιον Θεοῦ “πλάγιοι” βηματίζουν καὶ ἀνυπακούως “πορεύονται” (Λευιτ.κϛ´ 21-27), (…), ἐθελοδόξως ἐν πράξει ἐμφανίζουν τήν ζωντάνια, τήν ἐνέργεια, καὶ “τὴν ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον” (Ἑβρ. γ´, 12) τμητικότητα τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς ἀμβλείαν, καὶ ἑπομένως ὑπαιτιότητί των -ἀλλοίμονο- μή διικνουμένην “ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν”, καὶ -φεῦ- ὡς διατελοῦσαν μακράν κριτικότητος “ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας” καὶ προοπτικῶν ἐσχατολογικῶν (αὐτόθι)· ὁπότε, ὄντως ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον, ποὺ ἐνῷ ὁ Κύριός του ἐξεχώρισε αὐτὴν τὴν τόσο τιμητικὴ εἰδικότητα καὶ τοῦ ἐνεπιστεύθη τὸ ἀπόλυτο τῆς εὐθύνης καὶ τὴν ἐπὶ φρικτῇ ἀπολογίᾳ ἱερότητα τοῦ χρέους τοῦ “χειρισμοῦ” τῆς τοιαύτης ὀρθοτομίας, αὐτὸς ἐκ λανθασμένης περὶ τὴν ἀσθένεια ἐκτιμήσεως ἢ ἐκ δειλίας καὶ λιποψυχίας ἢ καὶ ἐκ φιλίας καὶ ἀβρότητος πρὸς τὸν νοσοῦντα, ἀποφεύγει “νὰ διατάμῃ τὰ κακῶς συμπεφυκότα καὶ νὰ διακόψη τὰ τῆς συνηθείας δεσμά” (Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1297).
Ὅσo, τέλος, γιὰ τὴν προσωπικῶς δική μας τοιουτότροπη ὁμολογιακὴ θέσι, διαγωγή, γραπτὴ διαλάλησι τῶν φρονημάτων μας καὶ ἐν γένει στάσι ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καὶ ἰδίᾳ ἔναντι τῶν παποκαθολικῶν, ἀρκοῦν εἰς δικαιολόγησι καὶ διασάφησι τὰ ἐν τῷ “Ἰδοὺ ὁ Παπισμός” καὶ ἐν σελ. 45, παρατεθέντα, τὰ ὁποῖα καὶ ᾧδε πεπαρρησιασμένως καταχωρίζουμε: “Ὁπωσδήποτε δὲν εἴμεθα οἱ μόνοι ποὺ πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐκ μεγαθυμίας ἀνεκτικότης καὶ ἡ ἐξ εὐγενείας σιωπὴ δὲν οἰκοδομοῦν πάντοτε ἐκλαμβανόμεναι δὲ καὶ παρερμηνευόμεναι μάλιστα ὡς ἐγκυμονοῦσαι διαθέσεις ὑποχωρητικότητος, ἀποθρασύνουν ἐπὶ πλεῖον τούς ἐν αἱρέσει, ἀδίκῳ καὶ ἐπάρσει· ἐνῶ ὅταν οἱ ἐν λόγῳ ἀκοῦνε καὶ τὰ “ σχολιανά τους”, εἶναι ἑπόμενο νὰ μετριάζουν τὴν ὁρμὴ καὶ νὰ ὁμαλίζουν κάπως τὸ σκαληνοσκαμβὲς καὶ τὴν ὑψαυχένειά τους.(…) Εἶναι ἀνησυχία ψυχικὴ καὶ νοητικὴ ἀπορία, πῶς καὶ γιατί κατὰ τοὺς ἐσχάτους τούτους καιροὺς καὶ χρόνους οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας µας ἐγκαταλείψαντες πάγιες καὶ διαιώνιες τακτικὲς σοφῶν καὶ Ἁγίων προκατόχων των, αἰφνιδίως καὶ ἀποτόµως τὶς εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας µας κακουργίες τοῦ Παπισµοῦ καὶ τῆς ἀνυποχωρήτως προσηλυτιστικῶς στοὺς χώρους της ἐπευλογητικῶς ὑπ᾽ αὐτοῦ δρώσης οὐνίας του, τὶς παρέδωκαν στὴν ἀµνησία καὶ µᾶλλον ἐπιµελῶς τὶς κατασκέπασαν µὲ τὰ πέπλα τῆς ληθότητος και λησµοσύνης.
Εἶναι ἡµῶν τῶν ἁπλῶν καὶ ἀσήµων δικαιωµατικὸ ζητούµενο, τὸ πῶς, γιατὶ καὶ πρὸς τί (…) ἀπὸ πατριαρχίας Ἀθηναγόρου καὶ ἐντεῦθεν τὸ Οἰκουµενικό µας Κέντρο τόσο σφοδρῶς ἐπεθύµησε τὶς µετὰ τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα ὑπερθέρµους σχέσεις, ἐπεδίωξε τὴν πυκνότητα τῶν συναντήσεων, καί, παρὰ τὰ ὑπὸ τῶν θείων κανόνων τεθεσπισµένα, πεπαρρησιασµένως καθιέρωσε τὰς µετ᾽ αὐτοῦ καὶ εἰς ὀρθοδόξους ναούς, συµπροσευχάς, καὶ προέβαλε τούς, ἐν θείᾳ λατρείᾳ καὶ ἐν ἱεραῖς στιγµαῖς τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀσπασίους ἐναγκαλισμοὺς ὡς ἐπιτεύγματα γιγαντικὰ καὶ ὡς σταθμοὺς τῆς ἱστορίας”»
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)