17/12/13

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Μητροπολίτου Δημητριάδος Ιγνατίου στην παπική ημερίδα (Γ΄)

Ἐν Πειραιεῖ 17-12-2013
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ 
(ΜΕΡΟΣ Γ΄)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. γγελος γγελακόπουλος,
φημ. . Ν. γίας Παρασκευς Νέας Καλλιπόλεως Πειραις
ΣΤ) Ἡ Β΄ Βατικάνεια ψευδοσύνοδος
Στίς ἡμέρες μας πιδιώκεται νά μφανισθε τό ληστρικό ψευδοσυνέδριο το Βατικανο (1962-1965), η 24η «οἰκουμενική σύνοδος» τῶν Λατίνων,
πού πικαιροποίησε καί νέπτυξε στά χρόνια μας τίς αρέσεις καί κακοδοξίες το κπεσόντος Πατριαρχείου τς Δύσεως μέ τούς 16 ρους καί διατάγματά του, κκοσμικεύοντας πλήρως τόν παπισμό, ς δθεν πνευματικό φαλτήριο γιά τήν κατανόηση το συγχρόνου κόσμου καί ς δθεν κφραση τς συνειδήσεως τς κκλησίας. Σ’αὐτή τους τήν προσπάθεια οἱ παπικοί, χρησιμοποιοῦν ὡς ὄργανά τους τούς παπόφιλους καί λατινόφρονες κληρικούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πλέον συγκεκριμένα, ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο. Εἶναι ὄντως τραγικό τό γεγονός ὅτι ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος προσθέτει στό ἐνεργητικό του μία ἀκόμη θλιβερή πρωτιά καί καινοτομία. Εἶναι ὁ πρῶτος καί μοναδικός Ἱεράρχης στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος, ἐκτελώντας διατεταγμένη ὑπηρεσία, ἀνέλαβε τό ἔργο τοῦ ὑμνητοῦ, τοῦ ὑπερασπιστοῦ καί προωθητοῦ τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου στον Ἑλλαδικό χῶρο. Ποιόν λόγο ἔχει ἕνας «ὑπεύθυνος ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» νά ἐξυμνήσει μία σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀποδεκτή καί δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;    
Ἡ παραπάνω προσπάθεια ὡραιοποιήσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς, μως, ποκρύπτει τήν πραγματικότητα τι λήθεια δέν εναι δεοληψία ποκειμενική προσέγγιση ζήτημα ριθμητικς περοχς, λλά νσαρκος πραγματικότητα, πού ντοποιεται στό πρόσωπο το τελείου Θεο καί τελείου νθρώπου ησο Χριστο καί πομένως καθίσταται αταπόδεικτο τό γεγονός τι λήθεια-πρόσωπο ησος Χριστός καί ες ποτελον τήν πλειοψηφία, στω καί ν πέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια λλων, πως συμβαίνει μέ τήν παρασυναγωγή το παπισμο καί τήν ληστρική ψευδοσύνοδο το Βατικανο μέ τούς 2.500 συνέδρους της. πίσης, ν Συνόδ βρισκόμαστε μόνο ντός τς ρθοδόξου κκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο το Χριστο, διότι « ζωή καί δός Χριστός», πως ψάλλει ρθόδοξος κκλησία, καί πως διος διεσάλπισε «γώ εμί δός καί λήθεια καί ζωή»[1]. πομένως, ν τ δ βρισκόμαστε μόνο κοινωνώντας μέ τήν λήθεια, πού εναι Χριστός, καί χι μέ τήν αρεση, πού εναι διάβολος[2].
Στή συνέχεια θά παραθέσουμε ἐλάχιστες γνῶμες αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων, ἀλλά καί ἁγίων της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς Β΄ Βατικανῆς, γιά νά καταδείξουμε ὅτι ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἀποτελεῖ ἐλάχιστη μειοψηφία ὅταν μόνο αὐτός ἐγκωμιάζει τήν Β΄ Βατικανή, ἐνῶ ἡ πλειάς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί ἁγίων τήν ἐπικρίνει σφοδρότατα.
Νά, πῶς ἐξυμνεῖ ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος τήν Β΄ Βατικανή. «Η Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ μεγάλο ἱστορικό γεγονός, ὄχι μόνο γιά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρο τόν Χριστιανικό κόσμο. Ἰδιαίτερα γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό γεγονός αὐτό ἐνέχει ἐξαιρετική σημασία, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νά ὑφίσταται καί θά συνεχιστεῖ ἀκόμη γιά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ἀποτελεῖ συνεπῶς χρέος γιά κάθε Ὀρθόδοξο πιστό καί ἰδιαίτερα γιά ἕναν ὑπεύθυνο ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά στοχαστεῖ ἐπάνω στή σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως μίας ὁλόκληρης πεντηκονταετίας ἀπό τήν πραγματοποίησή του».
Ὁ πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης κυρός Σπυρίδων Μπιλάλης ὑπογραμμίζει ὅτι «ὄλαι αἵ θύραι τῆς συνόδου ἐκλείσθησαν ἐρμητικῶς πρός τήν ὀρθόδοξον θεολογίαν. Τό πνεῦμα τῶν μεγάλων Πατέρων Ἀνατολῆς καί Δύσεως δέν ἐπεφέρετο ἐπί τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου. Τόν λόγον, κατά τήν διατύπωσιν τῆς αὐθεντικῆς ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας, εἶχεν καί πάλιν ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως»[3].
Ἰωάννης Καρμίρης, κρίνοντας τήν θεολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου, γράφει : «Διαπιστοῦμεν ὅτι συνεχίζεται ἐν αὐτῆ ἡ διά τῶν σχολαστικῶν πρό πάντων θεολογικῶν κατηγοριῶν σκέψεως ἀνάπτυξις τῆς διδασκαλίας τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ἀρξαμένη ἀπό τῆς Τριδέντης καί μάλιστα τῆς Α΄ Βατικανείου Συνόδου, ἡ ὁποία, μετά τόν δογματισμόν τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου, διέκοψεν ἀνωμάλως τάς ἐργασίας της… ἀναδειχθεῖσα μόνον σύνοδος τῆς παπωσύνης»[4].
Στό ἴδιο πνεῦμα ἀρνητικῆς κριτικῆς κινοῦνται καί οἱ : «πατριάρχης» τῶν Μελχιτῶν Μάξιμος Δ΄, ὁ Ὀλλανδός καρδινάλιος Alfrink, ὁ καθηγητής ἀρχιμ. Παντελεῆμον Ροδοπουλος, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν εὐκαιρία νά σχηματίσει ἄμεση ἀντίληψη περί τῶν θεολογικῶν τάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου, διότι παρέστη κατά τήν τρίτη περίοδο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου ὡς παρατηρητής ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ D.O. Rousseau, ὁ καθηγητής Σάββας Ἀγουρίδης, ὁ Κων/νος Μουρατίδης καί ὁ θεολόγος Νικόλαος Ματσούκας[5]
Το τί ταν Β´ Βατικαν Σύνοδος, ποία θεσε τ θεμέλια γι τν νωση το παπισμο διαιτέρως μέ τούς ρθοδόξους, μ μπροσθοφυλακ τν Οκουμενισμό, θ φήσουμε ν τ περιγράψει σύγχρονος γιος γέρων τς δελφς γιοσαββιτικς Σερβικς ρθοδόξου κκλησίας καί καθηγητής τς Δογματικς καί Οκουμενικός Διδάσκαλος σιος καί Θεοφόρος Πατήρ μν ουστνος Πόποβιτς μσα πό τά κείμενά του.
«δ, λέει οίδιμος, πρόκειται γι ποφασιστικ δίλημμα κα κλογή : Θεάνθρωπος νθρωπος! πέναντί μας χουμε να γέννημα το διαβόλου, πο λέγεται ερωπαϊκς ομανισμός. Κορύφωμα το διαβολοποιημένου ομανισμο, εναι τ ν θέλει κανες ν γίνη καλς δι το κακο, ν γίνη Θες δι το διαβόλου. Β´ Σύνοδος το Βατικανο ποτελε ναγέννηση λων τν ερωπαϊκν ομανισμν, ναγέννησι πτωμάτων. Διότι π τότε, πο Θεάνθρωπος Χριστς εναι παρν στν γήϊνο κόσμο, κάθε ομανισμς εναι πτμα. Τ διο τ δόγμα το λαθήτου το νθρώπου δν εναι τίποτε λλο, παρ νατριχιαστικ κηδεία το κάθε ομανισμο, π το Βατικανο, πο νυψώθηκε σ δόγμα, μέχρι το σατανικο ομανισμο το Σάρτρ. Μέσα στ ομανιστικ πάνθεο τς Ερώπης, λοι ο θεο εναι νεκροί, μ π κεφαλς τν ερωπαϊκ Δία (τν πάπα).
Θεμέλιο κάθε ομανισμο, κόμη κα το Βατικανο, εναι ψηλοφροσύνη, πίστη στν λόγο το νθρώπου, στ νο κα τ λογική του. λοι ο ομανισμο παναφέρουν τν νθρωπο στν εδωλολατρία, στν διπλ θάνατο, πνευματικ κα φυσικό. Καθς πομακρύνεται π τν Θεάνθρωπο, κάθε ομανισμς μετατρέπεται σιγ-σιγ σ μηδενισμό. τσι, στν ερωπαϊκ Δύση Χριστιανισμς μεταβλήθηκε βαθμιαίως σ ομανισμό.
Μακρόχρονα κα πίμονα στένευαν τν Θεάνθρωπο κα στ τέλος τν μίκρυναν σ νθρωπο, στν λάθητο νθρωπο τς Ρώμης κα τν χι λιγώτερο λάθητο νθρωπο το Βερολίνου. Μ τν μετατροπ ατή, μφανίσθηκε π τ να μέρος δυτικς χριστιανο–ομανιστικς μαξιμαλισμς ( παπισμς) κα π τ λλο δυτικς χριστιανο–ομανιστικς μινιμαλισμς ( προτεσταντισμός), ποος π τν Χριστ ζητε τ λάχιστο, συχν δ κα τίποτε. Κα στος δύο σν ψιστη ξία κα σχατο κριτήριο τοποθετεται νθρωπος στν θέση το Θεανθρώπου, μ συνέπεια, δυτικς Χριστιανισμς ν μεταβληθ σ ομανισμό. Ατ ντικατάσταση το Θεανθρώπου π τν νθρωπο κδηλώθηκε πρακτικ στν προφαν ντικατάσταση τς χριστιανικς θεανθρωπίνης μεθοδολογίας π τν νθρώπινη μεθοδολογία.
π δ κπηγάζουν τ ριστοτελικ φιλοσοφικ πρωτεο στν σχολαστικισμό, καζουϊστικ μέθοδος κα ερ ξέτασις στν θική,  παπικ διπλωματία στς διεθνες σχέσεις, τ παπικ κράτος κ.λπ. φυσικ συνέχεια εναι ν σκέπτονται σήμερα στν Ερώπη ν ντικαταστήσουν τν ομανιστικ χριστιανισμ μ τν παλαι πολυθεϊστικ θρησκεία, πράγμα πο χει ρχίσει δη ν γίνεται.
Σ μία ερεα στορικ προοπτική, τ δυτικ δόγμα το λαθήτου δν εναι τίποτε λλο παρ μία προσπάθεια ν ναζωογονηθε κα διαιωνισθε θνήσκων ερωπαϊκς ομανισμς — κα κατ πέκτασιν πολιτισμός. Κάθε προσπάθεια κα πόπειρα ν ξισωθε Χριστιανισμς μ τ πνεμα το παρόντος αἰῶνος, μ τς φευγαλέες κινήσεις κάποιων στορικν ποχν, κα ππλέον μ πολιτικ κόμματα καθεσττα, φαιρε π τν Χριστιανισμ κείνη τν εδοποι ξία, πο τν καθιστ μοναδικ θεανθρωπίνη θρησκεία μέσα στν κόσμο.
Δι μέσου πολλν κα διαφόρων νθρώπων μάχεται Σατανς κατ το Χριστο : δι το ρώδου, κα το Νέρωνος, λλ πολ φοβερώτερα π τν Νέρωνα δι το ρείου. Βγαίνοντας π τν θεοκτόνο κα ατοκτόνο ούδα Σατανς, εσλθε στν ρειο! Τί εναι στν πραγματικότητα ρειανισμός; π πο κατάγεται; Μ τ μεταφυσικ εναι του ριζώνει στν σατανισμ κα μ τν ψυχολογική του πλευρ στν ρθολογισμό. Εναι μία πόπειρα ν ντικαταστήσουν ο ρθολογιστικο νόμοι (ο κατηγορίες) τς λογικς το ριστοτέλους τος χριστιανικος νόμους το γίου Πνεύματος. NEWMAN χει δίκιο, ταν λέει : « ριστοτέλης εναι πίσκοπος τν ρειανν»! (ΤΗΕ ARIANS OF THE FOURTH CENTURY, σ. 31). Κάθε αρεσις εναι γέννημα το διαβόλου. γιος θανάσιος τ πογραμμίζει μφαντικά : «Δημιουργς τν αρέσεων εναι διάβολος».
ρειανισμς δν τάφηκε κόμη. Σήμερα εναι περισσότερο τς μόδας παρ ποτ λλοτε κα χει διαδοθε περισσότερο π κάθε λλη ποχή. χει διαδοθ ς ψυχ στ σμα τς συγχρόνου Ερώπης. Ἐὰν κοιτάξετε στν κουλτούρα τς Ερώπης, στ βάθος της θ δετε κρυμμένο τν ρειανισμό.
 Μ τ ζύμη το ρειανισμο χει ζυμωθ κα φιλοσοφία τς Ερώπης, κα πιστήμη της κα πολιτισμός της καί, ν μέρει, κα θρησκεία της. Τόσο Παπισμός, σο κα Προτεσταντισμς κατώρθωσαν ν δηλητηριάσουν μ τν χυδαο ρειανισμ τς μεγάλες μάζες τς Ερώπης. Μπορε ν λλάζει ξωτερικ ρειανισμός, πως χαμαιλέων, στν οσία μως εναι πάντοτε διος.
Κα μ λους τος πόνους κα τ μαρτύριά του τ νθρώπινο γένος σφυρηλάτησε γι τν αυτό του μία πέρτατη θεότητα, τν ποία λάτρευσε ς ψίστη ξία κα τ ψιστο κριτήριο τν πάντων. πέρτατη ατ θεότης εναι : «μέτρον πάντων νθρωπος». λοι ο ερωπαϊκο νθρωπισμοί, π τν πλέον πρωτόγονο μέχρι τν πι ξευγενισμένο, π το φετιχιστικο μέχρι το παπικο, λοι βασίζονται πάνω στν πίστη πρς τν νθρωπο, πως εναι ατς μέσα στν δεδομένη ψυχοφυσική του μπειρικ κατάσταση κα στορικότητα. τσι νυψώθηκε σ δόγμα εδωλολατρικς ομανισμς κα πρωτίστως λληνικός. νυψώθηκε σ δόγμα παναξία, τ παγκριτήριο τς λληνικς κουλτούρας, το λληνικο πολιτισμο, τς ποιήσεως, τς φιλοσοφίας, τς τέχνης, τς πολιτικς  πιστήμης : «μέτρον πάντων νθρωπος»! Κα τί εναι λα ατά; νύψωση τς εδωλολατρίας σ δόγμα! Γι’ ατό κα λοι ο ομανισμοί, σ τελευταία νάλυση, χουν εδωλολατρική, πολυθεϊστικ προέλευση. λοι ο ομανισμο το ερωπαίου νθρώπου στν οσία δν εναι τίποτε λλο παρ μία διάκοπη πανάσταση κατ το Θεανθρώπου Χριστο.
Παντο Θεάνθρωπος ντικαθίσταται π τν νθρωπο. Σ λους τος ερωπαϊκος θρόνους νθρονίζεται νθρωπος το ερωπαϊκο ομανισμο.
ξω, μως, π τν Θεάνθρωπο δν πάρχει νθρωπος, λλα πάντοτε πάνθρωπος μιάνθρωπος μ νθρωπος. Χωρς τν Θεάνθρωπο, νθρωπος κινδυνεύει ν καταντήσει διαβολοειδής, διότι μαρτία εναι συγχρόνως κα δύναμη κα εκόνα το διαβόλου. ομανιστικς νθρωποκεντρισμς εναι στν οσία του διαβολοκεντρισμός, διότι κα ο δύο να πργμα πιδιώκουν : ν νήκουν μόνο στν αυτό τους, γι τν αυτό τους.
Εναι, λοιπόν, πολ φυσικ κα λογικό μεταξ νς τέτοιου κόσμου, ποος «ν τ πονηρ κεται», κα το νθρώπου, πο κολουθε τν Θεάνθρωπο Χριστό, ν μ πάρχη κανενς εδους συμβιβασμός! ρθόδοξος κκλησία μας δν λλάζει τν πίστι της κα τ μέσα το γνος της ναντίον το κάθε εδους ρειανισμο. πως δ νίκησε τν παλαι ρειανισμό, τσι νικ κα κάθε ρειανισμό, κα τν σύγχρονο ερωπαϊκ ρειανισμό»[6].
Ἀπό τά παρατεθέντα κατανοοῦμε ὅλοι μας πόσο «μεγάλο ἱστορικό γεγονός» ὑπῆρξε ἡ σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου.
Ζ) Ἀθηναγόρας καί πάπας Παῦλος Στ΄
Στήν εἰσήγησή του ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος προβάλει τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα καί τόν πάπα Παῦλο ΣΤ΄, τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα τό 1964 καί τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων. Λέει ἐπί λέξει : «Ἔκτοτε (δηλ. μετά τή Β΄ Βατικανή) καί μέ ταχύτατους ρυθμούς ἀναπτύσσονται στενές σχέσεις μέ τούς Ὀρθοδόξους, ἀρχικά μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ πρωτοστάτες ἀπό πλευρᾶς Πατριαρχείου τόν ἀοίδιμο Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καί ἀπό μέρους τοῦ Βατικανοῦ τόν Πάπα Παῦλο ΣΤ΄, ὁ ὁποῖος συναντᾶται μέ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στά Ἱεροσόλυμα τό 1964».
Κατ’ρχήν, μες ο ρθόδοξοι στά σοβαρά θέματα, πως εναι τό θέμα τς νότητός μας μέ τούς παπικούς, καταφεύγουμε στό τί επαν καί τί πραξαν ο κεκηρυγμένοι γιοι τς κκλησίας μας καί χι στό τί επε τάδε πίσκοπος τάδε πατριάρχης. Κεκηρυγμένοι γιοι τς κκησίας μας, γιά τό θέμα τς μεταξύ μας σχέσεως, μεταξύ τν λλων πολλν γίων πατέρων, εναι γιος Γρηγόριος Παλαμς καί γιος Μρκος Εγενικός. Σ ατούς καταφεύγουμε, γιά νά μαθητεύσουμε τί πρέπει νά φρονοῦμε καί πς πρέπει νά φερόμαστε πρός τούς παπικούς. πατριάρχης κυρός θηναγόρας                          – συγχωρεμένος να’ναι – δέν χει κηρυχθε γιος πό τήν κκλησία μας.
ρα, λοιπόν, Σεβ. κ. γνάτιος δέν θά πρεπε νά μς παραπέμπει στό τί επε καί πραξε πατριάρχης κυρός θηναγόρας. κκλησία στήν ποία νήκουμε, ποία εναι Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία,  δέν χει νακηρύξει τόν πατριάρχη κυρό θηναγόρα ς γιο, στε βίος του νά γίνει σέ μς κανόνας. 
πατριάρχης κυρός θηναγόρας κάνοντας βήματα γιά νωση τς ρθοδόξου κκλησίας μέ τούς Παπικούς, τό μόνο πού πέτυχε ταν νά διχάσει τούς ρθοδόξους. Γι ατό καί ξήγειρε κκλησιαστικούς νδρες, «δεδιδαγμένους ες πόλεμον»[7], νά δώσουν θαυμαστή μαρτυρία πίστεως. λλά ς πάρουμε τά πράγματα πό τήν ρχή. 
α) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντησή του μέ τόν πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[8].
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ ἡγέτες τοῦ προτεσταντισμοῦ μέ σκοπό μία παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἴνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[9], σχολιάζει ὁ τότε Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μία στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε καν ἐνημέρωση ἐπ’ αὐτῶν! «Αἵ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου...  ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[10], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος                             κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή τῆς προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, ἐξόχως πληθωρική καί χαρισματική προσωπικότητα, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[11].
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μία ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης : «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἵ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δυό μας. Τί εἴπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[12]!
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» πάπα-πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἴπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[13]. Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο γιά σαφῆ συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καί εἴπαμεν ὅτι ἤδη εὐρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς», συνεχίζει ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῶ ἁγίω Ποτηρίω. Ὁ πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δί’ Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[14].
β) Ἡ ἀντικανονική ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν περίφημη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερῆ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[15], καθώς δήλωσε ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος : Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κων/λη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντέλλασσαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος : «Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα : ‘Τί λέτε, σεβασμιότατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος;’ Μοῦ λέει: ‘Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου: «Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος»;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου : «Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πράξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως»[16]. Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὅρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[17]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». «Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ‘ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων’, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικᾶς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[19], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ «ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλᾶς διαφορᾶς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιο Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον»[20];
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος : ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα «ὑπάρχουν δύο δρόμοι : Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον ... δί’ αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ πάπας τό εἶπε : ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ’ ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ : Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ’ ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος, τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω, ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μή ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἡ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμη τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι’ αὐτό λοιπόν προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός, τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»[21].
Ἀπό τά παραπάνω συμπεραίνουμε ὅτι τουλάχιστον γιά τό Φανάρι (ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς), ὅπως καί γιά τό Βατικανό, «ἀκοινωνησία», «σχίσμα», πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ‘τελεία’. Αὐτό θά γίνει ὅταν πάπας καί πατριάρχης «κοινωνήσουν» ἀπό τό «κοινό Ποτήριο», ὅπως ἤδη κοινωνοῦν μετά τό 1965, σέ πολλές περιπτώσεις κληρικοί καί λαϊκοί ἀπό τίς δύο «Ἐκκλησίες» τους. Μέ αὐτά τά δεδομένα οἱ λατινόφρονες Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι καί λοιποί ποιμένες, παρουσιάζουν σταδιακά τήν ἕνωση, πού ἀποφασίσθηκε τό 1965. Πιστεύουν ὅτι ἔτσι θά ἀποφευχθοῦν ἀνεπιθύμητες σέ βάρος τους ἀντιδράσεις, γιά τήν προδοσία τους αὐτή ἀπό τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. Τήν ψευδοένωση αὐτή, πού ἀπεφασίσθη καί ὑπεγράφη μεταξύ Βατικανού καί Φαναρίου μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, ἀποκαλύπτουν καί σχολιάζουν ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες καί ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, πού ἀσχολήθηκαν καί ἐρεύνησαν εἰς βάθος τά συγκλονιστικά αὐτά γεγονότα ἤ ἔλαβαν μέρος στούς  μετά ταῦτα γενομένους θεολογικούς διαλόγους. Ἕνας ἐξ’ αὐτῶν ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ : «Ὁ πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἐν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν»[22]. Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβ. π. Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα : «Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί δέν ἀντιλαμβάνεται γι’ αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως»[23]. Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπισημαίνει : «Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ πάπας! Τό σχέδιον πρός πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ ἐξελίσσεται κατά φύσεις καί στάδια ἐν ἀγνοία τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος μίαν πρωΐαν θά ἀκούση ὅτι ἡ ἕνωσις ἐπετεύχθη! Δέν εἶναι ὑπερβολή ἐάν εἴπωμεν ὅτι εὐρισκόμεθα εἰς τό κύκλωμα φοβερῶν ἡμερῶν διά τήν Ὀρθόδοξον πίστιν. Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν»[24]! Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης παρατηρεῖ : «Πάντα τά ἀνωτέρω δηλοῦν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον δέν θεωρεῖ πλέον τόν πάπαν καί τήν Ρωμαιοκαθολικήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ὡς αἱρετικούς, σχισματικούς καί πλανωμένους, ἐφ’ ὅσον δέχεται τήν παπικήν Ἐκκλησίαν ὡς ‘ἀγίαν’, τόν δέ ἐπικεφαλῆς αὐτῆς ὡς ‘ἄγιον’, ‘μακαριστόν’, ὑπέρ οὗ τελεῖ καί ἐπιμνημόσυνον δέησιν. Σημαίνουν, ἐπίσης, ὅτι ἡ ἕνωσις σχεδόν ἔχει γίνει καί ἀπομένει ἡ μεθόδευσις τῆς τελείας μυστηριακῆς κοινωνίας, πρός τήν ὁποίαν βαίνομεν ὁλοταχῶς…»[25]. Τό γεγονός ἐξ’ ἄλλου ὅτι ὁ κυρός Ἀθηναγόρας ἐμνημόνευε τόν πάπα στήν Ἁγία Πρόθεση καί στή Θεία Λειτουργία, ἐπιβεβαιώνει τήν ἐπιχειρηθεῖσα μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ψευδοένωση. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ τόν Δεκέμβριο τοῦ 1968 ἔγραφε : «Ἐν τῆ κοινωνία ταύτη ἱερουργοῦντες μετά τῆς χορείας τῶν περί ἡμᾶς ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καί ὑπερτίμων, μνησθησόμεθα ἀπό τῶν διπτύχων της καρδίας ἡμῶν τοῦ τιμίου ὀνόματός Σου, ἀδελφέ , Ἁγιώτατε τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ἐπίσκοπε, ἐνώπιον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς αὐτοῦ τούτου τοῦ τιμίου Σώματος καί αὐτοῦ τούτου τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Σωτῆρος ἐν τῆ θεία τοῦ ἁγιωτάτου προκατόχου ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καί ἐροῦμεν τῆ ἁγία ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἐνώπιον τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου καί λέγομέν σοι : τῆς Ἀρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ὁ Θεός, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων»[26].
Περιττόν βέβαια νά τονιστεῖ ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦταν ἀντικανονική καί παράνομη, διότι ἀποτελεῖ μονομερῆ ἐνέργεια ἑνός μόνον Πατριαρχείου, χωρίς δηλαδή νά ἔχει προηγηθεῖ Πανορθόδοξη Σύνοδος καί ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅπως βέβαια θά ἔπρεπε γιά ἕνα τόσο μεγάλης σημασίας θέμα. Στήν αὐθαιρεσία αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἄμεση ὑπῆρξε ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Σέ δήλωσή του ὁ Ἀθηνῶν κυρός Χρυσόστομος Β΄, πού ἔχει καταχωρηθεῖ στά «Πεπραγμένα»[27] του, ἀναφερόμενος στόν κυρό Ἀθηναγόρα, λέγει : «Ὁ Ἀθηναγόρας Α΄ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνον ἐαυτῶ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω κατά Ἠρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας».
Οἱ ἀντιδράσεις στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν πάρα πολλές. Ἐκ πλευρᾶς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἀγωνιστής τῶν πατρώων Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης μαζί μέ τόν Παραμυθίας Παῦλο καί τόν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο, καί ἀρκετές Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὅρους, διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου.
σοφός κανονολόγος πατήρ πιφάνιος Θεοδωρόπουλος γραψε μέ τήν σχυρή του θεολογική γραφίδα κτεν πιστολή πρός τόν πατριάρχη, τόν ποο παρουσιάζει ς κπεσόντα γιά τά φιλοπαπικά του φρονήματα καί βήματα. πιστολή ατή το ειμνήστου πατρός πρέπει νά καταχωρηθε στά πατερικά κείμενα ς μολογιακό καί γωνιστικό κείμενο πίστεως. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο πού προκαλεῖ ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου ἐν Ἁγίοις αὐλιζομένου Γέροντος, σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν μακαριστό πατριάρχη κυρό  Ἀθηναγόρα, πού ἔστειλε τό 1965 μετά τήν συνάντηση τοῦ πατριάρχου μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός της Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἰς τινά ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως΄. Αἱ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὁραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ΄ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι΄. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ΄ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη λοιπόν αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἡ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάση δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ΄ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάριν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερόν τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἔφ΄ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε :
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νά ἑνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα…΄. Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ΄ὀλίγον ἡ ἀτραπός ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ «στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαών καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλών», νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἵνα ἰδῆτε, κατανοήσητε καί ἐπιστρέψητε. Ἀμήν»[28].
Στά ἴδια χνάρια, δυστυχῶς, τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, βαδίζει σήμερα καί ὁ «ἀντιοικουμενιστής»!, κατά τήν δήλωσή του, Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τόν ἐκλαμπρότατο πάπα Φραγκίσκο νά συναντηθοῦν τό 2014 στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά ἑορτάσουν τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν συνάντηση τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ καί τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων[29].



[1] Ἰω. 14, 6.
[2] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοινωθέν γιά τήν ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, 5-11-2013, http://www.impantokratoros.gr/BC5632ED.el.aspx.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σ. 390.
[4] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. Α΄, Ἀθήναι 1964, σσ. 15-16.
[5] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ορθοδοξία…, σσ. 389-399.
[6] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ,  Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ἐκδ.“Ἀστήρ”, εἰδικώτερα βλ. τὰ δοκίμιά του : “Ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ ἔσχατον κριτήριον ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ”, “Ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸν τοῦ Ἀρείου ἕως τὸν νεώτερον εὐρωπαϊκὸν ἀρειανισμὸν” καὶ “Σκέψεις περὶ τοῦ "ἀλαθήτου" τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου”, Ὀρθόδοξος Τύπος, 19-10-2012, http://aktines.blogspot.gr/2012/10/blog-post_282.html
[7] σμ. 3,8
[8] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ,  Ἀθηναγόρας…,  σ. 93.
[9] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[10] Ό.π., σ. 39.
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[12] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Παρακαταθήκη], σ. 4.
[13] Ό.π., σ. 4.
[14] Ό.π., σ. 4.
[15] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, ρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[16] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…, σσ. 196-197.
[17] Τόμος Αγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[18] π. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνίας.
   http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm).
[19] ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἰστορία-Κείμενα-Προβλήματα), ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40).
[20] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου»…,  σσ. 4-5.
[21] Ό.π., σ. 5.
[22] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[23] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[24] Σπίθα (Μάϊος-Ἰούνιος 1980).
[25] Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 333, 20-11-1978.
[26] Τόμος ἀγάπης, σσ. 525,528-530.
[27] τομ. Β΄, Ἀθήναι 1967, σ. 197.
[28] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1981, σσ. 152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)