ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ
ΚΑΘΟΡIΖΗ Η ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΤΟΥ ΜτΘ
(2ον.–Τελευταῖον)
(2ον.–Τελευταῖον)
Τοῦ κ. Γεωργίου Η. Κρίππα, Διδάκτορος Συνταγματικοῦ Δικαίου
9) Πέραν τῶν συνταγματολόγων τὰ ἴδια δέχονται καὶ οἱ ἀναφερόμενοι εἰδικῶς εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν συγγραφεῖς, ἐκ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνουμε τὴν Uta Hildebrandt23, τῆς ὁποίας τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο ἔργο ἀφορᾶ εἰδικῶς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
ἀναφέρει ὅ,τι καὶ οἱ προηγούμενοι
συγγραφεῖς, προσθέτει δέ, ὅτι εἰδικώτερον ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν θὰ πρέπει νὰ περιέχει ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ
ὡς ἀλήθεια.
Περαιτέρω ἀναφέρει ὅτι τυχὸν ἀντίθετες διατάξεις
τῶν τοπικῶν νόμων τῶν γερμανικῶν κρατιδίων εἶναι ἀντισυνταγματικές24.
Τέλος σὲ πολλὰ
σημεῖα ἀναφέρει
ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
εἶναι ἐκ τοῦ Συντάγματος κατ’ ἀνάγκην «κατηχητικὸ»
(konfessionel)25. Ὡς ἐκ τούτου δὲ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ καμμία περίπτωση ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος νὰ
εἶναι «πολυθρησκευτικὴ» (γενικὴ θρησκειολογία)26 ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης μορφῆς πέραν τῆς ὕλης, ποὺ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, διότι ἄλλως
θὰ παρεβιάζετο τὸ
ἀτομικὸ δικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ
τῶν Ἐκκλησιῶν, παραπέμπει δὲ
ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ σὲ ad hoc νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ
Δικαστηρίου27.
Οἱ ἐπίσης εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀναφερόμενοι συγγραφεῖς W. Raack− R. Doffing−M. Raack εἰς τὸ παραπεμπόμενο ἐν ὑποσημειώσει
σύγγραμμά τους (σελ. 209 ἑπ.) ἀναφέρουν ὅτι τὸ ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ Συντάγματος ἐπιβάλλει
τὸν καθορισμὸ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν μόνον τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἐκκλησίας28, ὁπότε προκύπτει ὅτι
τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι κατηχητικό.
Οἱ ὡσαύτως μὲ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀσχοληθέντες
Niehwes−Rux εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει σύγγραμμά τους29 (σελ. 72) ἀναφέρουν, ἀκριβῶς καὶ κατὰ λέξιν, ὅ,τι καὶ τὸ προηγούμενο σύγγραμμα.
10) Εἰς τὴν Αὐστρία ἰσχύουν τὰ ἴδια, ὅπως εἰς τὴν Γερμανία. Ἐπισημαίνουμε ὅτι
ὡς τονίζει ὁ Erwin Konjecic30
τὸ ἐν πλήρει ἰσχύϊ σήμερον ἄρθρον
17 παρ. 4 τοῦ αὐστριακοῦ συνταγματικοῦ νόμου τοῦ 1867 ἀναφέρει ἐν προκειμένῳ ὅτι περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
εἰς τὰ σχολεῖα μεριμνᾶ ἡ ἀντίστοιχη Ἐκκλησία ἢ θρησκευτικὴ ὀργάνωση (28). Ἐν συνεχείᾳ παραθέτει τὸ κείμενο τοῦ
Νόμου «Περὶ τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν» τῆς 13.7.1949 (ὡς
ἐτροποποιήθη μεταγενεστέρως), ὁ ὁποῖος (νόμος) εἰς
τὴν παράγραφον 2 ἀναφέρει,
ἀφ᾽ ἑνὸς ὅτι περὶ
τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα μεριμνᾶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν συντάσσεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἰς τὸ INTERNET ἔχει ἀναρτηθεῖ καὶ ἐγκύκλιος τοῦ
Αὐστριακοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Τέχνης καὶ Πολιτισμοῦ (http:/ www.gv.at/ministerium/rs/2007 –05.xml) περὶ τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν. Ἡ ἐν λόγῳ ἐγκύκλιος ἀναφέρει μεταξὺ
ἄλλων ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα
εἶναι «δεσμευτικῶς κατηχητικὸ» (ἐπὶ λέξει «Der Religionsunterricht ist konfessionell gebunden»). Ὁ πολὺ γνωστὸς Αὐστριακὸς συνταγματολόγος
Felix Ermacora εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο γνωστὸ σύγγραμμά του31 εἰς μὲν τὴν σελ. 184 ἀναφέρεται
εἰς τὸ περιεχόμενο τοῦ δικαιώματος τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῆς
Ἐκκλησίας, εἰς
τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει καὶ τὴν ὑπ’ αὐτῆς καθοριζομένη ὕλη
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
εἰς δὲ τὴν σελ. 189 ἀναφέρει
ἀκριβῶς τὰ ἴδια καθὼς καὶ τὴν ὑποχρέωση τοῦ κράτους νὰ παράσχει
γνησία θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση.
Ἐπισημαίνουμε
περαιτέρω ὅτι ἡ Αὐστρία ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μὲ τὸ Βατικανό, τὸ ὁποῖο εἰς τὴν παράγραφο 1 ἐδάφιον
τελευταῖο περιέχει τὴν ἑξῆς διάταξη: «Τὰ διδακτικὰ πλάνα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συντάσσονται ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ὡς διδακτικὰ ἐγχειρίδια μποροῦν
νὰ
χρησιμοποιηθοῦν
μόνον ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐνεκρίθησαν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες ὡς ἐπιτρεπτά»32.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τὸ αὐστριακὸ κράτος ἔχει συνάψει
σύμβαση μὲ τὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναφέρει τὰ ὡς ἄνω κατὰ λέξιν (παράγραφος 4) καὶ ἐπίσης ὅτι τὰ διδακτικὰ βιβλία τοῦ
μαθήματος
τῶν Θρησκευτικῶν
θὰ περιέχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον διδασκαλία Χριστιανικὴ καὶ τίποτε ἄλλο (παράγραφος 5 ἐδάφιον 2). Τὸ
ὅτι τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
εἰς τὴν Αὐστρία τὴν καθορίζει ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία γίνεται γενικῶς ἀποδεκτὸν καὶ ἀπὸ τὴν ad hoc
νομολογία33 καὶ ἀπὸ τὴν ad hoc βιβλιογραφία34.
11) Εἰς τὴν Ἑλβετία ἰσχύουν τὰ
ἴδια ὡς ἀναφέρει κατ᾽ ἀρχὴν ὁ Winzeler, εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο
σύγγραμμά του35. Τὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα εἰς τὴν ἐπισημαινομένη σελίδα 127 ἀναφέρει ὅτι κανένα Καντόνι
δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσαγάγει εἰς τὸ σχολεῖο μάθημα θρησκευτικῶν ἢ νὰ ἱδρύσει θεολογικὴ σχολὴ εἰς τὸ πανεπιστήμιό του,
ἐὰν δὲν συνεννοηθεῖ προηγουμένως μὲ
τὴν ἀντίστοιχη Ἐκκλησία36. Τὸ
ἴδιο σύγγραμμα (σελ. 126) μᾶς πληροφορεῖ
ὅτι εἰς τὴν Ἑλβετία ἔχει διεξαχθεῖ
καὶ δημοψήφισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ λαὸς ἀ πέρριψε τὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας.
Ὑπ᾽ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
εἰς τὰ ἑλβετικὰ σχολεῖα προβλέπει καὶ
τὸ ἄρθρον 15 παρ, 4 τοῦ Ἑλβετικοῦ Συντάγματος, ὁ
δὲ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν
ἐπιβάλλεται νὰ
ἀνήκει εἰς τὴν ἐκκλησία, τὸ μάθημα τῆς ὁποίας διδάσκεται. Τέλος ἡ ἴδια πηγὴ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν
Θρησκευτικῶν εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ καμμία περίπτωση
μία γενικὴ θρησκειολογία ἢ κάποιες γενικὲς
γνώσεις περὶ θρησκειῶν37. Τοῦτο διότι οἱ μαθηταὶ διὰ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
πρέπει νὰ εἰσάγονται
εἰς τὴν θρησκείαν τους.
Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιβάλλει τὸ ἄρθρον 15 τοῦ
Συντάγματος38.
Ὑπ᾽ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι τὸ ἑλβετικὸ Σύνταγμα ἀρχίζει μὲ τὴν ἑξῆς φράση εἰς τὸ προοίμιόν του «Ἐν
ὀνόματι τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ» (Im Namen Gottes des Allmachtigen). Ὁ Schwarzenberger εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει
σύγγραμμά του39 καὶ εἰς τὴν σελ. 41 ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς
ἀποτελεῖ τὴν παράδοση καὶ
τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης. Εἰς δὲ τὶς σελ. 42 καὶ
43 ἀναφέρει ὅτι ἡ διδασκαλία
μαθήματος κατηχητικοῦ – Χριστιανικοῦ δὲν παραβιάζει τὴν θρησκευτικὴ
ἐλευθερία, τὴν
ὁποίαν δὲν παραβιάζουν καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ὕμνοι καὶ τὰ θρησκευτικὰ ἄσματα εἰς τὰ σχολεῖα. Τέλος εἰς τὴν σελ. 48 ἀναφέρει ὅτι, ἐὰν δὲν ἐδιδάσκετο τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς κατηχητικὸ θὰ καταλήγαμε εἰς
θρησκευτικὸν ἀναλφαβητισμόν.
12) Καὶ πρὸς ἀποφυγὴν σχοινοτενῶν
ἀναλύσεων ἀναφέρουμε ἐν τέλει καὶ δύο δεδομένα, τὰ ἑξῆς: α) Εἰς τὰ Συντάγματα τῶν
ἑξῆς εὐρωπαϊκῶν χωρῶν ὑπάρχει διάταξη ἐπιβάλλουσα τὴν
διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
ὡς χριστιανικοῦ/κατηχητικοῦ. Γερμανία (ἄρθρον
7 παρ. 3), Ἰρλανδία (ἄρθρον 4 παρ. 1 – 4), Ὁλλανδία (ἄρ θρον 23 παρ. 3),
Ἱσπανία (ἄρ θρον 27 παρ. 3),
Ἑλβετία (ἄρθρον 49 παρ. 3),
Πορτογαλία (ἄρθρον 41 παρ. 5),
Κύπρος (ἄρθρον 18 παρ. 4), Λιχτενστάϊν (ἄρθρον 16 παρ. 1 καὶ 4), Αὐστρία (ἄρθρον 17 τοῦ
Συνταγματικοῦ νόμου), Μάλτα (ἄρθρον 2 παρ. 2), Βέλγιο (ἄρ θρον 24)40. β) Εἰς ὅσες χῶρες ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι
ὁ καθολικισμὸς
τὸ ἀντίστοιχο κράτος ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μὲ τὸ Βατικανό, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει τὴν ὑποχρέωση νὰ διδάσκει μάθημα θρησκευτικῶν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, γ) Εἰς τὶς προτεσταντικὲς χῶρες (Ἀγγλία, Δανία, Σκανδιναυΐα) ἡ Χριστιανικὴ
Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπίσημη κρατικὴ ἐκκλησία καὶ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸ κράτος. Τὸ παρὸν θέμα δὲν περιορίζεται
βεβαίως εἰς τὸ ἐσωτερικὸ τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Ἐνέχει καὶ πανευρωπαϊκὴν
προέκταση. Καὶ πρὸς ἀπόδειξη τούτου ἐπισημαίνουμε ὅτι
καὶ τὸ
Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα καὶ κατόπιν μακρῶν
συζητήσεων καὶ μελετῶν ἔχει δὲ παραπέμψει τὸ
θέμα εἰς τὴν
Κοινοβουλευτικὴ Συνέλευση (Assemblee Parlementaire - Parliamentary Assembly) τοῦ ἐν λόγῳ
εὐρωπαϊκοῦ ὀργανισμοῦ, ἡ ὁποία τελικῶς κατέληξε εἰς τὴν διατύπωση
Συστάσεως πρὸς τοὺς ἁρμοδίους Ὑπουργοὺς τῶν Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν (ὡς ἐτροποποιήθη καὶ διεμορφώθη τελικῶς
τὴν 4.10.2007). Πρόκειται περὶ τῆς Συστάσεως
(Recommandation) τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως τοῦ
Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης Νο 1720/2005 φέρουσα τὸν τίτλον «Ἐκπαίδευση καὶ θρησκεία» (Education et Religion). Καὶ ἡ Σύσταση αὐτὴ δέχεται τὰ ὡς ἄνω ἀναφέρουσα μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: εἰδικώτερον: α) Ἡ
δημοκρατία καὶ ἡ θρησκεία δὲν
ἀντιτίθενται [παράγραφος 5], β) Οἱ κυβερνήσεις πρέπει νὰ ἐνισχύουν τὴν διδασκαλία τῶν
Θρησκευτικῶν41 [παράγραφος
6], γ) Τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, ποὺ ἔχουν ἐπίσημη θρησκεία δικαιοῦνται νὰ ἀναγνωρίζουν εἰς
αὐτὴν θέση προνομιακὴ42 [παράγραφος 9], δ) Ἡ Συνέλευση συνιστᾶ
ἐπίσης εἰς τὴν Ἐπιτροπὴ Ὑπουργῶν νὰ ἐνθαρρύνει τὰ
κράτη μέλη, εἰς τὸ νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν
Θρησκευτικῶν εἰς τὴν πρωτοβάθμια καὶ τὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τῆς
ἐθνικῆς τους παιδείας43
[παράγραφος 14], ε) Οἱ καθηγηταὶ τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει, νὰ
ἔχουν ἐξειδικευμένη
κατάρτιση44 [πα ράγραφος 14.5].
13)Ὡς προκύπτει ἐκ τῶν ὡς ἄνω καὶ ὡς ἔχω ἀποδείξει ἐν πλήρει ἐκτάσει εἰς τὴν ἐν ὑποσημειώσει Νο 2
παραπεμπομένη μονογραφία μου τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
διδάσκεται εἰς ὅλην τὴν Εὐρώπη καὶ μάλιστα
«κατηχητικὸ» καὶ ὄχι ὑπὸ μορφὴν κάποιας γενικῆς
θρησκειολογίας (ὡς ὅλως ἀντιθέτως, ἀλλὰ καὶ περιέργως ἔδειξαν,
νὰ ἐπιθυμοῦν κάποιοι νὰ
συμβεῖ εἰς
τὴν Ἑλλάδα). Καὶ ἀναφέρω τὴν φράση «περιέργως», διότι οἱ διατυποῦντες τοιαύτην
γνώμη ἐμφανίζονται ὡς εἰδικοὶ ἐπιστήμονες ἐπὶ τοῦ παρόντος πεδίου. Ὁπότε καὶ οἱ ἐν πρoκειμένῳ (ἄλλως οἱ πολέμιοι τοῦ
ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν)
ὤφειλαν τὴν ἐν λόγῳ ἄποψή τους νὰ
τὴν αἰτιολογήσουν ἐπιστημονικῶς καὶ νὰ παραθέσουν πειστικὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα (προϊόντα
δηλ. ἐνδελεχοῦς
ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) ἀντίστοιχα τῶν εἰς τὴν παροῦσα μελέτη παρατιθεμένων.
Ὅμως κανένα ἐπιστημονικῶς πειστικὸν ἐπιχείρημα (προϊὸν
ἐνδελεχοῦς καὶ ὑπευθύνου ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) δὲν εἶδα μέχρι σήμερον νὰ παρατίθεται, οὔτε
καὶ περιορισμένης ἰσχύος. Μᾶς μένει τώρα ἡ Γαλλία, τὴν ὁποίαν οἱ ὡς ἄνω ἀντιτιθέμενοι ἐπικαλοῦνται συνεχῶς διὰ τρεῖς λόγους: α) Διότι
τὸ Γαλλικὸ Σύνταγμα εἰς τὸ ἄρθρον 2 ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι «Etat laic» (κράτος «λαϊκὸν») καὶ συμπεραίνουν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ λέξη «λαϊκὸν» σημαίνει κράτος ἄθεο καὶ κράτος ἔχον θεσπίσει τὸν
χωρισμὸν κράτους Ἐκκλησίας καὶ
β) Ἐπικαλοῦνται
τὸν καὶ σήμερον ἐν ἰσχύϊ γαλλικὸ νόμο τῆς 9.12. 1905, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει (κατὰ τὴν ἄποψή τους) τὸν
πλήρη χωρισμὸν κράτους – Ἐκκλησίας. Εἰς
ἀπάντηση τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἐπισημαίνω τὰ ἑξῆς, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπενθυμίσω
ὅτι ὡς ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης45, ἐὰν
θέλουμε νὰ ἐρευνήσουμε τί καθεστὼς ὑπάρχει σὲ ἕνα κράτος δὲν προσφεύγουμε ἁπλῶς εἰς τὴν ψυχρὴ νομοθεσία, ἀλλὰ ἐρευνοῦμε πῶς οἱ ἀντίστοιχοι νόμοι ἐφαρμόζονται
εἰς τὴν πράξη (δηλ. μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα προσφεύγουμε εἰς τὴν ad hoc νομολογία
καὶ βιβλιογραφία). Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐπισημαίνω
ὅτι ὡς ἔχω ἀποδείξει διὰ παραθέσεως τοῦ
συνόλου σχεδὸν τῆς ad hoc γαλλικῆς
βιβλιογραφίας καὶ νομολογίας46 ὁ ὅρος Etat laic, ποὺ
χρησιμοποιεῖ τὸ γαλλικὸ Σύνταγμα δὲν σημαίνει χωρισμὸ
κράτους – Ἐκκλησίας, οὔτε ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι κράτος ἄθεο. Αὐτὸ δέχονται ὅλοι σχεδὸν οἱ Γάλλοι
Συνταγματολόγοι. Μερικοὶ μάλιστα ἐπισημαίνουν47 ὅτι
ὁ ὅρος «laicite» εἰσήχθη εἰς τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ
γαλλικοῦ Συντάγματος τοῦ 1946 συνοδευόμενο ἀπὸ τὴν φράση «ὁ χωρισμὸς κράτους –Ἐκκλησίας εἶναι ἠγγυημένος» (elle est garantie nottament par separation des eglises et de l’ Etat»), πλὴν
ὅμως ἡ φράση αὐτὴ ἀπερρίφθη διὰ
δημοψηφίσματος καὶ δὲν συμπεριελήφθη εἰς
τὸ Σύνταγμα. Ἐπειδὴ δὲ τὸ παραπεμπόμενο ἔργο
μου (ποὺ παραθέτει τὸ σύνολο σχεδὸν
τῆς ad hoc βιβλιογραφίας καὶ νομολογίας) ἔχει
ἐκδοθεῖ τὸ ἔτος 2008, ἐπισημαίνω ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καὶ ἡ νεωτέρα
βιβλιογραφία παρατιθεμένη ἐν ὑποσημειώσει48.
Ὡς πρὸς τὸν νόμο τῆς 9.12.1905, ὁ
ὁποῖος προβάλλεται ὡς ὁ νόμος, ποὺ θεσπίζει τὸν
χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας εἰδικῶς δὲ εἰς τὰ ἄρθρα 1 καὶ 2 αὐτοῦ (οἱ λοιπὲς διατάξεις του εἶναι ἁπλῶς διαδικαστικὲς
ἢ ἐπιβοηθητικὲς) ἐπισημαίνουμε ὅτι οἱ διατάξεις αὐτὲς καθ’ ν ἔκταση προβάλλονται ὡς θεσπίζουσες τὸν
χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας δὲν ἀναφέρουν τίποτε περὶ «χωρισμοῦ» ἀλλὰ ἁπλῶς ἀναφέρουν δύο θέματα: α) Ἡ Γαλλία δὲν ἀναγνωρίζει καμμία θρησκεία καὶ β) Ἀπαγορεύεται ἡ ἀπὸ τὸν κρατικὸ προϋπολογισμὸ
χρηματοδότηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμφότερες οἱ διατάξεις αὐτὲς σήμερον οὐδόλως τηροῦνται. Τοῦτο
ἀφ᾽ ἑνός, διότι ἡ
Γαλλία ἔχει θεσπίσει καθεστὼς ἀναγνωρίσεως
Ἐκκλησιῶν (ἐξ
οὗ καὶ σειρὰ ἀποφάσεων τοῦ Εὐρωπ. Δικ/ρίου, εἰς τὸ ὁποῖο καὶ προσέφυγαν οἱ
χιλιασταί, διότι ἡ Γαλλία δὲν
τοὺς ἀναγνωρίζει, ἐνῶ ἀναγνωρίζει ἄλλες Ἐκκλησίες) καὶ ἀφ’ ἑτέρου, διότι ἡ
Γαλλία χρηματοδοτεῖ ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ
τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ γεγονότος μάλιστα
ὁ Γάλλος πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπ/μίου τῆς
Σορβόνης Odon Vallet εἰς ἄρθρον του εἰς
τὴν ἐφημερίδα Le Monde
φύλλο τῆς 11.5.1996 (σελὶς 13) ὑπὸ τὸν τίτλον «La France n’ est plus laicque» ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία δὲν εἶναι πλέον «λαϊκὸν κράτος» λόγῳ
τοῦ ὅτι
χρηματοδοτεῖ μὲ τεράστια ποσὰ
τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Προσθέτει δὲ ὅτι τὸ ποσὸν χρηματοδοτήσεως ἀνέρχεται εἰς 40
δισεκατομμύρια φράγκα (περὶ τὰ 6 δισεκατομμύρια Εὐρὼ) καὶ ἀντιστοιχεῖ εἰς τὸ 12% τῶν ἐσόδων τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ
ἐκ τοῦ φόρου εἰσοδήματος. Τὸ
ὅτι τὸ κράτος δικαιοῦται νὰ χρηματοδοτεῖ τὴν Ἐκκλησία ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ τὸ δέχεται καὶ ἡ ad hoc
νομολογία49.
Ἐρχόμεθα εἰς τὸ θέμα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει. Τί ἰσχύει
εἰς τὴν Γαλλία διὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν;
Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἰσχύουν
τὰ ἑξῆς: α) Εἰς τὴν Γαλλία εἰς τὶς περιοχὲς Ἀλσατίας καὶ Λωραίνης καὶ στὶς ὑπερπόντιες κτήσεις (ἐν συνόλῳ σὲ ἕνδεκα περιοχὲς τῆς Γαλλίας) κράτος
καὶ Ἐκκλησία
εἶναι ἡνωμένα καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀποστασιοποίηση
ἢ χωρισμός. Εἰς
τὶς περιοχὲς αὐτὲς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται κανονικὰ ὡς κατηχητικὸ ἡ δὲ ὕλη του καθορίζεται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. β) Εἰς τὴν λοιπὴ Γαλλία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
διδάσκεται εἰς τὰ ἰδιωτικὰ σχολεῖα (καὶ χρηματοδοτεῖται
ὑπὸ τοῦ κράτους), δὲν
διδάσκεται δὲ ἐντὸς τῶν δημοσίων
σχολείων. Διδάσκεται ὅμως ἐκτὸς αὐτῶν. Συγκεκριμένως ὑπὸ τοῦ ἄρθρου L141-3 τοῦ Κώδικος Ἐκπαιδεύσεως (Code d’ Education), προβλέπεται ὅτι
τὰ δημόσια σχολεῖα
θὰ ἔχουν καθ᾽ ἑβδομάδα μίαν ὥρα κενή, κατὰ
τὴν ὁποίαν οἱ μαθηταὶ (ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν) θὰ ἀπέρχονται, διὰ νὰ μεταβοῦν εἰς χῶρον, ποὺ θὰ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ παρακολουθήσουν μάθημα Θρησκευτικῶν, ὡς ἄλλωστε τοῦτο ἀναφέρεται καὶ
ἀπὸ τὴν ad hoc βιβλιογραφία50. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον οἱ μαθηταὶ θὰ μεταβαίνουν εἰς
χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, διὰ
νὰ παρακολουθήσουν μάθημα Θρησκευτικῶν εἶναι σαφές ὅτι θὰ διδάσκονται
μάθημα θρησκευτικῶν κατηχητικὸν (δηλ. τοῦ ὁποίου τὴν ὕλη θὰ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία). Ἡ ρύθμιση (καλλίτερα ἡ ἄποψη) αὐτὴ δὲν δύναται, νὰ ἀμφισβητηθεῖ, καθ᾽ ὅσον ἄλλως θὰ εἴχαμε εὐθεῖα παραβίαση τῆς Εὐρ. Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τῆς ὁποίας τὸ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ρητῶς ἐπιβάλλει εἰς τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, νὰ παρέχουν εἰς τοὺς πολίτες τους
διὰ τὰ τέκνα τους θρησκευτικὴν ἐκπαίδευση ἀντίστοιχη τῶν θρησκευτικῶν ἢ φιλοσοφικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων τους.
Βλέπουμε λοιπὸν ἐδῶ νὰ ἀνακύπτει κάτι ποὺ κανεὶς δὲν εἶχε προσέξει μέχρι σήμερα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἤτοι ὅτι εἰς τὴν Γαλλία διδάσκεται μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ μάλιστα «κατηχητικό», τὴν δὲ ὕλη του τὴν καθορίζει ἡ Ἐκκλησία. Φυσικὰ ἐὰν ἴσχυε τὸ ἀντίθετο (π.χ. τὴν ὕλη νὰ τὴν συνέτασσε κάποια κρατικὴ ὑπηρεσία κ.ο.κ.), θὰ παρεβιάζετο τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ καθορίζει ἡ ἴδια τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας της).
Ὑποσημειώσεις:
23.Das Grundrecht auf
Religionsunterricht, 2000 σελ. 66-67.
24.Ἐνθ’ ἀν. σελ. 84.
25. Π.χ. σελ. 176 ἔπ., 215, 224, 231
ἑπ. 234.
26. Σελ. 234.
27. Αὐτόθι σελ. 222 καὶ ὑποσημ. 25 διὰ τὴν νομολογία.
28.Recht der Religiosen
Kindererziehung, 2003 σελ. 209 ἑπ.
29. Schul -und Prufungsrecht, τόμος Ι, 2006 σελ. 7225.
30. Rechtliche Grundlagen des
Religionsunterrichts in Osterreich (Katechetisches Amt der Erzdiozese Salzburg , 2013 σελ. 1). Ἡ σχετικὴ συνταγματικὴ διάταξη ἔχει ὡς ἑξῆς ἐπὶ λέξει «Fur den
Religionsunterricht in den Schulen ist von den betreffenden Kirche oder
Religionsgemeinschaft Sorge zu tragen».
31. Menschenrechte in der sich
wandelnden Welt, 1974
32. Τὸ κατὰ λέξιν κείμενο τῆς διατάξεως αὐτῆς εἰς τὸ πρωτότυπον ἔχει ὡς ἑξῆς: «Die Lehrplane
fur den Religionsunterricht werden von den Kirchenbehorde aufgestellt; als
Religionslehrbucherkonnen nur solche Lehrbucher verwendet werden, welcher von
der Kirchenbehorde fur zulassig erklart wurden».
33. Verwaltunghsgerichtshof ἀπόφαση τῆς 10.11.1989 (osterreichisches Archiv fur Kirchenrecht, 1990 σελ. 422 ἑπ.).
34. Walter-Mayer, Grundriss des οsterreichischen Bundesverfassungsrechts,
6η ἔκδ. 1988 σελ. 474.
Koctelesky, auf dem Weg zur Partnerschaft zwischen Kirche und Staat (Osterreichisches
Archiv fur Kirchenrecht, 1992 σελ. 65).
35. Cristoph Winzeler,
Einfuhrung in das Religionsunterricht der Schweiz, 2009 σελ. 127.
36. Αὐτόθι ἐπὶ λέξει: «So kann z.B. kein Staat
Religionsunterricht an den offentlichen Schulen erteilen lassen oder eine
Theologiefakultat an seiner Universitat unterhalten, ohne sich daruber mit den
betroffenen Religionsgemeinschaften abgesprochen zu haben».
37.Αὐτόθι σελ. 132, ὅπου ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει «gilt als solcher nur die
Anleitung im Glauben einer Religion, nicht aber die blossse Vermittlung von
Kenntnissen uber sie». Βλέπε καὶ σελ. 135 διὰ τὴν ὑποχρέωση τοῦ καθηγητοῦ, νὰ ἀνήκει εἰς τὴν ἐκκλησία, τὸ μάθημα τῆς ὁποίας διδάσκει. 38.Αὐτόθι σελ. 136, ὅπου ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει, ὅτι «Gegenstand des
Religionsunterrichts, wie ihn Art. 15 Bundesverfassung voraussetzt, ist die
Unterweisung der Schulerinnen und Schuler in ihrer eigenen Religion.
39. Die Glaubens–und
Gewissensfreiheit im Kontextder offentlichen Schulen, 2011.
40.Εἰδικῶς διὰ τὸ Βέλγιο ἰδὲ Sambon, Le Droit a l’ enseignement (RΕVUE DU DROIT COMMUNAL, 1996 σελ. 223).
41. Les gouvernements devraient
faire plus pour encourager l’ enseignement du fait religieux
42. Pays a religion d’ Etat…privilegient
une seule religion.
43. L’ Assemble recommande
aussi au Comite des Ministre d’ encourager les gouvernement des Etats membres a
veiller a l’ enseignement du fait religieux aux niveau primaire et secondaire
de l’ education nationale.
44. Les enseignants des
religions devront avoir une formation specifique.
45. Ρητορική, Βιβλίο Α
παράγραφος 1365b 25, 8.
46. Κρίππα, Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὶς χῶρες – μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008 (εἰδικῶς διὰ τὴν Γαλλία ἰδὲ σελίδες 11 ἕως 41).
47.Ὅπως ὁ Iried «De la difficile adaptation du principe
republicain de laicite a l’ evolution socio-culturelle francaise» (REVUE DU
DROIT PUBLIC, 2005 σελ.434).
48. Hennette – Vancher, Roman, Droits
de l’ Homme et libertes fondamentales, 2013 σελ. 423. Haarscher, La
laicite, 2011 5η ἔκδ. σελ. 102. Pontier
Droits fondamentaux et libertes publiques 4η ἔκδ. 2010 σελ. 112. Prelot,
Droit des libertes fondamentales, 2α ἔκδ. 2010 σελ. 245 -247.
Turpin, Libertes publiques et droits fondamentaux, 2009 σελ. 151. 49.Παραθέτουμε ἐπὶ λέξει ἀπόσπασμα τῆς ἀπὸ 16.2.2002 ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοδικείου Λυὼν ἔχον ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τὸ πρωτότυπον (καὶ δημοσιευομένης εἰς τὸ περιοδικὸ ACTUALITE JURIDIQUE DROIT ADMINISTRATIF 16.2.
- 2002) «Nonobstant les dispositions de la Loi du 5 decembre 1905, une
association cultuelle au sens de l’ article 18 de cette loi, peut recevoir une
subvention publique des lors que lui a ete conferee la reconnaissance d’
utilite publique».
50. Πρβλ. Pontier ἐνθ’ ἀν. σελ. 112, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ὡς ἄνω διάταξη θεσπίζει μίαν ὑποχρέωση τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως νὰ ἀφήνουν κενὸν χρόνον ἐπὶ μίαν ἡμέρα καθ’ ἑβδομάδα, διὰ νὰ ἐπιτρέπουν εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν, νὰ παρακολουθήσουν θρησκευτικὴν ἐκ παίδευση (ἐπὶ λέξει εἰς τὸ πρωτότυπον «obligation faite aux etablissements d’ enseignement publique de vaquer un jour par semaine pour permettre aux eleves qui le souhaitent de recevoir une eeducation religieuse»).
Ορθόδοξος Τύπος, 27/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου