Eἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικά τά ὅσα Δ.Ι. Σύνοδος ἀποφάσισε κατά τή συνεδρία τῆς 6 Νοεμβρίου σχετικά μέ τή θρησκευτική διδασκαλία τῶν μαθητῶν μας στά ἑλληνικά σχολεῖα. Ἐξαιρετικά μᾶς ἱκανοποίησε τό αἴτημα τῆς παραμονῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ μαθήματος στό παραδοσιακό καί παιδαγωγικά ἐπιτυχημένο “Θρησκευτικά” καί τῆς ἀποφυγῆς πνευματικῶν ἀκροβατισμῶν ἤ μιᾶς “κερκόπορτας” τοῦ τύπου Κοινωνία καί Θρησκεία.
Ἐπίσης πολύ σημαντικό εἶναι τό αἴτημα γιά δίωρη διδασκαλία τοῦ ΜτΘ σ᾽ ὅλες τίς τάξεις καί μάλιστα με τή ρητή ἀναφορά τῶν Β´ καί Γ´ Λυκείου.
Ἡ ΠΕΘ παγίως θέτει στά αἰτήματα τοῦ θεολογικοῦ κόσμου τή δίωρη θρησκευτική διδασκαλία σ᾽ ὅλες τίς τάξεις καί τύπους τῶν ἑλληνικῶν σχολείων.
Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητας στήν ἀνναφερόμενη ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι τό ὅτι ἡ Ποιμένουσα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίζει νά διεκδικήσει τά ἀνήκοντα εἰς αὐτήν ὡς πρός τό μεγάλο θέμα τῆς διαπαιδαγωγήσεως καί τῆς “καλλιέργειας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως” τῶν νέων Ἑλλήνων. Μέσα στά πλαίσια τῆς συνεργασίας τῆς Πολιτείας μέ τήν Ἐκκλησία γιά τούς σκοπούς τῆς πορείας τῶν Ἑλλήνων στήν κοινωνική καί ἐθνική τους ἀνάπτυξη καί ζωή, πορεία πού καθιερώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς συγκρότησης τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους, καί παρά τίς ὅποιες, δυτικοευρωπαϊκές κυρίως, ἀντιδράσεις, θεμελιώθηκε στήν ἱστορική συνέχειά του. Συνεργασία πού στηρίχθηκε ἀπ᾽ ὅλα τά Συντάγματα πού ὀργάνωσαν τήν ἐθνική ζωή τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά καί μέ σωρεία εἰδικῶν νόμων. Ἔχει συνεπῶς κάθε δικαίωμα ἡ Ἐκκλησία μας νά γνωρίζει ἐπισήμως τά προτεινόμενα Προγράμματα Σπουδῶν τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας κυρίως τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἀλλά καί ὄχι μόνο.
Ἐκεῖνο πού ἀκούγεται ἴσως κάπως “ὑπερβολικό” καί προκάλεσε ἤδη κάποιες ἀντιδράσεις εἶναι τό αἴτημα τῆς “συμμαρτυρίας” τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου γιά τό διορισμό θεολόγων.
Ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι τό αἴτημα τοῦτο ἐμπίπτει στό ὅλο θέμα τῆς συνεργασίας Ἐκκλησίας και Πολιτείας, πιστεύουμε ὅμως ὅτι στή σημερινή κατάσταση καί δύσκολα ἐφαρμόζεται καί προβλήματα δημιουργεί γιατί συναρτᾶται καί μέ τίς σπουδές κάθε πολίτη καί μέ τή συγκρότηση τῆς ὑπαλληλικῆς σχέσης μεταξύ Κράτους καί πολιτῶν. Νομίζουμε ὅτι τό ζήτημα θά ἀντιμετωπιστεῖ καλύτερα ὅταν ἡ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτυχθεῖ περισσότερο στό θέμα τῆς κατεύθυνσης τῶν νέων παιδιῶν στίς σχετικές θεολογικές σπουδές μέ συνεργασία τῆς Πολιτείας γιά τίς νομικές ρυθμίσεις. Ἐπίσης ὑπάρχουν καί ἄλλα σημεῖα στά ὁποῖα πρέπει νά προηγηθεῖ τό ἐνδιαφέρον καί ἡ ἐπιμονή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου σέ ζητήματα θρησκευτικῆς διδασκαλίας, ὅπως π.χ. εἶναι τό θέμα τῆς σύμφωνης γνώμης τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταλληλότητα ὅλων τῶν σχολικῶν βιβλίων κυρίως ὡς πρός τήν δογματική διδασκαλία καί τίς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι μιά ἀρχή -ἔνα δικαίωμα- πού ἐφαρμοζόταν στήν ‘Ελλάδα πρίν ἀπ᾽ τή δικτατορία. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό σχετικό ὑπ᾽ ἀριθ. 2425/5-9-1966 ἔγγραφο τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου. Ἀλλά καί μετά τό 1975 τό θεμελίωσε ὁ Νόμος 590/1977 (ΦΕΚ 146/τ. Α´/31-5-1977) ἄρθρο 9 παρ. ε, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι ἡ Δ.Ι.Σ. “Παρακολουθεῖ τό δογματικόν περιεχόμενον τῶν διά τά Σχολεῖα τῆς Στοιχειώδους καί Μέσης Ἐκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικῶν βιβλίων τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν”.
Ἀπ᾽ ὅσο γνωρίζουμε, στήν πράξη δέν ἐφαρμόζεται ἡ ἀρχή αὐτή. Ἀλλ᾽ οὔτε καί ἡ σχετική διάταξη τοῦ νόμου. Χαιρόμαστε λοιπόν γιατί φαίνεται ὅτι μετά τήν παραπάνω συνοδική ἀπόφαση εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας θά μεριμνήσει γιά ὅσα γίνονται στήν ‘Ελληνική ἐκπαίδευση. Καί εἶναι πολλά πού ἀπαιτοῦν τή μέριμνά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου