O Ευφρόσυνος ήταν ψυχούλα, άλλα κανένας δεν το γνώριζε. Αντίθετα, οι συμμοναστές του τον θεωρούσαν αφελή και συχνά τον κορόιδευαν. Στο μοναστήρι δεν είχε καμιά υπόληψη. Αυτός όμως ασκούσε το διακόνημά του με προσοχή κι επιμέλεια. Σχεδόν όλες τις ώρες βρισκόταν στο μαγειρείο κι ετοίμαζε το φαγητό για τους αδελφούς. Ήταν πολλές οι δουλειές. Καθάριζε, σιγύριζε, άναβε τη φωτιά, έβραζε κι έψηνε και γενικά μαγείρευε για να τρώνε οι αδελφοί και να ευχαριστιούνται. Παρ' όλες τις φιλότιμες κι εξαντλητικές του προσπάθειες, αντιμετώπιζε τη σκληρή συμπεριφορά των άλλων μοναχών, οι όποιοι έφταναν στο σημείο να τον χτυπούν κιόλας, γιατί τον θεωρούσαν υπεύθυνο για πολλά προβλήματα πού αντιμετώπιζαν στο μοναστήρι. Εκείνος με υπομονή τα υπέφερε, χωρίς να εκφράζει κανένα παράπονο. Φορώντας πάντα ευτελή ρούχα και με γαλήνιο πρόσωπο συνέχιζε το διακόνημά του. Ήταν βαθύτατα ανεξίκακος. Ο ηγούμενος, άνθρωπος ενάρετος με παρρησία προς το Θεό, έβλεπε τον Ευφρόσυνο στο μαγειρείο, αλλά ποτέ δεν είχε ασχοληθεί ιδιαιτέρως με τον ίδιο...
Έξαλλου κι εκείνος ποτέ δεν είχε δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα, ούτε είχε ζητήσει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό πού του είχε αναδέσει από πολλά χρόνια τώρα ο ηγούμενος. Ήταν ό μόνιμος και ακούραστος μάγειρας του μοναστηρίου και τίποτα άλλο.
Κυλούσε ό χρόνος, όταν σφηνώθηκε στο νου του ηγουμένου ένας λογισμός: «Ποιος άραγε να είναι ό ανώτερος στην αρετή και στην τήρηση των εντολών του Θεοί απ' τους μοναχούς του μοναστηριού μου;». Ήθελε να βεβαιωθεί, γιατί καθημερινά έβλεπε τους μοναχούς του να είναι υποκριτές και να προσπαθούν να εμφανίζονται στα μάτια του ως μεγάλοι πνευματικοί αγωνιστές, με άσκηση, υπακοή, αδιάλειπτη προσευχή, διάκριση, αγάπη και πολλά αλλά. Γι' αυτό επιθυμούσε να μάθει ποιος απ' όλους έχει τα πρωτεία της αρετής. Άρχισε επίμονη προσευχή προκειμένου να λάβει τη σχετική απάντηση-αποκάλυψη.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες, όταν μια νύχτα ο ηγούμενος, την ώρα πού καθόταν στο κελί του και προσευχόταν με κατάνυξη, περιήλθε σ’ έκσταση και είδε μια θαυμαστή οπτασία, στην οποία ήταν ο ίδιος πρωταγωνιστής. Βρέθηκε σ’ ένα ωραιότατο περιβόλι, πού ποτέ δεν είχε ξαναδεί στη ξέει του. Είχε ιδιαίτερη χάρη. Ήταν ευχάριστο κι ευωδιαστό. Τα δέντρα ήταν γεμάτα καρπούς και το νερό έτρεχε άφθονο εδώ κι εκεί. Βρισκόταν μέσα σ’ έναν παράδεισο. Μαγεμένος απ’ όσα έβλεπε, άπλωσε το χέρι του να κόψει μερικούς καρπούς για να τους δοκιμάσει. Μόλις όμως τους πλησίασε, εκείνοι αμέσως ανυψώθηκαν μάξι με τα κλαδιά και δεν μπορούσε να τους φτάσει. Προσπάθησε σε πολλά σημεία να κόψει καρπούς αλλά μάταια. Έμενε πάντα με αδεία τα χέρια. Απογοητευμένος στάθηκε σε κάποιο σημείο και προσπαθούσε να εξηγήσει την απομάκρυνση των καρπών. Τότε είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας χαριτωμένος νέος. Παράλληλα έβλεπε όλα τα κλαδιά των δέντρων με τους καρπούς να λυγίζουν στο πέρασμα του. Όταν τον πλησίασε πολύ, ο ηγούμενος τον γνώρισε και τον ρώτησε μ’ έκπληξη:
- Παιδί μου Ευφρόσυνε, ποιος σ' έφερε εδώ;
Κι εκείνος χαρούμενος απάντησε:
- Πάτερ μου, ό φιλάνθρωπος Θεός μου εμπιστεύεται τούτα τα αγαθά πού βλέπεις και μπορώ να τ' απολαμβάνω. Μετά άπλωσε τα χέρια του σε μια μηλιά, έκοψε τρία μήλα και τα έδωσε με σεβασμό και αγάπη στον ηγούμενο.
Εκείνη την ώρα ό ηγούμενος συνήλθε απ’ την οπτασία, έχοντας στα χέρια του τους καρπούς πού του έδωσε ό Ευφρόσυνος. Ήταν συγκλονισμένος απ’ όσα είχε δει και προπαντός απ’ το γεγονός ότι ο μάγειρας Ευφρόσυνος, ό περιφρονημένος απ’ όλους μοναχός, βρισκόταν στον Παράδεισο και απολάμβανε τους καρπούς του. Έτσι του αποκαλύφθηκε ποιος απ' τους μοναχούς του ήταν ό πιο ενάρετος.
Όταν ήρθε η ώρα της πρωινής ακολουθίας και χτύπησε το σήμαντρο, ο ηγούμενος κατέβηκε πρώτος στο καθολικό. Μετά τη Θεία Λειτουργία, βγήκε στην ωραία πύλη και διηγήθηκε στους αδελφούς την οπτασία πού είδε. Ο Ευφρόσυνος, μόλις άκουσε το όνομα του, κατέβασε το κεφάλι του και δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Βρισκόταν σε δύσκολη δέση. Το εύλογο συμπέρασμα απ’ τη διήγηση έγινε αποδεκτό απ' όλους. Κατάλαβαν ότι ο ασήμαντος στα μάτια τους Ευφρόσυνος ήταν ένας άγιος, ο όποιος προγευόταν τους καρπούς του Παραδείσου. Από ‘κείνη τη μέρα η συμπεριφορά τους προς τον Ευφρόσυνο άλλαξε. Τώρα τον πρόσεχαν, τον σέβονταν και τον πλησίαζαν για να τους πει λόγο αγαθό. Εκείνος όμως δεν άντεχε αύτη την τιμή. Κάποια μέρα έφυγε κρυφά απ’ το μοναστήρι για να μην ακούει τους επαίνους και ζημιώνεται η ψυχή του.
Από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση, Πρόγευση Παραδείσου, σελ. 10-14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου