Ἐπισημαίνει ὁ Ἐπίτιμος Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας κ. Μαρῖνος
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΑΦΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ
Ὁ κ. Μαρῖνος προειδοποιεῖ μέ προσφυγήν εἰς τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας, ἐνῶ διερωτᾶται, διατί ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία «κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει;».
Μέ τήν κατάργησιν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ὑπό τῆς Πολιτείας ὁλοκληρώνεται ἡ προσπάθεια ἀφελληνισμοῦ τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία ἤρχισε ἐπί «ἐθνάρχου» Κων. Καραμανλῆ, ὑπογραμμίζει εἰς ἄρθρον του εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἑστία» (22αν Ἰουνίου) ὁ κ. Ἀναστάσιος Ν. Μαρῖνος, Δρ. Ν., Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐπί τιμῇ. Ὁ κ. Μαρῖνος προειδοποιεῖ ὅτι θά προσφύγη εἰς τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας καί εἰς τό Δικαστήριον Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, ἐπιχειρῶν νά ὑπάρξη ἀπόφασις διά τῆς ὁποίας θά κηρύσσεται ἀντισυνταγματική ἡ ἀπόφασις τῆς Πολιτείας...Ἀκολούθως ἐπικρίνει τήν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία κάμνει ὅτι δέν καταλαβαίνει.
Ἡ πολεμική συνεχίζεται ποῖος θά ἀντιδράση Τό πλῆρες κείμενον τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Μαρίνου εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἑστία» ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἀπό τήν Μεταπολίτευση καὶ μετὰ ἄρχισε μία συστηματικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν γνωστὴ φράση: «Θά χωρίσουμε τά τσανάκια μας», τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε ὁ τότε «ἐθνάρχης» στὸν Μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Στὴ συνέχεια μὲ τὸ Σχέδιο Συντάγματος τοῦ 1975 ἐπεχειρήθη, κατὰ τρόπον ὕπουλο καὶ συγκεκαλυμμένο, χωρισμὸς τοῦ Κράτους ἀπό τὴν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος ἐματαιώθη κατόπιν ἰδικής μου, δημοσίας ἀντιδράσεως (βλ. τὸ βιβλίο μου «Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», τὸ ὁποῖον προσφέρεται δωρεὰν ὑπό της Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεγάρων καὶ Σαλαμίνος).
Κατόπιν τῶν γεγονότων αὐτῶν ἡ κατάσταση ἠρέμησε ἐπ᾽ ὀλίγον, γιὰ νὰ ἀρχίση καὶ πάλι ὁ πόλεμος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἄλλο τρόπον αὐτὴ τὴ φορά, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀπόπειρα καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα.
Ἐδημιουργήθη θόρυβος καί τελικά ἡ ὑπόθεση ἔφθασε στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ), τὸ ὁποῖον ὑπό τὴν Προεδρίαν τοῦ ὑπογράφοντος τὸ παρὸν ἐξέδωκε τὴν ὑπ᾽ ἀριθμ. 3359/1995 ἀπόφαση (Στ´ Τμήματος) μὲ τὴν ὁποίαν διεκηρύχθησαν ὁμοφώνως τὰ ἑξῆς: α) Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Ἰσχύοντος Συντάγματος τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ διδάσκεται ὑποχρεωτικὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ δόγματος στὰ σχολεῖα καὶ ἐπί «ἱκανόν ἀριθμὸν ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως», β) Ὅσοι μαθηταὶ «δηλώσουν» ὅτι ἔχουν πρόβλημα θρησκευτικῆς συνειδήσεως, διότι εἶναι «ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι», δικαιοῦνται νὰ ζητήσουν ἀπαλλαγὴ ἀπό τό μάθημα αὐτὸ χωρὶς αὐτὸ νὰ συνεπάγεται ὁποιαδήποτε δυσμενῆ συνέπεια π.χ. ἀπουσία.
Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἐνόχλησε τὴν Κυβέρνηση ἡ ὁποία, ἐπειδὴ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ τὴν ἀγνοήση, προσεπάθησε νὰ τὴν παρακάμψη ἐμμέσως, προέβη δηλαδὴ διὰ τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας (δὲν εἶχε καταργηθεῖ ἀκόμη τότε τὸ ἐπίθετο «Ἐθνικὴ») εἰς περιορισμὸν τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ μαθήματος εἰς μίαν (1) μόνον ὥραν ἑβδομαδιαίως στὶς τάξεις Β' καὶ Γ Λυκείου.
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ ζήτημα ἐπανῆλθεν εἰς τὸ ΣτΕ, τὸ ὁποῖον (Στ´ Τμῆμα) ὑπό ηὐξημένη, αὐτὴ τὴν φοράν, σύνθεση καὶ ὑπό τὴν Προεδρίαν καὶ πάλιν τοῦ ὑπογράφοντος τὸ παρὸν ἐξέδωκε τὴν ὑπ᾽ ἀριθμ. 2176/1998 ἀπόφασή του, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπανέλαβε τὴν προηγουμένη καὶ προσέθεσεν ὅτι ἡ μία (1) ὥρα διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως δὲν ἦταν «ἱκανὸς ἀριθμὸς ὡρῶν διδασκαλίας», ὅπως ρητῶς ἀπαιτοῦσε ἡ προηγουμένη ἀπόφαση αὐτοῦ καὶ ἀκύρωσε τὴν σχετικὴ ὑπουργικὴ ἀπόφαση, ποὺ ὅριζε τὰ ἀντίθετα.
Ἡ κατάσταση ἠρέμησε πρὸς στιγμήν, ἀλλὰ ἡ Κυβέρνηση προσεπάθησε νὰ βρεῖ ἄλλον τρόπο γιὰ νὰ παράκαμψη τὸ ἐμπόδιο, τό ὁποῖον τῆς εἶχε δημιουργήσει τὸ ΣτΕ μὲ τὶς δύο ἀποφάσεις του καὶ ἄρχισε νὰ μετέρχεται ἄλλα μέσα. Εἰδικότερα, μὲ διαφόρους ἐγκυκλίους τοῦ Ὑπουργείου ὑπεχρέωσε τούς Διευθυντάς τῶν σχολείων: α) Νὰ δέχονται αἰτήσεις ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν καὶ στὴν προσπάθειά της αὐτὴ εἶχε τὴν πρόθυμη συμπαράσταση τότε τοῦ Συνηγὸρου τοῦ Πολίτη κ. Γ. Καμίνη, ὁ ὁποῖος εἶχε γνωμοδοτήσει ἀναλόγως ἐρχόμενος ἔτσι σὲ ὀξεῖα ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ. β) Νὰ δέχονται αἰτήσεις ἀπαλλαγῆς χωρὶς «νὰ δηλώνουν» οἱ μαθηταὶ ὅτι δὲν εἶναι ὀρθόδοξοι μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι μία τέτοια δήλωση ἦταν ἀντίθετη πρὸς τὸ Σύνταγμα, αἰτιολογία ἡ ὁποία ἦταν λανθασμένη καὶ ἀντίθετη πρὸς τὶς ὡς ἄνω ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ. Πρὸς τὴν αἰτιολογίαν αὐτὴν συνηγόρησε μὲ ἀπόφασή της καὶ ἡ Ἀρχὴ Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων ὑπό τὴν Προεδρίαν τοῦ τότε Προέδρου της κ. Γουργουράκη. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀρκετοὶ ὀρθόδοξοι μαθηταὶ ἄρχισαν νὰ ἐκμεταλλεύονται τὴν εὐκαιρίαν γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀζημίως. Αἱ ἐγκύκλιοι αὐταί δὲν ἔχουν μέχρι σήμερον ἀνακληθῆ καθ' ὅσον γνωρίζω.
Ἀλλὰ καὶ ἡ λύση αὐτὴ δὲν ἱκανοποιοῦσε τὴν Κυβέρνηση καὶ τοὺς διάφορους μανδαρίνους τοῦ Ὑπουργείου. Καὶ τότε ἄρχισε ἄλλο τροπάριο. Ἐρρίφθη ἡ ἰδέα τῆς «διευρύνσεως» τοῦ μαθήματος γιὰ πληρέστερη μόρφωση τῶν μαθητῶν, ἐρρίφθη δηλαδὴ ἡ ἰδέα τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νὰ γίνη «θρησκειολογικὸ» καὶ νὰ διδάσκεται ὄχι μὸνον τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ δόγμα, ἀλλὰ ὅλες οἱ θρησκεῖες. Μὲ τὴν πρόταση αὐτή, ποὺ ἦταν ἀντίθετη πρὸς τὶς ὡς ἄνω ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ, ἐπίστεψαν ὅτι θὰ πλήξουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τὸ Ὑπουργεῖο ὅμως δὲν ἐτόλμησε νὰ υἱοθετήση τὸ τροπάριο αὐτό, διότι ἀντελήφθη ὅτι οἱ ἀντιδράσεις θὰ ἦσαν μεγάλες καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀκολούθησε ἄλλην ὁδό. Ἀπεφάσισε τὴν κατάργηση τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς, καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπόφαση ἡ ὁποία εἶναι ἀντισυνταγματικὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀντέδρασε ἡ Σύγκλητος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ὁ ὑπογράφων τὸ παρόν (βλ. «Ἑστία» τῆς 10-12-2010). Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις ὅμως αὐτές, ἡ Κυβέρνηση δὲν ἀνέστειλε τὴν προσπάθειά της αὐτή, ἀντιθέτως δὲ διέγραψε ἀπό το Μηχανογραφικὸ Δελτίο τῶν Πανελληνίων Ἐξετάσεων τοῦ 2011 τὸ ὡς ἄνω πανεπιστημιακὸ Τμῆμα «μὲ τὴν προοπτική τῆς ὁριστικῆς καταργήσεώς του». Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτό, διότι ἡ Ὑπουργὸς «Δία Βίου Μάθησης» προωθεῖ καὶ πάλι τὸ σχέδιο καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἐπιχειρεῖ τὴν ἀντικατάστασή του ἀπό ἕνα νέο μάθημα ὑπό τὸν τίτλο «Θρησκεία καὶ Κόσμος». Ἐξεδηλώθησαν καὶ πάλι ἀντιδράσεις μὲ ἄρθρον τοῦ ὑπογράφοντος τὸ παρὸν (βλ. «Ἑστία» τῆς 7-4-2011). Μὲ τὸ ἄρθρον ἐκεῖνο ἐρωτοῦσα τὴν κ. Διαμαντοπούλου: «Γιατί ἐπανέρχεται ἐπὶ τοῦ θέματος; Ποῖος λόγος τὸ ἐπιβάλλει; Ποῖος τὸ ζητεῖ;». Καὶ βεβαίως ἀπάντηση δὲν ἐδόθη, διότι ὅπως προβλέπω, τὸ σχέδιο καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν θὰ προωθηθῆ πρὸς ψήφιση στὴ Βουλή, ἐὰν δὲν ἔχη ἤδη ψηφισθῆ τώρα ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές.
Μὲ τὸ σχέδιο καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, το ὁποῖο προσπαθοῦν νὰ τὸ περάσουν, ὅπως ἐξετέθη, μὲ διαφόρους τρόπους καὶ μεθόδους καὶ τὸ ὁποῖο, πιστεύω, ὅτι ἔχει ἁρμοδίως ἀποφασισθῆ, ὁλοκληρώνεται ἡ προσπάθεια ἀφελληνισμοῦ τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκδηλωθῆ παραλλήλως καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς (γλῶσσα, ἱστορία, ἀπεριόριστη χορήγηση ὑπηκοότητος σέ ἀλλοδαποὺς μετανάστες κ.λπ.). Τί θὰ κάνουμε; Θὰ μείνουμε ἀπαθεῖς θεαταί; Ἐγώ τουλάχιστον θὰ ἀντιδράσω. Ὄχι βέβαια ὡς «ἀγανακτισμένος» πολίτης τῆς πλατείας Συντάγματος, ἀλλὰ μὲ ἄλλον τρόπον. Ποῖον; Θὰ προσφύγω προσωπικῶς στὴν Δικαιοσύνη, στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας καὶ στὸ Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, διότι νομιμοποιοῦμαι εἰς τοῦτο ὡς Ἕλληνας πολίτης γενικῶς, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔχων εἰδικῶς ἀσχοληθῆ μὲ τὸ ζήτημα. Καὶ πρέπει νὰ ἀντιδράσω καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Διότι ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία κάνει ὅτι δὲν καταλαβαίνει. Γιατί;
Προτιμῶ νὰ μὴ προχωρήσω.
Ἡ πολεμική συνεχίζεται ποῖος θά ἀντιδράση Τό πλῆρες κείμενον τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Μαρίνου εἰς τήν ἐφημερίδα «Ἑστία» ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἀπό τήν Μεταπολίτευση καὶ μετὰ ἄρχισε μία συστηματικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν γνωστὴ φράση: «Θά χωρίσουμε τά τσανάκια μας», τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε ὁ τότε «ἐθνάρχης» στὸν Μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Στὴ συνέχεια μὲ τὸ Σχέδιο Συντάγματος τοῦ 1975 ἐπεχειρήθη, κατὰ τρόπον ὕπουλο καὶ συγκεκαλυμμένο, χωρισμὸς τοῦ Κράτους ἀπό τὴν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος ἐματαιώθη κατόπιν ἰδικής μου, δημοσίας ἀντιδράσεως (βλ. τὸ βιβλίο μου «Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», τὸ ὁποῖον προσφέρεται δωρεὰν ὑπό της Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεγάρων καὶ Σαλαμίνος).
Κατόπιν τῶν γεγονότων αὐτῶν ἡ κατάσταση ἠρέμησε ἐπ᾽ ὀλίγον, γιὰ νὰ ἀρχίση καὶ πάλι ὁ πόλεμος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἄλλο τρόπον αὐτὴ τὴ φορά, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀπόπειρα καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα.
Ἐδημιουργήθη θόρυβος καί τελικά ἡ ὑπόθεση ἔφθασε στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ), τὸ ὁποῖον ὑπό τὴν Προεδρίαν τοῦ ὑπογράφοντος τὸ παρὸν ἐξέδωκε τὴν ὑπ᾽ ἀριθμ. 3359/1995 ἀπόφαση (Στ´ Τμήματος) μὲ τὴν ὁποίαν διεκηρύχθησαν ὁμοφώνως τὰ ἑξῆς: α) Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Ἰσχύοντος Συντάγματος τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ διδάσκεται ὑποχρεωτικὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ δόγματος στὰ σχολεῖα καὶ ἐπί «ἱκανόν ἀριθμὸν ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως», β) Ὅσοι μαθηταὶ «δηλώσουν» ὅτι ἔχουν πρόβλημα θρησκευτικῆς συνειδήσεως, διότι εἶναι «ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι», δικαιοῦνται νὰ ζητήσουν ἀπαλλαγὴ ἀπό τό μάθημα αὐτὸ χωρὶς αὐτὸ νὰ συνεπάγεται ὁποιαδήποτε δυσμενῆ συνέπεια π.χ. ἀπουσία.
Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἐνόχλησε τὴν Κυβέρνηση ἡ ὁποία, ἐπειδὴ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ τὴν ἀγνοήση, προσεπάθησε νὰ τὴν παρακάμψη ἐμμέσως, προέβη δηλαδὴ διὰ τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας (δὲν εἶχε καταργηθεῖ ἀκόμη τότε τὸ ἐπίθετο «Ἐθνικὴ») εἰς περιορισμὸν τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ μαθήματος εἰς μίαν (1) μόνον ὥραν ἑβδομαδιαίως στὶς τάξεις Β' καὶ Γ Λυκείου.
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ ζήτημα ἐπανῆλθεν εἰς τὸ ΣτΕ, τὸ ὁποῖον (Στ´ Τμῆμα) ὑπό ηὐξημένη, αὐτὴ τὴν φοράν, σύνθεση καὶ ὑπό τὴν Προεδρίαν καὶ πάλιν τοῦ ὑπογράφοντος τὸ παρὸν ἐξέδωκε τὴν ὑπ᾽ ἀριθμ. 2176/1998 ἀπόφασή του, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπανέλαβε τὴν προηγουμένη καὶ προσέθεσεν ὅτι ἡ μία (1) ὥρα διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως δὲν ἦταν «ἱκανὸς ἀριθμὸς ὡρῶν διδασκαλίας», ὅπως ρητῶς ἀπαιτοῦσε ἡ προηγουμένη ἀπόφαση αὐτοῦ καὶ ἀκύρωσε τὴν σχετικὴ ὑπουργικὴ ἀπόφαση, ποὺ ὅριζε τὰ ἀντίθετα.
Ἡ κατάσταση ἠρέμησε πρὸς στιγμήν, ἀλλὰ ἡ Κυβέρνηση προσεπάθησε νὰ βρεῖ ἄλλον τρόπο γιὰ νὰ παράκαμψη τὸ ἐμπόδιο, τό ὁποῖον τῆς εἶχε δημιουργήσει τὸ ΣτΕ μὲ τὶς δύο ἀποφάσεις του καὶ ἄρχισε νὰ μετέρχεται ἄλλα μέσα. Εἰδικότερα, μὲ διαφόρους ἐγκυκλίους τοῦ Ὑπουργείου ὑπεχρέωσε τούς Διευθυντάς τῶν σχολείων: α) Νὰ δέχονται αἰτήσεις ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν καὶ στὴν προσπάθειά της αὐτὴ εἶχε τὴν πρόθυμη συμπαράσταση τότε τοῦ Συνηγὸρου τοῦ Πολίτη κ. Γ. Καμίνη, ὁ ὁποῖος εἶχε γνωμοδοτήσει ἀναλόγως ἐρχόμενος ἔτσι σὲ ὀξεῖα ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ. β) Νὰ δέχονται αἰτήσεις ἀπαλλαγῆς χωρὶς «νὰ δηλώνουν» οἱ μαθηταὶ ὅτι δὲν εἶναι ὀρθόδοξοι μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι μία τέτοια δήλωση ἦταν ἀντίθετη πρὸς τὸ Σύνταγμα, αἰτιολογία ἡ ὁποία ἦταν λανθασμένη καὶ ἀντίθετη πρὸς τὶς ὡς ἄνω ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ. Πρὸς τὴν αἰτιολογίαν αὐτὴν συνηγόρησε μὲ ἀπόφασή της καὶ ἡ Ἀρχὴ Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων ὑπό τὴν Προεδρίαν τοῦ τότε Προέδρου της κ. Γουργουράκη. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀρκετοὶ ὀρθόδοξοι μαθηταὶ ἄρχισαν νὰ ἐκμεταλλεύονται τὴν εὐκαιρίαν γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀζημίως. Αἱ ἐγκύκλιοι αὐταί δὲν ἔχουν μέχρι σήμερον ἀνακληθῆ καθ' ὅσον γνωρίζω.
Ἀλλὰ καὶ ἡ λύση αὐτὴ δὲν ἱκανοποιοῦσε τὴν Κυβέρνηση καὶ τοὺς διάφορους μανδαρίνους τοῦ Ὑπουργείου. Καὶ τότε ἄρχισε ἄλλο τροπάριο. Ἐρρίφθη ἡ ἰδέα τῆς «διευρύνσεως» τοῦ μαθήματος γιὰ πληρέστερη μόρφωση τῶν μαθητῶν, ἐρρίφθη δηλαδὴ ἡ ἰδέα τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νὰ γίνη «θρησκειολογικὸ» καὶ νὰ διδάσκεται ὄχι μὸνον τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ δόγμα, ἀλλὰ ὅλες οἱ θρησκεῖες. Μὲ τὴν πρόταση αὐτή, ποὺ ἦταν ἀντίθετη πρὸς τὶς ὡς ἄνω ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ, ἐπίστεψαν ὅτι θὰ πλήξουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τὸ Ὑπουργεῖο ὅμως δὲν ἐτόλμησε νὰ υἱοθετήση τὸ τροπάριο αὐτό, διότι ἀντελήφθη ὅτι οἱ ἀντιδράσεις θὰ ἦσαν μεγάλες καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀκολούθησε ἄλλην ὁδό. Ἀπεφάσισε τὴν κατάργηση τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς, καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπόφαση ἡ ὁποία εἶναι ἀντισυνταγματικὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀντέδρασε ἡ Σύγκλητος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ὁ ὑπογράφων τὸ παρόν (βλ. «Ἑστία» τῆς 10-12-2010). Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις ὅμως αὐτές, ἡ Κυβέρνηση δὲν ἀνέστειλε τὴν προσπάθειά της αὐτή, ἀντιθέτως δὲ διέγραψε ἀπό το Μηχανογραφικὸ Δελτίο τῶν Πανελληνίων Ἐξετάσεων τοῦ 2011 τὸ ὡς ἄνω πανεπιστημιακὸ Τμῆμα «μὲ τὴν προοπτική τῆς ὁριστικῆς καταργήσεώς του». Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτό, διότι ἡ Ὑπουργὸς «Δία Βίου Μάθησης» προωθεῖ καὶ πάλι τὸ σχέδιο καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἐπιχειρεῖ τὴν ἀντικατάστασή του ἀπό ἕνα νέο μάθημα ὑπό τὸν τίτλο «Θρησκεία καὶ Κόσμος». Ἐξεδηλώθησαν καὶ πάλι ἀντιδράσεις μὲ ἄρθρον τοῦ ὑπογράφοντος τὸ παρὸν (βλ. «Ἑστία» τῆς 7-4-2011). Μὲ τὸ ἄρθρον ἐκεῖνο ἐρωτοῦσα τὴν κ. Διαμαντοπούλου: «Γιατί ἐπανέρχεται ἐπὶ τοῦ θέματος; Ποῖος λόγος τὸ ἐπιβάλλει; Ποῖος τὸ ζητεῖ;». Καὶ βεβαίως ἀπάντηση δὲν ἐδόθη, διότι ὅπως προβλέπω, τὸ σχέδιο καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν θὰ προωθηθῆ πρὸς ψήφιση στὴ Βουλή, ἐὰν δὲν ἔχη ἤδη ψηφισθῆ τώρα ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ γραμμές.
Μὲ τὸ σχέδιο καταργήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, το ὁποῖο προσπαθοῦν νὰ τὸ περάσουν, ὅπως ἐξετέθη, μὲ διαφόρους τρόπους καὶ μεθόδους καὶ τὸ ὁποῖο, πιστεύω, ὅτι ἔχει ἁρμοδίως ἀποφασισθῆ, ὁλοκληρώνεται ἡ προσπάθεια ἀφελληνισμοῦ τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκδηλωθῆ παραλλήλως καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς (γλῶσσα, ἱστορία, ἀπεριόριστη χορήγηση ὑπηκοότητος σέ ἀλλοδαποὺς μετανάστες κ.λπ.). Τί θὰ κάνουμε; Θὰ μείνουμε ἀπαθεῖς θεαταί; Ἐγώ τουλάχιστον θὰ ἀντιδράσω. Ὄχι βέβαια ὡς «ἀγανακτισμένος» πολίτης τῆς πλατείας Συντάγματος, ἀλλὰ μὲ ἄλλον τρόπον. Ποῖον; Θὰ προσφύγω προσωπικῶς στὴν Δικαιοσύνη, στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας καὶ στὸ Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, διότι νομιμοποιοῦμαι εἰς τοῦτο ὡς Ἕλληνας πολίτης γενικῶς, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔχων εἰδικῶς ἀσχοληθῆ μὲ τὸ ζήτημα. Καὶ πρέπει νὰ ἀντιδράσω καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Διότι ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία κάνει ὅτι δὲν καταλαβαίνει. Γιατί;
Προτιμῶ νὰ μὴ προχωρήσω.
1 σχόλιο:
Ο αρχιεπίσκοπος και η περί αυτόν Σύνοδος άνησυχούν και σπεύδουν να συναντηθούν με τους υπουργούς, μόνο όταν απειλούνται τα οικονομικά τους συμφέροντα (βλέπε πρόσφατη συνάντηση αρχιεπισκόπου και Βενιζέλου). Δεν κάνουν το ίδιο όμως για την υπεράσπιση και των θεμάτων πίστεως (π.χ. κάρτα πολίτη, μάθημα θρησκευτικών).
Δημοσίευση σχολίου