Λορέντζου Μαβίλη
Γράφει ο Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Στίς 28 Νοεμβρίου 1912 σκοτώθηκε στό Δρίσκο τῆς Ἡπείρου ὁ Κερκυραῖος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει μέρος στόν πόλεμο ὡς λοχαγός τοῦ ἐθελοντικοῦ ἰταλικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν γαριβαλδινῶν. Ὁ ποιητής γεννήθηκε τό 1860 στήν Ἰθάκη, ἀλλά ἔζησε τά περισσότερα χρόνια του στήν Κέρκυρα. Ἦταν τέκνο τοῦ δικαστικοῦ Παύλου Μαβίλη καί τῆς Ἰωάννας Καποδίστρια Σούφη, ἀνηψιᾶς τοῦ κυβερνήτη. Σπούδασε στή Γερμανία, στό Μόναχο καί στό Φράϊμπουρκ, κλασική φιλολογία, ἀρχαιολογία, φιλοσοφία καί σανσκριτικά.
Ἦταν τότε ἡ ἐποχή, ὅπου οἱ Ἕλληνες πατριῶτες δέν ἦταν σπάνιοι, ὅπου ἡ προδοσία δέν ἐθεωρεῖτο πρόοδος, ὅπου οἱ λέξεις «Ἑλλάδα», «πατρίδα», «πατριωτισμός», «ἔθνος» δέν ἦταν ἀπαγορευμένες, ἡ ἐποχή ὅπου δέν τολμοῦσαν οἱ δῆθεν διεθνιστές καί κοσμοπολίτες νά σέ χλευάσουν ἄν δήλωνες Ἕλληνας. Τώρα τό πράττουν, καί μάλιστα στήν Ἑλληνική γλώσσα, τήν ὁποία δέν ἔχουν δικαίωμα νά χρησιμοποιοῦν, ἀφοῦ περιφρονοῦν καί ἀπεχθάνονται καθετί ἑλληνικό.
Ἄς ἐπιστρέψουμε ὅμως στή ζωή, τό ἔργο καί τή θυσία τοῦ ἀνεπανάληπτου αὐτοῦ Ἕλληνα: Ἡ φλόγα τοῦ πατριωτισμοῦ πού ἔκαιγε μέσα του, τόν ὁδήγησε νά πολεμήσει ἄλλες δύο φορές γιά τήν ἐλευθερία τῶν ὑπόδουλων περιοχῶν τῆς ἑλληνικῆς πατρίδας: στήν Κρήτη τό 1896 καί στήν Ἥπειρο τό 1897, ὅπου καί τραυματίσθηκε. Τό 1910 ἐκλέχθηκε βουλευτής Κερκύρας. Στόν λόγο του γιά τό γλωσσικό ζήτημα στήν ἀναθεωρητική βουλή τοῦ 1911 ὑποστήριξε μέ πάθος τή δημοτική μορφή τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Τό ἔργο του εἶναι κυρίως ποιητικό ἀλλά καί μεταφραστικό, ἰδιαιτέρως δέ καλλιέργησε τό ποιητικό εἶδος τοῦ σονέτου. Ἔχει παρατηρηθεῖ, ὅτι τήν ποιητική του φήμη δέν ὀφείλει στήν ἔκταση τοῦ ἔργου του, ἀλλά στήν ποιότητά του.
Κατά τή μοιραία μάχη τοῦ Δρίσκου ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγός τοῦ σώματος τῶν γαριβαλδινῶν συμβούλευσε ὑποχώρηση. Ὅμως στό πολεμικό συμβούλιο ὁ Μαβίλης ἀντιτάχθηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις στήν πρόταση αὐτή. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε νά συνεχισθεῖ ἡ ἐπίθεση. Κατά τή διάρκειά της, κι ἐνῷ προχωροῦσε ἄφοβος πρός τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, ἕνα βόλι τοῦ διαπέρασε τό πρόσωπο. Τόν μετέφεραν σ΄ ἕνα ἐξωκκλήσι τοῦ Δρίσκου, ὅπου εἶχε στηθεῖ ἕνα πρόχειρο νοσοκομεῖο, ὅμως ἐκεῖ ἕνα δεύτερο βόλι τόν βρῆκε στό πρόσωπο καί πάλι. Ἦταν πενηνταδύο ἐτῶν, ὅταν θυσιάσθηκε γιά τήν Ἑλλάδα – γι΄ αὐτό πού ἀγαποῦσε πάνω ἀπ΄ ὅλα. Τά τελευταῖα του λόγια λένε πώς ἦταν: «Ἐπερίμενα πολλές τιμές ἀπό τοῦτον τόν πόλεμο, ἀλλά ὄχι καί τήν τιμή νά θυσιάσω τή ζωή μου γιά τήν Ἑλλάδα μου». Θυσιάσθηκε, ἀλλ΄ ἡ θυσία του δέν πῆγε χαμένη, ἡ λευτεριά ἅπλωσε τά φτερά της πάνω ἀπ΄ τήν Ἥπειρο καί τή Μακεδονία. Τιμώντας τήν ἑκατοστή ἐπέτειο τῆς μνήμης τοῦ ἔξοχου αὐτοῦ Ἕλληνα, ἄς θυμηθοῦμε ἕνα ἀπό τά ἀριστουργηματικά ποιήματά του:
ΠΑΤΡΙΔΑ
Μάννα μου Ἑλλάδα, τί δέν εἶσαι τώρα
Σάν πρῶτα ὀρθή, ψηλή, στεφανωμένη
Μέ δάφνες, τί δέν εἶσαι μέ τά δῶρα
Τῆς ἀθάνατης Νίκης στολισμένη;
Ἄχ! πότε θἄρθη, πότε θἄρθῃ ἡ ὥρα
Νά ματαστράψῃ ἡ ὄψη σου ἡ σβυμένη
Καί τήν ἐρημωμένη σου τή χώρα
Μ΄ ἐλπίδα νά φωτίσῃς, ὦ ἀντρειωμένη;
Πατρίδα μου, σηκώσου. Ἄς λάμψῃ πάλι
Στόν αἰθέρα ψηλά τό μέτωπό σου,
Καί τῆς Ἐλευτεριᾶς θέ νά προβάλῃ
Ἡ μέρα καί τό θεῖο πρόσωπό σου
Θά λάμπῃ σάν τόν ἥλιο της. Μεγάλη
Θά γίνῃς κι ἀλλοιά τότε στόν ἐχτρό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου