πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/3/2011
ὑπερφυής τροφή τῆς ψυχῆς
Τοῦ κ.Ἠλία Δ. Μπάκου
Δρ. Θεολογίας–Φιλολόγου
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν “Κατηχητικό Λόγο” του, πού ἀναγινώσκεται κατά τή θεία Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως πρό τῆς μεταδόσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, καλεῖ ὅλους τούς πιστούς καί παρακολουθοῦντας τή θ.Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως νά συμμετάσχουν στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. «Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος». Πρόκειται γιά τήν τράπεζα τῆς θείας Εὐχαριστίας, στην ὁποία προτίθεται σέ μᾶς τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ σαρκωθέντος, ἀναστάντος καί ἀναληφθέντος εἰς οὐρανούς Θεανθρώπου Ἰησοῦ, καί ὁ ὁποῖος «πάλιν ἐρχόμενος μετά δοξης κρίναι ζῶντας καί νεκρούς». Προσφέρεται ὡς μυστηριώδης τροφή και ἀτίμητος θυσία γιά την ἁγία καί αἰωνία ζωή, γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου...Αὐτή εἶναι ἡ μία Τράπεζα, ἡ ὁποία «γέμει» καί προσκαλοῦνται «νά τρυφήσουν οἱ πάντες». Ἐπειδή τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι περισσότερο γνωστό θά ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικώτερα στό μυστήριο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως γιά νά γίνουμε κλητοί «τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» και νά ἀπολαύσουμε «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος» ὀφείλουμε νά περάσουμε πρῶτα ἀπό τήν ἄλλη Τράπεζα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἀπό τήν τράπεζα τοῦ λόγου Του καί τῶν ρημάτων Του, γιά τά ὁποῖα μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὅτι «τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι και ζωή ἐστι». (Ἰω. στ´ 63). (=καί τά λόγια, τά ὁποῖα ἐγώ σᾶς λέγω, ἐπειδή εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα των πνεῦμα καί δι᾽ αὐτό μεταδίδουν ζωή, Π. Τρεμπέλας). «Τό πνεῦμα ἐνοικεῖ ἐν αὐτοῖς (τοῖς ρήμασι, τοῖς λόγοις) καί μεταδίδεται δι᾽ αὐτῶν. Δι᾽ αὐτό δέ καί μεταδίδουσι ζωήν». Δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπορρέουν–προέρχονται ἀπό τον Χριστό μεταδίδουν τήν ζωοποιό Του δύναμη.
Ἀναλυτικώτερα, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καί περίβλημα δυνάμεως, πού μεταδίδει στόν ἄνθρωπο, πρός τον ὁποῖον ἀπευθύνεται, καί ἐνέργεια Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τοιουτοτρόπως καί οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ δεν εἶναι μόνον ἡ ἔκφραση τῶν σκέψεών Του ἀλλά καί ἡ ἐκπόρευση τῆς ἐνεργοῦ καί ζωοποιοῦ δυνάμεώς Του. Οἱ λόγοι τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνονται στήν Καινή Διαθήκη ἐνέχουν δημιουργική δύναμη και ἐνέργεια ἀναγεννητική, μέ τήν ὁποία ὅσοι πιστεύουν καί ἔχουν μέσα τους τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀναγεννῶνται πνευματικά. Μέ τό θεῖο λόγο ὁ Χριστός γνωστοποιεῖ, σέ ὅσους σκανδαλίζονται καί ἐκλαμβάνουν ὡς σκληρόν τον λόγο του, ὅτι ἀντιθέτως οἱ λόγοι του εἶναι πηγή ζωῆς, (Ἰωαν. στ´ 63). «Πολλοί οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον• σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος• τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; εἰδώς δέ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περί τούτου οἱ μαθηταί αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς• τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; (Ἰωαν. στ´ 60–61). Ἀξίζει νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ σκανδαλισμός αὐτός, δεν ὀφείλεται στήν ἀκαταληψία, στο ἀκατανόητο τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, στή γλώσσα, ἀλλά στήν ἔλλειψη πίστεως. Καί μεταξύ τῶν ὀνομαζομένων Χριστιανῶν ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὀλιγόπιστοι ἤ καί ἄπιστοι, «εἰσίν ἐξ ὑμῶν τινές οἵ οὐ πιστεύουσιν» ἀπαντᾶ σε ὅλους αὐτούς ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς (Ἰω. στ´ 63). Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος παρητηρεῖ ὅτι «δέν εἶπεν “ὁ Ἰησοῦς” ὑπάρχουσί τινες οἵτινες δέν ἐννοοῦσιν, ἀλλά “εἰσί τινες οἱ μή πιστεύοντες”. Δέν ἐννοοῦσιν λοιπόν, διότι δέν πιστεύουν».
Συμπερασματικά, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἀπιστία εἶναι ἐκείνη, πού ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν θείων λόγων καί ὄχι ἡ σκληρότητα ἤ τό ἀκατάληπτο τῆς χριστιανικῆς ὁρολογίας καί διδασκαλίας• ἡ βασική αἰτία τοῦ ὅποιου σκανδαλισμοῦ ἤ ἀκαταληψίας τοῦ ἱεροῦ λόγου ὀφείλεται κατά κανόνα στήν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά «ρήματα ζωῆς» τοῦ Εὐαγγελίου και τῶν Ἁγ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ὅτι: «Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δε σωζομένοις ἡμῖν Θεοῦ δύναμίς ἐστιν» (Α´ Κορ. α´ 18). Κατά συνέπεια ὁ πανάγαθος τριαδικός Θεός παρεσκεύασε για τή σωτηρία μας δύο τράπεζες, την τράπεζα τοῦ Σώματος καί Αἵματός Του καί τήν τράπεζα τοῦ θείου λόγου, οἱ ὁποῖες ἐκτρέφουν τίς ψυχές μας. Καί ὅπως προετοιμαζόμαστε γιά τή θεία Εὐχαριστία καί λαμβάνουμε κάθε μέριμνα κατά τη στιγμή τῆς θείας Μεταλήψεως να μή ἐκπέσει ἀπό τά χείλη μας ἔστω καί ἐλάχιστος μαργαρίτης ἀπό το ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια ἀκριβῶς μέριμνα καί προσοχή πρέπει νά ἔχουμε, λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, γιά νά μή ἐξέλθει ἀπό τά χείλη μας λόγος ἀσύμβατος πρός τόν θεῖον λόγον, οὔτε κατά «μίαν κεραίαν» (Λουκ. 16, 17), οὔτε νά ἐκπέσει ἀπό τίς καρδιές μας «ἰῶτα ἕν» (Λουκ. 16, 17): «εὐκοπώτερον δέ ἐστι τόν οὐρανόν καί την γῆν παρελθεῖν ἤ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν» (Λουκ. 16, 17), και «ἕως ἄν παρέλθῃ ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία οὐ μή παρέλθῃ ἀπό τοῦ νόμου ἕως ἄν πάντα γένηται
» (Ματθ. 5,18). «Ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, τό δέ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α´. Πέτρου, α´ 24–25).Ὅλα παρέρχονται, ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μένει εἰς τόν αἰώνα καί ἡ ζωή, στήν ὁποίαν μᾶς ἀναγεννᾶ εἶναι ζωή αἰώνιος. Κατά συνέπεια, πῶς εἶναι δυνατόν ἀπό τά χείλη μας, ἀπό τήν καρδιά μας ἀπό τό νοῦ μας νά ἐξέλθουν λόγοι καί σκέψεις ἀσύμβατοι μέ τήν ἀλήθεια τῆς θείας Ἀποκαλύψεως ἤ ἀπό τή γραφίδα μας λόγοι, πού δέν συνάδουν μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ και τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας Του;
Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, ὁ αὐθεντικός και ἀποκαλυπτικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ μεταφερόμενος ἀπό τήν πρωτότυπη γλώσσα τῆς ἀποκαλυπτικῆς διατυπώσεώς του σέ ἄλλη γλώσσα
ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἀλλοιώσεώς του. Ἑπομένως, κάθε μετάφραση - μεταφορά ἀπό τό πρωτότυπο σε ἄλλο γλωσσικό ἰδίωμα ἤ σέ ἄλλη γλώσσα εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἀπομειώσει, νά ἀδικήσει τό ὅλον τῆς θείας Ἀποκαλύψεως τοῦ πρωτοτύπου. Γι᾽ αὐτό πάντοτε θά πρέπει να ἔχουμε παράλληλα, ἄμεση ἀναφορά στό πρωτότυπο. Κλείνουμε τό σημείωμά αὐτό με τήν ἀνακεφαλαιωτική παρατήρηση: τό χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐπανευαγγελισμό και ὄχι ἀπό μεταγλώττιση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ἀπό κατ᾽ εὐφημισμό «λειτουργική ἀναγέννηση» χωρίς «ρήματα ζωῆς» αἰωνίου. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἁγίασαν τή ζωή τους καί τό λόγο τῆς πίστεως καί ἡ λειτουργική δημιουργία τους εἶναι ἀπόρροια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἁγιότητος. Καί σέ καμιά περίπτωση δεν εἶναι δοκιμιακά κείμενα ἤ ἀδολεσχία ὀρθολογιζόντων, ὅπως συμβαίνει στήν ἐποχή μας.
Καί ἄς ἔχουμε ὅλοι μας κατά νοῦν καί πρό ὀφθαλμῶν τή ρήση τοῦΜεγάλου Βασιλείου: «οἱ ἐπιμένοντες τῇ πωρώσει τῆς πατρικῆς μιαιφονίας κληρονόμοι ὑπάρχουσι» και οἱ ὁποῖοι κατά τη φωνή τοῦ Ζιγαβηνοῦ «οὐ μόνον καθ᾽ ἑαυτῶν ἀλλά καί κατά τῶν τέκνων αὐτῶν ἕλκουσι τήν ἀράν». Διότι οἱ ἴδιοι ἀνέλαβαν τήν εὐθύνη τῆς αἰώνιας ἀρᾶς: «τό αἷμα Αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς και ἐπί τά τέκνα ἡμῶν», (Ματθ. κζ´ 25). Οἱ Ἰουδαῖοι δέν θά παύσουν νά καταπολεμοῦν τό Εὐαγγέλιον καί την Ὀρθοδοξίαν (τό Βυζάντιον), διότι τό μέν Εὐαγγέλιον καταγράφει το ἔγκλημα τῶν Ἰουδαίων μέ τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ Ὀρθοδοξία ἀναδεικνύει συνεχῶς τό ἔγκλημα αὐτό μέ τή Λειτουργική της ζωή: μέ τά Εὐαγγελικά καί Ἀποστολικά ἀναγνώσματα, μέ τούς λειτουργικούς ὕμνους τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Τριωδίου, τοῦ Πεντηκοσταρίου καί τῶν Μηναίων, ἀλλά και μέ τούς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό οἱ ὕμνοι τοῦὌρθρου τῶν Κυριακῶν, καί ἡ ὑμνογραφία τῆς Εἰκονομαχίας ἀποτελοῦν κάρφος στόν ὀφθαλμό τῶν Ἰουδαίων.
Ἑπομένως ἡ παράλειψη τοῦ Ὄρθρου, ὁ ἐξωβελισμός τῶν ἑορτῶν, οἱ γλωσσικές μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων μειώνουν ἀσφαλῶς τό κῦρος και τη δυναμική τῆς Ὀρθοδοξίας καί σιγά–σιγά ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στην περιθωριοποίηση καί ἀποξένωση ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό καί οἱ πολέμιοι τῆς Πίστεως ἐπιμένουν ἔμμονα καί ἐργάζονται μεθοδικά εἰς βάρος τῆς πίστεως και τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Λατρείας. Ἐάν ὅμως ἐμεῖς μετέχουμε και στίς δύο τράπεζες: τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τοῦ θείου λόγου με ἀκρίβεια λόγου καί ζωῆς εἰς μάτην αὐτοί κοπιάζουν.
Ὅμως γιά νά γίνουμε κλητοί «τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» και νά ἀπολαύσουμε «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος» ὀφείλουμε νά περάσουμε πρῶτα ἀπό τήν ἄλλη Τράπεζα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἀπό τήν τράπεζα τοῦ λόγου Του καί τῶν ρημάτων Του, γιά τά ὁποῖα μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὅτι «τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι και ζωή ἐστι». (Ἰω. στ´ 63). (=καί τά λόγια, τά ὁποῖα ἐγώ σᾶς λέγω, ἐπειδή εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα των πνεῦμα καί δι᾽ αὐτό μεταδίδουν ζωή, Π. Τρεμπέλας). «Τό πνεῦμα ἐνοικεῖ ἐν αὐτοῖς (τοῖς ρήμασι, τοῖς λόγοις) καί μεταδίδεται δι᾽ αὐτῶν. Δι᾽ αὐτό δέ καί μεταδίδουσι ζωήν». Δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπορρέουν–προέρχονται ἀπό τον Χριστό μεταδίδουν τήν ζωοποιό Του δύναμη.
Ἀναλυτικώτερα, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καί περίβλημα δυνάμεως, πού μεταδίδει στόν ἄνθρωπο, πρός τον ὁποῖον ἀπευθύνεται, καί ἐνέργεια Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τοιουτοτρόπως καί οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ δεν εἶναι μόνον ἡ ἔκφραση τῶν σκέψεών Του ἀλλά καί ἡ ἐκπόρευση τῆς ἐνεργοῦ καί ζωοποιοῦ δυνάμεώς Του. Οἱ λόγοι τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνονται στήν Καινή Διαθήκη ἐνέχουν δημιουργική δύναμη και ἐνέργεια ἀναγεννητική, μέ τήν ὁποία ὅσοι πιστεύουν καί ἔχουν μέσα τους τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀναγεννῶνται πνευματικά. Μέ τό θεῖο λόγο ὁ Χριστός γνωστοποιεῖ, σέ ὅσους σκανδαλίζονται καί ἐκλαμβάνουν ὡς σκληρόν τον λόγο του, ὅτι ἀντιθέτως οἱ λόγοι του εἶναι πηγή ζωῆς, (Ἰωαν. στ´ 63). «Πολλοί οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον• σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος• τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; εἰδώς δέ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περί τούτου οἱ μαθηταί αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς• τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; (Ἰωαν. στ´ 60–61). Ἀξίζει νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ σκανδαλισμός αὐτός, δεν ὀφείλεται στήν ἀκαταληψία, στο ἀκατανόητο τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, στή γλώσσα, ἀλλά στήν ἔλλειψη πίστεως. Καί μεταξύ τῶν ὀνομαζομένων Χριστιανῶν ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὀλιγόπιστοι ἤ καί ἄπιστοι, «εἰσίν ἐξ ὑμῶν τινές οἵ οὐ πιστεύουσιν» ἀπαντᾶ σε ὅλους αὐτούς ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς (Ἰω. στ´ 63). Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος παρητηρεῖ ὅτι «δέν εἶπεν “ὁ Ἰησοῦς” ὑπάρχουσί τινες οἵτινες δέν ἐννοοῦσιν, ἀλλά “εἰσί τινες οἱ μή πιστεύοντες”. Δέν ἐννοοῦσιν λοιπόν, διότι δέν πιστεύουν».
Συμπερασματικά, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἀπιστία εἶναι ἐκείνη, πού ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν θείων λόγων καί ὄχι ἡ σκληρότητα ἤ τό ἀκατάληπτο τῆς χριστιανικῆς ὁρολογίας καί διδασκαλίας• ἡ βασική αἰτία τοῦ ὅποιου σκανδαλισμοῦ ἤ ἀκαταληψίας τοῦ ἱεροῦ λόγου ὀφείλεται κατά κανόνα στήν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά «ρήματα ζωῆς» τοῦ Εὐαγγελίου και τῶν Ἁγ. Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ὅτι: «Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δε σωζομένοις ἡμῖν Θεοῦ δύναμίς ἐστιν» (Α´ Κορ. α´ 18). Κατά συνέπεια ὁ πανάγαθος τριαδικός Θεός παρεσκεύασε για τή σωτηρία μας δύο τράπεζες, την τράπεζα τοῦ Σώματος καί Αἵματός Του καί τήν τράπεζα τοῦ θείου λόγου, οἱ ὁποῖες ἐκτρέφουν τίς ψυχές μας. Καί ὅπως προετοιμαζόμαστε γιά τή θεία Εὐχαριστία καί λαμβάνουμε κάθε μέριμνα κατά τη στιγμή τῆς θείας Μεταλήψεως να μή ἐκπέσει ἀπό τά χείλη μας ἔστω καί ἐλάχιστος μαργαρίτης ἀπό το ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια ἀκριβῶς μέριμνα καί προσοχή πρέπει νά ἔχουμε, λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, γιά νά μή ἐξέλθει ἀπό τά χείλη μας λόγος ἀσύμβατος πρός τόν θεῖον λόγον, οὔτε κατά «μίαν κεραίαν» (Λουκ. 16, 17), οὔτε νά ἐκπέσει ἀπό τίς καρδιές μας «ἰῶτα ἕν» (Λουκ. 16, 17): «εὐκοπώτερον δέ ἐστι τόν οὐρανόν καί την γῆν παρελθεῖν ἤ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν» (Λουκ. 16, 17), και «ἕως ἄν παρέλθῃ ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία οὐ μή παρέλθῃ ἀπό τοῦ νόμου ἕως ἄν πάντα γένηται
» (Ματθ. 5,18). «Ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, τό δέ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α´. Πέτρου, α´ 24–25).Ὅλα παρέρχονται, ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μένει εἰς τόν αἰώνα καί ἡ ζωή, στήν ὁποίαν μᾶς ἀναγεννᾶ εἶναι ζωή αἰώνιος. Κατά συνέπεια, πῶς εἶναι δυνατόν ἀπό τά χείλη μας, ἀπό τήν καρδιά μας ἀπό τό νοῦ μας νά ἐξέλθουν λόγοι καί σκέψεις ἀσύμβατοι μέ τήν ἀλήθεια τῆς θείας Ἀποκαλύψεως ἤ ἀπό τή γραφίδα μας λόγοι, πού δέν συνάδουν μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ και τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας Του;
Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, ὁ αὐθεντικός και ἀποκαλυπτικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ μεταφερόμενος ἀπό τήν πρωτότυπη γλώσσα τῆς ἀποκαλυπτικῆς διατυπώσεώς του σέ ἄλλη γλώσσα
ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἀλλοιώσεώς του. Ἑπομένως, κάθε μετάφραση - μεταφορά ἀπό τό πρωτότυπο σε ἄλλο γλωσσικό ἰδίωμα ἤ σέ ἄλλη γλώσσα εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἀπομειώσει, νά ἀδικήσει τό ὅλον τῆς θείας Ἀποκαλύψεως τοῦ πρωτοτύπου. Γι᾽ αὐτό πάντοτε θά πρέπει να ἔχουμε παράλληλα, ἄμεση ἀναφορά στό πρωτότυπο. Κλείνουμε τό σημείωμά αὐτό με τήν ἀνακεφαλαιωτική παρατήρηση: τό χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐπανευαγγελισμό και ὄχι ἀπό μεταγλώττιση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ἀπό κατ᾽ εὐφημισμό «λειτουργική ἀναγέννηση» χωρίς «ρήματα ζωῆς» αἰωνίου. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἁγίασαν τή ζωή τους καί τό λόγο τῆς πίστεως καί ἡ λειτουργική δημιουργία τους εἶναι ἀπόρροια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἁγιότητος. Καί σέ καμιά περίπτωση δεν εἶναι δοκιμιακά κείμενα ἤ ἀδολεσχία ὀρθολογιζόντων, ὅπως συμβαίνει στήν ἐποχή μας.
Καί ἄς ἔχουμε ὅλοι μας κατά νοῦν καί πρό ὀφθαλμῶν τή ρήση τοῦΜεγάλου Βασιλείου: «οἱ ἐπιμένοντες τῇ πωρώσει τῆς πατρικῆς μιαιφονίας κληρονόμοι ὑπάρχουσι» και οἱ ὁποῖοι κατά τη φωνή τοῦ Ζιγαβηνοῦ «οὐ μόνον καθ᾽ ἑαυτῶν ἀλλά καί κατά τῶν τέκνων αὐτῶν ἕλκουσι τήν ἀράν». Διότι οἱ ἴδιοι ἀνέλαβαν τήν εὐθύνη τῆς αἰώνιας ἀρᾶς: «τό αἷμα Αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς και ἐπί τά τέκνα ἡμῶν», (Ματθ. κζ´ 25). Οἱ Ἰουδαῖοι δέν θά παύσουν νά καταπολεμοῦν τό Εὐαγγέλιον καί την Ὀρθοδοξίαν (τό Βυζάντιον), διότι τό μέν Εὐαγγέλιον καταγράφει το ἔγκλημα τῶν Ἰουδαίων μέ τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ Ὀρθοδοξία ἀναδεικνύει συνεχῶς τό ἔγκλημα αὐτό μέ τή Λειτουργική της ζωή: μέ τά Εὐαγγελικά καί Ἀποστολικά ἀναγνώσματα, μέ τούς λειτουργικούς ὕμνους τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Τριωδίου, τοῦ Πεντηκοσταρίου καί τῶν Μηναίων, ἀλλά και μέ τούς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό οἱ ὕμνοι τοῦὌρθρου τῶν Κυριακῶν, καί ἡ ὑμνογραφία τῆς Εἰκονομαχίας ἀποτελοῦν κάρφος στόν ὀφθαλμό τῶν Ἰουδαίων.
Ἑπομένως ἡ παράλειψη τοῦ Ὄρθρου, ὁ ἐξωβελισμός τῶν ἑορτῶν, οἱ γλωσσικές μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων μειώνουν ἀσφαλῶς τό κῦρος και τη δυναμική τῆς Ὀρθοδοξίας καί σιγά–σιγά ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στην περιθωριοποίηση καί ἀποξένωση ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό καί οἱ πολέμιοι τῆς Πίστεως ἐπιμένουν ἔμμονα καί ἐργάζονται μεθοδικά εἰς βάρος τῆς πίστεως και τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Λατρείας. Ἐάν ὅμως ἐμεῖς μετέχουμε και στίς δύο τράπεζες: τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τοῦ θείου λόγου με ἀκρίβεια λόγου καί ζωῆς εἰς μάτην αὐτοί κοπιάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου